Ντόρος πολύς γίνεται για τη νίκη του ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά απέναντι στους Ράλληδες Χιτλεροφασίστες του Παπαδόγκωνα. Μια καλή εξιστόρηση των φασιστοπανηγύρεων στο Μελιγαλά μπορεί να βρει κανείς στον Ιό Ελευθεροτυπία 2005, ενώ το ιστορικό της μάχης μπορεί κανείς να το βρει στο άρθρο του Κ. Ρουσίτη στην Εργατική Εξουσία.
Εδώ θέλω μόνο να πω μια ιστορία. Μια ιστορία όπως την άκουσα να την διηγούνται, ένα καλοκαιρινό βράδυ, κάμποσα καλοκαίρια προτού ενσκύψει δριμεία η καπιταλιστική κρίση, στο άγριο τοπίο της Μάνης, εκεί όπου είναι μονάχα φως κι ο ίσκιος της μάντρας σίδερο, μαύρο σίδερο.
Πάντα ένα βήμα πίσω μου, μου μιλάει η αδελφή μου..... άρχισε σαν μονολογώντας ο αφηγητής μου.
Ο Γ. που λες, ήταν ένας παράταιρος, αλαφροΐσκιωτος. Από μικρό τον στείλανε η οικογένειά του στα γίδια, στο βουνό. Θες, τον έχρισε αλαφροΐσκιωτο η ανάγκη της μικρής οικογενειακής κτηνοτροφίας, θες τον έφτιαξε έτσι η μοναξιά του βουνού, ο Γ. ήταν πάντως ένα άκακο αγρίμι, μονόχνωτος, αμίλητος, ακοινώνητος.Σαν να τον τρόμαζε ο κόσμος. Αυτό που λέμε κοινωνικοποίηση περιοριζόταν στην «τιμή» της οικογένειας, μια νοοτροπία τόσο χαρακτηριστική και τόσο ριζωμένη στη Μανιάτικη κοινωνία.
Πάντρεψε, προίκισε τις αδελφές του από τα κόπια του, ως εκ του κώδικος της τιμής όφειλε, κι έμενε πάντα ξωμάχος. Ήρθε ο πόλεμος και το 43, στήθηκαν τα τάγματα ασφαλείας, ίσα που πρόλαβε να παντρέψει την τελευταία μ' έναν χωριανό Ελασίτη, που έφυγε, από την εκκλησία σχεδόν, για το βουνό,κυνηγημένος από τους Ράλληδες.Ο Γ. ήταν πολιτικά ουδέτερος, αμφίβολο αν καταλάβαινε τι γινόταν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, ούτε έκανε και για πόλεμο. . . .
Στου Γ. το χωριό πλάκωσε μια ομάδα ταγματασφαλιτών. Ανάμεσά τους και ο αδελφός του Ελασίτη γαμπρού. Ήξεραν πρόσωπα και πράγματα. Ήξεραν ποιον να χτυπήσουν. Έκαναν πολλά κι ανάμεσα σε άλλα αίσχη και φονικά, βίασαν και την αδελφή του Γ., τη φρέσκια νύφη. Το τι ρόλο έπαιξε ο κουνιάδος της άγνωστον. Το βέβαιο είναι πως δεν την προστάτεψε ως όφειλε. Ο μανιάτικος «αστικός» κώδικας τιμής θέλει τη νύφη μέλος της οικογένειας του γαμπρού κι όχι της πατρικής της. Αλλά τί γυρεύεις τώρα, τιμή από ταγματασφαλίτη;
Ο βιασμός βέβαια αποσιωπήθηκε από το θύμα. Η γυναίκα είναι ο τελευταίος τη τάξει άνθρωπος και ο πρώτος τη τάξει ένοχος . . Θα τόκρυβε κι από τον άντρα της αν δεν έμενε έγκυος. Το πράγμα αποκαλύφτηκε. Όλοι στο χωριό κατάλαβαν πώς κατέληξε η έφοδος των Ράλληδων στο σπίτι της γυναίκας του Ελασίτη. Τώρα δεν υπήρχε παρά μόνον αιματηρή διέξοδος.Οι βιαστές τα χρειάστηκαν. Ο κώδικας της μανιάτικης τιμής τους καταδίκαζε σε θάνατο. Υπήρχε κι ο κουνιάδος, η άκρη του νήματος για όποιον ήθελε να ζητήσει εκδίκηση. Η βεντέτα στη Μάνη δεν διστάζει να αγνοήσει ακόμα και πολιτικές εντάξεις χάριν της οικογένειας. Δεν θα μπορούσαν να εμπιστευτούν ούτε τους δικούς τους πλέον.
Έπιασαν λοιπόν το Γ., ποιος ειρωνευόμενος την πουτάνα την κομμουνίστρια που τα ήθελε και την έφτιαξαν, ποιος νουθετώντας τον να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειάς του που εκείνη η αδελφή του που πήγε και γκαστρώθηκε τρέχα γύρευε από ποιον. Του πάσαραν κι ένα πιστόλι. Κι ο Γ. το μόνο που ήξερε ήταν η «τιμή» και η σιωπηλή υπακοή. Πήγε στης αδελφής του με το πιστόλι και την οδήγησε , μπροστά αυτός στο κατόπι του έγκυος εκείνη, έξω από το χωριό. Η ντροπή ξεπλύθηκε. Ο Γ. όμως δεν είχε πια μάτια να κοιτάξει το χωριό. Έφυγε στον Πειραιά. Κι ο Ελασίτης γαμπρός δεν γύρισε. Σαν να μην υπήρξαν.
Από το μεγάλο μακελειό που έστησαν λίγο μετά στην Πελοπόννησο οι Γερμανοντυμένοι της κατοχής για λογαριασμό αυτή τη φορά των «Εθνικών Κυβερνήσεων» βγήκαν ζωντανοί μόνο ο Γ. κι ο κουνιάδος - βιαστής. Μπρατίστας, Παυλάκος, Παπαδόγκωνας, είναι ονόματα μακελάρηδων. Τα θύματα, οι αντάρτες που πετάχτηκαν βορρά στα σκυλιά της μπουρζουαζίας, κι ανάμεσά τους ο νιόγαμπρος της ιστορίας μας. Έτσι ο κύκλος της ύβρεως έκλεισε.
Τον συναντούσα το Γ. στον Πειραιά, πριν από τη χούντα, απόσωσε ο αφηγητής μου. Είχε βρει μια δουλίτσα, παντρεύτηκε κι όλας και έκανε οικογένεια, αλλά ήταν πάντα με το βλέμμα του ξωτικού.
- Τι κάνεις Γ. ;
- Καλά.
Τελευταία φορά τον είδα λίγο μετά τη μεταπολίτευση, παππού πια, το ίδιο εκείνο βλέμμα του αλλά παραδόξως είχε γίνει πιο ομιλητικός. Τότε ήταν που μου είπε; «Τόσα χρόνια, ένα βήμα πίσω μου, μ' ακολουθεί η αδελφή μου.»
- Μα τι; Σε κυνηγάει;
- Όχι, μου μιλάει. Ξέρεις, για το κακό που της έκανα.. . . . .
Εδώ θέλω μόνο να πω μια ιστορία. Μια ιστορία όπως την άκουσα να την διηγούνται, ένα καλοκαιρινό βράδυ, κάμποσα καλοκαίρια προτού ενσκύψει δριμεία η καπιταλιστική κρίση, στο άγριο τοπίο της Μάνης, εκεί όπου είναι μονάχα φως κι ο ίσκιος της μάντρας σίδερο, μαύρο σίδερο.
Πάντα ένα βήμα πίσω μου, μου μιλάει η αδελφή μου..... άρχισε σαν μονολογώντας ο αφηγητής μου.
Ο Γ. που λες, ήταν ένας παράταιρος, αλαφροΐσκιωτος. Από μικρό τον στείλανε η οικογένειά του στα γίδια, στο βουνό. Θες, τον έχρισε αλαφροΐσκιωτο η ανάγκη της μικρής οικογενειακής κτηνοτροφίας, θες τον έφτιαξε έτσι η μοναξιά του βουνού, ο Γ. ήταν πάντως ένα άκακο αγρίμι, μονόχνωτος, αμίλητος, ακοινώνητος.Σαν να τον τρόμαζε ο κόσμος. Αυτό που λέμε κοινωνικοποίηση περιοριζόταν στην «τιμή» της οικογένειας, μια νοοτροπία τόσο χαρακτηριστική και τόσο ριζωμένη στη Μανιάτικη κοινωνία.
Πάντρεψε, προίκισε τις αδελφές του από τα κόπια του, ως εκ του κώδικος της τιμής όφειλε, κι έμενε πάντα ξωμάχος. Ήρθε ο πόλεμος και το 43, στήθηκαν τα τάγματα ασφαλείας, ίσα που πρόλαβε να παντρέψει την τελευταία μ' έναν χωριανό Ελασίτη, που έφυγε, από την εκκλησία σχεδόν, για το βουνό,κυνηγημένος από τους Ράλληδες.Ο Γ. ήταν πολιτικά ουδέτερος, αμφίβολο αν καταλάβαινε τι γινόταν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, ούτε έκανε και για πόλεμο. . . .
Στου Γ. το χωριό πλάκωσε μια ομάδα ταγματασφαλιτών. Ανάμεσά τους και ο αδελφός του Ελασίτη γαμπρού. Ήξεραν πρόσωπα και πράγματα. Ήξεραν ποιον να χτυπήσουν. Έκαναν πολλά κι ανάμεσα σε άλλα αίσχη και φονικά, βίασαν και την αδελφή του Γ., τη φρέσκια νύφη. Το τι ρόλο έπαιξε ο κουνιάδος της άγνωστον. Το βέβαιο είναι πως δεν την προστάτεψε ως όφειλε. Ο μανιάτικος «αστικός» κώδικας τιμής θέλει τη νύφη μέλος της οικογένειας του γαμπρού κι όχι της πατρικής της. Αλλά τί γυρεύεις τώρα, τιμή από ταγματασφαλίτη;
Ο βιασμός βέβαια αποσιωπήθηκε από το θύμα. Η γυναίκα είναι ο τελευταίος τη τάξει άνθρωπος και ο πρώτος τη τάξει ένοχος . . Θα τόκρυβε κι από τον άντρα της αν δεν έμενε έγκυος. Το πράγμα αποκαλύφτηκε. Όλοι στο χωριό κατάλαβαν πώς κατέληξε η έφοδος των Ράλληδων στο σπίτι της γυναίκας του Ελασίτη. Τώρα δεν υπήρχε παρά μόνον αιματηρή διέξοδος.Οι βιαστές τα χρειάστηκαν. Ο κώδικας της μανιάτικης τιμής τους καταδίκαζε σε θάνατο. Υπήρχε κι ο κουνιάδος, η άκρη του νήματος για όποιον ήθελε να ζητήσει εκδίκηση. Η βεντέτα στη Μάνη δεν διστάζει να αγνοήσει ακόμα και πολιτικές εντάξεις χάριν της οικογένειας. Δεν θα μπορούσαν να εμπιστευτούν ούτε τους δικούς τους πλέον.
Έπιασαν λοιπόν το Γ., ποιος ειρωνευόμενος την πουτάνα την κομμουνίστρια που τα ήθελε και την έφτιαξαν, ποιος νουθετώντας τον να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειάς του που εκείνη η αδελφή του που πήγε και γκαστρώθηκε τρέχα γύρευε από ποιον. Του πάσαραν κι ένα πιστόλι. Κι ο Γ. το μόνο που ήξερε ήταν η «τιμή» και η σιωπηλή υπακοή. Πήγε στης αδελφής του με το πιστόλι και την οδήγησε , μπροστά αυτός στο κατόπι του έγκυος εκείνη, έξω από το χωριό. Η ντροπή ξεπλύθηκε. Ο Γ. όμως δεν είχε πια μάτια να κοιτάξει το χωριό. Έφυγε στον Πειραιά. Κι ο Ελασίτης γαμπρός δεν γύρισε. Σαν να μην υπήρξαν.
Από το μεγάλο μακελειό που έστησαν λίγο μετά στην Πελοπόννησο οι Γερμανοντυμένοι της κατοχής για λογαριασμό αυτή τη φορά των «Εθνικών Κυβερνήσεων» βγήκαν ζωντανοί μόνο ο Γ. κι ο κουνιάδος - βιαστής. Μπρατίστας, Παυλάκος, Παπαδόγκωνας, είναι ονόματα μακελάρηδων. Τα θύματα, οι αντάρτες που πετάχτηκαν βορρά στα σκυλιά της μπουρζουαζίας, κι ανάμεσά τους ο νιόγαμπρος της ιστορίας μας. Έτσι ο κύκλος της ύβρεως έκλεισε.
Τον συναντούσα το Γ. στον Πειραιά, πριν από τη χούντα, απόσωσε ο αφηγητής μου. Είχε βρει μια δουλίτσα, παντρεύτηκε κι όλας και έκανε οικογένεια, αλλά ήταν πάντα με το βλέμμα του ξωτικού.
- Τι κάνεις Γ. ;
- Καλά.
Τελευταία φορά τον είδα λίγο μετά τη μεταπολίτευση, παππού πια, το ίδιο εκείνο βλέμμα του αλλά παραδόξως είχε γίνει πιο ομιλητικός. Τότε ήταν που μου είπε; «Τόσα χρόνια, ένα βήμα πίσω μου, μ' ακολουθεί η αδελφή μου.»
- Μα τι; Σε κυνηγάει;
- Όχι, μου μιλάει. Ξέρεις, για το κακό που της έκανα.. . . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου