Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Η Θεωρία του Κρατικού Καπιταλισμού




Δημοσιεύουμε ένα μικρό διαμάντι επαναστατικής μαρξιστικής κριτικής του E. Mandel σε αυτό που υπήρξε το πρώτο εργατικό κράτος στον κόσμο. Tο κείμενο είναι παρμένο από to Fourth International, Vol.12 No.5, September-October 1951, pp.145-156.και το αρχείο του Ernest Mandel


Μετάφραση: Παραναγνώστης
 
Οι επικρατούσες ιδέες για το τι υπάρχει σήμερα στη Ρωσία είναι εκείνες του «κρατικού καπιταλισμού» και του «Σοβιετικού Ιμπεριαλισμού». Αυτές είναι οι αντιλήψεις της κυρίαρχης αστικής τάξης που προσπαθεί να αποδώσει στη σοβιετική γραφειοκρατία όλες τις αμαρτίες της χωρίς όμως την σωτήρια χάρη της «δημοκρατίας». Ταυτόχρονα, παρέχουν το κύριο πρόσχημα στους μικροαστούς διανοούμενους για να μην «διαλέξουν πλευρά» στη γιγαντιαία ταξική πάλη που ξεδιπλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα – εάν και όταν οι ίδιες αυτές ιδέες δεν εξυπηρετούν το σκοπό της προσχώρησης στο αστικό στρατόπεδο. Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού υποστηρίζεται όχι μόνο από τη σοσιαλδημοκρατία, τους θεωρητικούς της οποίας κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά, και από ασήμαντες αριστερίστικες ομάδες, αλλά και από τους εκπροσώπους μιας νέας και νικηφόρας προλεταριακής επανάστασης - από τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας , Μίλοβαν Τζίλας και Έντουαρντ Καρντέλι.[1]


Ο Τζίλας ξεκινά την ανάλυσή του με το φαινόμενο της γραφειοκρατίας κατά την δικτατορία του προλεταριάτου. «Η τάση προς την επικράτηση της γραφειοκρατίας» είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ένας από τους νόμους της μεταβατικής περιόδου (σελ. 65). Εξηγεί αυτή την ιδέα, λέγοντας μόνο ότι οι γραφειοκρατικές τάσεις «είναι ισχυρότερες όπου οι παραγωγικές δυνάμεις είναι λιγότερο ανεπτυγμένες οπότε το κράτος είναι υποχρεωμένο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να κρατήσει στα χέρια του τη διοίκηση των μέσων παραγωγής ... και να παίξει το ρόλο του στην κινητοποίηση των μικρών παραγωγών και μικρών ιδιοκτητών». (σ. 67).

Δύο διαφορετικά ζητήματα συγχέονται προφανώς εδώ. Οι κλασικοί του Μαρξισμού ήταν πάντα της γνώμης - και ο Λένιν συνάρθρωσε τις περισσότερες από αυτές τις απόψεις, δίνοντας επιπλέον και τη δική του , στο Κράτος και Επανάσταση - ότι μια γραφειοκρατική τάση, κάποιο είδος γραφειοκρατίας θα συνέχιζε να υπάρχει την επαύριο της προλεταριακής επανάστασης. Μια τέτοια γραφειοκρατία, φυσική κληρονομιά του καπιταλιστικού καθεστώτος, θα έπρεπε να αναχαιτιστεί άμεσα με την εισαγωγή νόμων για την εκλογή και το ανακλητό όλων των δημόσιων λειτουργών, καθώς και για τον περιορισμό των μισθών τους στο μέσο εργατικό μισθό. Οι «ένοπλοι εργάτες», όπως έλεγε ο Λένιν, θα περιόριζαν τους γραφειοκράτες στο ρόλο των «απλών διαχειριστών». Η γραφειοκρατία θα εξαφανιζόταν στο μέτρο που οι διοικητικές λειτουργίες θα απέβαινε να διεκπεραιώνονται από όλους τους παραγωγούς, τον καθένα με τη σειρά του. Ποτέ δεν είχε προβλεφθεί ούτε από τον Μαρξ ούτε από τον Ένγκελς, ούτε από τον Λένιν , κάποια τάση επικράτησης μιας γραφειοκρατίας στην μεταβατική κοινωνία.


Προέλευση της ισχύος της σοβιετικής γραφειοκρατίας


Το πρόβλημα γίνεται προφανώς πιο πολύπλοκο από την πρακτική εμπειρία της ΕΣΣΔ και της ίδιας της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή, οικονομικά καθυστερημένων εργατικών κρατών απομονωμένων μέσα σε έναν εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο. Εδώ τίθεται το ερώτημα όχι μόνο για την επιβίωση ορισμένων γραφειοκρατικών φαινομένων καπιταλιστικής προέλευσης, αλλά επίσης για τη δυναμική ανάπτυξη μιας νέας γραφειοκρατίας της οποίας η υλική προέλευση μένει να καθοριστεί.

Ενόσω το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν επιτρέπει την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του ανθρώπου, η «πάλη για την ατομική ύπαρξη», όπως είπε ο Ένγκελς στο Αντι-Ντύρινγκ, θα συνεχίσει να κυριαρχεί στην καθημερινή ζωή. Λόγω αυτού του γεγονότος, η ατομική κατανάλωση και η σοσιαλιστική συσσώρευση πρέπει να έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους, ενώ η τάση για πρωταρχική συσσώρευση επανεμφανίζεται κατ' αναγκαιότητα «μέσα από όλους τους πόρους της σχεδιασμένης οικονομίας» (Τρότσκι). Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναπόφευκτο σε βάθος χρόνου να πρέπει να εμφανιστεί ένας διαιτητής, ένας ρυθμιστής της κατανομής των ανεπαρκών μερίδων, στο πρόσωπο του γραφειοκράτη που ρυθμίζει τις χιλιάδες καθημερινές συγκρούσεις μεταξύ του αγρότη και του εργάτη, του παραγωγού και του διαχειριστή, του καταναλωτή και του διανομέα. Αυτός ο διαιτητής, έχοντας συγκεντρωμένες στα χέρια του τεράστιες εξουσίες, θα έχει την τάση να τις χρησιμοποιεί πάνω απ' όλα - σε συνθήκες γενικής έλλειψης - με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει για τον εαυτό του τους καλύτερους μεζέδες. Είναι επίσης, αναπόφευκτο ότι σε μακροπρόθεσμη βάση, ένα προλεταριάτο που αντιπροσωπεύει αριθμητικά μια περιορισμένη μειοψηφία στην κοινωνία, και το οποίο υπόκειται το ίδιο στην ίδια τυραννία της ανάγκης, να χάσει τον έλεγχο αυτών των γραφειοκρατών και στη συνέχεια να ελέγχεται και να κυριαρχείται από αυτούς. Είναι αδύνατο για μια τάξη η οποία τρέφεται και ντύνεται ανεπαρκώς να επιδεικνύει συνεχώς για μια περίοδο χρόνων πολιτική δραστηριότητα του πιο ψηλού επιπέδου – και μόνο μέσω μια τέτοιας πολιτικής δραστηριότητας μπορούν οι «ένοπλοι εργάτες» να ασκήσουν μόνιμο έλεγχο επί της γραφειοκρατίας.

Ήδη από το 1845, ο Μαρξ έγραψε στην Γερμανική Ιδεολογία ότι μια «μεγάλη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων ... είναι μια απόλυτα αναγκαία πρακτική προϋπόθεση (για μια σοσιαλιστική οικονομία) για τον λόγο ότι, χωρίς αυτήν, η γυμνή ένδεια θα γενικευόταν, και συνεπώς, ο αγώνας για προϊόντα πρώτης ανάγκης και όλα τα παλιά ... χάλια θα επανεμφανίζονταν κατ' ανάγκην».

Οι μενσεβίκοι βασίστηκαν σε αυτή την αυταπόδεικτη αλήθεια, γενικά αποδεκτή από όλους τους μαρξιστές, για να προσάψουν ουτοπισμό στους μπολσεβίκους, όταν γύρευαν να κατακτήσουν την εξουσία στη Ρωσία το 1917. Τι απαντά ο Λένιν στην μπροσούρα του «Θα Κρατήσουν οι Μπολσεβίκοι την Εξουσία»; «Η πρωταρχική λειτουργία της ρωσικής επανάστασης είναι να πυροδοτήσει την προλεταριακή επανάσταση στις προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Μια συγχώνευση της ρωσικής επανάστασης με τη νικηφόρα επανάσταση στις χώρες αυτές θα προμηθεύσει τη Ρωσία με την απαραίτητη υλική βάση για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας και για τη συντήρηση και την ανάπτυξη του εργατικού κράτους ». Διαφορετικά, αυτό το κράτος θα υποκύψει στις εσωτερικές και εξωτερικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Αυτή ήταν η μόνη προοπτική που προβλεπόταν από το σύνολο των μπολσεβίκων στην περίοδο αμέσως πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Το τέλος του πρώτου μεταπολεμικού κύματος επαναστατικών αγώνων το 1921 υποχρέωσε τους Μπολσεβίκους ηγέτες να επανεξετάσουν το ζήτημα αυτό. Παραμένοντας απομονωμένη μέσα σε έναν εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο και μη διαθέτοντας τις υλικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση σοσιαλιστικής οικονομίας, η Σοβιετική Ρωσία ήταν υποχρεωμένη να επεξεργαστεί μια νέα στρατηγική με στόχο να «κρατήσει» περισσότερο σε αυτή την απρόβλεπτη κατάσταση, έως ότου η διεθνής επανάσταση ερχόταν να την διασώσει. Ο Λένιν σωστά στράφηκε προς την ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική) ως το καλύτερο μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Αλλά την ίδια στιγμή είδε με σαφήνεια και με αγωνία την καθημερινή αύξηση της γραφειοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας, ένα πρόβλημα για το οποίο αφιέρωσε όλη την υπόλοιπη ενεργή ζωή του.


Η αύξηση της γραφειοκρατίας ήταν αναπόφευκτη κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Ήταν νίκη της επίσης αναπόφευκτη; Το να σκεφτούμε έτσι είναι σαν να απομονώνουμε την εξέλιξη της Ρωσίας από εκείνη του υπόλοιπου του κόσμου. Υπήρξε μια σοβαρή επαναστατική κρίση στη Γερμανία το 1923. Υπήρχε η βρετανική γενική απεργία το 1926, που άνοιξε μεγάλες επαναστατικές δυνατότητες σε αυτή τη χώρα. Υπήρχε, πάνω απ' όλα, η μεγάλη και πάρα πολύ ελπιδοφόρα κινεζική επανάσταση του 1925-27. Η νίκη μίας μόνο από αυτές τις επαναστάσεις θα ανέτρεπε πλήρως το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ της γραφειοκρατίας και του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ. Γι 'αυτό η Τροτσκιστική Αριστερή Αντιπολίτευση, που από το 1923 ως το 1927 έδωσε μάχη για την ηγεσία του κόμματος και της χώρας, πολέμησε όχι μόνο σε μια πλατωνική πλατφόρμα του «αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία», αλλά από το 1923 πρότεινε μια σειρά συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών μέτρων, και μια διεθνή στρατηγική, η οποία, επιτρέποντας την αύξηση της πολιτικής δραστηριότητας από το προλεταριάτο, θα έδινε στην πάλη ενάντια στη γραφειοκρατία μια στέρεη βάση. Τα μέτρα για την σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση, που η Αριστερή Αντιπολίτευση πρότεινε το 1923, είχαν ως στόχο την άμεση άνοδο του βιοτικού επιπέδου του προλεταριάτου, χωρίς την οποία θα ήταν μάταιο να ελπίζεται μια αναβίωση της υψηλού επιπέδου πολιτικής δράσης από την πλευρά των μαζών που είχαν εξαντληθεί από θυσίες έξι χρόνων.

Αλλά κάτω από συνθήκες παρατεταμένης απομόνωσης της ρωσικής επανάστασης, κανένας πολιτικός προσανατολισμός της ηγεσίας του Ρωσικού ΚΚ δεν θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τη νίκη της γραφειοκρατίας σε μακροπρόθεσμη βάση. Το ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί με διαφορετικό τρόπο ούτε για τη Γιουγκοσλαβία, ούτε για οποιαδήποτε άλλη καθυστερημένη χώρα, όπου η προλεταριακή επανάσταση θριαμβεύει. Η αναγνώριση του γραφειοκρατικού κινδύνου από την ηγεσία του κόμματος είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός και διευκολύνει τον αγώνα εναντίον αυτού του κινδύνου. Αλλά, επιπλέον, η υλική πηγή αυτού του κινδύνου πρέπει κατανοηθεί. Δεν υπάρχουν κανενός είδους νομικά μέτρα που θα μπορούσαν από μόνα τους να ξεπεράσουν τον κίνδυνο αυτό σε μακροπρόθεσμη βάση. [2] Μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με τη διεθνή επέκταση της επανάστασης στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ χαιρετίσαμε τα προοδευτικά μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας που έλαβε το γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1950, είχαμε από την αρχή τονίσει, ότι μόνο η διεθνής επέκταση της επανάστασης μπορεί τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά να καταφέρει το αποφασιστικό χτύπημα ενάντια στη γραφειοκρατία. Από οικονομική άποψη, θα επέτρεπε να ικανοποιηθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες της κοινωνίας και θα εξαλειφθεί έτσι ο «αγώνας για την ατομική ύπαρξη» (δυστυχώς τόσο κυρίαρχο σήμερα στη Γιουγκοσλαβία, όσο και στη Ρωσία), το οποίο κάνει τα «παλιά χάλια ... να επανεμφανιστούν». Κοινωνικά, θα μετέφερε τον έλεγχο των κρατικών υπαλλήλων στους ένοπλους εργάτες μιας προηγμένης χώρας, παρέχοντας έτσι στις προλεταριακές δυνάμεις που έχουν εξαντληθεί από θυσίες χρόνων, μια ανάσα για μια μεταβατική περίοδο, έτσι ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την πορεία τους προς τα εμπρός με διπλάσια επαναστατική ενέργεια. Είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι υποσιτιζόμενοι εργάτες θα μπορούσαν να διευθύνουν αποτελεσματικά την οικονομία για μια περίοδο ετών, χωρίς να προσπαθήσουν να βελτιώσουν πρώτα τη δική τους ατομική μοίρα. Ο ηρωισμός είναι ικανός για μεγάλα έργα, αλλά όχι αδιάλειπτα για δεκαετίες. 

 Από την Κρατική Ιδιοκτησία στον Κρατικό Καπιταλισμό
Αντί να εξετάζει τέτοια πραγματικά προβλήματα όπως η υλική βάση της γραφειοκρατικής εξουσίας, αντί να αναλύει συγκεκριμένα την ιστορία της ανόδου της γραφειοκρατίας στην εξουσία, ο Τζίλας προτιμά να αφιερωθεί σε μια συγκεχυμένη ανάλυση της «αντιφατικής ανάπτυξη της δικτατορίας του προλεταριάτου», η οποία μας έχει μαζεμένες ουκ ολίγες εκπλήξεις.

"Η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στον κρατικό καπιταλισμό και τον νεαρό σοσιαλισμό ... δεν είναι μόνο μια διαφορά στις τάσεις της εξέλιξης τους (κάτω από το σοσιαλισμό, προς την ολοκληρωτική νίκη του κομμουνισμού και την απονέκρωση του κράτους, κάτω από τον καπιταλισμό, προς τη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων και την «διαιώνιση» του κράτους). Ούτε είναι μια διαφορά στη μέριμνα τους για τις εργαζόμενες μάζες, ούτε μια διαφορά που προκύπτει από την εισαγωγή ενός διαφορετικού συστήματος αμοιβής, ενός σοσιαλιστικού συστήματος. Βρίσκεται στην ίδια την έννοια και την ουσία της ιδιοκτησίας. Η πρώτη μορφή της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας είναι, κατ 'ανάγκη, στην αρχή η κρατική ιδιοκτησία, και συνοδεύεται από αντίστοιχες σοσιαλιστικές σχέσεις (όσο ανεπαρκώς ανεπτυγμένες μπορεί να είναι). Στην πραγματικότητα, το όλο πρόβλημα μπορεί να αναχθεί στο πρόβλημα του χαρακτήρα του ίδιου του κράτους, το ένα αστικό και το άλλο προλεταριακό. Το πρώτο δίνει ώθηση στην ενίσχυση των γραφειοκρατικών δυνάμεων και του κρατικού καπιταλισμού, το δεύτερο προωθεί τη σπουδαιότητα του ρόλου των άμεσων παραγωγών και την διάχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Η κοινωνία στο σύνολό της πρέπει να παράγει ένα πλεόνασμα, αν είναι να επεκταθεί και να πάει προς τα εμπρός ... Και ποιος είναι αυτός που οικειοποιείται και διανέμει την υπεραξία υπό το καθεστώς του κρατικού καπιταλισμού από τη μία μεριά και υπό από την πρώιμη φάση του σοσιαλιστικού καθεστώτος από την άλλη, ενώ το κράτος παίζει ακόμα έναν αυτόνομο ρόλο; Και στις δύο περιπτώσεις είναι το κράτος. Αλλά εδώ επίσης υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές που προκύπτουν από προηγούμενες εξελίξεις: ο κρατικός καπιταλισμός διανέμει αυτό το πλεόνασμα στους γραφειοκράτες με μεγάλους μισθούς και προνόμια, και το χρησιμοποιεί για την ενίσχυση των διαφόρων επιχειρήσεων και του καπιταλισμού στο σύνολό του, ενώ το σοσιαλιστικό κράτος το χρησιμοποιεί για να οικοδομήσει το σοσιαλισμό και για να αμείβει τους εργάτες και υπαλλήλους με έναν δίκαιο τρόπο ... »(σελ.19-20).
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς τα μάτια του! Πρώτα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η διαφορά ανάμεσα στον κρατικό καπιταλισμό και στην «πρώτη φάση του σοσιαλισμού» δεν πρόκειται να βρεθεί μόνο στις διαφορετικές εξελικτικές τάσεις τους, και δέκα γραμμές πιο κάτω ολόκληρο το πρόβλημα «ανάγεται» σε αυτές ακριβώς τις τάσεις! Πρώτα μας λένε ότι η διαφορά μεταξύ του κρατικού καπιταλισμού και της μεταβατικής κοινωνίας δεν έγκειται αποκλειστικά στην διαφορά των αποδοχών («διαφορά στη μέριμνα τους για τους εργάτες») και είκοσι γραμμές παρακάτω το όλο ζήτημα εξηγείται από αυτήν ακριβώς την διαφορά! Η διαφορά μεταξύ καπιταλιστικής και σοσιαλιστικής συσσώρευσης εξηγείται μόνο στη βάση των προνομίων, καθαρίζοντας με την μεγαλοπρεπή ταυτολογία ότι «ο κρατικός καπιταλισμός προωθεί τον καπιταλισμό», ενώ «το σοσιαλιστικό κράτος. . . οικοδομεί το σοσιαλισμό». Με τον τρόπο αυτό ο κύκλος κλείνει αιτούμενος το συμπέρασμα. Αυτού του είδους η λογική είχε ως τώρα κρατηθεί στην αποκλειστικότητα των θεολόγων για να αποδείξουν την ενότητα του Θεού με την τριάδα. Η ξαφνική εμφάνιση του «κρατικού καπιταλισμού», κατά την δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι λιγότερο βαθύ μυστήριο από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Ενώ τα «saltos mortales» της σκέψης του Τζίλας δεν είναι σε θέση να δώσουν μια υλική βάση για τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού[3], η σκέψη του, ωστόσο, έχει η ίδια μια πολύ σταθερή «υλική βάση». Ο Τζίλας όχι μόνο πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει κρατικός καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ, αλλά πρέπει επίσης να αποδείξει ότι δεν υπάρχει κρατικός καπιταλισμός στη Γιουγκοσλαβία. Δυστυχώς γι 'αυτόν, η Κομινφορμιστική φράξια του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ είχε στην πραγματικότητα ορίσει την κοινωνική φύση της Γιουγκοσλαβίας ως κρατικό καπιταλισμό και έλαβε απάντηση – από τον Kidric ιδίως - με επιχειρήματα σημαντικής αξίας. (Βλ. την έκθεση Kidric στο πέμπτο Συνέδριο του ΓΚΚ και άρθρα του στο Νο.2 της θεωρητικής επιθεώρησης, Ο Κομμουνιστής, 1947). Αυτός είναι ο λόγος που ο Τζίλας υποχρεούται σε τελευταία ανάλυση, να φέρει το όλο θέμα πίσω στην τάση προς την απονέκρωση του κράτους. [4] Επιπλέον, η απονέκρωση του κράτους πρέπει κατά πρώτο λόγο να αρχίσει στο επίπεδο της οικονομίας. Αυτό ακριβώς του επιτρέπει να βασίσει τη διαφορά ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας αποκλειστικά πάνω στο νόμο για τα εργατικά συμβούλια που εισήχθη στη Γιουγκοσλαβία το Μάρτιο του 1950.


Η απονέκρωση του κράτους


Για να απονεκρωθεί το κράτος στο επίπεδο της οικονομίας, τα εξής είναι απαραίτητα:

1. «Μία εκδήλωση ... που έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε πολλές από τις πιο προχωρημένες

κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι επίσης και η μόρφωση και η πειθαρχία που επιβάλλεται επί των
εκατομμυρίων των εργατών από τον τεράστιο, πολύπλοκο και κοινωνικοποιημένο οργανισμό (της παραγωγής)... Με το οικονομικό αυτό έδαφος είναι απολύτως δυνατό . . . μετά την ανατροπή των κεφαλαιοκρατών και γραφειοκρατών, να τους αντικαταστήσουμε στον έλεγχο της παραγωγής και διανομής, στην υπηρεσία του διακανονισμού της εργασίας και των προϊόντων, από τους ένοπλους εργάτες ή τον οπλισμένο λαό.» (Κράτος και Επανάσταση, Άπαντα, XXI, σελ.229.) Οι συνθήκες αυτές δεν ήταν παρούσες στην ΕΣΣΔ, ούτε το 1917 ούτε το 1927, και μόνο σήμερα αρχίζουν υπάρχουν. Πόρρω δε απέχουν από του να είναι παρούσες στη Γιουγκοσλαβία.

2. Η εξαφάνιση της τάσης προς την πρωταρχική συσσώρευση. Δηλαδή, ένα επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όπου η οικονομική διαδικασία ευνοεί αυτόματα τη σταθεροποίηση της συλλογικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού παρά την αποδιοργάνωσή τους και την αναρχία. Ένας τέτοιος βαθμός της ανάπτυξης δεν έχει ακόμη επιτευχθεί σήμερα στην ΕΣΣΔ, για να μην μιλήσουμε για τη Γιουγκοσλαβία, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα να επιτευχθεί σε καμία χώρα χωρίς τη νίκη του παγκόσμιου σοσιαλισμού. «Με μας», είπε ο Λένιν, «η οικονομική προέλευση της γραφειοκρατίας ... είναι η απομόνωση, η διασπορά των μικρών παραγωγών, η μιζέρια τους, η έλλειψη του πολιτισμού, η έλλειψη δρόμων, ο αναλφαβητισμός, η έλλειψη της ανταλλαγής ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία, η έλλειψη οποιουδήποτε συνδέσμου ή οποιασδήποτε αλληλεπίδρασης μεταξύ τους.» (Για τους Φόρους σε Είδος, Διαλεχτά Έργα, II, σελ.873, Γαλλική έκδοση). Έτσι είναι και στη Γιουγκοσλαβία επίσης, όπως και σε κάθε καθυστερημένη χώρα μετά τη νίκη του προλεταριάτου. Αυτό σημαίνει ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αφότου το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται σε θέματα καταστολής, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, κλπ., θα συνεχίσει να ασκεί έναν διευθυντικό ρόλο στο επίπεδο της οικονομίας. Ακόμα και σήμερα η συλλογική ιδιοκτησία και ο σχεδιασμός παραμένουν στην ΕΣΣΔ μόνο λόγω του εξαναγκασμού του κράτους. Το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην ΕΣΣΔ δεν έχει εδραιώσει ακόμη αυτή την οικονομική βάση. Αντίθετα, εξακολουθεί να αναπαράγει συνεχώς τάσεις προς τον ατομικό πλουτισμό.

Η απονέκρωση του κράτους, με την πραγματική έννοια του όρου, είναι δυνατή μόνο όταν δεν υπάρχουν πλέον ανταγωνιστικές τάξεις στην κοινωνία. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί ένα τέλος στη σύγκρουση μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου. Ο ισχυρισμός των σταλινικών θεωρητικών ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς έχει εξαφανιστεί στην ΕΣΣΔ αντικρούεται από την καθημερινή οικονομική πραγματικότητα. Στη Γιουγκοσλαβία αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αγροτιά είναι ακόμα πιο πραγματικός, επειδή η ατομική ιδιοκτησία της γης συνεχίζει να υφίσταται. Η αρχή του περσινού λιμού σημαδεύτηκε από μια αναζωπύρωση της απόλυτης κερδοσκοπίας και της πρωταρχικής συσσώρευσης από την πλευρά των αγροτικών στρωμάτων. Μόνο η παρέμβαση του κράτους θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να προστατεύσει τον εργάτη από αυτή την πίεση του άπληστου. Ο κοινωνικός χαρακτήρας αυτού του κράτους αποκαλύπτεται σαφώς από τη δράση αυτή, και κάθε ειλικρινής επαναστάτης μπορεί μόνο να χειροκροτήσει τον εξαναγκασμό που απαιτήθηκε για την καταπολέμηση των αποθησαυριστών. Αλλά δεν ήταν ακριβώς απόδειξη ότι το κράτος «απονεκρώνεται».

Ο Τζίλας αναφέρει ένα μεγάλο απόσπασμα από το Κράτος και Επανάσταση στο οποίο ο Λένιν βεβαιώνει ότι το κράτος των εργατών είναι ένα κράτος «το οποίο είναι ήδη μη κράτος» με τη αυστηρή έννοια του όρου. «Επομένως το εργατικό κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται αμέσως» συμπεραίνει ο Τζίλας. Θα ήταν καλύτερα να διαβάσει πιο προσεκτικά ολόκληρο το σχετικό κεφάλαιο.

«Αφότου η πλειοψηφία του λαού καταστέλλει τους καταπιεστές της, δεν είναι πλέον απαραίτητη μια «ιδιαίτερη δύναμη» καταστολής. Με αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει να απονεκρώνεται.» Αυτό είναι εκείνο που ο Λένιν έγραψε επί λέξει.

Με άλλα λόγια, η «απονέκρωση» του κράτους δεν γίνεται μέσω της οικονομικής δράσης, αλλά με την αντικατάσταση του μόνιμου στρατού και της οργανωμένης αστυνομικής δύναμης, δηλαδή, ενός σώματος κρατικών λειτουργών εντελώς ξέχωρου από το λαό. Σε αυτό το επίπεδο, όμως, το Γιουγκοσλαβικό κράτος δεν απονεκρώνεται καθόλου. Αντίθετα, ο Τζίλας είναι υποχρεωμένος να τελειώσει το έργο του, που είναι αφιερωμένο στην απονέκρωση του κράτους, με έναν πανηγυρικό για την UDBA, τη μυστική αστυνομία της Γιουγκοσλαβίας, «μια ειδική δύναμη καταστολής», εάν ποτέ υπήρχε τέτοια. Δεν έχουμε ουδεμία αμφιβολία ότι αυτή η UDBA έχει προσφέρει πολλές υπηρεσίες στον αγώνα ενάντια στην αστική αντεπανάσταση και ενάντια στους Κομινφορμιστές. Παρόλα αυτά, η ύπαρξή της, όπως και η ύπαρξη της Τσεκά στη Ρωσία, δεν είναι μια απόδειξη της δύναμης, αλλά της αδυναμίας της επανάστασης. Αυτό αποδεικνύει ότι, υπό ορισμένες συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπου το προλεταριάτο είναι πολύ μικρό κλάσμα του συνόλου του λαού, η άσκηση της δύναμης καταστολής από τον «ένοπλο λαό» εξακολουθεί να είναι αδύνατη, και ότι οι δυνάμεις καταστολής αποσπασμένες από το λαό είναι ακόμα αναγκαίες. Μόνο μικροαστοί ηθικολόγοι μπορούν να βρουν σε αυτό το γεγονός μια «καταδίκη» είτε της Ρωσικής, είτε της Γιουγκοσλαβικής επανάστασης. Αλλά εξίσου έχουμε το δικαίωμα να πούμε κάτω από αυτές τις συνθήκες: σας παρακαλώ, σταματήστε τη φλυαρία για την απονέκρωση του κράτους.

Είναι σαφές ότι στην οικονομική σφαίρα ο Τζίλας συγχέει την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας με την απονέκρωση του κράτους, ενώ ακόμη και το δικό του απόσπασμα από τον Λένιν υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία είναι μόνο μια συγκεκριμένη μορφή του κράτους. Ο νόμος για τα εργατικά συμβούλια σημαίνει ότι η διαχείριση των εργοστασίων «εκδημοκρατίζεται». Αντί να ασκείται από διορισμένους αξιωματούχους, έχει αρχίσει να ασκείται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των εργατών, ακόμη και από τους εργάτες εκλεγόμενους εκ περιτροπής. Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός που εγκάρδια χειροκροτούμε. Αλλά αυτοί οι εργάτες εξακολουθούν να ασκούν μια λειτουργία του κράτους. Χωρίς τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, η σοσιαλιστική συσσώρευση η οποία όπως σε κάθε καθυστερημένη χώρα, επιτυγχάνεται πάνω απ' όλα σε βάρος της αγροτιάς, θα ήταν απραγματοποίητη. Και εάν οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι σήμερα από την συνδυασμένη πίεση του ιμπεριαλισμού και της αγροτιάς να χαλαρώσουν ελαφρώς αυτή τη ρυθμιστική λειτουργία του κράτους, να άρουν μερικώς τους περιορισμούς στις τιμές, να επιτρέψουν σε κάποιο βαθμό «το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών νόμων», αυτό αντιπροσωπεύει μόνο μια παραχώρηση προς τις δυνάμεις μιας εχθρικής τάξης που είναι αναμφίβολα αναπόφευκτη υπό τις παρούσες συνθήκες. Θα ήταν πιο τίμιο να ειπωθεί έτσι, όπως έκανε και ο Λένιν τον καιρό της ΝΕΠ, αντί να μιλήσει κανείς για την «απονέκρωση του κράτους στο οικονομικό επίπεδο». [5]
Ο Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής Ζάρκο Στιλίνοβιτς εξηγεί την προέλευση της πρόσφατης «απελευθέρωσης των τιμών» ως εξής:

«Οι αλλαγές στις τιμές του εξωτερικού μας υποχρεώνουν να κάνουμε αναπροσαρμογές στις εγχώριες τιμές μας. Στην πραγματικότητα, οι τιμές των ειδών που εισάγουμε (βαμβάκι, λινό, χαρτί, για παράδειγμα) έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από τις τιμές εκείνων που εξάγουμε (μόλυβδος, δέρμα, κλπ). Η εμπειρία έχει δείξει, από την άλλη πλευρά, ότι οι σχεδιασμένες ομοιόμορφες τιμές δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν κάτω από την πίεση της ιδιωτικής αγροτικής ιδιοκτησίας, δεδομένης της περιορισμένης ικανότητας μας για την παραγωγή των βιομηχανικών αγαθών που είναι σε μεγάλη ζήτηση.»
Η εμπειρία έχει δείξει, πάνω απ' όλα, ότι τα μέτρα που παρουσιάζονται ως «απονέκρωση του κράτους στο πεδίο της οικονομίας» είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της πίεσης των εχθρικών ταξικών δυνάμεων. Η εμπειρία δείχνει επίσης, παρεμπιπτόντως, ότι η θεωρία της οικοδόμησης του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» είναι μια μικροαστική ουτοπία.
  Οι Νόμοι του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ

Όπως έχουμε δει, ο Τζίλας δεν είναι σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη του "κρατικού καπιταλισμού" στην ΕΣΣΔ στη βάση των αναφορών του στη μαρξιστική θεωρία του κράτους και της ιδιοκτησίας. Απομένει ένας τελευταίος ισχυρισμός για να αντικρουσθεί. Πρόκειται για ένα σημείο σοβαρής σπουδαιότητας, είναι σίγουρο, αλλά ο Τζίλας δεν είναι περισσότερο από τα άλλα σε θέση να αποδείξει αυτό το σημείο. Δηλαδή, ότι στην ΕΣΣΔ οι «νόμοι του καπιταλιστικού μονοπώλιου ... μαίνονται με όλη την βαναυσότητά τους »(σελ. 23).

Οι οικονομικές κατηγορίες «αξία, εμπόρευμα, χρήμα, πρόσοδος κ.λπ.» εμφανίζονται με «πρωτοφανέρωτο» τρόπο στην ΕΣΣΔ. Μήπως αυτό δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια καπιταλιστική οικονομία; Οι κατηγορίες αυτές ισχύουν στη σοβιετική οικονομία, όπως ακριβώς το κάνουν σε οποιαδήποτε μεταβατική οικονομία μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Αυτές οι «κατηγορίες» δεν μπορεί να «καταργηθούν». Θα απονεκρώνονται στο βαθμό που, με την υψηλότερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δημιουργείται μια οικονομία, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στην παραγωγή αξιών χρήσης για την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων - μια οικονομία χωρίς κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Η «απονέκρωση» αυτών των κατηγοριών συνοδεύει την απονέκρωση των τάξεων και του κράτους. Έχει ο Τζίλας υπόψιν του το διάσημο απόσπασμα από το Ζήτημα της Κατοικίας του Ένγκελς που αναφέρει ότι «αφού οι εργατικές μάζες αναλάβουν την κατοχή όλων των μέσων της εργασίας ... η κατάργηση της ιδιοκτησίας της γης δεν συνεπάγεται την κατάργηση της γαιοπροσόδου αλλά την επιστροφή της στην κοινωνία, φυσικά, σε μια τροποποιημένη μορφή»; Μήπως η «πάλη για την απόλυτη γαιοπρόσοδο» στην ΕΣΣΔ, στην οποία αναφέρεται Τζίλας (σελ. 26), λαμβάνει επίσης χώρα και στη Γιουγκοσλαβία; Τι άλλο σημαίνει η υποχρεωτική παράδοση των γεωργικών προϊόντων στο κράτος;
Είναι αλήθεια ότι ο Ένγκελς προσθέτει ότι η γαιοπρόσοδος θα υπάρχει στη μεταβατική κοινωνία σε τροποποιημένη μορφή. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις άλλες οικονομικές κατηγορίες που απαριθμούνται από τον Τζίλας. Ο νόμος της αξίας ισχύει επίσης στην ΕΣΣΔ, αλλά όχι στην καπιταλιστική μορφή του. Στον καπιταλισμό τα εμπορεύματα δεν ανταλλάσσονται κατ' αναλογία προς τον «απαραίτητο κοινωνικά χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους», αλλά μάλλον κατ' αναλογία προς το κλάσμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου που έχει τεθεί σε κίνηση κατά το χρόνο παραγωγής τους. (Νόμος της ίσης κατανομής του ποσοστού κέρδους.) Στην ΕΣΣΔ η λειτουργία του νόμου της αξίας, μακριά από του να ρυθμίζεται από το κέρδος, έχει τροποποιηθεί από τη συνειδητή πίεση του σχεδιασμού. Το Χρήμα, το οποίο στον καπιταλισμό είναι ένα μέσο ανταλλαγής, καθώς και το μέτρο της αξίας και του δυνητικού κεφαλαίου - δηλαδή, ένα μέσο για την απόκτηση του εισοδήματος που ονομάζεται τόκος - έχει χάσει την τελευταία αυτή λειτουργία σε μεγάλο βαθμό στην ΕΣΣΔ. Οι τιμές, οι οποίες στον καπιταλισμό κυμαίνονται γύρω στην αξία, σύμφωνα με τους τυφλούς νόμους της αγοράς, στη σοβιετική οικονομία γίνονται το κύριο μέσο για τη συσσώρευση, χωρίς ωστόσο να χάνουν τις βαθιές ρίζες τους στο νόμο της αξίας.

Η καπιταλιστική οικονομία είναι μια οικονομία που βασίζεται στο κέρδος. Η επιδίωξη του κέρδους είναι η μόνη κινητήρια δύναμη σε όλη την οικονομική ζωή. Η συσσώρευση του κεφαλαίου ρυθμίζεται από νόμους οι οποίοι απορρέουν από αυτήν την αναζήτηση κέρδους. Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους είναι ο νόμος της ανάπτυξης για την καπιταλιστική οικονομία κατ' εξοχήν. Αυτός είναι ο θεμελιώδης νόμος που καθορίζει το μετασχηματισμό της οικονομίας του ελεύθερου ανταγωνισμού σε αυτή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ο νόμος αυτός εξηγεί την κίνηση των κεφαλαίων σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, προς εκείνους τους τομείς όπου μια τρομερή μάζα του συσσωρευμένου κεφαλαίου δεν συντρίβει, με όλο της το βάρος, το ποσοστό κέρδους. Ο νόμος αυτός εξηγεί γιατί, στη ναζιστική Γερμανία, καθώς και στις ΗΠΑ, η ανάπτυξη της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου ήταν πολύ χαμηλότερη από το μέσο όρο συνολικής ανάπτυξης της βιομηχανίας, παρά τις πιεστικές ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας.

Στην ΕΣΣΔ, αυτός ο χαρακτηριστικός νόμος του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν λειτουργεί καθόλου. Η συσσώρευση του κεφαλαίου, ρυθμιζόμενη από το σχεδιασμό, δεν ρέει από τους βασικούς τομείς στους περιφερικούς, όπως σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες σήμερα. [6] Αντίθετα, κινείται από τις περιφερειακές τομείς στους βασικούς. Ο ρυθμός ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας παραμένει μεγαλύτερος και δεν δείχνει καθόλου τάση μείωσης.

Επειδή ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι μια οικονομία η οποία διέπεται από το κέρδος, έχει χαρακτηριστεί εδώ και αρκετές δεκαετίες από τη μη εφαρμογή χιλιάδων εφευρέσεων και τεχνικών βελτιώσεων, κάτι που θα ενείχε τον κίνδυνο απαξίωσης τεράστιων μαζών κεφαλαίου σε διάφορους μονοπωλιακούς τομείς. Ο νόμος αυτός έχει λειτουργήσει χωρίς όρια στη ναζιστική Γερμανία, καθώς και στις ΗΠΑ, παρά τις ανάγκες της βιομηχανίας εξοπλισμών. [7] Μπορεί ο Τζίλας να μας δώσει έστω και ένα μόνο τέτοιο παράδειγμα από τη σοβιετική οικονομία;

Η εξαγωγή του κεφαλαίου της ιμπεριαλιστικής εποχής είναι η άμεση συνέπεια της μείωσης του ποσοστού κέρδους στις εκβιομηχανισμένες μητροπολιτικές χώρες. Βλέπουμε αμέσως πόσο παράλογο θα ήταν να μιλάμε για ένα τέτοιο φαινόμενο σε σχέση με την οικονομία της ΕΣΣΔ, η οποία δεν διέπεται καθόλου από το κέρδος. Στην πραγματικότητα, το μόνο παράδειγμα «εξαγωγής κεφαλαίων», που μπόρεσε ο Τζίλας να βρει στην ΕΣΣΔ είναι ένα αμφίβολου χαρακτήρα παράδειγμα, όπως ο ίδιος υποδεικνύει (σελ. 52): η κατάσχεση των γερμανικών και ιαπωνικών περιουσιών στις πρώην εχθρικές χώρες της ΕΣΣΔ (Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, ζώνη κατοχής στην Αυστρία, Μαντζουρία, όταν καταλήφθηκαν αμέσως μετά τον πόλεμο) και η κατάσχεση πολλών εργοστασίων και υλικού μεταφορών στην Ανατολική Γερμανία. Στην πραγματικότητα, η μομφή που ο Πόποβιτς δίκαια απηύθυνε προς τη σοβιετική γραφειοκρατία στην μπροσούρα του με τίτλο «Οικονομικές Σχέσεις Μεταξύ Σοσιαλιστικών Κρατών» δεν ήταν καθόλου ότι η ΕΣΣΔ «εξάγει κεφάλαιο» στις χώρες δορυφόρους, αλλά, αντίθετα, ότι δεν εξάγει ! Αυτές οι χώρες, χωρίς βιομηχανικό και γεωργικό εξοπλισμό, θα χαρούν πολύ να τον παραλάβουν από την ΕΣΣΔ. Αν διαμαρτύρονται, είναι επειδή αντί της «εξαγωγής κεφαλαίων» προς αυτούς, η σοβιετική γραφειοκρατία λεηλατεί το βιομηχανικό εξοπλισμό τους.

Σε όλα αυτά τα επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι ούτε ένας ένας από τους νόμους της ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν είναι εφαρμόσιμος στην ΕΣΣΔ, η απάντηση είναι μερικές φορές ότι η ΕΣΣΔ αποτελεί μια «καπιταλιστική» χώρα ειδικού τύπου στον κόσμο σήμερα: είναι μια χώρα η οποία είναι ακόμη στην περίοδο της «πρωταρχικής συσσώρευσης», η οποία είναι, ούτως ειπείν, «υπό-κεφαλαιοποιημένη», ενώ οι άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες υποφέρουν από πληθώρα κεφαλαίου. Η απάντηση αυτή βασίζεται σε μια χυδαία σύγχυση μεταξύ της φυσικής μάζας του κεφαλαίου και της αξίας του, μεταξύ αξιών χρήσης και ανταλλακτικών αξιών. Η «υπερ-κεφαλαιοποίηση» των ΗΠΑ δεν εδράζεται καθόλου στο γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλές μηχανές, αυτοκίνητα, και άλλα αγαθά, από την άποψη των φυσικών δυνατοτήτων της κατανάλωσης στις ΗΠΑ. Αντίθετα, ακόμα και σήμερα, εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν εισόδημα χαμηλότερο από τα πιο μέτρια πρότυπα διαβίωσης. Η «πληθώρα κεφαλαίου» σημαίνει μόνο ότι από την άποψη των επενδύσεων που αποφέρουν ένα μέσο ποσοστό κέρδους, το κεφάλαιο αυτό είναι περιττό και επιδιώκει μια κερδοφόρα διέξοδο αλλού. Εάν αύριο η ΕΣΣΔ γίνει μια καπιταλιστική χώρα ενσωματωμένη ως κανονικό μέλος της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, με παραγωγικές δυνάμεις αναπτυγμένες στο σημερινό επίπεδο, η λεγόμενη «υπό-κεφαλαιοποίηση» της ΕΣΣΔ στο επίπεδο των αξιών χρήσης (φυσική έλλειψη μηχανημάτων, πρώτων υλών και τελικών προϊόντων κατά κεφαλήν), τουλάχιστον δεν θα εμποδίσει το ρωσικό κεφάλαιο να κατακλύσει την Κίνα, όπου θα μπορούσε να επιτευχθεί ένα υψηλότερο ποσοστό κέρδους από εκείνο που θα πραγματοποιούνταν στην ίδια τη Ρωσία.

Στην πραγματικότητα, η ίδια η δυνατότητα της οικοδόμησης της τρομερής βιομηχανικής δύναμης που απέκτησε η ΕΣΣΔ σε 25 χρόνια, απαρακώλυτη από την πίεση του συσσωρευμένου κεφαλαίου στην καπιταλιστική παγκόσμια αγορά, αποδεικνύει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια καπιταλιστική οικονομία. Καμία καπιταλιστική οικονομία δεν θα μπορούσε να απαλλαγεί από την πίεση αυτού του κεφαλαίου. Το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, απραγματοποίητο σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα, είναι μία από τις κύριες κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης που απομένει μέχρι και σήμερα. Κάτω από την προστασία του, ο σχεδιασμός μπορεί να αναπτυχθεί και η ΕΣΣΔ είναι προστατευμένη από τους νόμους της ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού που λειτουργούν στην παγκόσμια αγορά.

Επειδή η καπιταλιστική οικονομία είναι μια οικονομία με σκοπό το κέρδος, οι αντιφάσεις του καπιταλισμού - και ιδίως η αναπόφευκτη ανισομέρεια μεταξύ των διαφόρων τομέων της παραγωγής - περιοδικά προκαλούν απότομες διακοπές στην πραγματοποίηση αυτού του κέρδους, το οποίο είναι ο raison d'
être (λόγος ύπαρξης) του καπιταλισμού. Η κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας αποκτά έτσι τον, ιδιάζοντα σ' αυτήν, σπασμωδικό και κυκλικό χαρακτήρα, αιωρούμενη απότομα από περιόδους στασιμότητας και κρίσης σε περιόδους ανάπτυξης και ανάκαμψης. Η κίνηση αυτή, που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, ισχύει για το σύνολο της παγκόσμιας αγοράς, για όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Ούτε μία από αυτές τις χώρες δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης του 1929-33. Η κρίση του 1937-38 έγινε αισθητή από κάθε καπιταλιστική χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ναζιστικής Γερμανίας. Η «ύφεση» στην αμερικανική οικονομία το 1949-50 προκάλεσε ανάλογες κινήσεις ποικίλης έντασης σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες.

Αντίθετα, η σοβιετική οικονομία δεν ακολούθησε καθόλου αυτή την κυκλική καμπύλη της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής. Καθώς, αν και κατά τύχη, ακριβώς οι περίοδοι της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, υπήρξαν οι πιο εντυπωσιακά ανοδικές περίοδοι για την ΕΣΣΔ. Το ζήτημα δεν είναι να ψάχνεις για «κρυφή ανεργία» στην ΕΣΣΔ όπως κάνει ο Τζίλας (σελ. 28). Αυτό που έχει σημασία είναι το εξής: η σοβιετική οικονομία υπόκειται στην κυκλική κίνηση του καπιταλισμού, που καθορίζεται από τις διακυμάνσεις του μέσου ποσοστού κέρδους;[8]

Στην ΕΣΣΔ έχουμε έτσι την πιο παράξενα «καπιταλιστική» οικονομία: δεν είναι μια οικονομία με σκοπό το κέρδος, δεν είναι μια οικονομία ενσωματωμένη στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, δεν είναι μια οικονομία, η οποία υπόκειται στην κυκλική κίνηση του κεφαλαίου, δεν είναι μια οικονομία που διέπεται από οποιονδήποτε από τους νόμους της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και επιπλέον, είναι μια οικονομία χωρίς καπιταλιστική τάξη, αντίθετα, είναι μια οικονομία που γεννήθηκε από τη βίαιη καταστροφή αυτής της τάξης και εκείνων των αγροτικών στρωμάτων της κοινωνίας που έδειξαν μια τάση να θέλουν να γίνουν καπιταλιστές. Πράγματι, πολύ λίγα παραμένουν για να δικαιολογήσουν τον χαρακτηρισμό αυτής της οικονομίας ως «καπιταλιστικής».

Εξακολουθούν να υπάρχουν οι τεράστιες διαφορές στην αμοιβή μεταξύ των εργαζομένων και των γραφειοκρατών. Αλλά αυτές οι διαφορές στον τομέα της διανομής δεν δικαιολογούν κατά κανένα τρόπο τον χαρακτηρισμό της παραγωγής ως καπιταλιστικής. Παραμένει, επίσης, η εξωτερική πολιτική της λεηλασίας των χωρών δορυφόρων και οι αντεπαναστατικές επιθέσεις κατά της προλεταριακής Γιουγκοσλαβίας. Αλλά λεηλασία και αντεπαναστατική πολιτική δεν αρκούν για να αποδείξουν την «βάναυση σκληρότητα των νόμων του μονοπωλιακού καπιταλισμού». Δεν αποδεικνύουν, ωστόσο, ότι η ΕΣΣΔ δεν είναι μια σοσιαλιστική χώρα; Κανείς όμως εκτός από τους σταλινικούς θεωρητικούς και αγκιτάτορες δεν το έχει ισχυριστεί – και οι ίδιοι, ίσα που το μισο-πιστεύουν. 

 Πραγματικές αντιφάσεις στην οικονομία της ΕΣΣΔ

Στη μάταια αναζήτησή του για «καπιταλιστικές αντιφάσεις» στην Σοβιετική κοινωνία, ο Τζίλας παραβλέπει τις πραγματικές αντιφάσεις στην οικονομία της ΕΣΣΔ. Εξαιτίας αυτού, είναι ανίκανος να θέσει τον δάχτυλο επί των πραγματικών εγκλημάτων της γραφειοκρατίας. Όπως κάθε κοινωνία σε μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, η Ρωσική κοινωνία «θα πρέπει κατ' ανάγκη να ενοποιεί εντός της ορισμένα χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες και των δύο αυτών μορφών κοινωνικής οικονομίας» (Λένιν, Οικονομία και Πολιτική στην Εποχή της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, Διαλεχτά Έργα, Γαλλική έκδοση, σελ.634). Στο πλαίσιο αυτό, όπως έλεγε ο Λένιν, οι δυνάμεις του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού βρίσκονται εμπλεγμέμες σε μια συνεχή πάλη για την υπεροχή. Από την εποχή του Λένιν μέχρι την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, αυτή η πάλη ανάμεσα σε δύο θεμελιωδώς ανταγωνιστικούς τρόπους παραγωγής συνέχισε να υπάρχει σε προϊόντα πρώτης ανάγκης : μικρής κλίμακας παραγωγή για την αγορά από εκατομμύρια μικρών αγροτικών επιχειρήσεων, και παραγωγή από μεγάλες βιομηχανίες που ήταν κολλεκτιβοποιημένη ιδιοκτησία. Αυτή η πάλη έχει σήμερα αποφασιστεί υπέρ του μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ωστόσο, ότι δεν παραμένει ίχνος του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Μάλλον το αντίθετο. Ο αγώνας έχει απλώς μεταφερθεί σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της διανομής. Η γραφειοκρατία υπερασπίζεται τα προνόμια της στο επίπεδο της διανομής με αξιοσημείωτη αγριότητα ενάντια στο προλεταριάτο. Αυτά τα προνόμια, τις ιστορικές καταβολές των οποίων περιγράψαμε πιο πάνω, δίνουν ένα αστικό, καπιταλιστικό χαρακτήρα στον τύπο της Σοβιετικής διανομής. Δεν υπάρχει τίποτα εκπληκτικό σε αυτό. Είχε προβλεφθεί από τον ίδιο το Μαρξ, στο πασίγνωστο τμήμα της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα, και από τον Ένγκελς, σε μια πιο γενική μορφή, όταν έγραψε στο Αντι-Ντύρινγκ:
«Κάθε νέος τρόπος παραγωγής ή μορφή ανταλλαγής, χαλιναγωγείται στην αρχή όχι μόνο από τις παλιές μορφές και τα πολιτικά ιδρύματα που αντιστοιχούν σε αυτές, αλλά και από τον παλιό τρόπο διανομής. Είναι υποχρεωμένος να αποδυθεί σε μια μακροχρόνια πάλη για να αποκτήσει τον τρόπο διανομής που αντιστοιχεί σε αυτόν»
Αυτό που είναι νέο, αυτό που δεν είχε προβλεφθεί από τους δασκάλους μας, είναι ότι αυτοί οι «τύποι της αστικής διανομής» δεν τείνουν να εξαφανιστούν με μια τέτοια τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως αυτή στην ΕΣΣΔ, αλλά, αντίθετα, ενισχύονται σταθερά, τονίζοντας συνεχώς την κοινωνική ανισότητα. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι το κράτος προστατεύει και αναπτύσσει τα προνόμια της γραφειοκρατίας, η οποία ασκεί την πολιτική εξουσία, στη βάση του δεδομένου μη-καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, σχεδιασμός, μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, κλπ). Για το λόγο αυτό, ό,τι θα έπρεπε να ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη, προχωρώντας απαρέγκλιτα στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, έγινε μια αντιφατική εξέλιξη. Οι παραγωγικές δυνάμεις απαιτούν όλο και περισσότερη ισότητα, δημοκρατική διοίκηση, προσαρμογή του σχεδίου στις ανάγκες των μαζών. Η γραφειοκρατική διοίκηση εμποδίζοντας αυτή την ανάγκη γίνεται η κύρια τροχοπέδη στο δρόμο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Αυτό το φρένο πρέπει να εξαλειφθεί από μια πολιτική επανάσταση. Πολιτική και όχι κοινωνική, διότι δεν θα αλλάξει ούτε τον τρόπο παραγωγής, ούτε τις σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά, αντίθετα, θα εξασφαλίσει, για πρώτη φορά, την πλήρη ανάπτυξη τους.

Στο πλαίσιο της προστασίας των τεράστιων προνομίων της, η γραφειοκρατία δεν περιορίζει την κατακριτέα της δραστηριότητα στο επίπεδο της διανομής μόνο. Οι παρωχημένοι, οπισθοδρομικοί «τύποι διανομής» επιδρούν με τη σειρά τους πάνω στην παραγωγή και εισάγουν μία πολλαπλότητα αποδιοργανωτικών στοιχείων τα οποία συνεχώς τείνουν να διαταράξουν τον σχεδιασμό. Για να υπερασπιστεί τα τερατώδη της προνόμια, η γραφειοκρατία είναι υποχρεωμένη να αποκλείσει το προλεταριάτο από κάθε συμμετοχή στη διοίκηση των επιχειρήσεων και να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς τρόμου και ρουφιανιάς. Έτσι, ο μόνος αποτελεσματικός έλεγχος, ο έλεγχος από τις μάζες, απομακρύνεται από τον σχεδιασμό. Προκειμένου να καταπολεμηθεί η ανευθυνότητα του καθενός γραφειοκράτη, η γραφειοκρατία είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει στον έλεγχο μιας καθαρής και απλής, αυστηρής επιχειρηματικής λογιστικής. [9]

Αλλά αυτό το σύστημα λογιστικής εισάγει αναπόφευκτα στη σοβιετική οικονομία συμβατικές και διμερείς σχέσεις μεταξύ τραστ, την τάση να γεννούν και πάλι την αγορά των μέσων παραγωγής, και στην ανάπτυξη παράλληλων αγορών, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι στόχοι του σχεδίου όπως τους έχει θέσει η αφέλεια των σχεδιαστών. Την ίδια στιγμή, ως αντίδραση στο πολύ χαμηλό πραγματικό εισόδημα, όλο αυτό οδηγεί σε κλοπές μεταξύ των κατώτερων βαθμίδων της γραφειοκρατίας, στην φυγή και στη μετανάστευση των εργατών, καθώς και στη σπατάλη σε μια μεγάλη κλίμακα. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της όλης κακοήθους οικονομικής τους δραστηριότητας. Αυτή είναι η μόνη αποτελεσματική κριτική της γραφειοκρατίας. Γιατί αποδίδει στη γραφειοκρατία όχι το Dniepostroi, ούτε την εκμηχάνιση της γεωργίας, αλλά μόνο την απάτη, τη βία και την ανευθυνότητα, απεχθείς επειδή και άχρηστες είναι και διαταράσσουν την πορεία προς το σοσιαλισμό.

Ο Τζίλας (σελ. 1) δεν βλέπει ποια διαφορά υπάρχει «στο μέτρο που αφορά το ποσό και τη φύση της ιδιοποιούμενης υπεραξίας, μεταξύ του Γενικού Διευθυντή του καπιταλιστικού τραστ από τη μία πλευρά και των τυπικών ιδιοκτητών από την άλλη». «Συνήθως δεν υπάρχει καμία », λέει, «και όταν υπάρχει, είναι μερικές φορές εις βάρος των τυπικών ιδιοκτητών». Αλλά είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τι εννοείται λέγοντας «τυπικοί ιδιοκτήτες». Είναι αλήθεια ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες μικρομετόχων κατέχουν απείρως λιγότερη ισχύ και εισόδημα από τους διευθυντές των γιγαντιαίων τραστ. Αλλά οι λίγοι μεγαλομέτοχοι που ελέγχουν αυτά τα τραστ μπορούν, με τη βοήθεια του όγκου των μετοχών που κατέχουν, να απαλλαγούν από τους διευθυντές οποτεδήποτε εξυπηρετεί το σκοπό τους. Και αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Δεν οφείλεται σε κάποια ιδιοτροπία το ότι οι διευθυντές των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων δεν προσβλέπουν σε τίποτα περισσότερο από το να γίνουν κι αυτοί μέτοχοι και συνιδιοκτήτες. Μόνο η ιδιοκτησία μπορεί να σταθεροποιήσει τη θέση τους. Η θέση του καθενός Σοβιετικού γραφειοκράτη δεν είναι πιο σταθερή από όσο εκείνη του συναδέλφου του, του Αμερικανού διευθυντή. Μπορεί να χάσει τα προνόμιά του, τα οποία είναι συνδεδεμένα αποκλειστικά με το λειτούργημά του, για τη μικρότερη απροσεξία, και να προστεθεί στις χιλιάδες σοβιετικών «διευθυντών» που γεμίζουν τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία. Αυτός είναι ο λόγος που προσπαθεί με κάθε δυνατό μέσο να διασφαλίσει τα προνόμιά του για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Προς τούτο απαιτείται η εξουσία του να διαθέτει ελεύθερα τα μέσα παραγωγής πέρα από τα όρια εκείνου που όλο και περισσότερο του φαίνεται ως η τυραννία του σχεδιασμού. Επειδή το κράτος αντιτίθεται σε αυτή την τάση και έτσι παραμένει ένα εργατικό κράτος, παρά τις τερατώδεις γραφειοκρατικές παραμορφώσεις του, δεν υπήρξε μέχρι σήμερα μια αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ωστόσο, αυτήν την αποκατάσταση ο καθένας γραφειοκράτης, από την ίδια τη λογική της θέσης του, επιθυμεί και γι αυτήν προσπαθεί. [10]

Η μορφή του πλεονάσματος που παράγεται από κάθε κοινωνία και η μορφή της ιδιοποίησής του καθορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής. Αυτή η βαθιά σκέψη την οποία ο Μαρξ απλώς αγγίζει στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, κατά το κλείσιμο της δύσκολης ανάλυσης της γαιοπροσόδου, έχει αξιοποιηθεί από τον Τζίλας (σελ. 20). Δεν έχει ιδέα για τη σπουδαιότητά της. Καταστρέφει τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού από πάνω έως κάτω. Γιατί ποια είναι η μορφή της ιδιοποίησης που ιδιάζει στον καπιταλισμό; Εξακολουθεί αυτή η μορφή να υπάρχει στη Σοβιετική Ένωση; Στον καπιταλισμό, το πλεονάζον κοινωνικό προϊόν το ιδιοποιείται η ιδιοκτήτρια τάξη με τη μορφή του χρήματος μετά την πώληση των εμπορευμάτων. Στην ΕΣΣΔ το πλεονάζον προϊόν το ιδιοποιείται το κράτος, με τη μορφή των εμπορευμάτων μέσα από την υλοποίηση του σχεδιασμού. Η οικονομική χρεοκοπία των επιχειρήσεων (που μερικές φορές συμβαίνει στην ΕΣΣΔ) δεν έχει καμία επίδραση ούτε σε αυτήν την ιδιοποίηση, ούτε στη συσσώρευση.

Αλλά ο Τζίλας θα έπρεπε να διαβάσει μέχρι τέλους το απόσπασμα του «Κεφαλαίου» από το οποίο παραθέτει μόνο την αρχή. Το υπόλοιπο αυτού του αποσπάσματος καθιστά πραγματικά δυνατό να κατανοηθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια, ότι ο τερατώδης εκφυλισμός του εργατικού κράτους δεν σημαίνει καθόλου μια ποιοτική αλλαγή στην εσωτερική κοινωνική δομή του. Ο Μαρξ γράφει ως εξής:
«Είναι πάντα η άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς που αποκαλύπτει το εσώτατο μυστικό, το κρυμμένο θεμέλιο ολόκληρου του κοινωνικού οικοδομήματος, και μαζί με αυτό την πολιτική μορφή των σχέσεων μεταξύ κυριαρχίας και εξάρτησης, μ' ένα λόγο, της αντίστοιχης μορφής του κράτους. Η μορφή αυτής της σχέσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων αντιστοιχεί πάντα κατά τρόπο φυσικό σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των μεθόδων εργασίας και της παραγωγικής κοινωνικής δύναμης. Αυτό δεν εμποδίζει την ίδια οικονομική βάση να δείχνει άπειρες παραλλαγές και διαβαθμίσεις στην εμφάνισή της, παρόλο που βασικοί όροι της είναι παντού οι ίδιοι. Αυτό οφείλεται στις αναρίθμητες εξωτερικές περιστάσεις, το φυσικό περιβάλλον, τις φυλετικές ιδιαιτερότητες, εξωτερικές ιστορικές επιρροές, και ούτω καθεξής, τα οποία θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από την προσεκτική ανάλυση.» (Το Κεφάλαιο, Τόμος. III, σελ.919 εκδ. Kerr. Έμφασή μας. )
Οι προτάσεις αυτές φωτίζουν το πρόβλημα σαν να είχαν γραφτεί ειδικά για να εφαρμοστούν στο «Ρωσικό ζήτημα». Η Ρωσική οικονομία δεν είναι πλέον καπιταλιστική, γι 'αυτό δεν είναι πλέον το προλεταριάτο και οι ιδιώτες ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής εκείνοι που βρίσκονται αντιμέτωποι. Η νέα μορφή της σχέσης μεταξύ της παραγωγής και της συσσώρευσης (ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος) αντιστοιχεί σε ένα νέο στάδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, το στάδιο της μετάβασης μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Αυτή η κύρια οικονομική βάση, εν όψει της αλληλεπίδρασης με εξωτερικές ιστορικές επιρροές (απομόνωση της Ρωσικής Επανάστασης), καθώς και με το φυσικό περιβάλλον της (καθυστέρηση της παλιάς Ρωσίας), εμφανίζεται σε μία από τις αληθινά «άπειρες» διαβαθμίσεις αυτού, στο οποίο η μεταβατική κοινωνία θα μπορούσε να μοιάζει,ανάμεσα σε άλλες δυνατές διαβαθμίσεις, όπως, για παράδειγμα, σε αυτή που θα μπορούσε να προκύψει στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Μεγάλη Βρετανία, ή ακόμα και στην ποικιλία που είδαμε στην ίδια τη Ρωσία την επαύριο της επανάστασης. Όμως παραμένει πάντα η ίδια οικονομική βάση όσον αφορά το τόξο των κυριοτέρων συνθηκών, εφόσον οι σχέσεις παραγωγής που χαρακτηρίζουν αυτή την κοινωνία δεν έχουν ανατραπεί. 

Οι "Νέες" τάσεις του καπιταλισμού

Κάθε θεωρία έχει τη δική της λογική. Έτσι, όντας υποχρεωμένος να καταστήσει τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού συνεπή εφαρμόζοντάς την στον παγκόσμιο καπιταλισμό, ο Τζίλας οδηγείται στη στρέβλωση των τάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης , έχοντας ήδη παραποιήσει εκείνες της ΕΣΣΔ.

Για να δείξει ότι υπάρχει κάτι "νέο" στο σημερινό καπιταλισμό, σε σύγκριση με τον ιμπεριαλισμό που περιέγραψε ο Λένιν στο βασικό έργο του, ο Τζίλας ξεκινά με μία αναπόδεικτη προκείμενη σε πλήρη αντίφαση με τα γεγονότα: «Η μεταφορά της διοίκησης της οικονομίας από τα χέρια του κάθε καπιταλιστή και από τα χέρια του νομικά και τυπικά ιδιοκτήτη στα χέρια των κρατικών λειτουργών ... Το επιθετικό και επιχειρηματικό πνεύμα αφήνει τους καπιταλιστές και μεταπηδά στους εξημμένους κρατικούς λειτουργούς, στους οποίους ... μετατρέπεται σε ενσαρκωμένο κεφάλαιο, ή μάλλον, στην πάλη για την πραγματοποίηση της υπεραξίας».(σελ. 17) Στα μάτια του, αυτός είναι ο λόγος που «τα μέτρα κρατικού καπιταλισμού έχουν λάβει τεράστιες διαστάσεις » στις καπιταλιστικές χώρες.

Η πραγματικότητα - τουλάχιστον σε τυπικά καπιταλιστικές χώρες όπως οι ΗΠΑ, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ιαπωνία, Γαλλία και Ιταλία - είναι εντελώς διαφορετική. Όλη η ιστορία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας είναι πράγματι η ιστορία της καταστροφής περιουσιών υπέρ ενός ολοένα και στενότερου κύκλου της αστικής τάξης. Αυτή είναι η ουσία της υποκείμενης τάσης του καπιταλισμού – αυτή της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Μα ο διαλεκτικός χαρακτήρας αυτής της τάσης συνίσταται σε τούτο: ότι η καταστροφή της ιδιωτικής περιουσίας των χιλιάδων μικρών και μεσαίων καπιταλιστών γίνεται προς όφελος της ιδιωτικής περιουσίας των μονοπωλητών. Οι αστικές εθνικοποιήσεις, όπως αυτές που συνέβησαν στη Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, κλπ., δεν δείχνουν με κανένα τρόπο τάση καταστροφής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μονοπωλίων. Αντίθετα, τείνουν να την ενισχύσουν με την κατάργηση των μη αποδοτικών τομέων, κλπ. Αυτός είναι ο λόγος που ο ισχυρισμός του Τζίλας (σελ. 24) ότι τα μονοπώλια στον καπιταλισμό «έχουν επίσης δείξει μια πολύ ισχυρή ... τάση να εξοντώσουν την ιδιωτική ιδιοκτησία» ως τέτοια, είναι τόσο ψευδής.
Για να ακριβολογήσουμε για αυτόν εδώ τον λόγο ότι δηλαδή ο μονοπωλιακός καπιταλισμός βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μονοπωλίων, δεν υπάρχει η παραμικρή τάση του καπιταλισμού προς ένα ενιαίο και απόλυτο μονοπώλιο. Αντιθέτως μάλιστα. Όπως πάντοτε ο Λένιν τόνιζε, «είναι ακριβώς αυτή η σύνδεση δύο αντιφατικών αρχών, του ανταγωνισμού και του μονοπωλίου, η οποία χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό, και είναι ακριβώς αυτή που προετοιμάζει τη χρεωκοπία του». (Άπαντα XX, γαλλική έκδοση, σελ.347.) Η όλη ιστορία των μονοπωλίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και αλλού είναι ταυτόχρονα η ιστορία της καταστολής του ανταγωνισμού, καθώς και της αναπαραγωγής του στο επίπεδο των ίδιων των μονοπωλίων, όπως και εντός των σφαιρών π
10 Ιουν 1951  ου συνθλίβονται από αυτά.

Ο Τζίλας έχει διαβάσει Μπετελέμ. [10α] Όμως, από αυτό το έργο που δεν έχει κρατήσει τίποτα άλλο από τα όχι και τόσο πειστικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με «την αύξηση του αριθμού των κρατικών λειτουργών από 19,1% το 1925 ... σε 20,4% το 1939» και την ίδρυση της Hermann-Göring-Werke! Τίποτα για την επιστροφή στην ιδιωτική ιδιοκτησία πολλών καπιταλιστικών επιχειρήσεων από τους Ναζί, αφού το κράτος τις είχε βοηθήσει να σταθούν και πάλι στα πόδια τους με δημόσιους πόρους! Τίποτα για τα μέτρα της υποχρεωτικής ένταξης σε καρτέλ υπό την προστασία του κράτους! Τίποτα για το γεγονός ότι οι «διευθυντές της οικονομίας», οι περιβεβλημένοι με κυβερνητικές εξουσίες στο ναζιστικό καθεστώς, δεν ήταν άλλοι από τους πιο ισχυρούς μονοπωλητές κάθε τομέα της! Είναι λυπηρό να βλέπουμε πώς μια λανθασμένη θεωρία κάνει κάποιον ανίκανο ακόμη και να διαβάσει αντικειμενικά ένα βιβλίο.

«Όταν το κράτος παρεμβαίνει όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική οικονομία, το πράττει προκειμένου να ενισχύσει τη θέση, τις εξουσίες, τα κέρδη και την περιουσία των μονοπωλιακών καπιταλιστών. Στην ΕΣΣΔ η κατάσταση αντιπροσωπεύει ένα «ενιαίο οικονομικό μονοπώλιο» όχι σταθεροποιώντας ή αυξάνοντας τη θέση, τη δύναμη, την περιουσία και τα κέρδη των μονοπωλιακών καπιταλιστών, αλλά μόνο αφού τους έχει καταστρέψει. Στις καπιταλιστικές χώρες, οι μονοπωλητές, ως τάξη, έχουν φέρει το κράτος κάτω από την κυριαρχία τους σε ένα βαθμό που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ πριν γνωρίσει στο παρελθόν. Έχουν γίνει οι ίδιοι το κράτος, με τους αυξανόμενους προσωπικούς δεσμούς μεταξύ των κρατικών λειτουργών, των στρατηγών και των μεγάλων καπιταλιστών.[11] Στην ΕΣΣΔ το κράτος έχει καταστρέψει τους μονοπωλητές ως τάξη, αντιπροσωπεύει μια ακριβή διαλεκτική άρνηση του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους.

Προχωρώντας από την εσφαλμένη παραδοχή του, ο Τζίλας φτάνει κατόπιν σε μερικές από τις «νέες» του ιδέες για το σύγχρονο καπιταλισμό. «Η βοήθεια» που προσφέρεται από τις ΗΠΑ στις λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του φαίνεται σαν μια «νέα μορφή» της καπιταλιστικής επέκτασης (σελ.43-45). Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα (αμερικανικά) μονοπώλια είναι εχθρικά προς τέτοιου είδους δουλειές » (σελ. 45), αλλά ελπίζουν στο τέλος της διαδικασίας να ανακτήσουν τα υπερκέρδη τους. Η ιδέα ότι τα μονοπώλια έχουν υποστεί μείωση των κερδών εμπεριέχεται εξάλλου στην παρατήρηση (σελ. 18), ότι τα μονοπώλια είναι ειλικρινή όταν κραυγάζουν εναντίον των «σοσιαλιστικών» δημοσιονομικών μέτρων της αμερικανικής και της βρετανικής κυβέρνησης που τους στερούν έως και το 90 % των εισόδων τους! Αλλά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα καθαρά κέρδη των αμερικανικών εταιριών μετά από φόρους κορυφώθηκαν όσο ποτέ στο παρελθόν. Αυτό το είδος του "σοσιαλισμού" είναι προφανώς ο αγαπημένος των μονοπωλητών!

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε στον Τζίλας ότι ο Καρντέλι, στην έκθεσή του σχετικά με τη διεθνή κατάσταση στο Πέμπτο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, χαρακτήριζε με μεγάλη ακρίβεια αυτές τις «Βοήθειες», ως χρηματοδότηση των εξαγωγών της αμερικανικής βιομηχανίας και της γεωργίας από τον Αμερικανό φορολογούμενο; (Το Πέμπτο Συνέδριο του ΓΚΚ, Το Γιουγκοσλαβικό βιβλίο, Παρίσι, 1949, σελ.314-15.)

Τι είναι το "νέο" σε όλα αυτά; Όταν το κράτος αγοράζει τα πλεονάσματα των γεωργικών αποθεμάτων στις σιταποθήκες, όταν δίνει τεράστιες παραγγελίες για «δημόσια έργα» στα εργοστάσια που απειλούνται με κλείσιμο, ή όταν κάνει παραγγελίες εξοπλισμών, είναι πάντα ένα ζήτημα μιας και της ίδιας λειτουργίας του κράτους στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής. Δηλαδή, να εγγυάται την συνέχιση του καπιταλιστικού ιδιωτικού κέρδους δαπάναις ολόκληρου του έθνους! Αλλά, φυσικά, δεν μπορεί ο Τζίλας να αναφέρει αυτή την αυθεντικά «νέα τάση», επειδή δεν επιβεβαιώνει ακριβώς τη θεωρία του για την ομοιότητα μεταξύ της ΕΣΣΔ και των «κρατικών καπιταλιστικών τάσεων» των δυτικών χωρών!

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε στον Τζίλας, περαιτέρω, ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά για έναν επιχειρηματία ανάμεσα σε μια «Βοήθεια» και σε ένα ανεξόφλητο άτοκο «δάνειο»; Με αυτή την έννοια, οι ΗΠΑ έχουν ήδη δώσει για «Βοήθεια» κάποια δισεκατομμύρια δολάρια στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία, κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, όπως σωστά είπε ο Καρντέλι στο πέμπτο συνέδριο του ΓΚΚ, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός χρησιμοποιεί αυτές τις «βοήθειες» με σκοπό να αποκτήσει ταυτόχρονα τόσο το δικαίωμα να επιβλέπει και πρακτικά το δικαίωμα ελέγχου του σύνολου της οικονομίας, των επενδύσεων και της πολιτικής εξωτερικού εμπορίου, όσο και την αποικιακή περιοχή, των χωρών που έλαβαν τη γενναιόδωρη «βοήθεια». Τολμά ο Τζίλας να αρνηθεί αυτά τα, γνωστά σε όλους, γεγονότα για τα οποία οι Ευρωπαίοι αστοί έχουν τόσο ανοιχτά παραπονεθεί; Γιατί αυτά τα αυθεντικώς νέα δεδομένα εξαφανίζονται απότομα από την ανάλυση του Τζίλας ;

Αντιπαρερχόμενοι τις πολλές αντιφάσεις που περιέχονται σε άλλα σχόλια του Τζίλας σχετικά με την εξέλιξη του καπιταλισμού, ερχόμαστε στο πιο σημαντικό συμπέρασμα του. Ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να αναζητήσει το δρόμο της ειρηνικής διείσδυσης στις αποικίες και πρωτεύουσες των ανταγωνιστών του, απλώς και μόνο με το καθαρό βάρος των φτηνών προϊόντων του σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού (σελ. 53). Οι σχέσεις μεταξύ της μητρόπολης και των αποικιών, εξάλλου, «εκδημοκρατίζονται» με την αστική έννοια του όρου (σελ.50). Στον αντίποδα της εξέλιξης αυτής, προοδευτικής στο σύνολό της, υπάρχει η ΕΣΣΔ, η οποία «δεν είναι σε κατάσταση να αντέξει στον κανονικό καπιταλιστικό ανταγωνισμό», και είναι, για το λόγο αυτό, υποχρεωμένη να αξιοποιήσει τις "παλιές" μεθόδους της κατάκτησης και της «δια των όπλων» αποικιοκρατίας (σελ. 53)

Δεν είναι όλα αυτά τερατώδη; Μόνο πριν από ένα χρόνο, στις παραμονές του Πολέμου της Κορέας, οι ηγέτες του ΓΚΚ και ο τύπος τους δήλωναν χιλιάδες φορές ότι η επαναστατική πάλη των αποικιακών λαών, οι ένοπλες εξεγέρσεις και οι εθνικοαπλευθερωτικοί πόλεμοι, αποτελούν μια από τις δεσπόζουσες πλευρές της πραγματικότητας σήμερα. Όλες αυτές οι κινητοποιήσεις καθημερινά στρέφονται ενάντια στην αυξανόμενη και ασύγκριτη βία των ιμπεριαλιστικών στρατών. Πού και πότε οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές διέπραξαν τόσες πολλές άγριες και βάρβαρες πράξεις όπως Μάιο του 1945 στο Αλγέρι, στην Μαδαγασκάρη το 1947, και στο Βιετνάμ τα τελευταία πέντε χρόνια; Σήμερα όλα αυτά εξαφανίζονται εντελώς από την ανάλυση του Τζίλας, έχουν πεταχτεί από τον χάρτη του κόσμου μονοκοντυλιά και ξεδιάντροπα αντικαθίσταται από τη φράση για τον "εκδημοκρατισμό" (με την αστική έννοια!) των σχέσεων μεταξύ των αποικιών και των μητροπολιτικών κέντρων. Τι θα είχαν οι εκατομμύρια Ινδονήσιοι, Μαλαίσιοι, Μαδαγασκάριοι και Κορεάτες, με τους αδελφούς τους που βασανίστηκαν, κάηκαν ζωντανοί, δολοφονήθηκαν από τον ιμπεριαλισμό για το μοναδικό έγκλημα ότι επιθυμούσαν να είναι ελεύθεροι - τι θα έχουν να πουν για αυτή τη νέα θεωρία του Τζίλας;

Ο Τζίλας προσποιείται πως δεν ξέρει, ότι ακριβώς ο πλούτος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ο υψηλός βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τον μετατρέπει σήμερα στην κατεξοχήν επιθετική δύναμη σε αυτόν τον κόσμο. Αυτός ο πλούτος έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τη συρρίκνωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς (από την οποία όχι μόνο η ΕΣΣΔ και οι «νέες δημοκρατίες», αλλά και η Κίνα, έχουν αποσυρθεί και από την οποία μια ολόκληρη σειρά από άλλες αποικιακές χώρες, διαδοχικά απελευθερωνόμενες, σύντομα θα αποσυρθούν) όπως και η ναζιστική Γερμανία, που ακριβώς λόγω του υψηλού βαθμού ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων, ασφυκτιούσε εντός των συνόρων των Βερσαλλιών και στράφηκε αδυσώπητα προς τον πόλεμο, έτσι και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σήμερα ασφυκτιά εντός των συνόρων αυτού του «μισού του κόσμου», το οποίο παραμένει ανοικτό σ' αυτόν. Ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός πρέπει να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο για το κεφάλαιο και τα προϊόντα του, προκειμένου να επιβιώσει. Αλλά προτού το κεφάλαιο και τα προϊόντα του μπορέσουν να διεισδύσουν και πάλι στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, είναι απαραίτητο να καταστρέψει το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και τη σχεδιασμένη οικονομία. Αυτό δεν είναι δυνατόν, μέσω της «ελεύθερου ανταγωνισμού», αλλά μόνο με τη βοήθεια της φωτιάς του κανονιού και των ατομικών βομβών. Αυτός είναι ο λόγος που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προετοιμάζεται για πόλεμο: υποχρεώνεται να το πράξει λόγω των αδυσώπητων απαιτήσεων της οικονομίας του. Αυτά είναι τα ψέματα που κρύβονται πίσω από τα ωραία λόγια για »αγώνα κατά της σοβιετικής επίθεσης».

Ο Τζίλας αναζητά ό,τι είναι «νέο» στον καπιταλιστικό κόσμο από το 1935, αλλά δεν καταφέρνει να υποδείξει καμία από τις αληθινά νέες τάσεις που αποκαλύπτουν την ειδεχθή φυσιογνωμία του καπιταλισμού που σαπίζει. Δεν λέει τίποτα για το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις δεν αναπτύσσονται πλέον σε παγκόσμια κλίμακα, ότι η ανάπτυξη σε μια χώρα ή σε έναν τομέα πληρώνεται από τεράστια καταστροφή σε άλλους τομείς. Τίποτα σχετικά με την επαλήθευση της παλιάς πρόβλεψης του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγικές δυνάμεις θα μετασχηματίζονταν σε δυνάμεις της καταστροφής, αν δεν υποβάλλονταν εγκαίρως στο συνειδητό έλεγχο του ανθρώπου. Τίποτα σχετικά με την δεσπόζουσα τάση προς αυτοχρηματοδότηση, η οποία έχει καταστήσει τα μονοπωλιακά τραστ σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από το χρηματιστικό κεφάλαιο και έχει οδηγήσει σε μια νέα σχέση μεταξύ τους! Τίποτα για το χαρακτηριστικό γεγονός, που ήδη αναφέρθηκε, για « κυβερνητική εγγύηση του καπιταλιστικού ιδιωτικού κέρδους δαπάναις ολόκληρου του έθνους!». Τίποτα για το γεγονός ότι η οικονομία του πολέμου και των εξοπλισμών γίνεται όλο και περισσότερο η «κανονική» μορφή της καπιταλιστικής ευημερίας! Τίποτα για το γεγονός ότι η τάση προς τη σχετική εξαθλίωση των προλετάριων έχει για κάποιο χρονικό διάστημα γίνει μια τάση προς την απόλυτη εξαθλίωση τους - όχι μόνο στις καθυστερημένες χώρες, αλλά και σε αυτές τις πρώην περισσότερο προηγμένες χώρες όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία ακόμη!

Και πάνω απ' όλα, τίποτα για αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση του σύγχρονου καπιταλισμού: ότι οι μάζες αισθάνονται ενστικτωδώς αυτή την εντυπωσιακή κατάρρευση της καπιταλιστικής «ευταξίας», ότι οι ξαφνικές οικονομικές και πολιτικές κρίσεις τους ωθούν ξανά και ξανά στο δρόμο της επαναστατικής πάλης, ότι αυτοί οι αγώνες έχουν γίνει «κανονικά» φαινόμενα όχι μόνο στις καθυστερημένες χώρες, αλλά ακόμη και σε προηγμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο (και σύντομα η Μεγάλη Βρετανία). Επανεμφανίζονται εκεί περιοδικά, και η ενστικτώδης παρόρμηση των μαζών να καταλάβουν τα εργοστάσια και την εξουσία είναι η δεσπόζουσα πολιτική πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτή είναι η πραγματικότητα πάνω στην οποία κάθε τάση του εργατικού κινήματος , η οποία δεν είναι οπισθοδρομική και συντηρητική, πρέπει να στηρίξει την όλη προοπτική της.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τι εννοεί ο Τζίλας με την ανάγκη για μια «αλλαγή στο πρόγραμμα, την τακτική, και τη στρατηγική» του εργατικού κινήματος (σελ.50), όταν για πρώτη φορά εξελίσσεται μια παγκόσμια κατάσταση η οποία αντιστοιχεί στις αντικειμενικές προκείμενες της στρατηγικής του πρώτου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς; Τι εννοεί πάνω απ' όλα με εκείνη τη παράξενη παρατήρηση για «το χάος, τη δυσπιστία, την απάθεια στην καθημερινή δραστηριότητα του προλεταριάτου στον πλανήτη μας» (σελ. 4), ενώ ποτέ πριν δεν είχαμε τόσα εκατομμύρια προλετάριων σε ανοιχτή, καθημερινή, επαναστατική πάλη με τον καπιταλισμό που σαπίζει; [12]

Η γιουγκοσλαβική Επανάσταση και η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού
Ο Τζίλας ξεκίνησε στην ανάλυσή του για να ανακαλύψει τους θεμελιώδεις παράγοντες πίσω από τα επιφανειακά φαινόμενα. Αλίμονο, ποτέ δεν υπήρξε θεωρητικός περισσότερο τυφλωμένος από την εξωτερική εμφάνιση των φαινομένων και έτσι ανήμπορος να συλλάβει ό,τι είναι θεμελιώδες και ουσιαστικό στον κόσμο του σήμερα!

Η θεωρητική προέλευση αυτής της ανημποριάς του βρίσκεται στον πραγματιστικό χαρακτήρα της σκέψης του. Δεν προσπαθεί να φτάσει στην αντικειμενική αλήθεια. Η σκέψη του, ακριβώς όπως η σταλινική σκέψη που ο ίδιος δίκαια γελοιοποιεί για τον ίδιο αυτόν λόγο, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις «πρακτικές» στροφές της εξωτερικής πολιτικής.[13] Αυτός ο πραγματισμός εξηγείται περαιτέρω από το γεγονός ότι όντας σε ρήξη με τον σταλινισμό και σε αναζήτηση – στην αρχή με έναν ειλικρινή και «ανιδιοτελή» τρόπο, κάτω από το σοκ που προκάλεσε η ξαφνική αποκάλυψη της αντεπαναστατικής φύσης του σταλινισμού - μιας υλιστικής εξήγηση του φαινομένου της σοβιετικής γραφειοκρατίας, οι ηγέτες του ΓΚΚ δεν αφομοίωσαν ποτέ θεωρητικά τις διδασκαλίες της διαρκούς επανάστασης, παρά το γεγονός ότι εφαρμόζουν στην πράξη τα βασικά της διδάγματα. Αυτή η έλλειψη θεωρητικής κατανόησης αντέδρασε με τη σειρά της επί της πρακτικής τους και έχει προκαλέσει την απόκλισή της προς μια οπορτουνιστική κατεύθυνση.

Η κοινωνική προέλευση αυτής της έλλειψης κατανόησης όμως, πρέπει να αναζητηθεί αλλού. Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού του Τζίλας είναι για την Γιουγκοσλαβική Επανάσταση ό,τι ήταν η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» για τη Ρωσική Επανάσταση - μια προσπάθεια θεωρητικής αιτιολόγησης της συντηρητικής οπισθοδρόμησης των ηγετών μιας νικηφόρας επανάστασης. Ακριβώς όπως για ορισμένα ηγετικά στρώματα του κόμματος των Μπολσεβίκων μετά το 1923, η υπεράσπιση αυτής της επανάστασης σήμερα γίνεται για τους Γιουγκοσλάβους ηγέτες αυτοσκοπός, ανεξάρτητα από τις συνέπειες ορισμένων μεθόδων και τακτικών «άμυνας» για το διεθνές εργατικό κίνημα (καθώς επίσης και για τη Γιουγκοσλαβία). Αυτό που έχουμε μπροστά μας επομένως, είναι μια εθνικιστική απόκλιση μικροαστικής προέλευσης, οι κοινωνικές ρίζες της οποίας, στη Γιουγκοσλαβία, πρέπει να αναζητηθούν περισσότερο στον αγροτικό χαρακτήρα της και στην ξένη ιμπεριαλιστική πίεση από όσο στη δύναμη των γραφειοκρατικών τάσεων που καταπολεμούνται από το ΓΚΚ.

Ολόκληρη η ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει ότι, μακροπρόθεσμα, οι κατακτήσεις των εργατών δεν μπορούν να προασπιστούν χωρίς να επεκταθούν. Έτσι διατυπώνεται η αναγκαιότητα της διάρκειας της επανάστασης στην πιο γενική της μορφή. Αλλά μόνο εκείνοι που αποδεικνύονται ικανοί να υπερασπιστούν ήδη υπάρχουσες κατακτήσεις έχουν το δικαίωμα να μιλούν για την επέκταση των κατακτήσεων των εργατών. Η στάση της Τέταρτης Διεθνούς απέναντι στο Γιουγκοσλαβικό ζήτημα ήταν για το λόγο αυτό συνεπής σε όλες τις διαφορετικές φάσεις από τις οποίες αυτό πέρασε. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Τέταρτη Διεθνής ήταν η πρώτη τάση του διεθνούς εργατικού κινήματος - και για μήνες η μόνη! - που έσπευσε σε βοήθεια της προλεταριακής Γιουγκοσλαβίας που πολιορκούνταν από το Κρεμλίνο και τον διαβόητο αποκλεισμό του. Ούτε ήταν τυχαίο το γεγονός ότι αυτή η ίδια η Τέταρτη Διεθνής υπέβαλε σε αμείλικτη κριτική όλα τα λόγια και τα έργα των Γιουγκοσλάβων ηγετών που από τον πόλεμο της Κορέας και μετά, έχουν βαδίσει αντίθετα από τα συμφέροντα της αντιαποικιακής επανάστασης και, για το λόγο αυτό, επίσης, αντίθετα με την επαναστατική ανασυγκρότηση της πρωτοπορίας στις μητροπολιτικές χώρες. Επειδή ο τροτσκισμός πάσχισε επί 28 χρόνια να υποτάξει σε κάθε μεταστροφή της κατάστασης τα ιδιαίτερα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου στρώματος, μιας συγκεκριμένης χώρας ή κόμματος στα γενικά συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου, είναι «πιο μαύρο και πιο αποτρόπαιο από ο,τιδήποτε θα ήταν δυνατό να νοηθεί στα μάτια των επίσημων κύκλων της Μόσχας». (Τζίλας, αυτόθι., σελ. 9). Τι θλιβερό θέαμα να βλέπεις αυτούς που, στο Πέμπτο Συνέδριο τους περιέγραφαν ακόμα τους Τροτσκιστές ως «κατασκόπους του φασισμού», σήμερα να χαρακτηρίζουν το κίνημά μας ως «πάντα σερνάμενο στην ουρά της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής». (Καρντέλι, σελ.94)

Ο Τζίλας δηλώνει ότι η σοβιετική γραφειοκρατία έβγαλε από τη γιουγκοσλαβική εμπειρία της το συμπέρασμα ότι η προλεταριακή επανάσταση είναι από τη φύση της, ανεξέλεγκτη και για το λόγο αυτό επικίνδυνη για το Κρεμλίνο. Πιστεύουμε ότι αυτή η συνειδητοποίηση υπήρξε ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής για πολλά χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε βασίσει ολόκληρο τον αγώνα μας κατά του σταλινισμού στη διεθνή επέκταση της επανάστασης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο αυτός ο αγώνας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το συνολικό μας καθήκον, που είναι να βοηθήσουμε τις μάζες σε ολόκληρο τον κόσμο να ανατρέψουν τον καπιταλισμό στην επιθανάτια αγωνία του. Η κομμουνιστική πρωτοπορία της κάθε χώρας καταλήγει σε αυτό το ίδιο συμπέρασμα ξανά και ξανά από τη δική της εμπειρία. Είτε υπάρχει είτε όχι πραγματική εσωτερική δημοκρατία εντός του ΓΚΚ, εάν η επαναστατική άποψη μπορεί να εκφραστεί ή αν έχει σιγήσει με διοικητικά μέτρα [14], είμαστε σίγουροι ότι θα αργά ή γρήγορα θα βρούμε τους καλύτερους από τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές να φθάνουν σε αυτή τη θέση.

 
10 Ιουν 1951
 

Υποσημειώσεις

1. Όλες οι αναφορές ελήφθησαν από Νο.1 του περιοδικού Questions du Socialisme, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι από τον γιουγκοσλαβικό Γραφείο Πληροφοριών (Απρίλιος-Μάιος 1951), και αναπαράγει τα ακόλουθα έργα: Σύγχρονα Θέματα του Μίλοβαν Τζίλας και Η Γιουγκοσλαβία στον Σύγχρονο Κόσμο του Καρντέλι.

2. «Στα λόγια, ο Σοβιετικός μηχανισμός είναι ευπρόσιτος για το σύνολο των εργατών. Στην πραγματικότητα όμως , όπως όλοι γνωρίζουν, δεν είναι καθόλου έτσι. Απέχει πολύ από αυτό. Και δεν είναι καθόλου οι νόμοι που εγείρουν εμπόδια ... Οι νόμοι μας, αντιθέτως, είναι ευνοϊκοί. Αλλά οι νόμοι μόνο δεν αρκούν εδώ». Λένιν, έκθεση σχετικά με το πρόγραμμα του κόμματός στο όγδοο συνέδριο του Ρωσικού ΚΚ, 19 Μαρτίου 1919. Διαλεχτά Έργα II, σελ.535 (γαλλική έκδοση).

3. Στη Γιουγκοσλαβία μεταξύ 1945 και 1949 οι γραφειοκρατικές τάσεις ήταν ισχυρές και δεν έδειξαν καμία διάθεση να εξαφανιστούν, ακόμη και κατά τη γνώμη του Τζίλας. Γιατί δεν υπήρχε κρατικός καπιταλισμός στη Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή; Επειδή το πρώτο στάδιο, το στάδιο, όταν η κρατική ιδιοκτησία είναι αναγκαία και προοδευτική, δεν είχε ακόμη τελειώσει, απαντάει ο Τζίλας. Αλλά ποιο αντικειμενικό κριτήριο καθορίζει το τέλος αυτού του πρώτου σταδίου; Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, λέει ο Τζίλας. Αλλά στην ΕΣΣΔ οι παραγωγικές δυνάμεις συνεχίζουν να αναπτύσσονται. Γιατί τότε υπάρχει «κρατικός καπιταλισμός» στην ΕΣΣΔ; «Επειδή το κράτος δεν απονεκρώνεται ...»

4. Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ότι ο Τζίλας υποθέτει σιωπηρά ότι ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός μπορεί να αλλάξει την κοινωνική φύση του, απλά ως αποτέλεσμα της «εξελικτικής τάσης» του. Δεν φαίνεται να έχει την παραμικρή υποψία ότι η αλλαγή από το «σοσιαλισμό» (στην πραγματικότητα, από το εργατικό κράτος ) έως τον καπιταλισμό (το κράτος του καπιταλισμού) σημαίνει μια κοινωνική αντεπανάσταση και απαιτεί μια πλήρη ανατροπή της κρατικής δομής, καθώς και του τρόπου παραγωγής.

5. Ας επισημαίνουμε ότι ορισμένα μέτρα τα οποία περιγράφουν οι Γιουγκοσλάβοι σήμερα με τον όρο «απονέκρωση του κράτους» εισήχθησαν στη Ρωσία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του τριάντα και, από την άποψη του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, αποτελούν μια αναμφισβήτητη υποχώρηση , ακόμα κι αν ήταν αναπόφευκτη και αναγκαία για την άμεση αύξηση της παραγωγής. Αυτό ισχύει και για την αύξηση της αυτονομίας της τοπικής βιομηχανίας, για το ξεχωριστό και αυτόνομο σύστημα επιχειρηματικής λογιστικής της κάθε επιχείρησης, κλπ.

6. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καμία καθυστερημένη καπιταλιστική χώρα δεν ήταν σε θέση να οικοδομήσει μια σημαντική βαριά βιομηχανία, αν και αρκετές (όπως η Αργεντινή, η Ινδία και η Κίνα) διαθέτουν μια καλά αναπτυγμένη μεταποιητική βιομηχανία.

7. Η ανάπτυξη της συνθετικής βενζίνης από τη Γερμανία και του συνθετικού καουτσούκ από τις ΗΠΑ ήταν πολύ περιορισμένη μέχρι το 1940 με μια συμφωνία που συνήφθη το 1926 μεταξύ των τραστ της IG Farben και της Standard Oil , (Wendell Berge: Καρτέλ: Πρόκληση για ένα Ελεύθερο Κόσμο, 1944 σελ. 210 - 212).

8. Φυσικά, σοβιετική οικονομία έχει επίσης τις κρίσεις της, όπως και κάθε μη-καπιταλιστική οικονομία, αλλά αυτά είναι κρίσεις ενός διαφορετικού χαρακτήρα από τις καπιταλιστικές κρίσεις: κρίσεις ποιότητας των εμπορευμάτων, της παραγωγικότητας της εργασίας, του παραγόμενου προϊόντος, κλπ.

9. Αυτή η σημαντική μεταρρύθμιση στη ρωσική οικονομία εισήχθη μετά το δεύτερο πενταετές πλάνο. Ο Bogolepov, ο Σοβιετικός ειδικός σε χρηματο-οικονομικά θέματα, εξηγεί ότι το ατομικό σύστημα λογιστικής του κάθε εργοστάσιου είναι η βάση του σχεδίου: «Οι επιχειρήσεις, οι οποίες είναι κρατική ιδιοκτησία, διοικούνται ως νομικά ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Κάθε επιχείρηση λαμβάνει από το κράτος εξοπλισμό και κεφάλαιο (χρήματα) για δική της αποκλειστική χρήση. Λειτουργεί στη συνέχεια ανεξάρτητα, κάτω από το δικό της οικονομικό λογιστικό σύστημα, το δικό της τραπεζικό λογαριασμό, με πιστώσεις που συχνά εμβάζονται σε αυτόν, και, τέλος, με το δικαίωμα να αποκομίσει ένα ορισμένο κέρδος». (Το Σοβιετικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, 1945, σελ. 8 και 9).

10. Το 1950 ο Harvard University Press δημοσίευσε το έργο ενός Αμερικανού μελετητή, του Harold J. Herman, Δικαιοσύνη στη Ρωσία. Πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Διότι, αναφερόμενο στις αντιδικίες με τις οποίες έχουν να κάνουν τα σοβιετικά δικαστικά όργανα, αποκαλύπτει την αντιφατική φύση της σοβιετικής οικονομίας με μεγαλύτερη σαφήνεια από ποτέ. Υπάρχει ένα ειδικό σώμα που ονομάζεται Gosarbitrazh για τη διευθέτηση αγωγών που άσκησαν το ένα εναντίον του άλλου τα σοβιετικά τραστ και κοινοπραξίες (υπήρχαν 330.000 από αυτές τις αγωγές το 1938!) ή το κράτος εναντίον τους. Φαίνεται ότι τα τραστ αρχίζουν να πωλούν μηχανές που είναι προσωρινά σε αδράνεια, ότι είχαν προσπαθήσει να πωλήσουν ολόκληρα εργοστάσια, ότι μετά την παρέμβαση του κράτους ενάντια σε αυτές τις συμφωνίες, μεταμφίεσαν αυτές τις πωλήσεις σε μισθώσεις, ότι συνέταξαν εικονικές συμβάσεις, προκειμένου να λάβουν πρώτες ύλες εκτός σχεδίου, ότι χρησιμοποίησαν πολλά τεχνάσματα για να αποφύγουν την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις τιμές, κλπ.

10α. Σαρλ Μπετελέμ, Γάλλος ριζοσπάστης οικονομολόγος, συγγραφέας μιας σημαντικής αναλυτικής εργασίας γύρω από τη γερμανική οικονομία υπό τους Ναζί. - FI

11. Η υποθετική περίπτωση του «κρατικού καπιταλισμού» που προβλέπεται από τον Ένγκελς στο Αντι-Ντύρινγκ είναι επίσης το αντίθετο από αυτό που υπάρχει στην ΕΣΣΔ, διότι οι καπιταλιστές θα συνέχιζαν να εισπράττουν τα κέρδη, μόνο υπό τη μορφή εισοδημάτων από κρατικά ομόλογα αντί των μερισμάτων από ατομικές μετοχές. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχε μόνο μια τυπική και εικονική καταστολή της ιδιωτικής περιουσίας, διότι η ιδιωτική ιδιοκτησία θα εξακολουθούσε να υφίσταται ως πηγή εισοδήματος για μια τάξη!

12. Ο Καρντέλι προχώρησε ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι «ζούμε, στην πραγματικότητα, σε μια περίοδο μετάβασης από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο, κατά τη διάρκεια της οποίας οι οικονομικοί παράγοντες του νέου συστήματος έχουν ήδη επιτύχει τη νίκη στον κόσμο» (Questions Actuelles du Socialisme, No.1, σελ. 84). Αναφερόταν στο υψηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και των μέτρων «κρατικού καπιταλισμού» των καπιταλιστικών χωρών! Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε την αιχμηρή παρατήρηση του Λένιν: « Η «εγγύτητα» ενός τέτοιου καπιταλισμού στο σοσιαλισμό, θα πρέπει να χρησιμεύσει για τους πραγματικούς εκπροσώπους του προλεταριάτου ως επιχείρημα για την απόδειξη της εγγύτητας, της ευκολίας, της σκοπιμότητας και του επείγοντος της σοσιαλιστικής επανάστασης, και καθόλου ως επιχείρημα για την ανοχή στην απάρνηση μιας τέτοιας επανάστασης ή για να γίνει ελκυστικότερος ο καπιταλισμός». (Άπαντα, XXI, σελ. 203, Κράτος και Επανάσταση) Ούτε, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, για να ανακαλυφθεί μια «νέα» στρατηγική για το προλεταριάτο!

13. Η εσωτερική λογική της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού οδηγεί το ΓΚΚ στην καθημερινή του πρακτική σε χυδαίες ρεφορμιστικές θέσεις για διεθνή ζητήματα με εκπληκτική ταχύτητα. Το κίνημα Cucchi-Magnani στην Ιταλία, στο οποίο παρείχαν διακριτική υποστήριξη, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της εθνικής άμυνας έναντι της «ξένης επιθετικότητας». Ο Γιουγκοσλαβικός τύπος έχει καταγγείλει τη βοήθεια που παρέχεται από την κινεζική επανάσταση στους Βιετναμέζους αντάρτες, ενώ ο Mosha Piyade στην μπροσούρα του "Ο Μύθος της Σοβιετικής Βοήθειας προς την Γιουγκοσλαβική Εθνική εξέγερση" στιγματίζει τη σοβιετική ηγεσία γιατί δεν έδωσαν μια τέτοια βοήθεια προς τους αντάρτες της Γιουγκοσλαβίας. Τέλος, η Γιουγκοσλαβική επιθεώρηση Παγκόσμια Πολιτική πρόσφατα δήλωσε στο τεύχος αρ. 6 του Ιουνίου (σελ. 11), ότι η «μεταρρύθμιση του (Γαλλικού) εκλογικού συστήματος, του οποίου ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, μπορεί, ωστόσο, να δικαιολογηθεί για ένα μάλλον πειστικό λόγο ( !), εκείνον της κοινής φιλοδοξίας (των κομμάτων της πλειοψηφίας) για την υπεράσπιση της δημοκρατίας»!

14. Το γιουγκοσλαβικό κράτος έχει αρχίσει να απονεκρώνεται ... Όχι ακόμη αρκετά, ωστόσο, για να επιτρέψει τη δημοσίευση των έργων του Τρότσκι, ούτε καν με έξοδα της Τέταρτης Διεθνούς. Όταν ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν στην εξουσία στη Ρωσία ποτέ δεν εμπόδισαν, απ' όσο γνωρίζουμε, τους υπερ-αριστερούς κομμουνιστές να υποστηρίζουν προφορικά και γραπτά τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού. Είναι αλήθεια βέβαια ότι το κράτος εκείνων δεν απονεκρωνόταν .......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου