Σε μια πρόσφατη ανάρτησή μου για το εκλογικό αποτέλεσμα δέχτηκα κριτική σε κάτι που δεν περίμενα. Ενώ λοιπόν ήταν μια τοποθέτηση σαφώς εκτεθειμένη στον κίνδυνο της εκ των πραγμάτων διάψευσης ή των καθόλα νόμιμων ενστάσεων ως προς τις πολιτικές προοπτικές που κατά λογική συνέπεια θεωρούσε αναμενόμενες, εντούτοις δέχτηκα αναπάντεχη και έντονη κριτική σε μια θέση «ανύποπτη».
Συγκεκριμένα ισχυρίστηκα ότι
... για να ελαχιστοποιήσει την πολιτική ζημιά η μπουρζουαζία διοχέτευσε όσες ψήφους διαμαρτυρίας μπόρεσε στον φασιστικό πόλο που η ίδια έστησε , υπέθαλψε σε προστατευτικό ημίφως δημοσιότητας και πριμοδότησε συνειδητά και μεθοδικά κανοναρχώντας τον πρωτοφανή εκφασισμό της κοινωνίας....
Η ένσταση που εγέρθηκε ήταν κάτι σαν αυτό:
« ... δεν είναι η μπουρζουαζία που το προκάλεσε μια και το φαινόμενο του φασισμού εμφανίζεται πάντοτε όταν δεν έχει αξιόπιστη πρόταση η αριστερά» ή σε μια πιο σοβαρή εκδοχή «όταν υποχωρεί η εργατική τάξη»
ή κάτι σαν ετούτο
:«... την αντιφασιστική τυφλότητα που διακατέχει τον συντάκτη η οποία τον οδηγεί στο να θεωρεί πως η μπουρζουαζία διοχέτευσε το εφτάρι στη ΧΑ για να ...ελαχιστοποιήσει την πολιτική ζημιά!!! Δηλαδή, αν δεν έκανε αυτή τη "διοχέτευση", οι ψήφοι που πήγαν στη Χ.Α. θα πήγαιναν στον ΣΥΡΙΖΑ ή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ;;;...»
Φαίνεται ότι η -ας πούμε - «στρουκτουραλιστική» προσέγγιση του Μαρξισμού έχει ισχυρότερες απηχήσεις από όσο φανταζόμουν. Και το λέω αυτό γιατί πίσω από τις ενστάσεις υπάρχουν τουλάχιστον δύο (συν μία) άρρητες προκείμενες. Η μία δέχεται ότι ο φασισμός ξεπηδά αυτόματα κάθε φορά που η συνείδηση της εργατικής τάξης βρίσκεται πίσω ως προς τις ανάγκες της ταξικής πάλης. Με άλλα λόγια, οι ψυχολογικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης επί των εργατών και των μικροαστών που καταστρέφονται, η ανασφάλεια, το αίσθημα απειλής, η αγωνία για το μέλλον των παιδιών, αν δεν απαντηθούν πολιτικά από την αριστερά θα μεταλλαχθούν αυτομάτως -λειτουργικά ίσως(;) - σε πολιτική συμπάθεια προς τον φασισμό. Αλλά αν αυτός ο τελευταίος δεν έρχεται έξωθεν - και αυτή είναι η δεύτερη άρρητη προκείμενη - τότε προκύπτει έσωθεν! Αυτά τα συναισθήματα φόβου, αγωνίας, ανημποριάς που παράγει μπορούν να βρίσκουν από μόνα τους για αποδιοπομπαίους τράγους τους μετανάστες ώστε να επιβιβαστούν στο όχημα του φασισμού, την ξενηλασία!
Πέρα από την επί της ουσίας απάντηση την οποία κατά το μέγα μέρος δεν θα επωμισθώ ο ίδιος, μπορεί κανείς ήδη να παρατηρήσει ότι στις ενστάσεις αυτές κάθε ιστορικότητα στην ερμηνεία υποχωρεί μπροστά σε μια μηχανιστική-δομική «κοινωνιολογία» (εξ ου και ο λόγος για στρουκτουραλιστική προσέγγιση) όπως μόλις περιγράφηκε. Εντούτοις το σημείο εκκίνησης δεν θα ήταν ένας συνειδητός στρουκτουραλισμός αλλά μια τρίτη καλά κρυμμένη, εκτός από άρρητη, προκείμενη, από την οποία η «στρουκτουραλιστική στάση» προκύπτει: Είναι η αντίληψη για το πως συγκροτούνται οι τάξεις, ή εν προκειμένω, αν νομιμοποιείται καν η φράση «η μπουρζουαζία διοχέτευσε ψήφους», αν δηλαδή μπορεί καν να εκφέρεται λόγος όπου η τάξη μπορεί να έχει τη θέση του δρώντος υποκειμένου.Και στα δύο παραπάνω ενσταντανέ της, αυτό το οποίο η ένσταση θέλει τελικά να αρνηθεί, είναι η δυνατότητα της αστικής τάξης να είναι το δρων υποκείμενο, να είναι αυτή που γέννησε με σκοπιμότητα το φασισμό. Νομίζω ότι δεν πρόκειται για μια αντίδραση σε κάποια χοντροκομμένη «προσωποποίηση» της αστικής τάξης από αυτές που έχει υποφέρει ο αριστερός λόγος, γιατί είναι φανερό από το συγκείμενο ότι δεν πρόκειται γι αυτό. Συνδέεται όμως και με έναν άλλον ίσως δεσμό με το στρουκτουραλισμό: Μια και στην διεκπεραίωση των ταξικών επιλογών της μπουρζουαζίας εμπλέκεται πολύ το κράτος, η στρουκτουραλιστική ουσιολογική ουδετεροποίηση του κράτους μάλλον συσκοτίζει τον δράστη και κάνει την συντακτική χρήση της αστικής τάξης ως δρων υποκείμενο να ξενίζει....
Με αυτές τις σκέψεις έπεσα προ ημερών πάνω σε μια ανάρτηση του LeninReloaded ένα ωραιότατο και , ω του θαύματος σαν από παραγγελία, άρθρο του Alain Badiou στο οποίο θα αφήσω το βάρος της απάντησης στις ενστάσεις και στις προκείμενές τους (στις δύο αλλά και εν μέρει στην τρίτη η οποία πάντως θα άξιζε ξεχωριστή απάντηση) και το οποίο μετέφρασα ξανά, θες για να μη χάσω τις κοφτερές γωνίες, την καλλιεπή τραχύτητα του γαλλικού κειμένου, θες από απλή λόξα....
Ειρήσθω εν παρόδω ότι το κείμενο αυτό του Βadiou αποτελεί μνημείο δημοσίου λόγου ενός φιλόσοφου. Με τον τρόπο της λαϊκής αφήγησης ξετινάζει τις ίδιες τις γλωσσικές συμβάσεις της καθώς πρέπει, «σοβαρής» Monde που χρησιμοποιεί για να να ανεβάσει σε μια και μοναδική νοηματική επιφάνεια-σαν να μιλάει κάποιος ακατέργαστος λαϊκός ρήτορας- νοηματικούς χυμούς από τα βάθη της φιλοσοφικής σκέψης. Από το είδος των δημοσίων διανοουμένων που χάνεται . . .
Ο Badiou λοιπόν ανιχνεύει τις ρίζες του φασισμού αρκετά πρώιμα -προεδρεία Μιτεράν- στην περίπτωση της Γαλλίας. Αλλά και για τον Ελλαδικό χώρο αντιστοίχως, οι παλιότεροι ίσως θυμούνται από τα μακρινά πρώτα χρόνια του '80, την αποστροφή του μακαρίτη ποιητή και συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου για τις μετανάστριες από τις Φιλιππίνες. Τη θυμάται πάντως ο Δ. Κούρτοβικ: «Ήδη τη δεκαετία του 1980 ο Γιώργος Ιωάννου, ένας συγγραφέας που κατά τα άλλα τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, ανησυχούσε για την αλλοίωση της φυλετικής μας ταυτότητας από την εισβολή...Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών»
Αλλά ας διαβάσουμε τον Badiou, μαθητή του στρουκτουραλιστή Louis Pierre Althusser παρακαλώ:
Συγκεκριμένα ισχυρίστηκα ότι
... για να ελαχιστοποιήσει την πολιτική ζημιά η μπουρζουαζία διοχέτευσε όσες ψήφους διαμαρτυρίας μπόρεσε στον φασιστικό πόλο που η ίδια έστησε , υπέθαλψε σε προστατευτικό ημίφως δημοσιότητας και πριμοδότησε συνειδητά και μεθοδικά κανοναρχώντας τον πρωτοφανή εκφασισμό της κοινωνίας....
Η ένσταση που εγέρθηκε ήταν κάτι σαν αυτό:
« ... δεν είναι η μπουρζουαζία που το προκάλεσε μια και το φαινόμενο του φασισμού εμφανίζεται πάντοτε όταν δεν έχει αξιόπιστη πρόταση η αριστερά» ή σε μια πιο σοβαρή εκδοχή «όταν υποχωρεί η εργατική τάξη»
ή κάτι σαν ετούτο
:«... την αντιφασιστική τυφλότητα που διακατέχει τον συντάκτη η οποία τον οδηγεί στο να θεωρεί πως η μπουρζουαζία διοχέτευσε το εφτάρι στη ΧΑ για να ...ελαχιστοποιήσει την πολιτική ζημιά!!! Δηλαδή, αν δεν έκανε αυτή τη "διοχέτευση", οι ψήφοι που πήγαν στη Χ.Α. θα πήγαιναν στον ΣΥΡΙΖΑ ή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ;;;...»
Φαίνεται ότι η -ας πούμε - «στρουκτουραλιστική» προσέγγιση του Μαρξισμού έχει ισχυρότερες απηχήσεις από όσο φανταζόμουν. Και το λέω αυτό γιατί πίσω από τις ενστάσεις υπάρχουν τουλάχιστον δύο (συν μία) άρρητες προκείμενες. Η μία δέχεται ότι ο φασισμός ξεπηδά αυτόματα κάθε φορά που η συνείδηση της εργατικής τάξης βρίσκεται πίσω ως προς τις ανάγκες της ταξικής πάλης. Με άλλα λόγια, οι ψυχολογικές συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης επί των εργατών και των μικροαστών που καταστρέφονται, η ανασφάλεια, το αίσθημα απειλής, η αγωνία για το μέλλον των παιδιών, αν δεν απαντηθούν πολιτικά από την αριστερά θα μεταλλαχθούν αυτομάτως -λειτουργικά ίσως(;) - σε πολιτική συμπάθεια προς τον φασισμό. Αλλά αν αυτός ο τελευταίος δεν έρχεται έξωθεν - και αυτή είναι η δεύτερη άρρητη προκείμενη - τότε προκύπτει έσωθεν! Αυτά τα συναισθήματα φόβου, αγωνίας, ανημποριάς που παράγει μπορούν να βρίσκουν από μόνα τους για αποδιοπομπαίους τράγους τους μετανάστες ώστε να επιβιβαστούν στο όχημα του φασισμού, την ξενηλασία!
Πέρα από την επί της ουσίας απάντηση την οποία κατά το μέγα μέρος δεν θα επωμισθώ ο ίδιος, μπορεί κανείς ήδη να παρατηρήσει ότι στις ενστάσεις αυτές κάθε ιστορικότητα στην ερμηνεία υποχωρεί μπροστά σε μια μηχανιστική-δομική «κοινωνιολογία» (εξ ου και ο λόγος για στρουκτουραλιστική προσέγγιση) όπως μόλις περιγράφηκε. Εντούτοις το σημείο εκκίνησης δεν θα ήταν ένας συνειδητός στρουκτουραλισμός αλλά μια τρίτη καλά κρυμμένη, εκτός από άρρητη, προκείμενη, από την οποία η «στρουκτουραλιστική στάση» προκύπτει: Είναι η αντίληψη για το πως συγκροτούνται οι τάξεις, ή εν προκειμένω, αν νομιμοποιείται καν η φράση «η μπουρζουαζία διοχέτευσε ψήφους», αν δηλαδή μπορεί καν να εκφέρεται λόγος όπου η τάξη μπορεί να έχει τη θέση του δρώντος υποκειμένου.Και στα δύο παραπάνω ενσταντανέ της, αυτό το οποίο η ένσταση θέλει τελικά να αρνηθεί, είναι η δυνατότητα της αστικής τάξης να είναι το δρων υποκείμενο, να είναι αυτή που γέννησε με σκοπιμότητα το φασισμό. Νομίζω ότι δεν πρόκειται για μια αντίδραση σε κάποια χοντροκομμένη «προσωποποίηση» της αστικής τάξης από αυτές που έχει υποφέρει ο αριστερός λόγος, γιατί είναι φανερό από το συγκείμενο ότι δεν πρόκειται γι αυτό. Συνδέεται όμως και με έναν άλλον ίσως δεσμό με το στρουκτουραλισμό: Μια και στην διεκπεραίωση των ταξικών επιλογών της μπουρζουαζίας εμπλέκεται πολύ το κράτος, η στρουκτουραλιστική ουσιολογική ουδετεροποίηση του κράτους μάλλον συσκοτίζει τον δράστη και κάνει την συντακτική χρήση της αστικής τάξης ως δρων υποκείμενο να ξενίζει....
Με αυτές τις σκέψεις έπεσα προ ημερών πάνω σε μια ανάρτηση του LeninReloaded ένα ωραιότατο και , ω του θαύματος σαν από παραγγελία, άρθρο του Alain Badiou στο οποίο θα αφήσω το βάρος της απάντησης στις ενστάσεις και στις προκείμενές τους (στις δύο αλλά και εν μέρει στην τρίτη η οποία πάντως θα άξιζε ξεχωριστή απάντηση) και το οποίο μετέφρασα ξανά, θες για να μη χάσω τις κοφτερές γωνίες, την καλλιεπή τραχύτητα του γαλλικού κειμένου, θες από απλή λόξα....
Ειρήσθω εν παρόδω ότι το κείμενο αυτό του Βadiou αποτελεί μνημείο δημοσίου λόγου ενός φιλόσοφου. Με τον τρόπο της λαϊκής αφήγησης ξετινάζει τις ίδιες τις γλωσσικές συμβάσεις της καθώς πρέπει, «σοβαρής» Monde που χρησιμοποιεί για να να ανεβάσει σε μια και μοναδική νοηματική επιφάνεια-σαν να μιλάει κάποιος ακατέργαστος λαϊκός ρήτορας- νοηματικούς χυμούς από τα βάθη της φιλοσοφικής σκέψης. Από το είδος των δημοσίων διανοουμένων που χάνεται . . .
Ο Badiou λοιπόν ανιχνεύει τις ρίζες του φασισμού αρκετά πρώιμα -προεδρεία Μιτεράν- στην περίπτωση της Γαλλίας. Αλλά και για τον Ελλαδικό χώρο αντιστοίχως, οι παλιότεροι ίσως θυμούνται από τα μακρινά πρώτα χρόνια του '80, την αποστροφή του μακαρίτη ποιητή και συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου για τις μετανάστριες από τις Φιλιππίνες. Τη θυμάται πάντως ο Δ. Κούρτοβικ: «Ήδη τη δεκαετία του 1980 ο Γιώργος Ιωάννου, ένας συγγραφέας που κατά τα άλλα τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, ανησυχούσε για την αλλοίωση της φυλετικής μας ταυτότητας από την εισβολή...Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών»
Αλλά ας διαβάσουμε τον Badiou, μαθητή του στρουκτουραλιστή Louis Pierre Althusser παρακαλώ:
Η σημαντική μερίδα των
ψήφων που απέσπασε η Μαρίν Λεπέν βαραίνει
και εκπλήσσει. Ψάχνουμε εξηγήσεις. Το
πολιτικό προσωπικό καταφεύγει στην
φορητή του κοινωνιολογία: Η Γαλλία των
αποκάτω, των παραπλανημένων επαρχιωτών,
των εργατών, της αμορφωσιάς, η τρομαγμένη
από την παγκοσμιοποίηση, από την πτώση
της αγοραστικής δύναμης, από την αποδόμηση
των ζωτικών της χώρων, από την παρουσία
παράξενων ξένων στην πόρτα τους, θέλει
να αναδιπλωθεί γύρω από τον εθνικισμό
και την ξενοφοβία.
Είναι ήδη αυτή η Γαλλία
«που μένει πίσω» την οποία κατηγορούσαν
πως ψήφισε όχι στο δημοψήφισμα για το
σχέδιο ευρωπαϊκού Συντάγματος. Την
αντιπαρέθεταν προς τις μεσαίες τάξεις
της πόλης, μορφωμένες και μοντέρνες,
που αποτελούν όλο το κοινωνικό άλας της
καλοζυγισμένης μας δημοκρατίας.
Ας πούμε ότι αυτή η
Γαλλία των από κάτω είναι πάντως, για
την περίπτωση, ο γάιδαρος του μύθου, ο
ακαλλιέργητος ψωριάρης λαϊκιστής από
όπου μας έρχεται όλο το λεπενικό κακό.
Παράξενη τέλος πάντων αυτή η
πολιτικο-μηντιακή γκρίνια εναντίον του
«λαϊκισμού». Η δημοκρατική εξουσία, για
την οποία είμαστε τόσο υπερήφανοι, θα
ήταν τάχα αλλεργική σε αυτό που νοιάζει
το λαό; Αυτή είναι πάντως, όλο και
περισσότερο, η γνώμη του λεγόμενου
λαού. Στην ερώτηση «Οι υπεύθυνοι της
πολιτικής ασχολούνται με αυτό που
σκέπτονται άνθρωποι σαν εσάς;» η
εντελώς αρνητική απάντηση «καθόλου»
έφτασε από το 15% του συνόλου το 1978 στο
42% το 2010! Όσο για το άθροισμα των θετικών
απαντήσεων («πολύ» ή «αρκετά»)
πέρασε από το 35% στο 17% (θα παραπέμψουμε
για αυτόν το στατιστικό δείκτη και για
άλλους με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στο
εκτός σειράς τεύχος της επιθεώρησης
«La Pensée»
με τίτλο « Ο
λαός , η κρίση και η πολιτική»
που διεξήγαγαν οι Guy Michelat και Michel Simon).
Η σχέση ανάμεσα στο λαό και το Κράτος
δεν είναι καμωμένη από εμπιστοσύνη,
είναι το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να
πούμε.
Πρέπει να
συμπεράνουμε ότι το Κράτος μας δεν έχει
το λαό που του αξίζει, και η σκοτεινή
λεπενική ψήφος επιβεβαιώνει αυτή την
λαϊκή ανεπάρκεια; Θα έπρεπε τότε, για
να ενισχύσουμε τη δημοκρατία, να αλλάξουμε
το λαό, όπως ειρωνικά προέτεινε ο Μπρεχτ.
. .
Η θέση μου
είναι μάλλον ότι δύο άλλοι μεγάλοι
ένοχοι πρέπει να βγουν μπροστά: Οι
διαδοχικοί υπεύθυνοι της εξουσίας του
Κράτους, τόσο της αριστεράς όσο και της
δεξιάς, και ένα μη αμελητέο σύνολο
διανοουμένων.
Στο
κάτω – κάτω, δεν απεφάσισαν οι φτωχοί
από τις επαρχίες μας να περιορίσουν όσο
δεν παίρνει το στοιχειώδες δικαίωμα
του εργάτη αυτής της χώρας, όποια κι αν
είναι η εθνικότητα προέλευσής του, να
ζήσει εδώ με τη γυναίκα και τα παιδιά
του. Ήταν μια σοσιαλίστρια υπουργός,
και όσοι από τη δεξιά στη συνέχεια
τρύπωσαν. Δεν είναι καμιά αμόρφωτη
χωριάτισσα αυτή που δήλωσε το 1983 πως οι
απεργοί της Renault – στην πλειοψηφία τους
αλγερινοί και μαροκινοί – ήταν «μετανάστες
εργάτες (. . . ) υποκινημένοι από θρησκευτικές
και πολιτικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται
σε συνάρτηση με κριτήρια που ελάχιστη
σχέση έχουν με τις γαλλικές κοινωνικές
πραγματικότητες».
Είναι ένας
σοσιαλιστής πρωθυπουργός, φυσικά προς
μεγάλη χαρά των «εχθρών» του της δεξιάς.
Ποιος είχε την καλή ιδέα να δηλώσει ότι
ο Λεπέν έθιγε πραγματικά προβλήματα;
Ένας Αλσατός αγωνιστής του Εθνικού
Μετώπου; Όχι, ένας πρωθυπουργός του
Φρανσουά Μιτεράν. Δεν είναι οι υπανάπτυκτοι
της ενδοχώρας εκείνοι που δημιούργησαν
τα κέντρα κράτησης για να φυλακίσουν
εκεί, έξω από κάθε πραγματικό δίκαιο,
εκείνους από τους οποίους αποστερούσαν
τη δυνατότητα να αποκτήσουν νόμιμα
χαρτιά για την εδώ παρουσία τους.
Δεν είναι
ούτε οι παρίες των προαστίων εκείνοι
που έβγαλαν διαταγή, παντού στον κόσμο,
ότι δεν δίνουν στους ανθρώπους βίζες
για τη Γαλλία παρά με το σταγονόμετρο,
την ίδια στιγμή που, εδώ στη Γαλλία,
καθόριζαν ακόμα και ποσοστά απέλασης
που έπρεπε με κάθε κόστος να πραγματοποιήσει
η αστυνομία. Η διαδοχή νόμων που
περιορίζουν, υπό το πρόσχημα της αλλοδαπής
καταγωγής, την ελευθερία και την ισότητα
εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν και
εργάζονται εδώ, δεν είναι έργο
αποχαλινωμένων «λαϊκιστών».
Στο χειρισμό
αυτών των νομίμων εγκλημάτων, βρίσκουμε
απλούστατα το Κράτος. Βρίσκουμε όλες
τις διαδοχικές κυβερνήσεις, από τον
Φρανσουά Μιτεράν, και αδιάλειπτα στη
συνέχεια. Επί του θέματος, και δεν είναι
παρά δύο παραδείγματα, ο σοσιαλιστής
Λιονέλ Ζοσπέν έκανε γνωστό με την
ανάρρησή του στην εξουσία πως δεν υπήρχε
θέμα κατάργησης των ξενοφοβικών νόμων
του Σαρλ Πασκά· ο σοσιαλιστής Φρανσουά
Ολάντ κάνει γνωστό πως δεν θα αποφασίζεται,
υπό την δική του προεδρεία, διαφορετικά
η νομιμοποίηση των χωρίς-χαρτιά από
ότι στην υπό τον Νικολά Σαρκοζί. Η
συνέχεια σε αυτή την κατεύθυνση δεν
αφήνει καμιά αμφιβολία. Η από το Κράτος
επίμονη προτροπή προς την αισχρότητα
είναι εκείνη που διαμορφώνει την
αντιδραστική και ρατσιστική γνώμη, κι
όχι το αντίστροφο.
Δεν νομίζω
πως μπορεί κανείς να αγνοεί ότι ο Νικολά
Σαρκοζί και η κλίκα του ήταν βαθιά
χωμένοι στον πολιτισμικό ρατσισμό,
κρατώντας ψηλά τη σημαία της «υπεροχής»
του δικού μας ακριβού δυτικού πολιτισμού
και στέλνοντας για ψήφιση μια ατέλειωτη
διαδοχή νομοθετικών διακρίσεων των
οποίων η μοχθηρία μας καταπλήσσει.
Όμως, δεν
βλέπουμε τη αριστερά να ξεσηκώνεται
για να αντισταθεί με την δύναμη που θα
απαιτούσε μια αντιδραστική λύσσα σαν
κι αυτή. Έκανε, ακόμα χειρότερα, συχνά
γνωστό πως «κατανοούσε» αυτό το
αίτημα «ασφάλειας», και ψήφισε,
ελαφρά τη καρδία, προφανείς αποφάσεις
διωγμών, όπως εκείνες που στόχευαν να
εξοβελίσουν από τον δημόσιο χώρο τούτη
ή εκείνη τη γυναίκα υπό το πρόσχημα πως
καλύπτει τα μαλλιά της ή περιτυλίγει
το σώμα της.
Οι υποψήφιοί
της διαλαλούν παντού πως θα διεξαγάγουν
έναν ανελέητο αγώνα, όχι τόσο ενάντια
στις καπιταλιστικές παραβάσεις και στη
δικτατορία των προϋπολογισμών λιτότητας,
όσο ενάντια στους εργάτες χωρίς χαρτιά
και στους ανήλικους υπότροπους
εγκληματίες, ιδίως εάν είναι Μαύροι ή
Άραβες. Στο πεδίο αυτό, η Δεξιά και η
Αριστερά συγκερασμένες, έχουν ποδοπατήσει
κάθε αρχή. Απέγινε και είναι, για εκείνους
που τους στερούν τα χαρτιά, όχι το Κράτος
δικαίου, αλλά το Κράτος εξαίρεσης, το
Κράτος του μη-δικαίου. Αυτοί βρίσκονται
σε ανασφαλή κατάσταση και όχι οι ντόπιοι
όσοι έχουν τον τρόπο τους. Αν χρειαζόταν,
Θεός φυλάξοι, να υποστούμε την απέλαση
ανθρώπων, θα ήταν προτιμότερο να διαλέγαμε
για απέλαση τους κυβερνήτες μας μάλλον,
παρά τους αξιοσέβαστους εργάτες από το
Μαρόκο ή από το Μαλί.
Και πίσω από
όλα αυτά, εδώ και πολύ καιρό, περισσότερο
από είκοσι χρόνια, ποιον βρίσκουμε;
Ποιοι είναι οι ένδοξοι εφευρέτες του
«ισλαμικού κινδύνου», ο οποίος
προβαίνει κατ' αυτούς στην αποσύνθεση
της όμορφης δυτικής και γαλλικής μας
κοινωνίας; Ποιος άλλος από τους
διανοούμενους, που αφιερώνουν στο αισχρό
αυτό έργο, πύρινες επιφυλλίδες,
διεστραμμένα βιβλία, παραποιημένες
«κοινωνιολογικές έρευνες»; Είναι
μήπως μια ομάδα συνταξιούχων επαρχιωτών
και εργατών μικρών αποβιομηχανοποιημένων
πόλεων εκείνοι που συναρμολόγησαν
υπομονετικά όλη αυτή την υπόθεση της
«σύγκρουσης των πολιτισμών», της
υπεράσπισης του «πολιτειακού
συμβολαίου», των απειλών κατά της
υπέροχης «λαϊκότητάς» μας, του
«φεμινισμού» που προσβάλλεται από
την καθημερινή ζωή των αραβισσών κυριών;
Δεν είναι
δυσάρεστο να ψάχνουμε τους υπεύθυνους
μόνο κατά τη μεριά της άκρας δεξιάς –
που στην πραγματικότητα βγάζει τα
κάστανα από τη φωτιά – χωρίς ποτέ να
ξεγυμνώνουμε την εκρηκτική ευθύνη
εκείνων, συχνά -κατά δήλωσή τους-
«αριστερών», και πιο συχνά καθηγητών
«φιλοσοφίας» παρά ταμιών σε
σουπερμάρκετ, που υποστήριξαν με πάθος
ότι οι Άραβες και οι Μαύροι, ιδιαιτέρως
οι νέοι, θα διέβρωναν το εκπαιδευτικό
μας σύστημα, θα διέφθειραν τα προάστιά
μας, θα επιτίθονταν στις ελευθερίες μας
και θα πρόσβαλλαν τις γυναίκες μας; Ή
τάχα ήταν πολυπληθέστεροι μέσα στις
ποδοσφαιρικές μας ομάδες; Ακριβώς όπως
τα έλεγαν άλλοτε για τους Εβραίους και
τους «μετοίκους» από τους οποίους
η αιώνια Γαλλία απειλούνταν θανάσιμα.
Υπήρξε βέβαια
η εμφάνιση μικρών φασιστικών ομάδων
που δήλωναν ισλαμικές. Αλλά υπήρξαν
επίσης και κινήσεις φασιστικές που
δήλωναν Δυτικές και του Χριστού-Βασιλέως.
Αυτό δεν εμποδίζει κανέναν ισλαμόφοβο
διανοούμενο να εξυμνεί σε κάθε ευκαιρία
την ανώτερη «δυτική» μας ταυτότητα
φτάνοντας να εντοπίζουν τις θαυμαστές
« χριστιανικές μας ρίζες» μέσα στη
λατρεία μιας λαϊκότητας που η Μαρίν
Λεπέν, μια από τις πιο μανιώδεις οπαδούς
αυτής της λατρείας, αποκαλύπτει τελικά
από ποιο πολιτικό δάσος ξυλεύεται.
Στην
πραγματικότητα, είναι οι διανοούμενοι
εκείνοι που εφηύραν την αντιλαϊκή βία
την κατευθυνόμενη απλώς και μόνο ενάντια
στους νέους των μεγάλων πόλεων, που
είναι και το αληθινό μυστικό της
ισλαμοφοβίας. Και είναι οι κυβερνήσεις,
ανίκανες να οικοδομήσουν μια κοινωνία
κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης,
εκείνες που παρέδωσαν τους ξένους, και
πρώτα τους Άραβες εργάτες και τις
οικογένειές τους, βορά στις
αποπροσανατολισμένες και φοβικές
εκλογικές πελατείες. Όπως πάντα, η ιδέα,
κι ας είναι εγκληματική, προηγείται της
εξουσίας, που με τη σειρά της διαμορφώνει
την γνώμη την οποία χρειάζεται. Ο
διανοούμενος, κι ας είναι αξιοθρήνητος,
προηγείται του υπουργού ο οποίος
κατασκευάζει τους οπαδούς του.
Το βιβλίο,
κι ας είναι για πέταμα, έρχεται πριν από
την προπαγανδιστική εικόνα, η οποία
παραπλανά αντί να παιδαγωγεί. Και τριάντα
χρόνια υπομονετικών προσπαθειών
συγγραφής, η πολεμική και ο εκλογικός
χωρίς ιδέες ανταγωνισμός, παίρνουν την
θλιβερή τους ανταμοιβή στις κουρασμένες
συνειδήσεις όσο και στην ψήφο των
προβάτων.
Αίσχος στις
διαδοχικές κυβερνήσεις, που έχουν όλες
τους διαγκωνισθεί γύρω από τα αλληλένδετα
θέματα της ασφάλειας και του «μεταναστευτικού
προβλήματος», για να μην είναι πολύ
φανερό ότι εξυπηρετούσαν πριν απ' όλα
τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας!
Αίσχος στους διανοούμενους του
νεο-ρατσισμού και του χοντροκέφαλου
εθνικισμού, που έχουν υπομονετικά
καλύψει το κενό που άφησε στο λαό η
προσωρινή έκλειψη της κομμουνιστικής
υπόθεσης , με ένα πέπλο κουταμάρες για
τον ισλαμικό κίνδυνο και την καταστροφή
των «αξιών» μας!
Αυτοί είναι
εκείνοι που πρέπει σήμερα να δώσουν
λόγο για την άνοδο ενός έρποντος φασισμού
του οποίου το διανοητικό ξεδίπλωμα
έχουν ακατάπαυστα ενθαρρύνει.
Δεν μπορείς ποτέ να έχεις αρκετούς έλληνες μεταφραστές του Badiou:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜερσί για την αναφορά, αλλά πολύ περισσότερο, για την πολιτική ευστροφία. Σπανίζει;-)