Αναδημοσίευση από το Praxis από όπου και το εισαγωγικό σχόλιο
Ένα εξαιρετικά επίκαιρο απόσπασμα από το βιβλίο του C.Harman "Καπιταλισμός Ζόμπι". Επίκαιρο γιατί από την
αρχή της κρίσης κυριαρχεί, πολλές φορές με Μαρξιστικό μανδύα, η
νεκρανάσταση αστικών και σοσιαλδημοκρατικών θεωριών που περιορίζουν την
κρίση σε τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό πρόβλημα. Επιχειρούν έτσι μια
αναβίωση της γραμμής του Kautsky στις αρχές του προηγούμενου αιώνα που
πρότεινε μια συμμαχία της εργατικής τάξης με το "υγιές" βιομηχανικό
κεφάλαιο ενάντια στο "κακό' χρηματοπιστωτικό. Θεωρίες που στις διάφορες
παραλλαγές τους ('χρηματιστικός" Καπιταλισμός κλπ) κυριαρχούν σήμερα
στο μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς και πρώτα από όλα του ΣΥΡΙΖΑ η
ηγεσία του οποίου ενώ καταγγέλλει τις τράπεζες υποστηρίζει ταυτόχρονα
την.........υγιή επιχειρηματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο θεμελιώνεται
θεωρητικά και η αυταπάτη του "καλού", "κοινωνικού" Καπιταλισμού και η
υπονόμευση της ανάγκης ενός άλλου τρόπου παραγωγής υπέρ των
εργαζομένων, της μόνης ελπίδας που έχουμε σήμερα.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η «χρηματιστικοποίηση»
Η μεγάλη κρίση που ξέσπασε
το 2007 οδήγησε όλους εκείνους που διαλαλούσαν τα θαύματα του
καπιταλισμού κατά τη διάρκεια της μεγάλης αυταπάτης, να προσπαθήσουν να
ρίξουν το φταίξιμο σε κάποια αιτία διαφορετική από τον ίδιο τον
καπιταλισμό. Ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο, ήταν να
αντιμετωπιστούν οι «τράπεζες» και ο «χρηματοπιστωτικός» τομέας ως κάτι
αποσπασμένο, ξεχωριστό από το καπιταλιστικό σύστημα. Το Γενάρη του
2008 ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί πήγε στη συνάντηση των G7
διακηρύσσοντας ότι «μάλλον κάτι έχει ξεφύγει από τον έλεγχο» στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα, για να καλέσει στην επιβολή μεγαλύτερων
ελέγχων σ' αυτό.41 Όλες οι περιγραφές του κλίματος που επικρατούσε στο
Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του 2009 στο Νταβός, επισημαίνουν τη μεγάλη
αντιδημοτικότητα των τραπεζών ανάμεσα στους αντιπροσώπους των
πολυεθνικών και των κυβερνήσεων: «Σε μια συζήτηση το κοινό ξέσπασε σε
επιδοκιμασίες όταν ο Νασίμ Νικολά Ταλέμπ (Nasim Nicolas Taleb),
συγγραφέας του βιβλίου Ο Μαύρος Κύκνος (The Black Swan), είπε ότι είναι
καιρός να τιμωρηθούν οι τραπεζίτες, επιστρέφοντας πίσω τα μπόνους που
είχαν λάβει».42
Τέτοιες θέσεις οδηγούσαν σε ένα απλό συμπέρασμα: ο τρόπος για την αποτροπή χρηματοπιστωτικών κρίσεων στο μέλλον είναι η επιβολή περισσότερων κανόνων («ρύθμισης», στμ) στο συγκεκριμένο τομέα. Αυτή ήταν η απάντηση πολλών οικονομολόγων του κυρίαρχου ρεύματος, τόσο πρώην μονεταριστών όσο και μετριοπαθών κεϊνσιανών, με επανειλημμένες συζητήσεις στις σελίδες των Financial Times για το βαθμό της ρύθμισης που θα μπορούσε και θα έπρεπε να εφαρμοστεί. Αυτή ήταν επίσης και η ανάλυση κάποιων σχολιαστών από τη ρεφορμιστική αριστερά.
Ο Ρόμπερτ Ουέιντ (Robert Wade) του LSE μπορούσε να κάνει αιχμηρές περιγραφές των ανοησιών του χρηματοπιστωτικού τομέα που οδήγησαν στην κρίση, και κατόπιν να καταλήγει στο συμπέ ρασμα ότι ένας μεγαλύτερος έλεγχος θα τις σταματούσε.43 Ο Λάρι Έλλιοτ κι ο Νταν Ατκινσον στο βιβλίο τους Οι Θεοί που Απέτυχαν (The Gods that Failled), αφού ρίχνουν το φταίξιμο στους «θεούς του χρηματοπιστωτικού τομέα» και καλούν για την επιβολή αυξημένων ελέγχων και κατακερματισμό των γιγάντιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, βλέπουν κάποια ελπίδα σε μια σύσκεψη των G7 που «προβληματίστηκε για μέτρα συγκράτησης των απογειωμένων χρηματοπιστωτικών συμφερόντων».44
Λίγο πιο αριστερά, η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα είχε ήδη οδηγήσει σε αναβίωση των παλιών αναλύσεων του Χόμπσον, του Χίλφερντινγκ και του Κάουτσκι για τους «χρηματιστές» και το «χρηματιστικό κεφάλαιο», σαν δυνάμεις που είχαν διακριτά συμφέροντα από εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου. Η γαλλική οργάνωση ATTAC, για παράδειγμα, είχε ξεκινήσει τη δράση της στη δεκαετία του '90 με βάση μια καμπάνια ενάντια στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όχι ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό.45 Το κεντρικό της αίτημα ήταν η επιβολή του «Φόρου Τόμπιν» στις διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές ροές. Υποτίθεται ότι κάτι τέτοιο θα απέτρεπε τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Και τέτοιου τύπου αναλύσεις («είναι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που φταίει») επηρέαζαν και πολλούς ριζοσπάστες μαρξιστές.
Οι Ντιμενίλ και Λεβί περιέγραψαν το «νεοφιλελευθερισμό» ως «την ιδεολογική έκφραση της νέας αυτοπεποίθησης του χρηματοπιστωτικού τομέα», που υπαγορεύει «τις μορφές του και τα περιεχόμενά του στο νέο στάδιο της διεθνοποίησης».46 Πολύ παρόμοιος ήταν κι ο τόνος του Τζέιμς Κρότι (James Crotty), ο οποίος υποστήριξε ότι «τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα έχουν ισχυροποιηθεί πολύ περισσότερο οικονομικά και πολιτικά και... αυτές οι τάσεις έχουν άμεση γειτνίαση με τη χειροτέρευση της απόδοσης στην πραγματική οικονομία».4'
Ο Φρανσουά Σεσνέ (Francois
Chesnais) έγραψε για ένα «παγκοσμιοποιημένο καθεστώς συσσώρευσης που
κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό τομέα»,48 όπου «η κίνηση του
χρηματικού κεφαλαίου έχει γίνει μια δύναμη πλήρως αυτόνομη σε σχέση με
το βιομηχανικό κεφάλαιο», με το τελευταίο να αναγκάζεται «να αποδεχτεί
είτε τη βαθιά αλληλοδιείσδυση με το χρηματικό κεφάλαιο, είτε να
υποταχτεί στις απαιτήσεις του».4® Υιοθέτησε την έκφραση των Μέιμπλ
(Mable), Μπαρέ (Barre) και Μπόιερ (Boyer) σύμφωνα με την οποία ο
«κακός» καπιταλισμός μπόρεσε να επικρατήσει του «καλού».50 Ως
επαναστάτης σοσιαλιστής ο Σεσνέ δεν θεωρεί «καλή» την παλιά μορφή του
καπιταλισμού (γι' αυτό βάζει και σε εισαγωγικά τη λέξη). Όμως,
υποστήριξε ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει την ευθύνη για «την όχι
και τόσο καλή έως φτωχή δυναμική των επενδύσεων...»51
Μια παρόμοια έμφαση στα διακριτά συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα απέναντι σ' εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου υπάρχει και στο βιβλίο του Πίτερ Γκόβαν (Peter Gowan) Ο Παγκόσμιος Τζόγος (The Global Gamble), που αποτελεί μια πολύ χρήσιμη περιγραφή των προσπαθειών του καπιταλισμού των ΗΠΑ να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία του. Υποστήριξε ότι «κάποιες από τις πιο έντονες συγκρούσεις στις καπιταλιστικές κοινωνίες... έχουν εκδηλωθεί ανάμεσα στα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και στην υπόλοιπη κοινωνία».52
Μια παρόμοια έμφαση στα διακριτά συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα απέναντι σ' εκείνα του παραγωγικού κεφαλαίου υπάρχει και στο βιβλίο του Πίτερ Γκόβαν (Peter Gowan) Ο Παγκόσμιος Τζόγος (The Global Gamble), που αποτελεί μια πολύ χρήσιμη περιγραφή των προσπαθειών του καπιταλισμού των ΗΠΑ να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία του. Υποστήριξε ότι «κάποιες από τις πιο έντονες συγκρούσεις στις καπιταλιστικές κοινωνίες... έχουν εκδηλωθεί ανάμεσα στα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και στην υπόλοιπη κοινωνία».52
Οι περιγραφές της
«χρηματιστικοποίησης» διέφεραν κατά πολύ στις λεπτομέρειές τους. Όμως,
όλες τους μοιράζονταν τον ισχυρισμό ότι η «κυριαρχία» του
«χρηματοπιστωτικού τομέα» είχε οδηγήσει σε μια μετατόπιση της δυναμικής
του συστήματος. Το παραγωγικό κεφάλαιο, λέει το επιχείρημα, νοιάζεται
για την παραγωγική συσσώρευση. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αυτή η
συσσώρευση είχε οργανωθεί διαφορετικά στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, όπου οι
βιομηχανικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν τα κέρδη που είχαν κάνει οι
ίδιες για να πραγματοποιήσουν μακρόχρονες επενδύσεις, και διαφορετικά
στην Ιαπωνία και τη Δυτική Γερμανία, όπου αυτές τις επενδύσεις τις
παρείχε η συνεργασία με τις τράπεζες. Όμως, όλα αυτά τα είχε αλλάξει η
άνοδος των μεγάλων επενδυτικών χρηματικών κεφαλαίων και η «κυριαρχία»
του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τώρα πλέον είχε διαμορφωθεί μια
κατάσταση όπου οι εταιρείες πιέζονται να διασφαλίζουν γρήγορες
αποδόσεις στους μετόχους («αξία στο μέτοχο» - shareholder value)* με
μεγάλα μερίσματα και μέτρα που θα εξασφαλίζουν υψηλές τιμές των μετοχών
(αυξάνοντας έτσι τα κεφαλαιακά κέρδη των μετόχων) και οι κυβερνήσεις
πιέζονταν να κρατάνε ψηλά τα επιτόκιά τους. Εκδοχές αυτής της άποψης
είχαν διατυπωθεί στη δεκαετία του '90 από κεϊνσιανούς συγγραφείς όπως
οι Γουίλ Χάτον (Will Hutton) και Γουίλιαμ Κίγκαν (William Keegan) για
να αντιπαραθέσουν τη «βραχυπρόθεσμη» οπτική του «αγγλοσαξονικού»
καπιταλισμού στις υποτιθέμενες περισσότερο μακροπρόθεσμες και
στραμμένες στις επενδύσεις προσεγγίσεις του ιαπωνικού και γερμανικού
καπιταλισμού. Τώρα, αυτή η περιγραφή επεκτεινόταν για όλες τις
προηγμένες βιομηχανικές χώρες, με τη Γερμανία να εξαιρείται εν μέρει.53
Οι Κρότι, Επστάιν (Epstein) και Γιαγιάντεφ (Jayadev) αναφέρονται σ' αυτές τις εξελίξεις ως αύξηση των εισοδημάτων των ραντιέρηδων και • Shareholder value. Επιχειρηματικός όρος που υποθέτει ότι το ύστατο μέτρο της επιτυχίας μιας επιχείρησης είναι ο πλουτισμός του μετόχου της «ραντιέρικης εξουσίας». Ανέσυραν τη χρήση της λέξης «ραντιέρης» από τον Κέινς, ο οποίος μ' αυτή εννοούσε διάφορους «κυρίους» που εισέπρατταν ταχυδρομικά τους τόκους ή τα μερίσματά τους, χωρίς οι ίδιοι να κάνουν το παραμικρό. Όμως, τώρα οι ραντιέρηδες ήταν «τα αμοιβαία κεφάλαια, τα ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες και οι άλλοι θεσμικοί επενδυτές».54
Ο Κώστας Λαπαβίτσας, που έχει
κάνει έξοχες περιγραφές για το πώς εξελίχθηκε πραγματικά η κρίση το
2007-8, έχει, παρ' όλα αυτά, δώσει όλη του την έμφαση στις καθαρά
χρηματοπιστωτικές όψεις της και ιδιαίτερα στην αλλαγμένη συμπεριφορά
του τραπεζικού συστήματος, το οποίο πλέον δεν έχει σαν κέντρο του να
δανείζει τη βιομηχανία, αλλά τους καταναλωτές σαν άτομα και εξαρτάται
όλο και περισσότερο από τις τεχνολογίες των υπολογιστών. Ο Λαπαβίτσας
υποστηρίζει ότι η «άμεση εκμετάλλευση» των καταναλωτών από τις τράπεζες
αποτελεί πλέον μια νέα μεγάλη πηγή υπεραξίας, που έχει επηρεάσει τη
δυναμική του συστήματος.55
Όμως, αυτή η μορφή της
«εκμετάλλευσης», όπως κι εκείνη που ασκούν τα σούπερ-μάρκετ όταν
ανεβάζουν τις τιμές,56 έχουν σημασία μόνο για όσο διάστημα οι εργάτες
δεν παλεύουν για να προστατεύσουν την αγοραστική δύναμη των μισθών τους
στο σημείο της παραγωγής - κάτι που τα συνδικάτα στη Βρετανία έχουν
προσπαθήσει να πετύχουν με το αίτημα των αυξήσεων στους μισθούς ανάλογα
με ένα Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που περιλαμβάνει και την πληρωμή τόκων
για τις υποθήκες. Ή, όπως το έχει θέσει ο Μαρξ, για όσο καιρό οι
εργοδότες θα μπορούν να αγοράζουν εργατική δύναμη κάτω από την αξία
της.57 Αξίζει πάντως να προσθέσουμε, ότι σύμφωνα με τη λογική του
Λαπαβίτσα, δεν είναι μόνο οι εργάτες που υφίστανται εκμετάλλευση από
τις τράπεζες αλλά και τα χρεωμένη μέλη της άρχουσας τάξης και των νέων
μεσαίων στρωμάτων: το 2003 το μέσο χρέος για τα νοικοκυριά με εισόδημα
άνω των 100.000 δολαρίων στις ΗΠΑ ήταν περίπου 4,5 φορές εκείνη των
νοικοκυριών με εισόδημα 25.000 με 50.000 δολαρίων.58
Συχνά η εκδοχή της χρηματιστικοποίησης που δίνει έμφαση στην «αξία στο μέτοχο», θεωρείται δεδομένη. Όμως, σαν ερμηνεία έχει μεγάλα κενά. Ο Ντικ Μπράιαν κι ο Μάικλ Ράφερτι έχουν επισημάνει ότι, δεν πρέπει να δίνεται τόσο μεγάλη έμφαση στο χρηματιστήριο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα όχι και τόσο σημαντικό πεδίο άντλησης πόρων. Ακόμα και στα λεγόμενα συστήματα που είναι βασισμένα στην αγορά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οi ΗΠΑ και η Αυστραλία, πιο σημαντικές πηγές είναι τα αδιανέμητα κέρδη, τα δάνεια και τα ομόλογα..." Παραπέρα, τα συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ, σπανίως ή και ποτέ δεν διαδραματίζουν έναν ενεργητικό ρόλο στις διευθυντικές αποφάσεις των εταιρειών. Η θεσμική πίεση των μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας... είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας...60
Το γεγονός ότι οι εταιρείες μοιράζουν ένα μεγαλύτερο τμήμα των κερδών τους σε μερίσματα, από μόνο του δεν σημαίνει αναγκαστικά και επιβράδυνση των επενδύσεων. Οι «ραντιέρηδες» μέτοχοι μπορούν να δανείσουν οι ίδιοι ένα μερίδιο του εισοδήματός τους για νέες επενδύσεις και θα το κάνουν, αν θεωρήσουν ότι είναι επαρκώς κερδοφόρα κίνηση. Ο Στοκχάμερ (Stockhammer), ένας από τους υποστηρικτές της εκδοχής της «αξίας στο μέτοχο», παραδέχεται ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν ότι: η χρηματοπιστωτική επένδυση είναι μια μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, όχι μια χρήση εισοδήματος. Η αγορά μετοχών μεταβιβάζει ρευστότητα από τον ένα επιχειρηματία στον άλλο, πιθανά από εταιρείες με κακές επενδυτικές ευκαιρίες σε εταιρείες με καλές επενδυτικές ευκαιρίες. Εξ αυτού, μακροοικονομικά, η χρηματοπιστωτική επένδυση δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της υλικής.61
Και σε ένα σημείο ο Κρότι υποστηρίζει ότι η «χρηματιστικοποίηση», αυξάνοντας τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις εταιρείες, επιφέρει περισσότερες «εξαναγκαστικές» επενδύσεις.62 Το βέβαιο είναι ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν τίποτα εναντίον των παραγωγικών επενδύσεων για λόγους αρχής, έστω κι αν στη δεκαετία του '90 ο συγκεκριμένος τομέας έφτασε να απορροφά - στην αποκορύφωσή του - το 25% της συνολικής επένδυσης στις ΗΠΑ, ενώ στη δεκαετία του '7063 αυτό το ποσοστό ήταν μόλις 12%, και στη Βρετανία έφτασε σχεδόν στο μισό της συνολικής επένδυσης.64 Το ότι δεν αποστρέφονται για λόγους αρχής τις επενδύσεις στην υλική παραγωγή, φάνηκε στη δεκαετία του 1990 όταν, με τη φούσκα των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, οι βιομηχανικές επενδύσεις στις ΗΠΑ ξεπέρασαν την αποταμίευση, αντλώντας πόρους με δάνεια από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Συχνά, επίσης, η υποτιθέμενη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα πάνω στην παραγωγή θεωρείται ότι έχει ως αφετηρία την αύξηση των επιτοκίων από τη Fed όταν αυτή είχε πρόεδρο τον Πολ Βόλκερ (Paul Volcker) το 1979. Ο Μπόιερ, ο Κρότι, ο Σεσνέ, οι Ντιμενίλ και Λεβί, όλοι τους θεωρούν ότι αυτό το «πραξικόπημα του Βόλκερ» αποτέλεσε ένα σημείο καμπή. Οι Ντιμενίλ και Λεβί πιστεύουν ότι πρόκειται για τη «μεγάλη νίκη του χρηματοπιστωτικού τομέα» και υποστηρίζουν ότι τα υψηλά επιτόκια που «διατηρήθηκαν στις δεκαετίες του '80 και του '90» εξηγούνται μέσα από αυτή την κίνηση.45 Αυτό που συνάγεται σιωπηρά από τέτοια επιχειρήματα, είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας γενικά και οι μέτοχοι ειδικότερα, κατά κάποιο τρόπο υπέφεραν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών της μακράς οικονομικής άνθησης, αλλά μπόρεσαν να εκφράσουν τα αισθήματά τους μόνο με το «πραξικόπημα» προς τα τέλη της δεκαετίας του '70.
Πολύ απλά, αυτό το
επιχείρημα διαψεύδεται από την ιστορική πραγματικότητα. Οι
μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν μια περίοδος πολύ μεγάλης αυτοπεποίθησης
για όλα τα τμήματα του κεφαλαίου. Η «χρυσή εποχή» για το παραγωγικό
κεφάλαιο δεν υπήρξε σε καμιά περίπτωση ζωντανή κόλαση για τους μετόχους
και τους κερδοσκόπους. Όλοι τους κέρδιζαν καθώς η ανάπτυξη των
κερδοφόρων παραγωγικών επενδύσεων μεταφραζόταν σε ασφαλή κέρδη για όλο
το κεφάλαιο. Με την κρίση της δεκαετίας του '70 σημειώθηκε κάποια
αλλαγή. Οι τραπεζίτες κι οι πολυεθνικές των ΗΠΑ όντως αντιπαθούσαν τη
«μακροοικονομική», «κεϊνσιανή» απάντηση στην κρίση που οδηγούσε σε
πληθωρισμό και απαξίωση του δολαρίου. Όμως, όπως έχει επισημάνει ο
Ρόμπερτ Μπρένερ, αν αυτή η πολιτική είχε επιτύχει να λύσει τα προβλήματα
της κερδοφορίας και της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στη
βιομηχανία του αμερικάνικου καπιταλισμού, τότε «είναι πολύ πιθανό ότι θα
αποτύγχανε και η συμμαχία των πανίσχυρων συμφερόντων που ορθώθηκε
ενάντιά της».66
Η κεϊνσιανή προσέγγιση στην κρίση δεν είχε αυτά τα επιθυμητά αποτελέσματα για το κεφάλαιο. Η περιορισμένη ανάκαμψη από την ύφεση το 1974-76 αύξησε τον πληθωρισμό που έφτασε το 13,3%. Ο αυξημένος πληθωρισμός είχε δυο αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα τμήματα του κεφαλαίου των ΗΠΑ. Την πιθανή ώθηση των εργατών να παλέψουν για αυξήσεις των μισθών τους. Και την υπονόμευση του ρόλου του δολαρίου ως «μονάδας μέτρησης» στις συναλλαγές ανάμεσα στους καπιταλιστές των ΗΠΑ.
Η κεϊνσιανή προσέγγιση στην κρίση δεν είχε αυτά τα επιθυμητά αποτελέσματα για το κεφάλαιο. Η περιορισμένη ανάκαμψη από την ύφεση το 1974-76 αύξησε τον πληθωρισμό που έφτασε το 13,3%. Ο αυξημένος πληθωρισμός είχε δυο αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα τμήματα του κεφαλαίου των ΗΠΑ. Την πιθανή ώθηση των εργατών να παλέψουν για αυξήσεις των μισθών τους. Και την υπονόμευση του ρόλου του δολαρίου ως «μονάδας μέτρησης» στις συναλλαγές ανάμεσα στους καπιταλιστές των ΗΠΑ.
Η αύξηση των επιτοκίων είχε ως
σκοπό την επίλυση και των δυο προβλημάτων. Με τη μείωση της οικονομικής
δραστηριότητας που επέφερε, θα φόβιζε τους εργάτες ώστε να αποδεχτούν
χαμηλότερες αυξήσεις στους μισθούς (κάτι που έγινε) και θα μείωνε τον
πληθωρισμό (κάτι που επίσης έγινε). Η συγκεκριμένη επιλογή είχε ως
αποτέλεσμα να κερδίσουν κάποια τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα και
μια ύφεση που ζημίωσε κάποια τμήματα του αμερικάνικου παραγωγικού
κεφαλαίου.
Όμως, επίσης, εξυπηρέτησε το γενικό συμφέρον όλων των αμερικάνων καπιταλιστών. Όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός για να λειτουργήσει χρειάζεται το χρήμα ως σταθερό μέτρο της αξίας, ακόμα κι αν πρέπει να ζημιώσει ολόκληρη την κοινωνία για να το πετύχει: Η αύξηση των επιτοκίων... μπορεί λίγο-πολύ να τραβηχτεί ως τα άκρα με μια λαθεμένη νομοθεσία, που στηρίζεται σε λαθεμένες θεωρίες για το χρήμα και να επιβληθεί στο έθνος για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των εμπόρων του χρήματος... Η βάση όμως για το πιστωτικό χρήμα είναι δοσμένη, είναι η βάση του ίδιου του τρόπου παραγωγής. Μια υποτίμηση του πιστωτικού χρήματος θα συγκλόνιζε όλες τις υπάρχουσες σχέσεις. Γι' αυτό θυσιάζεται η αξία των εμπορευμάτων για να εξασφαλιστεί η φανταστική και αυτοτελής ύπαρξη αυτής της αξίας στο χρήμα. Για να σωθούν μερικά εκατομμύρια σε χρήμα, πρέπει να θυσιαστούν πολλά εκατομμύρια σε εμπορεύματα. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και αποτελεί μια από τις ομορφιές της.67
Όμως, επίσης, εξυπηρέτησε το γενικό συμφέρον όλων των αμερικάνων καπιταλιστών. Όπως είχε επισημάνει ο Μαρξ, ο καπιταλισμός για να λειτουργήσει χρειάζεται το χρήμα ως σταθερό μέτρο της αξίας, ακόμα κι αν πρέπει να ζημιώσει ολόκληρη την κοινωνία για να το πετύχει: Η αύξηση των επιτοκίων... μπορεί λίγο-πολύ να τραβηχτεί ως τα άκρα με μια λαθεμένη νομοθεσία, που στηρίζεται σε λαθεμένες θεωρίες για το χρήμα και να επιβληθεί στο έθνος για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των εμπόρων του χρήματος... Η βάση όμως για το πιστωτικό χρήμα είναι δοσμένη, είναι η βάση του ίδιου του τρόπου παραγωγής. Μια υποτίμηση του πιστωτικού χρήματος θα συγκλόνιζε όλες τις υπάρχουσες σχέσεις. Γι' αυτό θυσιάζεται η αξία των εμπορευμάτων για να εξασφαλιστεί η φανταστική και αυτοτελής ύπαρξη αυτής της αξίας στο χρήμα. Για να σωθούν μερικά εκατομμύρια σε χρήμα, πρέπει να θυσιαστούν πολλά εκατομμύρια σε εμπορεύματα. Αυτό είναι αναπόφευκτο στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και αποτελεί μια από τις ομορφιές της.67
Τα βάσανα κι η δυστυχία που προκάλεσε σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους η αύξηση των επιτοκίων από τον Βόλκερ, ήταν ένα τίμημα που ο αμερικάνικος καπιταλισμός στην ολότητά του θεωρούσε ότι άξιζε να πληρωθεί γιατί μπόρεσε να αποκαταστήσει το δολάριο ως ένα σταθερό μέτρο της αξίας και συνέβαλε στην εδραίωση του ελέγχου που ασκούσε ο αμερικάνικος καπιταλισμός και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Το «πραξικόπημα» του Βόλκερ (και η στροφή στο μονεταρισμό από τη Θάτσερ στη Βρετανία), συνίστατο στη στροφή από μια πολιτική που υποτίθεται ότι θα αποκαθιστούσε την κερδοφορία της παραγωγικής βιομηχανίας - με την επέκταση της νομισματικής κυκλοφορίας που θα επέτρεπε την άνοδο των τιμών και των κερδών - σε μια πολιτική που ενθάρρυνε την επιβολή υψηλών επιτοκίων, με στόχο την απαλλαγή του συστήματος από ζημιογόνες επιχειρήσεις και την άσκηση πίεσης στους εργάτες να αποδεχτούν χαμηλότερα μεροκάματα με το φόβο της ανεργίας. Το κεφάλαιο - και όχι μόνο το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο -παραδεχόταν ότι οι κεϊνσιανές ορθοδοξίες της μακράς οικονομικής άνθησης δεν ήταν αποτελεσματικές στις συνθήκες με τις οποίες βρισκόταν (και το παραγωγικό κεφάλαιο) αντιμέτωπο.
Όταν ο ελιγμός απέφερε μόνο περιορισμένα αποτελέσματα και άρχισε να γίνεται σαφές ότι η αύξηση των επιτοκίων πλήττει σοβαρά τη βιομηχανία των ΗΠΑ, τότε ο Βόλκερ τα μείωσε, ύστερα από πιέσεις που άσκησαν όχι μόνο οι βιομήχανοι, αλλά και τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα.68 Η πορεία των πραγματικών, μακροπρόθεσμων επιτοκίων ήταν πτωτική στα επόμενα 25 χρόνια και όχι ανοδική, παρόλο που μέχρι το 2000 παρέμεναν σε υψηλότερο επίπεδο από εκείνο της περιόδου της μακράς άνθησης. Μετά από κείνη τη χρονιά τα επιτόκια έπεσαν το 2003 στο 1% περίπου.69
Συνολικά, η άποψη ότι
υπάρχουν δυο διακριτά τμήματα του κεφαλαίου - το χρηματοπιστωτικό και
το παραγωγικό - τελεί υπό αμφισβήτηση. Πολλά σημαντικά χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα δεν είναι μόνο πιστωτές αλλά και δανειζόμενοι, αφού
εμπλέκονται στη «μεσολάβηση» ανάμεσα σε πιστωτές και δανειολήπτες.
Εκείνο που έχει σημασία γι' αυτά, δεν είναι τόσο το απόλυτο επίπεδο των
επιτοκίων, όσο τα χάσματα που ανοίγονται ανάμεσα σε διαφορετικά
επιτόκια, ιδιαίτερα ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα και τα βραχυπρόθεσμα.
Επίσης, οι βιομηχανικοί όμιλοι, δεν δανείζονται μόνο αλλά και δανείζουν
επίσης. Τυπικά, συσσωρεύουν πλεονάσματα ανάμεσα σε περιόδους νέων
επενδύσεων, τα οποία και δανείζουν με επιτόκιο. Επίσης, δίνουν πίστωση
και στους χονδρέμπορους που αγοράζουν το προϊόν τους.
Εν συντομία, το βιομηχανικό κεφάλαιο αναλαμβάνει κάποιες από τις ιδιότητες του χρηματοπιστωτικού.
Όπως επισημαίνουν οι 'Ιτο (Itoh) και Λαπαβίτσας: «Εισόδημα με τη μορφή
τόκου τείνει επίσης να συρρέει και στα χέρια των καπιταλιστών της
βιομηχανίας και του εμπορίου, και δεν μπορεί να είναι το αποκλειστικό
θεμέλιο μιας κοινωνικής ομάδας».70 Ο Τόμας Σαμπλόφσκι (Thomas
Sablowski), που αποδέχεται μέρος της επιχειρηματολογίας για την «αξία
στο μέτοχο», επισημαίνει κι αυτός: Στο επίπεδο της κοινής λογικής,
φαίνεται εύκολη η διάκριση ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τη
βιομηχανία, σαν να ήταν εύκολα διακρινόμενα αντικείμενα. Ωστόσο, ο
ορισμός των εννοιών βιομηχανικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, δεν είναι
μια εύκολη υπόθεση...71
Όμως, αν αυτό είναι αλήθεια,
τότε είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το πώς οι επανειλημμένες
κρίσεις των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών -βιομηχανικές και
χρηματοπιστωτικές - μπορούν να αποδοθούν στο συγκεκριμένο τομέα. Μια
συνεκτική ερμηνεία των κρίσεων πρέπει να εξετάζει το σύστημα στην
ολότητά του και τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα τμήματά του
αλληλεπιδρούν. Αυτό προσπάθησε να κάνει ο Μαρξ σε μια μακροσκελή, αν και
μη συνεκτική και ημιτελή, εξέταση της πίστωσης και του
χρηματοπιστωτικού τομέα στον Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου. Αυτό, επίσης,
προσπάθησε να κάνει κι ο Χίλφερντινγκ στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του
Χρηματιστικό Κεφάλαιο. Αυτές οι ιδέες πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω,
λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετικών διαστάσεων επέκταση του
χρηματοπιστωτικού τομέα, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των
χρηματοπιστωτικών κρίσεων στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου
αιώνα.
Ιδεολογία και εξήγηση
Καμιά μεγάλη κρίση δεν έχει
μόνο οικονομικές συνέπειες. Στρέφει τον ένα καπιταλιστή εναντίον του
άλλου, καθώς όλοι τους προσπαθούν να φορτώσουν το κόστος της κρίσης σε
άλλους, ενώ παράλληλα προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία του
πληθυσμού. Η κρίση του 2007 ακολούθησε το ίδιο μοτίβο - και η απόδοση
της ευθύνης γι' αυτή στις τράπεζες ήταν μια έξοδος κινδύνου για όλους
εκείνους που επιχειρηματολογούσαν με τόση ζέση ότι ο νεοφιλελευθερισμός
και η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση υπόσχονταν ένα λαμπρό μέλλον στον
κόσμο ολόκληρο. Έτσι, ο Γκόρντον Μπράουν, που ισχυριζόταν ότι είχε
υπάρξει το «τέλος του κύκλου άνθηση-ύψεση», έσπευσε να υποστηρίξει ότι η
συγκεκριμένη κρίση ήταν «ενός εντελώς διαφορετικού είδους κρίση» σε
σχέση με εκείνες «των εξήντα προηγούμενων χρόνων», μιας και επρόκειτο
για μια «παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, που ως αιτία της είχε τις
ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού, τη χαλαρότητα και τα προβλήματα στη
ρύθμισή τους».72
Μ' αυτό τον τρόπο κρυβόταν η
πραγματικότητα 180 χρόνων γεμάτων με περιοδικές κρίσεις, σε μια
απόπειρα να συνεχιστεί η εξύμνηση των αρετών του καπιταλισμού. Οι
ριζοσπάστες οικονομολόγοι, που δίνουν έμφαση στη χρηματιστικοποίηση ως
δημιουργό της κρίσης, διατρέχουν τον κίνδυνο να ανοίξουν την πόρτα σε
τέτοιες απολογίες για λογαριασμό του συστήματος. Το χαρακτηριστικό
τους επιχείρημα είναι ότι στη διάρκεια των δεκαετιών του '80 και του
'90, αυτό που εμπόδισε την ανάκαμψη των ποσοστών κέρδους να μετατραπεί
σε παραγωγικές επενδύσεις ήταν τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα. Ο Γάλλος
μαρξιστής Μισέλ Ισόν (Michel Husson) υποστήριξε μια τέτοια άποψη το
1999, όταν ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν «υψηλά επίπεδα κερδοφορίας»,73 ενώ
το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2008 ουσιαστικά το ίδιο υποστήριζαν
οι Ντιμενίλ και Στοκχάμερ.
Αν είχαν δίκιο, τότε όντως οι
κρίσεις που ξέσπασαν πρώτα το 2001 και κατόπιν το 2007-8 θα ήταν
διαφορετικές από τις προηγούμενες, της ύφεσης του μεσοπολέμου
συμπεριλαμβανομένης, και η επιβολή μεγαλύτερων ελέγχων στο
χρηματοπιστωτικό τομέα από το υφιστάμενο κράτος θα αρκούσε για να
σταματήσει κι άλλες τέτοιες κρίσεις στον 21ο αιώνα. Ακολουθώντας αυτή
την προσέγγιση, οι Ντιμενίλ και Λεβί περιέγραψαν ως «πολύ λογική» την
«κεϊνσιανή άποψη» και στράφηκαν προς «νέες κοινωνικές συμμαχίες» που «θα
σταματήσουν τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και θα εφαρμόσουν εναλλακτικές
πολιτικές, ένα διαφορετικό τρόπο διαχείρισης της κρίσης».74
Ωστόσο, όπως έχουμε διαπιστώσει
και από τους διάφορους υπολογισμούς των ποσοστών κέρδους , οι ισχυρισμοί
ότι οι σημερινές κρίσεις έχουν διαφορετικές ρίζες από τις περασμένες,
δεν έχουν και μεγάλη βάση. Η μορφή της κάθε κρίσης μπορεί να διαφέρει
από της προηγούμενης, όμως οι συνέπειές της θα είναι το ίδιο
καταστροφικές. Κανένας βαθμός ελέγχου δεν μπορεί να αποτρέψει την
επανεμφάνιση της κρίσης - και το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει η τάξη
των καπιταλιστών για τέτοιες απόπειρες μπορεί να είναι σχεδόν
αβάσταχτο.
Είναι αλήθεια ότι η «χρηματιστικοποίηση», έχοντας γεννηθεί από μια κατάσταση χαμηλών ποσοστών κέρδους και επιπέδων συσσώρευσης, στη συνέχεια είχε τη δική της επίδραση πάνω και στα δυο. Η σπατάλη ήταν τεράστια, με εργασία και δεξιότητες να σπαταλιούνται για τη μετακίνηση χρήματος από τη μια τσέπη στην άλλη, με πόρους που θα μπορούσαν να έχουν παραγωγική αξιοποίηση να σπαταλιούνται για την οικοδόμηση και τον εξοπλισμό τεράστιων συγκροτημάτων γραφείων, με τα αφεντικά της παγκόσμιας κερδοσκοπίας να επιδίδονται σε προκλητική κατανάλωση πολυτελείας. Μπορεί, επίσης, να ισχύει η παρατήρηση του Μπεν Φάιν, ότι η χρηματιστικοποίηση έβαλε «μια σφήνα... ανάμεσα στην πραγματική και την πλασματική συσσώρευση»,75 δυσκολεύοντας τους καπιταλιστές να διακρίνουν ευκαιρίες για παραγωγικές επενδύσεις μέσα από την ομίχλη των αγορών.
Όμως, τελικά, ο παράγοντας
που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στον ερχομό της κρίσης ήταν τα
προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι παραγωγικοί τομείς του κεφαλαίου. Ο
χρηματοπιστωτικός τομέας είναι ένα παράσιτο στις πλάτες ενός παράσιτου
κι όχι ένα πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί απομονωμένα από τον
υπόλοιπο καπιταλισμό.
Σημειώσεις:
45. Ήμουν συνεισηγητής με ένα
ηγετικό στέλεχος του ATTAC σε μια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο
περιθώριο του συνεδρίου της Εθνικής Ένωσης Φοιτητών (NUS) το 2000 στο
Λονδίνο. Μου άσκησε κριτική επειδή αναφέρθηκα στον «αντικαπιταλισμό»,
επειδή υποτίθεται κανείς από τους δυο μας δεν διέθετε μια «εναλλακτική
λύση απέναντι στον καπιταλισμό».
46. Gerard Dumenil kai Dominique
Levy, "Costs and Benefits of Neoliberalism: A Class Analysis", στο
Gerald A Epstein, Financialisation and the World Economy (Edward Elgar,
2005), α 17.
47. James Crotty, "The Neoliberal Paradox: The Impact of Destructive Product Market Competition and 'Modern' Financial Markets on Nonfinancial Corporation Performance in the Neoliberal Era", στο Gerald Ε Epstein, Financialisation and the World Economy, a. 86.
48. Francois Chesnais, La Mondialisation du Capital (Syros, 1997), σ. 289.
49. ΌΠ.Π. σ. 74. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Σεσνέ τα έχω μεταφράσει εγώ.
50. Όπ.π. σ. 297.
51. Οπ.π. σ. 304.
52. Peter Gowan, The Global Gamble (Verso 1999), σσ. 13-14.
53. Will Hutton, The State We're In, (Jonathan Cape, 1995). William Keegan, The Spectre of Capitalism (Radius, 1992).
54. Βλέπε για παράδειγμα, Engelbert Stockhammer, "Financialisation and the Slowdown of Accumulation", Cambridge Journal of Economics, 28:5, σ. 719-774, Thomas Sablowski, "Rethinking the Relation of Industrial and Financial Capital", Till van Treek, Reconsidering he Investment-Profit Nexus in Finance- Led Economies: an ARDLBased Approach, http://ideas.repec. org/ p/imk/wpaper/01-2007.html, Andrew Glyn, Capitalism Unleashed, σσ. 55-65.
55. James Crotty, "The Neoliberal Paradox: The Impact of Destructive Product Market Competition and 'Modern' Financial Markets on Nonfinancial Corporation Performance in the Neoliberal Era", στο Gerald Ε Epstein, Financialisation and the World Economy, a. 91.
56. Ανάπτυξε την επιχειρηματολογία του σε ένα συνέδριο για τον χρηματοοικονομικό τομέα και τη χρηματιστικοποίηση που πραγματοποιήθηκε το Μάη του 2008 στο SOAS του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου και στο Marxism 2008 τον Ιούλη. Βλέπε τη δημοσίευση http://www.soas.ac.uk/economics/ events/crisis/43939.pdf
57. Η μοναδική αναφορά που κάνει ο Μαρξ σε «δευτερογενή εκμετάλλευση», είναι στο σημείο που γράφει ότι την «εργατική τάξη την εξαπατά» ο τοκογλύφος αλλά και ο «έμπορος λιανικής που πουλά τα
μέσα διαβίωσης του εργάτη». Marx, Capital, Volume Three, σ.5%.
58. Η Σαμ Άσμαν (Sam Ashman) υπογράμμισε έντονα αυτό το σημείο κατά τη παρουσίαση της θέσης από τον Λαπαβίτσα στο συνέδριο του SOAS για τη χρηματιστικοποίηση. Ο Λαπαβίτσας, επισήμανε, είχε μπερδέψει τα διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης τα οποία χρησιμοποίησε ο Μαρξ για να αναλύσει τον καπιταλισμό. Πρέπει να προσθέσουμε ότι αν οδηγήσουμε το επιχείρημα του Λαπαβίτσα στη λογική του κατάληξη, τότε θα υπονόμευε την κεντρική σημασία που κατέχει στη μαρξιστική πολιτική οικονομία η εκμετάλλευση στο σημείο της παραγωγής, αφού υπάρχουν ένα σωρό πληρωμές που κάνουν οι καταναλωτές και που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «άμεση εκμετάλλευση»: φορολογία, νοίκια για σπίτι, τα τμήματα των αγορών που προστίθενται στα κέρδη των λιανεμπόρων και των χονδρεμπόρων, οι λογαριασμοί που πληρώνονται σε ιδιωτικές εταιρείες κοινής ωφέλειας (όπως οι τηλεπικοινωνίες, στμ],
59. Sebastian Barnes and Garry Young, "The Rise in US Household Debt: Asessing its Causes and Sustainability". Bank of England Working Paper 206,2003.
60. Dick Bryan και Michael Rafferty, Capitalism with Derivatives, a. 3233.
61. Engelbert Stockhammer, "Financialisation and the Slowdown of Accumulation", σσ. 719-741.
62. James Crotty, "The Neoliberal Paradox: The Impact of Destructive Product Market Competition and 'Modern' Financial Markets on 70, Nonfinancial Corporation Performance in the Neoliberal Era", στο Gerald Ε Epstein, Financialisation 71. and the World Economy, a. 82
63. Robert Brenner, The Economics of Global Turbulence, a. 215. To ποσό για τη Βρετανία ήταν πολύ υψηλότερο.
64. Robert Mil ward, "The
Service Economy", στο Roderick Floud and Paul Johnson, The Cambridge
Modern Economic History of Britain, Volume Three, σ. 249.
65 Gerard Dumenil an Dominique
Levy, "The Neoliberal Counterrevolution" στο Alfredo saad Filho και
Deborah Johnston (eds), Neoliberalism, A Critical Reader (Pluto, 2005),
σ. 13.
66 Robert Brenner, The Economics of Global Turbulence, a. 186.
67. Marx, Capital, Volume Three, σ. 504.
68.Μια καλή περιγραφή αυτής της
στροφής έχει διατυπωθεί στο Robert W Parenteau, "The Late 1990s' US
Bubble: Financialisation in the Extreme" στο Gerald A Epstein,
Financiliasation and the World Economy, a. 134.
69. Makato Itoh και Costas
Lapavitsas, Political Economy of Money and Finance (Macmillan, 1999),
σ. 60. Επισημαίνουν επίσης, ότι αυτό είναι σαφές από τον τρόπο με τον
οποίο ο Μαρξ πραγματεύεται το ζήτημα στο Δεύτερο Τόμο του Κεφαλαίου,
παρόλο που σε διάφορα σημεία του Τρίτου Τόμου, ο Μαρξ
αποδίδει αυτές τις λειτουργίες σε άλλες ομάδες καπιταλιστών.
αποδίδει αυτές τις λειτουργίες σε άλλες ομάδες καπιταλιστών.
70. Thomas Sablowski, "Rethinking the Relation of Industrial and Financial Capital".
71. Συνέντευξη στην εκπομπή
Today του BBC Radio Four, 23 Γενάρη 2009. http://news.bbc.co.uk/today/
hi/today/newsid_7846000/ 7846519 .stm
72. Michel Husson, "Surfing the
Long 517 Wave", Historical Materialism 5, (1999), διαθέσιμο στην
ιστοσελίδα http://hussonet.free.fr/surHng.pdf
73. Αυτή ήταν η θέση του
Engelbert Stockhammer, στο "Financialisation and the Slowdown of
Accumulation" που επαναλήφθηκε στο άρθρο "Some Stylized Facts on the
Finance-Dominated Accumulation Regime", crro Competition and Change,
12:2 (2008), a. 184-202. Ο Ντιμενίλ αρνήθηκε τη σχέση με την κερδοφορία
κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στο συνέδριο του SOAS για τη
χρηματιστικοποίηση τον Μάη του 2008 και στη παρουσίαση της θέσης του
στο συνέδριο της επιθεώρησης Historical Materialism τον Νοέμβρη του
2008.
74. Gerard Dumenil και Dominique Levy, Capital Resurgent, a. 201.
75. Ben Fine, "Debating the New Imperialism", Historical Materialism, 14:4 (2006), σ. 145.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου