Αναδημοσίευση από τον Ανώνυμο Προβοκάτορα μέσω της Κόκκινης Γωνιάς
Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για την προοπτική της ταξικής πάλης. Είναι ενδιαφέρον και από αρνητική πλευρά, γιατί μοιάζει να απευθύνεται σε μια οργάνωση εργατικής πρωτοπορίας. Του κόμματος της τάξης, που όμως είναι εξοβελισμένο από αυτή την εξιστόρηση (!) και το οποίο αν συναρμολογούνταν με αυτήν θα έκανε τα πράγματα γήινα.
Παραναγνώστης
Το επίπεδο της πάλης με το κεφάλαιο
(Οικονομικό ; Κοινωνικό ; Νομοθετικό ;)
Αλήθεια ποιο είναι εκείνο το επίπεδο πάλης που πρέπει να επιλέξει η επαναστατική πολιτική ; Αν στο πυρήνα της πρότασής μας βρίσκεται η σύγκρουση με το κεφάλαιο και ουσιαστικά η σύγκρουση με την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, πρέπει να διαλέξουμε εκείνο το επίπεδο ή επίπεδα όπου το κεφάλαιο γεννάται - αναπτύσσεται και υποτάσσει στις ανάγκες του. Τι είναι όμως το κεφάλαιο ; Δεν θα πρέπει η απάντηση σε αυτό το ερώτημα να θέτει και τους παραμέτρους της πάλης μας ; Αν πχ αντιλαμβανόμαστε το κεφάλαιο μόνο ως εμπορεύματα και χρήμα τότε μας αρκεί μόνο η κατάκτησή τους ή στην χειρότερη ο μετασχηματισμός τους. Το κεφάλαιο όμως είναι σχέση και όχι αποκλειστικά οικονομική. Το κεφάλαιο είναι και κοινωνική σχέση.
Συγκεκριμένα : «Το κεφάλαιο είναι και μια κοινωνική σχέση της παραγωγής. Είναι μια αστική σχέση της παραγωγής, μια σχέση παραγωγής της κοινωνίας της μπουρζουαζίας. Τα μέσα αναπαραγωγής, τα εργαλεία της εργασίας, τα ακατέργαστα υλικά, από τα οποία αποτελείται το κεφάλαιο –δεν έχουν παραχθεί και συσσωρευτεί κάτω από δοσμένες κοινωνικές συνθήκες, μέσα σε καθορισμένες ειδικές σχέσεις ; Δεν έχουν υιοθετηθεί για νέα παραγωγή, κάτω από δοσμένες ειδικές συνθήκες, μέσα σε καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις ; Δεν δικαιώνουν και την καθορισμένου κοινωνικού χαρακτήρα σφραγίδα των προϊόντων που υπηρετούν την νέα παραγωγή ως κεφάλαιο ;» (Wage, LaborandCapital – KarlMarx (πηγή www.marxists.org)) Η ύπαρξη μιας τάξης που κατέχει παρά μόνη την ικανότητα της για εργασία είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο για το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο λοιπόν βρίσκεται στην «ανάγκη» της εργατικής τάξης, άρα ο αγώνας της εργατικής τάξης είναι διπλός πέρα από την χειραφέτησή της από την εκμετάλλευση οφείλει να ανοίξει τον δρόμο για την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας. Άρα η ανάγκη σύγκρουσης με το κεφάλαιο δεν μπορεί ούτε να απομονωθεί στην οικονομική της διάσταση ούτε όμως και στην κοινωνική της, πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως όλον που εντός των πόλων της ισχύουν οι νόμοι της διαλεκτικής. Ο λόγος μη αυτονόμησης των δύο αυτών πλευρών είναι γιατί το ίδιο το κεφάλαιο χρησιμοποιεί και τους δύο αυτούς πόλους ώστε να κυριαρχεί, μεταφράζει και μεταφέρει την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας από την παραγωγή στην κοινωνία και αντίστροφα. Χρειάζεται όμως μια ακόμα πιο θαρρετή προσέγγιση. Γιατί η επαναστατική πολιτική δεν διαλέγει το έδαφος της μάχης, αλλά το έδαφος της νίκης εκεί που θα κατακτά, εκεί που μεταφράζονται όλα τα ωραία σχήματα λόγου ώστε να αποτελέσουν πράξη. Θέλουμε λοιπόν οικονομικές κατακτήσεις ; κοινωνικές ; νομοθετικές ; Εν τέλει που μετράμε την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου ή αιτήματος αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσουμε, αυτό που διχάζει όχι μόνο εμάς αλλά και το σύνολο των δυνάμεων του κινήματος.
Επειδή θεωρώ πιο σημαντικό τον ορισμό του οικονομικού-κοινωνικού επίπεδου θέλω να ξεμπερδέψω με την ψευδαίσθηση που μοιράζεται μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς (καθεστωτικής ή μη) αυτό της κατάκτησης μόνο στο επίπεδο της νομοθεσίας είτε με την κατάργηση είτε με την κατάκτηση είτε με την μη εφαρμογή νόμων και διατάξεων. Για αρχή η νομοθεσία (και ειδικότερα το σύνταγμα ως κοινωνικό συμβόλαιο) αντανακλά στον βαθμό που επιτρέπει η φύση της, τον ταξικό συσχετισμό ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Άρα οι όποιες κατακτήσεις αντανακλούν κάθε στιγμή την κατάσταση του ταξικού συσχετισμού χωρίς όμως απολυτότητες και ακριβείς αντιστοιχίες. Για να μην ξεχνάμε και το πιο προφανές πως στον καπιταλισμό οι νόμοι και η νομοθεσία είναι όργανα και εργαλεία του κεφαλαίου από την φύση τους και την χρήση τους, ο νόμος του κεφαλαίου είναι το κέρδος και με αυτό χτίζονται τα «δίκια» του, οι νόμοι του και με αυτό καταργούνται, παρακάμπτονται και αλλάζουν οι νόμοι που το ίδιο όρισε. Άρα οι ίδιοι οι νόμοι βάζουν όρια κατακτήσεων και ύπαρξης νικών εντός τους εξ’ αρχής. Αυτό γιατί στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό που η αιχμή του δόρατος της αστικής δημοκρατίας είναι ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, η αστική τάξη δεν έχει τα περιθώρια για παραχωρήσεις ή οπισθοδρομήσεις και προτιμά να έχει «νεκρούς νόμους» που «ανασταίνονται» μόλις ηρεμήσει το καμίνι της ταξικής πάλης παρά να δείξει αδυναμία ή να σταματήσει ζωτικούς τομείς της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Παραδείγματα ιστορικά υπάρχουν πολλά και αρκετά πρόσφατα αν κάτσεις και το αναζητήσει κάποιος. Αυτό δεν αναιρεί και την ικανότητα του κινήματος να κερδίζει καθυστερήσεις και αναβολές όσο προσωρινές ή ενσωματώσιμες κι αν είναι. Πέρα όμως από την περιπτωσιολογία είμαστε αναγκασμένοι να δούμε την πραγματικότητα της μεταλλαγμένης αστικής δημοκρατίας, αυτής που οι εξουσίες κατά Ρουσσώ (Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική) είναι πλέον κάτω από άλλη λειτουργία και σκέπη. Θα δανειστώ ένα απόσπασμα ταμαμ από την ανάλυση του ΝΑΡ για την συνταγματική αναθεώρηση του 2007 ώστε να κάνω πιο σαφές αυτό που λέω : «Η παραδοσιακή «ανεξαρτησία» των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής), που αποτελούσαν, διακηρυκτικά, τις εγγυήσεις δημοκρατικότητας του πολιτεύματος, δίνει τη θέση της σε μια υδροκέφαλη εκτελεστική εξουσία (διοίκηση) η οποία ολοένα και περισσότερο αποκτά και διακηρύσσει, έλεγχο επί των λοιπών (π.χ. δημόσιες παρεμβάσεις, αναδόμηση και έλεγχος του δικαστικού μηχανισμού, χρήση του ως αμιγώς κατασταλτικού, μείωση του ρόλου των βουλευτών μέσω της ψήφισης των πιο κεντρικών, εσωτερικά και εξωτερικά, νομοθετημάτων από την κυβερνητική πλειοψηφία κ.α.) Η υδροκέφαλη εκτελεστική εξουσία, έλκει τη νομιμοποίησή της από την άνοδο των δεικτών της οικονομίας και διακηρύττει την πρόθεσή της να λειτουργήσει ως εκπρόσωπος του συλλογικού καπιταλιστή, στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.» Κατανοούμαι τι αποτελέσματα έχει αυτή η θεώρηση τόσο για τα ζητήματα νομοθεσίας, όσο και για τα ζητήματα πχ του εργατικού δικαίου. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τις δικαιοδοσίες που περνούν πλέον σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ μέσω της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων (δηλαδή «νόμος» θα είναι μόνο η εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας) αλλά και της άτυπης αναγόρευσής τους ως πιθανούς νομοθέτες στα εργατικά, η διεκδίκηση και κατάκτηση στο νομοθετικό επίπεδο περιπλέκεται ακόμα περισσότερο.
Ξαφνικά γυρίζουμε στο πρώτο ερώτημα που μπήκε σε αυτό το κείμενο, αυτό της κατάκτησης είτε των μικρών είτε των μεγάλων. Θα προσπαθήσω να απαντήσω το ερώτημα όχι στο παρόν αλλά κάνοντας μια βουτιά στο παρελθόν, σε αντίστοιχη ερώτηση του εργατικού κινήματος της τότε εποχής. Συγκεκριμένα στην διαμάχη του Μπερνστάιν με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ πάνω στο βιβλίου του πρώτου «Οι προϋποθέσεις του Σοσιαλισμού». Η απάντηση τότε της Ρόζας ήρθε με το γνωστό σε όλους μας βιβλίο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Στο κομμάτι όπου αναφέρεται για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας η Ρόζα αναφέρει : «Και πραγματικά η εκάστοτε νομοθεσία είναι ένα προϊόν της επανάστασης. Ενώ η επανάσταση είναι μια πολιτική δημιουργική πράξη της ταξικής ιστορίας, η νομοθεσία είναι η πολιτική συνέχεια της ζωής της κοινωνίας. Η νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία δεν περικλείει μέσα της μια δική της ανεξάρτητη απ’ την επανάσταση κινητήριο δύναμη, κινείται μέσα σε κάθε ιστορική περίοδο αποκλειστικά πάνω στη γραμμή της προηγηθείσας ανατροπής και εφόσον μόνο υφίσταται ακόμα την ώθηση που της έδωσε η προηγηθείσα ανατροπή ή, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, κινείται μόνο μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής μορφής που έφερε στο φως της ημέρας την προηγηθείσα ανατροπή.» (Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» σελ 86) Αν δούμε τα πρώτα συμπεράσματα αυτά συγκλίνουν στην παραδοχή ότι μόνο μια διαρκώς ωθούμενη ανατροπή μπορεί να πάρει χαρακτήρα νομοθετικής μεταρρύθμισης και αυτό μόνο όταν αυτή είναι διαρκής αλλά ουσιαστικότερα εκφράζει την κοινωνική μορφή που την έφερε σε αυτό το σημείο. Με απλούστερα λόγια μόνο οι πραγματικά κοινωνικές ανατροπές ή αλλαγές μπορούν να εκφραστούν σε νομοθετικό επίπεδο και να συντηρηθούν εκεί μέχρι όσο προωθούνται και αναπτύσσονται. Αυτή είναι ίσως και η πιο ειλικρινής εξήγηση για την επιτυχία της ματαίωσης της αναθεώρησης του συντάγματος το 2007 και της υποχώρησης ένα μήνα μετά με την ψήφιση του νόμου πλαίσιο. Δηλαδή μια κοινωνική έκφραση (αυτή της μη αναθεώρησης του συντάγματος ) κατάφερε να επιφέρει νομοθετικά αποτελέσματα ενώ η μη συνέχιση- αναβάθμιση αυτής της κοινωνικής κατάστασης (δλδ του κινήματος ουσιαστικά) έφερε τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα. Ανοίγεται όμως το ερώτημα πως αυτές οι νομοθετικές νίκες είναι το απαραίτητο βήμα, ο «αργός» τρόπος για την επανάσταση που αρμόζει στους χαλεπούς καιρούς ενώ αντίθετα η επανάσταση είναι μια βιαστική και γρήγορη προσπάθεια που δεν αρμόζει στους καιρούς. «Είναι βασικά εσφαλμένο και αντιιστορικό να θεωρούμε τη νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία σαν διαπλατυνθείσα επανάσταση και την επανάσταση σαν επιταχυνθείσα μεταρρύθμιση. Μια κοινωνική ανατροπή και μια νομοθετική μεταρρύθμιση είναι δύο διαφορετικές στιγμές (momente) όχι απ’ την άποψη της χρονικής τους διάρκειας, αλλά απ’ την άποψη του ουσιαστικού τους περιεχομένου. Όλο το μυστικό των ιστορικών ανατροπών μέσω της πολιτικής εξουσίας έγκειται ακριβώς στη μεταβολή των απλών ποσοτικών μεταβολών σε μια καινούργια ποιότητα, συγκεκριμένα : στη μετάβαση από μια ιστορική περίοδο, από μια κοινωνική μορφή σε μια άλλη.» (Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» σελ 86-87) Νομίζω πως οι πρώτες απαντήσεις πέφτουν στο τραπέζι, αλλά υπάρχει ανάγκη και άλλων ακόμα πιο συγκεκριμένων, που μεταθέτουν την κριτική ή την απάντηση στον πυρήνα κάθε πολιτικής πρότασης. «Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης σ’ αντικατάσταση και σ’ αντίθεση προς την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής ανατροπής, δεν εκλέγει στην πραγματικότητα ένα πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο τον σκοπό, αλλά και ένα άλλο σκοπό και συγκεκριμένα όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος , αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές μέσα στο παλιό. Έτσι οι πολιτικές αντιλήψεις του ρεφορμισμού καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα με τις οικονομικές του θεωρίες : ότι αποβλέπουν κατά βάση όχι στην πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, αλλά στη μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού, όχι στην κατάργηση της μισθοδουλείας, αλλά στο λίγο ή στο πολύ της εκμετάλλευσης, με μια λέξη άρση στην άρση των καρκινωμάτων του καπιταλισμού και όχι του καπιταλισμού του ίδιου.» (Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» σελ 87) Εδώ η καμπάνα δεν χτυπά μόνο για την λαϊκή εξουσία – λαϊκή οικονομία (ΚΚΕ), ούτε μόνο για την αριστερή διακυβέρνηση-μεταρρύθμιση (ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και για προτάσεις της ίδιας της εκτός των τειχών αριστεράς και του α/α χώρου που είτε εμμένουν σε προτάσεις τύπου νέου κοινωνικού συμβολαίου, είτε αποσυνδέουν την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την κοινωνική ανατροπή είτε αντίστροφα διεκδικούν κοινωνικές ανατροπές χωρίς την συνολική σύγκρουση με την πολιτική εξουσία. Ειδικά εν μέσω κρίσης το ζήτημα της εξουσίας και της σύνδεσής της με ένα κίνημα πραγματικής κοινωνικής ανατροπής είναι καίριας σημασίας για τις επαναστατικές δυνάμεις. Άρα για να γίνει «νόμος», ο «νόμος του εργάτη» πρέπει να αποτελέσει απειλή για την καπιταλιστική εξουσία και παραγωγή, με την χειραφέτησή της τάξης να μην είναι διακηρυκτική αλλά κοινωνικό γίγνεσθαι που έτσι θα μετατρέπει το εν δυνάμει επαναστατικό της «είναι» σε επαναστατικό σήμερα. Πιο απλά ο αγώνας χειραφέτησης της τάξης είναι μονόδρομος για την συγκρότηση της ως τέτοια, ως τάξη για τον εαυτό της, είναι δύο γεγονότα αλληλοτροφοδοτούμενα και διαλεκτικά αναπτυσσόμενα. Αυτό στην πρότασή μας μεταφράζεται στην αναγόρευση του κοινωνικό-οικονομικού επιπέδου σαν πρώτιστο επίπεδο της ταξικής πάλης, που ναι μεν δεν ξεκινά ή καταλήγει να προσδοκά νομοθετικές νίκες παρ’ όλα αυτά μπορεί να τις πετυχαίνει χωρίς να τις βάζει ως κέντρο διεκδίκησης. Κάποιοι θα αναρωτηθούν : «Μα δεν έχει να κερδίσει η τάξη από υπέρ τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις ;». Ναι, έχει να κερδίσει το ζήτημα όμως είναι στην ίδια την πραγματικότητα της νομοθεσίας και του νόμου, και τι εκφράζει, δεν μπορούμε να δούμε αφαιρετικά την νομοθεσία από την ίδια την ταξική πάλη, όπως διαπιστώσαμε και πιο πάνω η ταξική πάλη δεν μεταφέρεται με ακριβείς αντιστοιχίες στο νομοθετικό πλαίσιο (τις περισσότερες δεν μεταφέρεται καθόλου παρά αποτυπώνεται η προσπάθεια της αστικής τάξης να κυριαρχήσει και δια μέσω του νόμου) και μάλιστα αυτό πάντα δικαιώνει την αστική πλευρά που είναι κυρίαρχη στις μέρες του καπιταλισμού. Εξάλλου ασπαζόμενοι την λογική της πάλης των τάξεων θα δούμε πως οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις δεν καταργούν την ανάγκη κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας αντίθετα τα όρια τους αναδεικνύουν την αναγκαιότητα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, της συνολικής κοινωνικής ανατροπής αλλιώς η ιστορία θα ήταν το χρονικό μιας μακράς δικαστικής διαμάχης μεταξύ τάξεων και όχι της ταξικής πάλης σε όλα τα επίπεδα. Εξάλλου το πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό δεν ήταν αποτέλεσμα νομοθετικής μεταρρύθμισης, όπως και αντίστοιχα η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο γεννήθηκε και βασίστηκε σε οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και όχι σε νομοθετική μεταρρύθμιση. Αυτό αποτελεί και την ραχοκοκαλιά θεωρώ της απάντησής μας στους θιασώτες της μεταρρύθμισης, δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη διατύπωση από αυτή που κάνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ για να καταρρίψει τις σκέψεις του Μπερνστάιν : «Εκείνο που αναγκάζει τον προλετάριο να μπαίνει κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου δεν είναι κανένας νόμος, αλλά η ανάγκη, το γεγονός ότι στερείται μέσων παραγωγής. Ο προλετάριος με κανένα νόμο στο κόσμο δεν μπορεί να αποκτήσει μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας παραγωγικά μέσα, γιατί τα μέσα αυτά δεν του αφαιρέθηκαν με νόμο, αλλά με την οικονομική εξέλιξη. Επίσης ούτε και η εκμετάλλευση μέσα στη σχέση της μισθοδουλείας δεν στηρίζεται πάνω σε νόμους, γιατί το μέγεθος του ημερομισθίου δεν καθορίζεται νομοθετικά αλλά από οικονομικούς παράγοντες. Και αυτό το γεγονός της εκμετάλλευσης δεν στηρίζεται σε καμιά νομική διάταξη, αλλά στο καθαρά οικονομικό γεγονός ότι η εργατική δύναμη παρουσιάζεται σαν εμπόρευμα, που εκτός από τα άλλα έχει την ευχάριστη ιδιότητα να παράγει αξία και μάλιστα περισσότερη αξία απ’ εκείνη που καταναλίσκει υπό τη μορφή τροφίμων του εργάτη. Με μια λέξη, όλες οι βασικές σχέσεις της αστικής κυριαρχίας δεν είναι δυνατό να αλλάξουν με νομοθετικές μεταρρυθμίσεις πάνω σε αστική βάση, διότι ούτε με αστικούς νόμους εισήχθησαν ούτε πήραν την μορφή τέτοιων νόμων.» (Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» σελ 90) Εδώ παρ’ όλη την σωστή σκέψη της η Ρόζα δεν μπορεί να απαντήσει στο σήμερα στο εξής, ότι η ταξική κυριαρχία ξεκινά και παίρνει νομική υπόσταση, πως δηλαδή η εκμετάλλευση της τάξης παίρνει και νομικά χαρακτηριστικά. Πως αλλιώς να δούμε τις αναθεωρήσεις των συνταγμάτων, το ευρωσύνταγμα, την νέα λογική της εθνικής συλλογικής σύμβασης, τους πιο σκληρά ταξικούς νόμους. Μήπως το επιχείρημα που στηρίχτηκε η Ρόζα καταρρέει μπροστά στα μάτια μας και πρέπει να ασπαστούμε τον Μπερνστάιν για μια νέα «σοσιαλιστική μεταρρύθμιση» ; Όχι σύντροφοι γιατί η εξήγηση βρίσκεται σε αυτό που είδαμε ως όρο έκφρασης των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων (Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» σελ 86 και σελ 86-87 που αναφέρθηκαν πιο πάνω) δηλαδή των κοινωνικών ανατροπών και της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, σε νέες ιστορικές περιόδους και κοινωνικές μορφές. Πως αλλιώς να δούμε την ήττα του εργατικού κινήματος μετά την κατάρρευση, την ίδια την γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, την υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας, την αστικοποίηση και υποταγή των υπαρχόντων δομών συνδικαλισμού, όσο διαρκούν και ωθούν το κοινωνικό γίγνεσθαι θα γίνονται το έδαφος νομοθετικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του κεφαλαίου, μια τέτοια μεταρρύθμιση δεν είναι και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση από το 1973 έως σήμερα, μια τέτοια δεν επιζητά και το κεφάλαιο ιδιαίτερα τώρα σε περιόδους κρίσης ώστε να αποτυπώσει νέους συσχετισμούς σε ακόμα πιο δυσμενή για την τάξη κοινωνικά συμβόλαια ; Άρα η ρεβάνς θα δοθεί στο κοινωνικό – οικονομικό επίπεδο όπως άλλωστε κερδήθηκε προηγουμένως από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Δηλαδή το νομοθετικό επίπεδο της πάλης φεύγει από την αιχμή του δόρατος και τοποθετείται ως παραπλεύρως παραγόμενο προϊόν της επαναστατικής πολιτικής πρότασης, όχι όμως ως πυρηνικό συστατικό της στοιχείο ούτε ως προγραμματική της στόχευση.
Μένουμε λοιπόν με το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αυτό δηλαδή των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Πρέπει να αποσαφηνιστεί πως διαλέγεται η επαναστατική πολιτική πρόταση με τα επίπεδα αυτά πως τα «χρησιμοποιεί» και γιατί προς όφελος του τελικού σκοπού. Σωστά διαλέγεις να αναμετρηθείς με το ερώτημα του κοινωνικού ζητήματος σαν πρωταρχικό στοιχείο της παρέμβασης και της πάλης . Δηλαδή στην ανάγκη που έχουν οι αγώνες ανεξάρτητα από τον χώρο στον οποίο διεξάγονται να μετατρέπονται σε αγώνες όπου η πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία αντιλαμβάνεται τον αγώνα σαν αγώνα και για τα δικά της συμφέροντα. Αυτό μπορεί απλοϊκά να ερμηνευθεί σε δύο παραμέτρους σε αιτήματα και περιεχόμενο που εκφράζει το κοινωνικά αναγκαίο και σε μορφές που βλέπουν σαν ενεργό τους στοιχείο την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Το σχήμα αυτό χρήζει αναβάθμισης και επέκτασης στην ίδια την πραγματικότητα της κατάκτηση που βάζει η επαναστατική πολιτική πρόταση. Δηλαδή ο αγώνας γίνεται πραγματικά κοινωνικός όχι μόνο όταν τα αιτήματά του εκφράζουν την πληττόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας, ούτε μόνο όταν είναι έκφραση αυτού του κόσμου μέσα από τα όργανα και τους θεσμούς που οι ίδιοι οικοδομούν αλλά και όταν «δείχνουν» τον δρόμο της κοινωνικής ανατροπής, της κατάκτησης στην πραγματική ζωή. Με λίγα λόγια όταν εμφανίζεται στην πραγματικότητα του αγώνα ένας άλλος διαφορετικός και ανταγωνιστικός προς τις δυνάμεις και τα όργανα του κεφαλαίου δρόμος κατάκτησης και ικανοποίηση των υλικών και κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης. Πυρήνας αυτής της πρότασης δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την έμπρακτη αμφισβήτηση των οικονομικών σχέσεων του κεφαλαίου ως κομμάτι μιας κοινωνικής διεκδίκησης. Αυτό μπορεί να εκκινεί από το πιο μικρό ή μεγάλο ζήτημα σε κάθε χώρο αλλά να διεκδικεί μια κοινωνική ανάγκη (που όπως ορίσαμε παραπάνω είναι αναπτυσσόμενη έννοια) που θα αναζωπυρώνει νέες τάσεις διεκδίκησης και αγώνα. Ενώ το αντίθετο είναι και αυτό που μπορεί να απαντήσει στο πως παλεύουμε για κατακτήσεις στο χώρο, δηλαδή προσπαθούμε μια αμφισβήτηση των κοινωνικών σχέσεων να την κάνουμε κομμάτι μιας οικονομικής διεκδίκησης. Αυτή η αλληλλοδιαπλοκή και σύνθεση αυτών των δύο οπτικών εν τέλει δένει στα πολιτικά αιτήματα και τα κάνει πραγματικούς στόχους κατάκτησης του κινήματος και όχι θεωρητικές φλυαρίες.
Ένα επόμενο βήμα είναι αυτό του ποιος και πως θα εγγυάται – επιβάλλει – ελέγχει την αλλαγή και ανατροπή αυτή των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Το υποκείμενο δεν είναι άλλο από τις δυνάμεις της εργασίας και τα όργανα που δημιουργούν για τον αγώνα και την άσκηση της ανεξάρτητης, από το κράτος και το κεφάλαιο, πολιτικής και κοινωνικής τους εκπροσώπησης και δράσης. Σαν παράδειγμα θα μπορούσαμε να δούμε πχ την διεκδίκηση των συμβάσεων σε ένα κλάδο ή σε έναν εργοδότη να γίνεται από την συνέλευση των εργαζομένων (είτε υπάρχει σωματείο είτε όχι) κόντρα σε λογικές διαδικασιών διαιτησίας αλλά σε ευθεία σύγκρουση με τον εργοδότη. Αλλά αυτό είναι λειψό βήμα γιατί βλέπει μόνο την στενότητα του χώρου και δεν μπορεί να γίνει κομμάτι μια κοινωνική διεκδίκησης άρα για να γίνει τέτοιο πρέπει πχ κάθε σύμβαση κλάδου να γίνεται ζήτημα του συνόλου των εργαζομένων. Δηλαδή όπως αναφέραμε προηγουμένως η κάθε μικρή ή μεγάλη διεκδίκηση να πυροδοτεί συνολικές κοινωνικές αντιδράσεις και κινήσεις που θα βάζουν στο τραπέζι το ζήτημα της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης συνολικά. Προσοχή εδώ δεν μιλάμε για την περιφρούρηση μια νομικής διάταξης αλλά για την επιβολή και κατάκτηση μια οικονομικής ή κοινωνικής σχέσης θα ήταν τραγικό το εργατικό κίνημα να ζητά από την αστική τάξη να επιστρέψει στην νομιμότητα όταν οι ίδιες δυνάμεις της εργασίας βάζουν στις σημαίες τους το τσάκισμα του δικαίου της αστικής τάξης και της νομοθεσίας τους, την έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας. Στην τελική οι δυνάμεις της εργασίας μόνο στην πραγματικότητα των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων καλύπτουν τις ανάγκες τους και εκεί θα πρέπει να είναι και ο στόχος τους στην κάλυψη αυτών ως πολιτικό στόχο. Εξάλλου το κεφάλαιο ενοποιεί την εργατική τάξη ως προς την εκμετάλλευση τι πιο απλό για την εργατική τάξη να ενοποιεί τον αγώνα στην κατάργηση αυτής της εκμετάλλευσης πανκοινωνικά και όχι κατά μόνας αφήνοντας ανέπαφους τους εμφυλίους που σπέρνει το κεφάλαιο ανάμεσα στους εργαζόμενους ( ρετιρέ – βασικός, έχοντας σωματείο – μη έχοντας συλλογικό φορέα, ντόπιοι – μετανάστες κα). Να προσθέσω μόνο δύο στοιχεία ώστε να ενισχύσω την παραπάνω θεώρηση το πρώτο είναι αυτό του χαρακτήρα των ενώσεων των εργαζομένων : «Οι εργατικές ενώσεις προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά στο σκοπό τους όταν δεν κάνουν σωστή χρήση της δύναμής τους. Αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται σ’ ένα μικροπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες δυνάμεις τους σαν ένα μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, δηλαδή για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.» (Καρλ Μαρξ «Μισθός Τιμή και Κέρδος» σελ 76) και το δεύτερο αφορά την διαπλοκή οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων στην κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης : «Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνδέεται με το μισθωτό σύστημα, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δε θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα και όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων, ότι καθυστερεί, βέβαια, την προς τα κάτω κίνηση, δεν αλλάζει όμως την κατεύθυνσή της, ότι χρησιμοποιεί καταπραϋντικά φάρμακα, που όμως δεν γιατρεύουν την αρρώστια. Δε θα πρέπει λοιπόν να κατατρίβεται αποκλειστικά σ’ αυτόν τον αναπόφευκτο μικροπόλεμο, που ξεπηδά διαρκώς από τους ατελείωτους σφετερισμούς , του κεφαλαίου ή τις διακυμάνσεις στην αγορά. Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί το συντηρητικό σύνθημα : «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα : «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».» (Καρλ Μαρξ «Μισθός Τιμή και Κέρδος» σελ 75-76) Αν υπολογίσουμε τις δυνατότητες της εποχής που έγραφε αυτά ο Μαρξ με τις εκρηκτικές δυνατότητες του σήμερα τότε καταλαβαίνουμε πόσο αναβαθμισμένος πρέπει να είναι ο «μικροπόλεμος» στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης αλλά και πόσο υλική ανάγκη και κοινωνικός όρος είναι η απελευθέρωση της τάξης από τα δεσμά του κεφαλαίου.
Εδώ όμως πρέπει να προσθέσω μερικά πράγματα για τους ίδιους τους αντιθεσμούς του κινήματος. Δεν μπορούμε να βλέπουμε την εξουσία ως κάτι το οποίο αφορά είτε την πολιτική της εκδοχή, είτε την οικονομική της, είτε την κοινωνική της. Ακριβώς επειδή το κεφάλαιο είναι σύνολο σχέσεων και όχι μονοσήμαντος όρος πρέπει την εξουσία του να την χτυπάμε παντού. Γιατί αν μείνουμε πχ στην πολιτική του εξουσία καταλήγουμε στις θέσεις του ΚΚΕ ενώ αν εμμείνουμε είτε στην κοινωνική είτε στην οικονομική στην καλύτερη θα είμαστε μια καλύτερη διαχείριση ενός συστήματος που απλά θα αναπαράγεται με δυσμενέστερους όρους. Πχ το αίτημα της ανατροπής της Κυβέρνησης έχει και αρκετά συνοδευτικά που κατά την γνώμη μου είναι αναπόσπαστα στοιχεία της επαναστατικής πολιτικής. Ένα από αυτά είναι η ανατροπή της “κυβέρνησης” της εργοδοσίας δηλαδή η αμφισβήτηση (έμπρακτη με όργανα και μορφές κατάκτησης και όχι βερμπαλιστικές γαρνιτούρες”) της οικονομικής και διοικητικής εξουσίας στην ίδια την παραγωγή. Ένα δεύτερο είναι η ίδια η αμφισβήτηση της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου που αγκαλιάζει συνολικότερα ζητήματα από την παραγωγή ενός χώρου (κοινωνικοί χώροι, πολιτισμός, τέχνη, φύση κα). Τέλος το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας δηλαδή της ουσιαστικής σύνδεσης και ολοκλήρωσης των παραπάνω σε ένα ζωντανό οργανισμό που βασίζεται στην εργατική αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση εν τέλει της ίδιας της ζωής μας. Πρακτικά δεν γίνεται να πούμε ανατροπή της κυβέρνησης αν δεν παλέψουμε σήμερα για εργατικές συλλογικότητες ταξικού εκβιασμού ανεξάρτητες από το κράτος και το κεφάλαιο. Κι αυτό παντού όχι μόνο με την βούλα του σωματείου αλλά όπου υφίστανται εργασία, γιατί πολλοί δουλεύουν 3 και 4 δουλειές, ακόμα περισσότεροι αλλάζουν δουλειές σαν τα πουκάμισα και μην ξεχνάμε και το τρομακτικό στρατό εφεδρείας του κεφαλαίου που λέγεται ανεργία. Μαζί με την δημιουργία εργατικών συλλογικοτήτων και σωματείων πρέπει να ξαναπιάσουμε την συζήτηση για τους Εργατικούς Ομίλους στις γειτονιές σαν πρόσθετο στοιχείο εργατικής οργάνωσης και δράσης και όχι αντιπαραθετικό πχ με τα ταξικά σωματεία. Επόμενο (όχι με χρονική ή σημασιολογική έννοια) είναι η δημιουργία και ενίσχυση πραγματικών αντιθεσμών του κινήματος σε γειτονιές και χώρους που θα αγκαλιάζουν όλες αυτές τις προσπάθειες σε ένα στόχο συνολικότερης κατάκτησης της ζωής που θέλουμε ενάντια στην ζωή που μας επιβάλλεται. Τέλος αν αυτό δεν συμπυκνώνεται σε έναν αστερισμό που θα βάζει συνολικά το ζήτημα της ανατροπής στο όλον της εξουσίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής θα μένει πάντα λειψός και θα απειλείται από την κάθε εκλογική μάχη όπως έγινε και στην Αργεντινή. Οι αντιθεσμοί είναι παραπάνω από αναγκαίοι ιδιαίτεροι στην επιβολή και κυοφορία των ανατροπών στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, όμως οι αντιθεσμοί δεν μπορούν από την γέννησή τους να οριστούν ως όργανα της εργατικής πολιτικής αυτό καθορίζεται μόνο από δύο παράγοντες και αυτοί δεν είναι άλλοι από την κοινωνική τους σύνθεση (πχ εργαζόμενοι, νεολαία κα) και την πολιτική τους θέση. Το τελευταίο δεν μας αναγκάζει να κάνουμε μια επιλεκτική διαλογή των αντιθεσμών αλλά να παλεύουμε για την αναβάθμισή τους, όπως για παράδειγμα κάνουμε με τις γενικές συνελεύσεις. Κυρίαρχο ερώτημα πρέπει να γίνει και η επικοινωνία – συντονισμός αυτών τον αντιθεσμών ώστε να συγκροτούν ένα αντίπαλο δέος στο ίδιο το κεφάλαιο, ώστε να προσεγγίζουν καθημερινά την εικόνα και το γίγνεσθαι οργάνων δυαδικής εξουσίας. Ο Δεκέμβρης άφησε παρακαταθήκες σε αυτό περισσότερο με τον τρόπο του ερωτήματος παρά με τον τρόπο της απάντησης. Δείτε πόσο πρωτοβουλίες – συνελεύσεις κατοίκων – επαναοικοιοποίηση και καταλήψεις δημόσιων χώρων ξεπηδούν γύρω μας χωρίς κάποια παρέμβαση οργανωμένης πολιτικής δύναμης. Κάποιοι θα ισχυριστούν πως δεν είναι η ώρα, θα απαντήσω γυρνώντας στο παρελθόν του εργατικού κινήματος και συγκεκριμένα στον Απρίλη του 1917 στην Ρωσία πριν την μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Τότε ο Λένιν διατύπωνε για την αναγκαιότητα τέτοιων αντιθεσμών και οργάνωσης της τάξης : «Συνήθως αντιτείνουν : ο ρώσικος λαός δεν είναι ακόμη ώριμος για την «εισαγωγή» της Κομμούνας. Αυτό είναι σαν το επιχείρημα των φεουδαρχών που έλεγαν ότι οι αγρότες δεν είναι ώριμοι για την ελευθερία. Η Κομμούνα, δηλαδή τα Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών, δεν «εισάγει», δεν σκοπεύει «να εισάγει» και δεν πρέπει να εισάγει κανενός είδους μετασχηματισμούς που δεν έχουν ωριμάσει απόλυτα και στην οικονομική πραγματικότητα και στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού. Όσο πιο μεγάλη είναι η οικονομική κατάρρευση και η κρίση που γεννά ο πόλεμος, τόσο επιτακτικότερη είναι η ανάγκη για μια όσο το δυνατό τελειότερη πολιτική μορφή που να κάνει πιο εύκολη την επούλωση των φοβερών πληγών, τις οποίες προξένησε ο πόλεμος στην ανθρωπότητα. Όσο λιγότερη οργανωτική πείρα έχει ο ρώσικος λαός, τόσο αποφασιστικότερα πρέπει να καταπιαστούμε με την οργανωτική οικοδόμηση από τον ίδιο τον λαό, και όχι από τους αστούς πολιτικάντηδες και υπαλλήλους με τις «προσοδοφόρες θεσούλες».»(Β.Ι.Λένιν «Οι θέσεις του Απρίλη» σελ 38) Αν τοποθετήσουμε και το απόσπασμα στο σήμερα της κρίσης που υπάρχει ανάγκη όσο ποτέ για θεσμούς ακόμα και επιβίωσης της τάξης καταλαβαίνουμε πόσο πίσω έχουν μείνει οι αντιθεσμοί και οι εργατικές συλλογικότητες της εποχής μας, πρέπει όμως να δούμε πως την απειρία στην οργάνωση ο Λένιν την αναγνωρίζει για να την ανατρέψει ενώ αντίθετα η αριστερά πάντα την αναγνώριζε για να υποταχτεί στον εκάστοτε συσχετισμό. Η συνείδηση και οι οικονομικοί πραγματικότητα που αναφέρει είναι και πρέπει να διευρύνεται από τα κριτήρια που βάλαμε προηγουμένως, ενώ τα αντίστοιχα ιστορικά παραδείγματα δεν λείπουν τόσο από την ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα (βλ επιτροπές του ΕΑΜ και οργάνωση πχ των συσσιτίων) είτε από εργατικό κίνημα διεθνώς (Σοβιέτ στην Ρωσία, επιτροπές αστέγων στις ΗΠΑ το 1929 κα). Γιατί αν τώρα δεν ζυμωθεί στην τάξη η δυαδική εξουσία (όχι ως αίτημα αλλά ως υλική κίνηση του σήμερα γνωρίζοντας και όχι αγνοώντας τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της εποχής) το αίτημα της ανατροπής της κυβέρνησης ή οτιδήποτε άλλο θα είναι τόσο έωλο όσο και το να πάρουμε την εξουσία χωρίς να τους ανατρέψουμε. Εν τέλει σύντροφοι στα αιτήματα που βάζουμε πρέπει να απαντάμε σε αυτά που πάντα μας ρώταγε η τάξη δηλαδή το “πως” ; “από ποιούς” και “με ποιά μέσα και μέθοδο”. Αυτό δεν θα γίνει χωρίς λάθη, είναι καλύτερα να κάνουμε όμως λάθη παρά να περιμένουμε εκείνο το «άνοιγμα των συσχετισμών» και τότε να σαλπίσουμε την πρόταση, τώρα είναι ανάγκη να τοποθετηθεί η επαναστατική πρόταση σαν σύνολο περιεχομένου και μορφής. «Όσο πιο γρήγορα πετάξουμε από πάνω μας τις παλιές προλήψεις του διαστρεβλωμένου από τους κ.κ. Πλεχάνοφ, Κάουτσκι και Σία ψευδομαρξισμού, με όσο πιο μεγάλο ζήλο καταπιαστούμε να βοηθήσουμε το λαό να δημιουργήσει αμέσως και παντού Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών, που να πάρουν στα χέρια τους όλη τη ζωή, όσο περισσότερο θα παρελκύουν οι κ.κ. Λβόφ και Σία τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης, τόσο πιο εύκολα θα είναι για το λαό να κάνει (μέσω της Συντακτικής Συνέλευσης ή χωρίς αυτή , αν ο Λβόφ αργήσει πολύ να την συγκαλέσει) την εκλογή του υπέρ της Δημοκρατίας των Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών. Λάθη στη νέα οργανωτική οικοδόμηση, που γίνεται από τον ίδιο το λαό, είναι στην αρχή αναπόφευκτα , καλύτερα όμως να κάνεις λάθη και να τραβάς μπροστά, παρά να περιμένεις πότε θα γράψουν οι νομομαθείς καθηγητές, που συγκάλεσε ο Λβόφ, του νόμους για την σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης και για την διαιώνιση της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας, για το στραγγαλισμό των Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών.»(Β.Ι.Λένιν «Οι θέσεις του Απρίλη» σελ 38) Να προσθέσω μόνο πως αυτά ο Βλαδίμηρος τα έγραφε το 1917 στην Ρωσία, όπου το τηλέφωνο ήταν η συνταρακτική ανακάλυψη της εποχής, που η εργατική τάξη του τότε σε σχέση με την εργατική τάξη του σήμερα ήταν κάτι παραπάνω από αμόρφωτη και που οι υλικοί όροι της παραγωγής ήταν άστα να πάνε σε σχέση ακόμα και με την «ψωροκώσταινα» του σήμερα όπως θέλουν να μας τα παρουσιάσουν, ενώ από πολιτική θέση ο ίδιος ο Βλαδίμηρος έλεγε πως τότε τα Σοβιέτ είχαν μικροαστική ηγεμονία, παρ’ όλα αυτά δεν τα εγκατέλειψε λόγω συσχετισμών ή πολιτικής καθαρότητας.
Καταλήγουμε σε μερικά συμπεράσματα για την επαναστατική πολιτική πρόταση :
-
Επιδιώκουμε την πλήρη ανεξαρτησία από το κεφάλαιο και το
κράτος σε κάθε προσπάθεια συλλογικού αγώνα, οργάνωσης, υπεράσπισης και
κατάκτησης. Αν υπάρξουν κατακτήσεις από το κράτος και το κεφάλαιο θα
υπάρξουν μόνο ως τέτοια απειλή και πίεση.
-
Παλεύουμε για την δημιουργία – αναβάθμιση των εργατικών
συλλογικοτήτων, αντιθεσμών του κινήματος ως όργανα άσκησης πολιτικής και
κοινωνικής εκπροσώπησης, συντονισμού του αγώνα και όργανα επιβολής και
διατήρησης των όποιων κατακτήσεων του αγώνα.
-
Παλεύουμε για τον συντονισμών όλων αυτών των συλλογικοτήτων
και αντιθεσμών σε έναν αστερισμό που θα αμφισβητεί και θα παλεύει την
εξουσία του κεφαλαίου στο όλον της και θα προσπαθήσουν να οργανώσουν την
ζωή που θέλουμε ενάντια στην ζωή που μας επιβάλλει το κεφάλαιο, πάντα
όμως με οδηγό το κοινωνικά αναγκαίο.
-
Παλεύουμε σε επίπεδο κοινωνικό – οικονομικό - πολιτικό ως
έκφραση και κατάκτηση άλλων κοινωνικών – οικονομικών σχέσεων και
ανατροπής των κοινωνικών – οικονομικών σχέσεων που δημιουργεί και
επιβάλλει το κεφάλαιο. Βλέπει την διαπλοκή και ενότητα του οικονομικού –
πολιτικού – κοινωνικού αγώνα ως σύνολο στο οποίο πρέπει να μετρώνται οι
στόχοι και τα αιτήματα. Να μετατρέπουμε την αμφισβήτηση μιας
οικονομικής σχέσης σε κομμάτι μιας κοινωνικής διεκδίκησης, μια
αμφισβήτηση μιας κοινωνικής σχέσης σε ανατροπές και κατακτήσεις
οικονομικών σχέσεων, να συνδέουμε τα παραπάνω σε πολιτικά αιτήματα που
αμφισβητούν συνολικά την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και της
φύσης.
-
Απαρνιόμαστε και τασσόμαστε με την κατάργηση της αστικής
νομιμότητας. Αναπτύσσουμε την κοινωνική νομιμότητα του αγώνα και των
οργάνων τους, που σαν όρο και κριτήριο θέτουν μόνο τον πιο πλέριο έλεγχο
από τους αγωνιζόμενους και τους παραγωγούς του πλούτου σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου