Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Μια βαθειά ταξική περίοδος : Η κομμουνιστική προοπτική, ανάμεσα στις συμπληγάδες του νεοφιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας

Αναδημοσιεύουμε από το Traverso Rossa μια ανασκόπηση του αριστερού τοπίου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εστιάζει συμπερασματικά στους εργατικούς αντι-θεσμούς τα όργανα της πάλης και της εξουσίας της εργατικής τάξης
Παραναγνώστης



Οι εκλογές κατέδειξαν, το βαθύ ταξικό ρήγμα που υπάρχει ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και αυτές του κεφαλαίου. Ένα ταξικό ρήγμα που στο εκλογικό πεδίο δεν οδήγησε σε απεγκλωβισμό της εργατική πλειοψηφίας προς μια εργατική, κομμουνιστική προοπτική, αλλά, αποκρυσταλλώθηκε, σε μια συντριβή του παλιού πολιτικού σκηνικού και των δύο βασικών πυλώνων του, και την ανάδυση μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας που αντλώντας τα καύσιμά της από έναν ανερμάτιστο αντιμνημονιακό λόγο εμφανίζεται ως λύση απεμπλοκής από την καπιταλιστική κρίση που έχει εξωθήσει στην εξαθλίωση τόσο την εργατική τάξη όσο και πλειοψηφικά μικροαστικά στρώματα.
Η αποσάθρωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, κυοφορεί ταυτόχρονα και την αδήριτη ανάγκη του, να παράξει νέους τρόπους και νέους φορείς εκπροσώπησης, του αστικού πολιτικού οράματος, που αφορά κυρίαρχα στην πρόσδεση της αστικής τάξης στην ΕΕ και στο ευρώ, ως προϋπόθεση για να μην οδηγηθεί σε ολοκληρωτική ήττα σε έναν ταξικό πόλεμο που μαίνεται και βρίσκεται ακόμη στην αρχή. Αυτή η ανάγκη είναι δυνατόν να εκφραστεί από την πολιτική και οργανωτική αναδιάρθρωση, του διαλυμένου ΠΑΣΟΚ ενδεχόμενα σε ένα νέο φορέα σοσιαλδημοκρατίας, την αλλαγή της δομής της δεξιάς, με κομμάτια της λαϊκής πατριωτικής εκδοχής της να αναλαμβάνουν κεντρικό ρόλο και την δημιουργία ενός πυλώνα φιλελεύθερης δεξιάς που θα αποτελεί σημαντική εφεδρεία στην στήριξη του αστικού πολιτικού συστήματος.




ΣΥΡΙΖΑ, μια νέου τύπου σοσιαλδημοκρατία

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί σε αυτή την πολιτική συγκυρία τον κύριο φορέα και εκφραστή μιας νέου τύπου σοσιαλδημοκρατίας που χαρακτηρίζεται καθοριστικά από τρία βασικά στοιχεία :
  • Από την αποδοχή των βασικών, των πυρηνικών στοιχείων των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος.
  • Από την αποδοχή της ΕΕ και του ευρώ ως στρατηγικές επιλογές μη αμφισβητήσιμες στις βασικές τους συντεταγμένες
  • Από την εκπροσώπηση μιας πολιτικής πρότασης, λείανσης των πιο αιχμηρών πλευρών του σύγχρονου καπιταλισμού με αιχμή την επιδίωξη ενός σοσιαλδημοκρατικού καπιταλιστικού μοντέλου, με αναβαθμισμένο τον ρόλο ενός κοινωνικού κράτους πρόνοιας.
Αυτά τα στοιχεία, που δεν συνιστούν ολιστική αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος αλλά αντιπαράθεση με τις πιο επιθετικές πλευρές τους (μνημόνια) σε συνάφεια με την επιλογή του να εμφανιστεί ως εν δυνάμει φορέας κυβερνητικής εξουσίας επικεφαλής του μπλοκ των αντιμνημονιακών δυνάμεων, και εκφραστής μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας που έρχεται να καλύψει το κενό που αφήνει η κοινωνική και εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ, του έδωσαν την δυνατότητα να εμφανίζεται ως βιώσιμη λύση μέσα στον ορυμαγδό της καπιταλιστικής κρίσης. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και η δυνατότητά της, να εμφανίζεται ως κυβερνητική πρόταση εξουσίας, τον καθιστά αντίπαλο δέος προς τον νεοφιλελευθερισμό, βγάζοντάς τον ταυτόχρονα, από τον χώρο της αριστεράς με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, και μετασχηματίζοντας τον σε έναν φορέα εκφραστή μιας νέου τύπου σοσιαλδημοκρατίας που σε ένα τοπίο που αμφισβητείται η ηγεμονική εκδοχή καπιταλισμού σε ΕΕ και Ελλάδα, φαντάζει ως η βασική προοπτική ανάσχεσης της καπιταλιστικής κρίσης και στροφής προς έναν κοινωνικό καπιταλισμό.

Από αυτή την σκοπιά, ο ΣΥΡΙΖΑ απεγκλωβίζεται από τον χώρο της αριστερής διαμαρτυρίας, συσπειρώνει ή θα συσπειρώσει προοπτικά κομμάτια της αριστεράς και της εξωκοινοβουλευτικής στην βάση μια αντιμνημονιακής, αντί- νεοφιλελεύθερης πολιτικής πρότασης, μετατρεπόμενος έτσι σε κυρίαρχο πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος και βασικό ανταγωνιστή του νεοφιλελευθερισμού σε όλες τους τις εκδοχές. Μια τέτοια προοπτική μετουσιώνει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πολιτικό ρεύμα που θα αποτελέσει τροχοπέδη των όποιων δυνατοτήτων εργατικής επαναστατικής διεξόδου από την καπιταλιστική επιλογή, που μεταφέρεται εις το διηνεκές, αποτέλεσμα και απόρροια μιας αντίληψης που εστιάζεται στην σταδιακή βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης, μέσω μεταρρυθμίσεων του καπιταλιστικού μοντέλου. Είναι ωστόσο αληθές, ότι μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και των εργαζόμενων, στοιχίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ, στοιχιζόμενο ακριβώς με αυτή την σοσιαλδημοκρατική χίμαιρα που διατηρεί σθεναρά, την λάμψη και την γοητεία της.

Μια λάμψη και γοητεία που δεν αφήνει καθόλου ασυγκίνητους, το αντίθετο μάλλον ούτε ηγεμονικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, που έχοντας την διαβεβαίωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί το κυρίαρχο αστικό δίπολο ΕΕ-ΕΥΡΩ, δεν θα διστάσει να αποπειραθεί να τον εντάξει στα πλαίσια ενός νέου συμβολαίου «ειρηνικής» συνύπαρξης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ωστόσο , το γεγονός ότι δεν υφίσταται ούτε αντικειμενικά, ούτε από άποψη κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών οποιαδήποτε δυνατότητα, ανατροπής του μνημονίου ενός του ευρώ και της ΕΕ, αποτελεί εν τέλει και την νέα μεγάλη φενάκη που κομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία.


ΚΚΕ , σε αδυναμία συγκρότησης πρότασης εργατικής εξουσίας

Το ΚΚΕ , βρίσκεται σε αδυναμία να αποτελέσει τον εκφραστή των συμφερόντων της εργατικής τάξης δίνοντας προοπτική εξουσίας των εργαζόμενων. Αποτελεί δομικό πρόβλημα του ΚΚΕ, να εκφράσει με αισιόδοξο, νικηφόρο, και πλειοψηφικό τρόπο μια θετική πρόταση εξουσίας απεγκλωβισμού των εργαζόμενων από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Δεν αρκεί η περιγραφή του καπιταλισμού ή ακόμη και η περιγραφή των χειρότερων ημερών που έρχονται, όπως και δεν αρκεί το κάλεσμα ψήφου στο ΚΚΕ ώστε να αποτραπεί η καπιταλιστική επέλαση, αν αυτό δεν συνοδεύεται από ένα κομμουνιστικό πρόταγμα, βίωμα στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης, από μια κομμουνιστική προοπτική απελευθερωτική στο σήμερα των δυνάμεων της εργασίας, από μια πολιτική πρόταση που να εκφέρεται και να είναι πρόταση εξουσίας για αυτή την κοινωνία, με αυτούς τους συσχετισμούς, για την ανατροπή αυτής της κοινωνίας και των υφιστάμενων συσχετισμών.

Η αδυναμία του ΚΚΕ να εκφράσει ένα μαζικό εργατικό ρεύμα εξουσίας, αποτελεί την βασική αιτία που δεν κατάφερε να εγκολπώσει την αυξανόμενη αποστοίχιση πλειοψηφικών κομματιών από το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ. Σε αυτή την πολιτική περίοδο για ένα κόμμα κομμουνιστικής αναφοράς το διακύβευμα είναι διπλό και επιτακτικό : Ξεκάθαρη πολιτική πρόταση εργατικής εξουσίας- με αίτημα κρίκο την έξοδο από την ΕΕ- και πραγμάτωση αυτής της πρότασης με υλικούς όρους μέσα στην ζωή της τάξης, απειλώντας ευθέως το αστικό πολιτικό σύστημα και στο πεδίο των εκλογών. Γιατί οι συσχετισμοί αλλάζουν ραγδαία, και αλλάζουν και ερήμην πολλές φορές όσων μονότονα επικαλούνται την ανάγκη αλλαγής των συσχετισμών και το γεγονός μη ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών.

Η αδυναμία του ΚΚΕ , να αποτελέσει σε συνθήκες εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, συνολικό αντίπαλο δέος απέναντι στην αστική πολιτική, δεν αφορά συγκυριακά στα ενδεχόμενα λάθη του στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο, ή την τελευταία διετία των μνημονίων. Αφορά στην διαχρονική του στάση, που είναι μια στάση αμυντική, και περιχαράκωσης απέναντι στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, που γλαφυρά εκφράστηκε σε οριακές στιγμές της ταξικής αναμέτρησης όπως ο Δεκέμβρης 08, και από μια θεώρηση πολιτικής και ιδεολογικής καθαρότητας, που όταν ωστόσο αυτή δεν γίνεται κτήμα της τάξης στο επίπεδο του πολιτικού αγώνα παραμένει ένα άδειο πουκάμισο. Αυτή η θεώρηση εκπορεύεται από μια στρεβλή αντίληψη του ΚΚΕ για την μεθοδολογία, τις μορφές και τους τρόπους συγκρότησης ενός εργατικού επαναστατικού μετώπου, που δεν αποτελεί μονοδιάστατη, μηχανιστική συστράτευση των ήδη πεισμένων, αλλά κοινωνική και πολιτική διαδικασία δυναμικής συσπείρωσης πλειοψηφικών κομματιών της εργατικής τάξης που δεν συνδικαλίζονται, δεν έχουν σωματείο, ή εργατικό σχήμα και καθημερινά βρίσκονται στο έλεος της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.

Ταυτόχρονα αποτελεί πασιφανές γεγονός, ότι η πολιτική γραμμή του ΚΚΕ που εκφράζεται στο δίπολο Λαϊκή Εξουσία-Λαϊκή Οικονομία, δεν αποτελεί κτήμα της εργατικής τάξης, όχι γιατί η τελευταία δεν την κατανοεί, αλλά γιατί δεν έχει λάβει διαχρονικά αποδεικτικές μορφές έκφρασής της, στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στους χώρους εκπαίδευσης. Όλα αυτά τα χρόνια που η καπιταλιστική κρίση επωαζόταν, το ΚΚΕ έχασε την ευκαιρία, να χτίσει εργατικούς θεσμούς έκφρασης της εργατικής τάξης, χώρο τον χώρο, γειτονιά την γειτονιά, ώστε την οριακή συγκυρία-αυτή που τώρα διανύουμε- ο κόσμος της εργασίας να απευθυνθεί και να συσπειρωθεί με την γραμμή εξόδου από την ΕΕ και την συνολικότερη πολιτική πρόταση του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ όλα τα τελευταία χρόνια, παρέμεινε μέσα στα όρια του αστικού πολιτικού συστήματος, με την έννοια ότι αποδέχθηκε την διαμεσολάβηση του πολιτικού του λόγου μέσα από τις διόδους του αστικού πολιτικού συστήματος, υπέταξε την πολιτική πρακτική του μέσα στα δοσμένα όρια της αστικής νομιμότητας, δεν συνδέθηκε με τα νεολαιίστικα κινήματα που με βίαιο και ανοργάνωτο τρόπο εκφράστηκαν στην εξέγερση του Δεκέμβρη, και απέτυχε να αποδείξει σε πολιτικό, ιδεολογικό, οικονομικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο την απελευθερωτική προοπτική της εργατικής εξουσίας σε σχέση με την ανελευθερία, την βία και την εξαθλίωση της καπιταλιστικής θεώρησης.

Το ΚΚΕ υπερτίμησε στο διαλεκτικό δίπολο, άρνηση-κατάφαση, την πλευρά της άρνησης του καπιταλιστικού υποδείγματος, μην καταφέρνοντας να εκφέρει μια συνολική καταφατική, απελευθερωτική πρόταση εξουσίας, απευθυνόμενο κύρια στην μισθωτή εργασία, χτίζοντας εκεί ένα εργατικό επαναστατικό μέτωπο που στην συνέχεια θα έπρεπε να αποκτήσει συμμαχίες μέσα στα μικροαστικά στρώματα. Το αντίθετο το ΚΚΕ, προσπάθησε να αποκτήσει ακροατήριο και απεύθυνση με σχετικά ισότιμο τρόπο τόσο στην εργατική τάξη, όσο και στα μικροαστικά στρώματα, μη κατανοώντας, ότι στα δεύτερα γεννιέται και αναπτύσσεται η καπιταλιστική ουσία που έγκειται στα θέσφατα της ιδιοκτησίας, της κερδοφορίας, της κοινωνικής εκεχειρίας, με αποτέλεσμα αυτά τα στρώματα να στραφούν στην πιο εύληπτη και ταξικά κοντινή σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ , ενώ απογοητευμένα κομμάτια των εργαζόμενων να στραφούν επίσης προς εκεί – ως άμεση λύση- ή προς την φασιστική ακροδεξιά, που απέκτησε ηγεμονία στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όπου στοιβάζεται η εργατική τάξη.

Είναι σαφές πως το ΚΚΕ, βρίσκεται σε μια θέση εξαιρετικά δυσχερή, δεδομένου ότι από την μία αδυνατεί να αποτελέσει εργατικό αντίπαλο δέος, και από την άλλη η νέα σοσιαλδημοκρατία που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ απειλεί αν όχι να αποσπάσει περαιτέρω από τις υφιστάμενες δυνάμεις του, να ανακόψει τις όποιες πιθανότητες υφίστανται για ευρύτερη απεύθυνση του στις δυνάμεις της εργασίας και στα μικροαστικά στρώματα. Το ανησυχητικό είναι ότι ενδεχόμενη κρίση που θα προκύψει από την εκλογική και κοινωνική του συρρίκνωση, είναι εξαιρετικά πιθανό να μην οδηγήσει σε εργατικό και κομμουνιστικό επαναπροσδιορισμό, της πολιτικής θεωρίας και πρακτικής, για το επαναστατικό κόμμα και το επαναστατικό μέτωπο, αλλά σε μια δεξιά ρηχή αντιπαράθεση βάσει του διπόλου σεχταρισμός- οπορτουνισμός. Κάτι που θα αποτελέσει απόλυτα αρνητική εξέλιξη τόσο για το ίδιο όσο και για τον κόσμο της εργασίας, πρωτίστως.


ΑΝΤΑΡΣΥΑ : Συρρίκνωση και απορρόφηση.

Το αποτέλεσμα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί το ανώτατο εκλογικό όριο για αυτό το μόρφωμα, καθώς τόσο η πολιτική συγκυρία όσο και η πολιτική πορεία του δεν δίνουν την δυνατότητα για περαιτέρω συσπείρωση δυνάμεων σε ένα πολιτικό σκηνικό που ακροβολίζεται στον άξονα σοσιαλδημοκρατία, κεντροδεξιά. Η ανταρσυα είναι δεδομένο ότι το επόμενο διάστημα και μέχρι την διενέργεια, τον επόμενων εκλογών πιθανότατα τον Ιούνιο, είναι αναγκασμένη να συμπεριφέρεται σαν ΚΚΕ, (έξοδος από ΕΕ, ευρώ, ΝΑΤΟ, εργατική εξουσία, επανάσταση, εργατικοί θεσμοί) ώστε να διατηρήσει τις οργανωτικές της δυνάμεις και να αποπειραθεί μάταια, την αποφυγή διαρροών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να βρίσκεται σε συνάφεια με τις διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε οι δυνάμεις που διαχρονικά αναφέρονται στην ενότητα -και κυβερνητική- της αριστεράς, να μην εγκλωβιστούν σε ένα σχεδόν βέβαιο «κλασσικό εξωκοινοβουλευτικό ποσοστό» στις επικείμενες εκλογές.

Πρόκειται για μια ισορροπία του τρόμου , που δύσκολα θα ευοδωθεί, καθώς από την μία δεν υφίστανται κοινωνικά αλλά και εκλογικά περιθώρια, για να εκφραστεί μια θολή και σχετικά νεφελώδης «αντικαπιταλιστική γραμμή», απ την άλλη αυτή την αναγκαιότητα την καλύπτει σχεδόν συντριπτικά το ΚΚΕ –με τις δικές του αδυναμίες- πιεζόμενο επίσης από την πόλωση ανάμεσα στην σοσιαλδημοκρατία και την κεντροδεξιά. Αποτελεί σχετικά εμφανές γεγονός ότι κοινωνικά το κομμάτι που επιδιώκει και στρατεύεται σε μια γραμμή εξόδου από την ΕΕ και το ευρώ προτιμά και θα προτιμήσει το ΚΚΕ, απ το να σπαταλήσει την ψήφο του σε ένα σχετικά όψιμο εκτός ΕΕ πρόταγμα της ανταρσυα, που χωλαίνει τόσο στο επίπεδο της τακτικής πολιτικής πρότασης όπου τα διάφορα αιτήματα από την κρατικοποίηση των τραπεζών έως της έξοδο από την ΕΕ εκφέρονται ως ενιαίος κατάλογος αιτημάτων που ακυρώνει και κάθε επιμέρους αίτημα, όσο και της στρατηγικής επιδίωξης, όπου η εργατική δημοκρατία και η κομμουνιστική απελευθερωτική προοπτική μεταφέρονται στο απροσδιόριστο μέλλον.

Η αμφίπλευρη διασπορά του εν λόγω μορφώματος, καταρχήν κοινωνικά και εκλογικά και εν συνεχεία και οργανωτικά, πρώτιστα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως προς το ΚΚΕ, αποτελεί την κυρίαρχη προοπτική του, χωρίς αυτό να αναιρεί την ύπαρξη στο εσωτερικό του, ενός μειοψηφικού κομματιού κομμουνιστικής και εργατικής αναφοράς που ωστόσο, απειλείται να συντριβεί ανάμεσα την επιλογή επιστροφής στο «Κόμμα» και σε αυτή της συμπόρευσης με την νέα σοσιαλδημοκρατία που ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να συγκροτήσει.

Συμπέρασμα

Εισερχόμαστε, σε μια πολιτική περίοδο, όπου οι δυνάμεις της εργατικής κομμουνιστικής αναφοράς, θα βρεθούν σε δύσκολη θέση και στην αναγκαιότητα να εκφράσουν ένα καταφατικό απελευθερωτικό πρόταγμα υπέρβασης του καπιταλισμού, με αποδεικτικό τρόπο στην καρδιά της ταξικής πάλης, χτίζοντας εργατικούς θεσμούς πολιτικής δράσης, εργατικού πολιτισμού, κοινωνικό-οικονομικής αλληλεγγύης, συγκροτώντας κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, στα πλαίσια ενός πλειοψηφικού εργατικού επαναστατικού μετώπου κοινωνικής χειραφέτησης, όπου η κομμουνιστική πρωτοπορία θα αποτελεί αιμοδότη του και όχι αποκεκομμένη, μεταφυσική καθοδήγησή του, που θα συμβάλλει ισότιμα στα βάθεμα της πολιτικής του συμφωνίας και στην ανάπτυξη της κοινωνικής του απεύθυνσης.

Μια τέτοια, στόχευση και προοπτική, απαιτεί την ηγεμονία μιας θεώρησης, που κατανοεί το κοινωνικό υποκείμενο και την συγκρότησή του ως διαλεκτική, δυναμική διαδικασία όσμωσης της κομμουνιστικής πρωτοπορίας, του εργατικού επαναστατικού μετώπου και του κινήματος, όπου οι επιμέρους πλευρές που συγκροτούν το επαναστατικό υποκείμενο, θα σπάσουν τα στεγανά μεταξύ τους, απόρροια της διάσπασης πολιτικού και οικονομικού αγώνα, και θα φέρουν στο προσκήνιο το όλο του κοινωνικού ζητήματος του οποίου η τελική λύση περνά από την ολιστική πολιτική, οικονομική, ιδεολογική αμφισβήτηση, ρήξη και υπέρβαση του καπιταλιστικού κοινωνικό-οικονομικού μοντέλου. Ξεκινάμε σχεδόν από την αρχή, δεδομένου ότι τόσο πολιτικά και ιδεολογικά όσο και κοινωνικά, θα υπάρξει περαιτέρω συρρίκνωση των δυνάμεων που επιδιώκουν μια τέτοια πορεία. Ωστόσο θα είναι μια πορεία που ίσως αυτή την φορά καταλήξει στο να λύσει την κυρίαρχη αντίθεση σε όφελος τους κόσμου της δουλειάς ανοίγοντας μια προοπτική απελευθέρωσης τόσο της εργατικής τάξης όσο και του κοινωνικού όλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου