Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Περί φαινομενολογίας της καπιταλιστικής κρίσης-δυο λόγια για την ''ελληνική περίπτωση''

 Αναδημοσίευση από το    Τάξεις και Ηθική.



  Κάπου στη ''Κριτική του Καθαρού Λόγου'' ο Κάντ γράφει πως αν ο άνθρωπος είχε διαφορετικά αισθητήρια όργανα, τότε τα ''φαινόμενα'' των πραγμάτων θα ήταν διαφορετικά. Κάνοντας μια αναλογία, διαφορετικά ''αισθητήρια όργανα'' έχουν τα διάφορα πολιτικοοικονομικά συστήματα (αλλιώς, οι διάφοροι κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί), και αυτό σημαίνει ότι η καπιταλιστική κρίση ''εμφανίζεται'' με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το ποιο είναι το σύστημα για το οποίο αυτή αποτελεί ένα ιδιαίτερο, ιστορικό πρόβλημα.
  Έτσι, η ίδια παγκόσμια, καπιταλιστική κρίση, αλλιώς ''εμφανίζεται'' στη Γερμανία, αλλιώς στην Ιταλία, αλλιώς στην Αυστραλία, και αλλιώς στην Ελλάδα.

  Μπορούμε να βγάλουμε από αυτά ένα εύκολο συμπέρασμα. Η απλή διαπίστωση ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει πάντα κρίσεις, και είναι πάντα κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, κ.ο.κ., είναι μια δογματική θέση, ικανοποιητική μόνο για τους εσωτερικούς διαλόγους μιας μαρξιστικής ορθοδοξίας.
  Εδώ ξαναερχόμαστε στην κουβέντα για το Χρέος. Το αστικό χρέος είναι βασική μορφή εμφάνισης της καπιταλιστικής κρίσης στα συμφραζόμενα, στο context του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος.
  Μπορούμε να χωρίσουμε τις αναφερόμενες στην Αριστερά αναλύσεις σε δύο κατηγορίες, βάσει της παραπάνω διαπίστωσης και σύμφωνα με όσα γράφει ο Mario Perniola στο βιβλίο του ''Η κοινωνία των ομοιωμάτων''. 
   Από τη μία έχουμε τους ''εικονολάτρες'', αυτούς που ''λατρεύουν'' αναλυτικά την εμφάνιση, την εικόνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, και ονομάζουν τη κρίση, όσον αφορά την Ελλάδα, ''κρίση χρέους''. Αυτοί μιλούν και για παγκόσμια ''χρεοκρατία'', κ.ο.κ, θεωρούν δηλαδή το φαινόμενο ουσία, και πιστεύουν πως κάνοντας κομμάτια την εικόνα, κάνουν κομμάτια και το κεφαλαιοκρατικό Θεό-σύστημα που αυτή εικονίζει.
   Από την άλλη έχουμε τους ''εικονοκλάστες'', αυτούς που βλέπουν στην εμφάνιση-εικόνα μια στρεβλή και βέβηλη ενσάρκωση του πρωτότυπου, και αρνούνται έτσι την εμφάνιση στρέφοντας το βλέμμα τους αποκλειστικά, με έναν μάλλον ''ενορατικό'' τρόπο που αποβλέπει όχι στον αισθητό και αντιληπτό κόσμο αλλά στον κόσμο της ουσίας, της αλήθειας, στον Κόσμο των Ιδεών.
Πρόκειται για όσους θεωρούσαν παραπλανητική, αποπροσανατολιστική, προπαγανδιστική την κουβέντα περί χρέους του ελληνικού αστικού κράτους, αφού κάθε κουβέντα περί διαγραφής του χρέους ''απέκρυπτε τα αίτια της κρίσης'', ευρισκόμενη στην επιφάνεια και όχι στο ''αναλυτικό βάθος'' που ήταν αναγκαίο.
   (...)
    Μια φαινομενολογία των καπιταλιστικών κρίσεων μας λέει λοιπόν ότι καμία καπιταλιστική κρίση δεν έχει πραγματική ύπαρξη ως απλώς ''κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου''. Εξίσου όμως μας λέει ότι καμία εμφάνιση, συγκυριακή εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης δεν μπορεί να μην είναι αυτό που είναι, μια εμφάνιση, πράγμα που σημαίνει ότι κάπου αυτή αναφέρεται, σε κάτι το οποίο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ''εμφανίζεται''.
   Μια φαινομενολογία των καπιταλιστικών κρίσεων μας λέει, επίσης, ότι ο τρόπος που εμφανίζεται μια κρίση σε ένα συγκεκριμένο πολιτικοοικονομικό σύστημα (πχ το ελληνικό αστικό σύστημα), είναι δηλωτικός όχι μόνο της ίδιας της κρίσης, αλλά και της διάρθρωσης του πολιτικοοικονομικού αυτού συστήματος. 
    Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα: Γιατί στην περίπτωση του ελληνικού κεφαλαιο-κρατικού συστήματος, η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση εμφανίζεται κυρίαρχα ως κρίση αποπληρωμής του ελληνικού αστικού χρέους; Και γιατί, πράγματι, συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με το χρέος πολλών χωρών, γεγονός που έχει οδηγήσει σε σοβαρές παρερμηνείες τύπου ''χρεοκρατίας'';
    Αυτή η ''εμφάνιση'' λοιπόν,δεν μας λέει πολλά μοναχά για το ''πράγμα'' που εμφανίζεται (καπιταλιστική κρίση ως πρόβλημα που τίθεται για τα εθνικά και όχι μόνο συστήματα), αλλά και για το κάθε σύστημα που ''παρατηρεί'' το πρόβλημα και πρέπει να το επιλύσει, το σύστημα το οποίο ''έχει'' το συγκεκριμένο αυτό πρόβλημα, στη συγκεκριμένη του μορφή. Είναι δηλαδή η ''μορφή εμφάνισης'' του προβλήματος δηλωτική τόσο του προβλήματος όσο και του συστήματος που καλείται να το ''αντιμετωπίσει''. 
    Όσον αφορά το ελληνικό αστικό σύστημα λοιπόν, η κίνηση από τη μορφή του προβλήματος (αστικό χρέος) στην ''ουσία'' του, σημαίνει τη συνειδητοποίηση πως έχουμε αυτή και όχι μια άλλη εμφάνιση, και αυτό μας λέει κάτι για την ιστορική διάρθρωση του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. 
     Θα πάμε λοιπόν, σχεδόν αναγκαία, στο ''μοντέλο παραγωγής'' το οποίο ιστορικά διαμορφώθηκε εντός των ελληνικών συνόρων, και στη μελέτη των πολιτικοιδεολογικών ταξικών σχέσεων που συνέβαλαν στη συγκρότησή του.
      Η κοινότητα των εμφανίσεων (κρίσεις χρέους στις λεγόμενες ''χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου''), καταδεικνύει μια κάποια ''κοινότητα'' συστημικής οργάνωσης στις κεφαλαιοκρατίες του ''Νότου'', μια κάποια κοινότητα στα ''μοντέλα παραγωγής'' που εγκαθιδρύθηκαν.
      Μεθοδολογικά και για τη μελέτη του ''εσωτερικού'', ξεκινάμε, ίσως, αφαιρετικά από ένα ''κλειστό σύστημα'', με μια κεντρική ταυτότητα υπερπροϊόντος=δαπανών (χωρίς αποταμιεύσεις, ό,τι ''κερδίζεται'', ξοδεύεται σαν ''παραγωγική δαπάνη''), και το σύστημα ''ανοίγει'' για να συμπεριλάβει τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, στο βαθμό που αυτή η ''κεντρική ταυτότητα'' είναι μια σχέση που δεν είναι ισοσκελισμένη.
      Αυτή είναι μια κάπως ''ουδέτερη απόχρωση'' της έρευνας. Μαρξιστικά, μπορούμε να σκεφτούμε το υπερπροϊόν, και με πραγματικούς όρους, τον όγκο των κερδών, τα οποία όμως επανεπενδύονται, στη σχέση τους με το ''αναγκαίο προϊόν'', τους μισθούς των εργαζομένων, συν τις άλλες δαπάνες σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό, στη σχέση τους με την παραγωγικότητα της εργασίας.
      Δεν μιλάω ''οικονομικά'' εδώ, γιατί δεν μπορώ. Μπορώ όμως μέχρι ενός σημείου να μιλήσω για το πώς αντιλαμβάνομαι συνοπτικά και σε μια ορισμένη μόνο πτυχή της, την ασύγκριτη, σε σχέση με άλλες πολιτικοοικονομικές θεωρήσεις, δύναμη της μαρξιστικής ανάλυσης.
      Η εκδοχή της ''υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων'' χοντρικά μας λέει πως τα κεφάλαια σωρεύτηκαν στη μορφή λιμνάζοντος, θησαυρισμένου χρηματικού πλούτου, που δεν μπορεί να επανεπενδυθεί με κερδοφόρο τρόπο στην παραγωγή. Βλέπουμε όμως πως αυτή η ''αδυνατότητα'' κερδοφόρας επανεπένδυσης είναι μια κοινωνική σχέση, η σχέση υπερπροϊόντος που καρπώνονται οι καπιταλιστές, στη σχέση του με το ''αναγκαίο προϊόν'', όσα βιολογικά και πολιτιστικά πρέπει να καταναλώσουν οι εργαζόμενοι, για να αναπαράγεται η εργασιακή τους δύναμη.
      Υπάρχει βεβαίως και ο παράγοντας νόμισμα, που έχει αποβεί τεχνικά αρκετά σημαντικός. Το ελληνικό αστικό σύστημα δεν έχει στα χέρια του το ''εργαλείο'' της νομισματικής υποτίμησης και τον έλεγχο της νομισματικής κυκλοφορίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φυσικά το νόμισμα είναι κοινωνική σχέση, όπως και το χρήμα (το νόμισμα είναι το χρήμα που κυκλοφορεί).
     Ωστόσο, μπορούμε να στρέψουμε το βλέμμα μας στη μόνη δυνατή ''υποτίμηση'' για το ελληνικό αστικό σύστημα, και αυτή είναι η υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Πράγμα αναπόφευκτο, αφού η παραγωγικότητα δεν μπορεί να αυξηθεί με τεχνολογικές καινοτομίες και ''εκσυγχρονισμό'' της μηχανογενούς ή ''πληροφοριοποιημένης'' παραγωγής. Όσον αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, στο οποίο στηρίχτηκε τόσα χρόνια ο ελληνικός καπιταλισμός, παρά τις κραυγαλέες τονωτικές ενέσεις που αυτό δέχτηκε (και δέχεται με ξεπουλήματα κ.λ.π) αυτό αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της ανάκαμψης (και ούτε το ενδιαφέρει, εκ φύσεως, κάτι τέτοιο-πρόκειται για το ''κεφάλαιο που δεν έχει πατρίδα'' στην πλέον καθαρή του μορφή).
     Στην ''κεντρική ταυτότητα'' λοιπόν, ως σχέση υπερπροιόντος-αναγκαίου προϊόντος (είναι υπερπροϊόν-δαπάνες, κρατάμε εδώ μόνο το αναγκαίο προϊόν για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης), βλέπουμε πως δεν μένει για το αστικό καθεστώς τίποτα άλλο πέρα από την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Τα λεγόμενα ''διαρθρωτικά μέτρα'' τα οποία οι κυρίαρχοι επαγγέλλονται, είναι μερεμέτια αφενός στον αστικό κρατικό μηχανισμό ''μετάβασης'' από το υπερπροϊόν στη διαμόρφωση του αναγκαίου προϊόντος και πάλι πίσω (από τη κερδοφόρο παραγωγή στη σφαίρα της κατανάλωσης και αντίστροφα, με τη μεσολάβηση του κρατικού μηχανισμού), και αφετέρου ''θέση των προϋποθέσεων για ένα πιο φιλικό επενδυτικό περιβάλλον'', με μείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου και άλλες διευκολύνσεις, μεταξύ των οποίων φυσικά η υποτίμηση της εργασιακής δύναμης.
      Στο βαθμό που για το ελληνικό αστικό σύστημα η σχέση υπερπροϊόντος - αναγκαίου προιόντος είναι ελλειμματική από την πλευρά του υπερπροιόντος, ή, διαφορετικά, όχι αρκούντως πλεονασματική, ανοίγει η κάνουλα του δανεισμού, και μιλάμε βέβαια για το δομικό κεφαλαιοκρατικό δανεισμό και όχι για τον ''παράνομο δανεισμό'' που θέλει να ''εξαλείψει'' η ΕΛΕ, κοιτώντας τις συμβάσεις. Μου φαίνεται εντελώς ασυνεπές να νομίζει κανείς πως το ελληνικό αστικό σύστημα έχει χρέος επειδή κάποιοι πήραν κάποτε...παράνομα δάνεια. Ακόμη και αν διαγραφόταν ένα μέρος, είναι τέτοιο το παραγωγικό σύστημα, που πολύ γρήγορα ''θα ξαναείχαμε χρέος''.
      Δάνεια λοιπόν για να έρθει η ''ανάπτυξη'', μια κερδοφορία δηλαδή που θα φέρει πάλι σε δυναμική ισορροπία αστική-εργατική τάξη, κερδοφορία που δεν έρχεται όμως γιατί η έλλειψή της οφείλονται σε δομικά προβλήματα στην παραγωγική συγκρότηση των ''αδύναμων κρίκων'' του (ευρωπαϊκού και όχι μόνο) κεφαλαιοκρατικού συστήματος), επομένως δάνεια για ''αποπληρωμή'' δανείων, και στη πραγματικότητα απλώς μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον, με σκοπό την ''επιμήκυνση'' τόσο της αποπληρωμής (βάσει της κυρίαρχης προπαγάνδας) όσο και του ξεζουμίσματος των εργαζομένων (υποτίμηση εργασιακής δύναμης), επιμήκυνση του ξεπουλήματος του εθνικού πλούτου, γεωφυσικού ή έτοιμου παραγωγικού, ξεπάστρεμα όλων των κατακτημένων από το εργατικό και λαϊκό κίνημα παροχών, και στερέωση ενός Κράτος-μπράβου, του πολιτικό αντίστοιχο του οποίου είναι τα ρεμάλια της Χρυσής Αυγής, και στην πιο light εκδοχή η ''εσωτερική τρόικα'' και όποια άλλη μας προκύψει.
      Το αστικό πρόγραμμα δεν τερματίζει, και ένας ''ατέρμονας βρόχος'' πνίγει σαν θηλιά τις ζωές των εργαζομένων και των ανέργων. Δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα ''ομαλής'' διεξόδου, και κάθε νοητό σενάριο, αυτό της υποταγής ή αυτό της αντίστασης, είναι ήδη γραμμένο με βία και αίμα. Παράλληλα, εντείνονται οι γεωπολιτικές πιέσεις στον ευρύτερο χώρο της ''Ευρασίας'', με τη ελληνική αστική τάξη να μοιάζει με καρυδότσουφλο που τρώει ''από τα σάπια'' της παραγωγής αμυντικών εξοπλισμών, χωρίς πραγματικά θεμέλια κυριαρχίας στο ζωτικό της χώρο.
   
      Όσο καλύτερα και όσο πιο απλά μεταδίδεται η κατάσταση όπως έχει, από την οπτική γωνία του μαρξισμού ή και άλλων συνετών αντικαπιταλιστικών αναλύσεων, τόσο θα μεγαλώσουν οι ελπίδες
για την αφύπνιση της εργατικής τάξης και των συμμάχων. Δεν είναι τόσο θέμα ''μεταλαμπάδευσης'' της ανάλυσης ως έχει, όσο ζήτημα μετάδοσης μιας δέσμης αιτημάτων και πρακτικών δράσεων που θα πείσουν ότι δεν αποτελούν μιμητική επανάληψη του παρελθόντος συστημικά ''ενάρετου βίου'' της αριστεράς, κομμουνιστογενούς ή μη.

     Ήμουνα σήμερα στην πορεία των Πρωτοβάθμιων Σωματείων που κατέληξε στη Βουλή, τη πρώτη ουσιαστικά διαδήλωση στο κύκλο κινητοποιήσεων για τη νέα περίοδο, με τα απεργιακά καλέσματα που έχουν γίνει τόσο από το χώρο αυτόν όσο και από το ΠΑΜΕ. Ένα μπορώ να πω με βεβαιότητα: οι άνθρωποι αυτοί, οι πρωτοπόροι εργαζόμενοι, είναι οι καλύτεροι, οι πιο τίμιοι, οι πιο ζωντανοί άνθρωποι και το μόνο αληθινό που έμεινε μέσα στην ανυπόφορη σαπίλα του αστικού πολιτισμού. Μόνο συγκίνηση και αίσθημα τιμής μπορεί να σου εμπνεύσει ένας αγώνας στο πλάι τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου