Σε δύο προηγούμενα σημειώματα
προσπάθησα να σκιαγραφήσω την κρίση και το θεωρητικό κενό του
κομμουνιστικού μας κινήματος. Βέβαια δεν πρόκειται για σημερινά
φαινόμενα. Η κρίση ωρίμαζε από δεκαετίες. Τώρα ξέσπασε με απροσδόκητη
ορμή σε Ανατολή και σε Δύση. Τι κάνουμε λοιπόν μπροστά σ’ αυτή την
κατάσταση; Η απάντηση ήδη έχει δοθεί: Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε (ή
πράγματι δεν καταλαβαίνουμε) και προχωρούμε χαζογελώντας. Δεν μπορούμε
να δούμε πέρα από το ζοφερό ορίζοντα της εποχής. Η απογοήτευση οδηγεί
στην αδράνεια και στην ιδιώτευση. Τέλος, αγωνιζόμαστε να κατανοήσουμε
τις αιτίες της καταστροφής και να αναδείξουμε τις τυχόν θετικές
δυνατότητες του παρόντος. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να καταλάβουμε.
1. Η εγκατάλειψη της κομμουνιστικής προοπτικής
Η θεωρία έχει τη δική της γοητεία. Αλλά ο μαρξισμός δεν αναπτύχθηκε χάριν της γοητείας. Ο λόγος ύπαρξης του μαρξισμού είναι άλλος: Να ερμηνεύσει την πραγματικότητα για να τη μετασχηματίσει επαναστατικά. Πυρήνας του μαρξισμού είναι συνεπώς η θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, η θεωρία του σοσιαλισμού, η θεωρία της πορείας προς τον κομμουνισμό.
1. Η εγκατάλειψη της κομμουνιστικής προοπτικής
Η θεωρία έχει τη δική της γοητεία. Αλλά ο μαρξισμός δεν αναπτύχθηκε χάριν της γοητείας. Ο λόγος ύπαρξης του μαρξισμού είναι άλλος: Να ερμηνεύσει την πραγματικότητα για να τη μετασχηματίσει επαναστατικά. Πυρήνας του μαρξισμού είναι συνεπώς η θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, η θεωρία του σοσιαλισμού, η θεωρία της πορείας προς τον κομμουνισμό.
Ο μαρξισμός δεν έχει λόγο ύπαρξης — και δεν μπορεί να υπάρξει — έξω από την κομμουνιστική προοπτική. Και η κύρια αιτία της σημερινής κρίσεως είναι η θεωρητική και πρακτική εγκατάλειψη της κομμουνιστικής προοπτικής. (Η αιτία αυτή βέβαια έχει τις βαθύτερες αιτίες της στις συνθήκες της εποχής του πρώτου σοσιαλιστικού πειράματος και όχι μόνο σ’ αυτές.
Ο μαρξισμός είναι — προπαντός — η θεωρία του κομμουνιστικού κινήματος και της κομμουνιστικής προοπτικής, ως τάσεως και δυνατότητας της εποχής μας. Αλλά τι θα είναι ο κομμουνισμός; Κάποια κατάσταση που θα σήμανε το τέλος της ιστορίας; Ο κομμουνισμός, κατά τον Μαρξ, δεν είναι κατάσταση. Είναι η πραγματική κίνηση που καταστρέφει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Σημαδεύει το τέλος των μαζικών αντιθέσεων, την απελευθέρωση από κάθε μορφή καταπίεσης, την ανάδειξη νέων μορφών συλλογικότητας. Ο κομμουνισμός θα είναι η ασυμπτωτική κίνηση της κοινωνίας προς τον «κομμουνισμό», θα είναι η ιστορική κίνηση υπέρβασης της πραγμάτωσης, χωρίς τέλος. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η κομμουνιστική προοπτική είχε χαθεί από τον ορίζοντα των κομμουνιστικών κομμάτων. Στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων δέσποζαν όλο και περισσότερο τα οικονομικά αιτήματα, χωρίς προοπτική. Στις «σοσιαλιστικές» κοινωνίες εξάλλου οικοδομούσαν μια κοινωνία αποξένωσης, όταν το κόμμα και το κράτος είχαν καταπνίξει την πολιτική, στο όνομα της πολιτικής. Έτσι η κομμουνιστική προοπτική ταυτιζόταν με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με τα «μεγάλα έργα» που τελικά δεν έφεραν τον κομμουνισμό. Στη Δύση τα κομμουνιστικά κόμματα, στο όνομα της «πλατιάς» πολιτικής, είχαν ουσιαστικά εγκαταλείψει την κομμουνιστική προοπτική. Η γραφειοκρατικοποίηση και ο εκφυλισμός των νεοσταλινικών κομμάτων είναι αλληλένδετα με την απουσία μιας προοπτικής ανατροπής της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Οικονομισμός, ευκαιριακή πολιτική, συγκεντρωτισμός. Σ’ αυτές τις συνθήκες η θεωρία γίνεται απολογητική της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, είτε ξεπέφτει στον ακίνδυνο και αδιάφορο ακαδημαϊσμό. Παρόμοια αποτελέσματα είχαν, για τις σοσιαλιστικές χώρες, ο εκφυλισμός της εργατικής δημοκρατίας και η εγκατάλειψη της επιστημονικής ανάλυσης της ταξικής φύσης αυτών των κοινωνιών.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η πρακτική των Κ.Κ. βρισκόταν, σε τελευταία ανάλυση, σε αντίθεση με την κομμουνιστική προοπτική. Τι θεωρητική σκέψη μπορούσε, π.χ., να αναπτυχθεί στα πλαίσια του ΚΚΕ, όταν ο κύριος «ιδεολόγος» του, και μετέπειτα εφήμερος γραμματέας, δήλωνε ξερά
«Μιλάμε για αλλαγή! Δεν μιλάμε για σοσιαλισμό!» Αλλαγή! Δηλαδή; Δηλαδή ΤΙΠΟΤΑ. Είναι λοιπόν τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να κερδίσει ούτε την εργατική τάξη, ούτε τη νεολαία; Είναι τυχαίο ότι σήμερα ζει μια αποσυνθετική κρίση χωρίς να τολμά να ερευνήσει τις αιτίες της; Ότι οι δυο τάσεις του συγκρούονται στο όνομα μιας νεκρής «ορθοδοξίας» και μιας πολιτικής συνεπέστερης ενσωμάτωσης στην αστική κοινωνία; Έτσι το ΚΚΕ έκλεισε οριστικά το δρόμο προς την πολιτική ηγεμονία. Επειδή, πώς θα πετύχαινε την πολιτική, χωρίς την ιδεολογική ηγεμονία; Και πώς θα πετύχαινε την ιδεολογική ηγεμονία, χωρίς θεωρία;
2. Η σημερινή κρίση του μαρξισμού
Ο μαρξισμός δεν είναι η ΘΕΩΡΙΑ η
οποία, έξω από την ταξική πάλη θα φωτίζει και θα καθοδηγεί την ταξική
πάλη του προλεταριάτου. Ό μαρξισμός, θεωρία της πάλης των τάξεων (και
της κίνησης για την υπέρβαση της ταξικής κοινωνίας) δεν είναι έξω από
την πάλη των τάξεων. Η πάλη των τάξεων αντανακλάται και διεξάγεται και
στο εσωτερικό της μαρξιστικής θεωρίας. Το αντικείμενο του μαρξισμού
είναι συγκρουσιακό. Αντίστοιχα ο μαρξισμός δεν είναι η ήρεμη θεώρηση της
πραγματικότητας. Οι περιπέτειες των κοινωνικών γίγνεσθαι εκφράζονται
στο εσωτερικό της θεωρίας, που επίσης είναι συγκρουσιακή: εκφυλισμός,
κρίσεις, συγκρούσεις, σχίσματα, αλλά και υπέρβαση των κρίσεων είναι
φαινόμενα αναπόφευκτα για μια θεωρία που επιχειρεί να μετασχηματίσει την
κοινωνική πραγματικότητα. Η ιδεολογική πάλη διεξάγεται συνεπώς και στο
εσωτερικό του μαρξισμού. Υπάρχουν, λοιπόν, δύο τρόποι για να
αντιμετωπισθεί αυτό το γεγονός.
Ο πρώτος αυτός στον οποίον οδηγήθηκαν τα σταλινικά και νεοσταλινικά κόμματα είναι η αναγωγή του μαρξισμού σε απόλυτη γνώση και αντίστοιχα, ο αυτοπροσδιορισμός της ηγεσίας σε φορέα της απόλυτης αλήθειας. Συνέπεια: Επειδή η ιδεολογική πάλη δεν καταργείται με κομματικές αποφάσεις, η διαφορετική γνώμη και η αμφισβήτηση θεωρήθηκαν παθολογικές καταστάσεις. Βαθμιαία η ενότητα μέσα στη διαφορότητα μετατράπηκε σε «μονολιθικότητα». Η «κανονικοποίηση» της θεωρίας οδήγησε στην αποκέντρωση της θεωρίας. Τελικά η αυταπάτη προοδευτικής κίνησης προς την «ιδανική κοινωνία» κατέληξε στην έκπτωση, στην κρίση, στην ενσωμάτωση ή στην επιστροφή στην αστική κοινωνία.
Η μαρξική επανάσταση δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε μια ευθύγραμμη, μη αντιστρεπτή ανάπτυξη της θεωρίας. Ο μαρξισμός θα μπορούσε να μετατραπεί σε απολογητική, σε θεωρία της ενσωμάτωσης, και σ’ αυτό θα συνέβαλλαν και εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες.
Πράγματι, ο μαρξισμός, θεωρία του ιστορικού γίγνεσθαι, έχει κενά, ασάφειες, μονομέρειες. Όταν οι συνθήκες ωθούν προς τα εκεί, οι αδυναμίες της θεωρίας μπορούν να αναπτυχθούν μονόπλευρα, έτσι ώστε να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις και οριακά στην άρνηση του ίδιου του επαναστατικού χαρακτήρα της.
Στο έργο του ίδιου του Μαρξ μπορεί π.χ. να βρει κανείς απόψεις που υπερτιμούν το ρόλο του οικονομικού παράγοντα. Ο κυρίαρχος οικονομισμός είναι η μονόπλευρη εκλεκτική ανάπτυξη και κυριαρχία αυτής της αδυναμίας της θεωρίας. Ανάλογα, ορισμένες απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς για την κοινωνική νομοτέλεια, ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στη στρεβλή άποψη του ιστορικού ντετερμινισμού. Η ανάγκη για κράτος της εργατικής τάξης περιείχε τη δυνατότητα του κρατισμού. Η θεωρία της αντανάκλασης ήταν δυνατόν να οδηγήσει στην απλοϊκή γνωσιοθεωρία των εγχειριδίων και των κομματικών σχολών. Οι αντιλήψεις των κλασικών για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, μπορούσαν να οδηγήσουν στη μυθολογία για την εργατική τάξη, αλλά και στην κατάργηση της εξουσίας της εργατικής τάξης πάντα στο όνομα της και προς το συμφέρον της.
Ο μαρξισμός από θεωρία της επανάστασης μπορούσε να μετατραπεί σε κρατική, απολογητική θεωρία. Η κρίση, συνεπώς, ήταν μέσα στις δυνατότητες του κομμουνιστικού κινήματος και της κομμουνιστικής θεωρίας. Και οι ρίζες αυτής της κρίσης πηγαίνουν πολύ πίσω, στη δεκαετία του ’20 και του ’30, Και αν η κρίση δεν ξέσπαγε ανοιχτά, αυτό οφείλεται στο ότι το ξέσπασμα της το απωθούσε και το μπλόκαρε η κομματική-κρατική εξουσία. Έτσι στην κρίση της σταλινικής περιόδου δόθηκε η θνησιγενής διέξοδος του χρουστσοφισμού, και η κρίση της «περιόδου της στασιμότητας» αντιμετωπίστηκε με ηθικολογικές παραινέσεις του Γκορμπατσόφ.
Και οι κομματικοί διανοούμενοι; Αρχιερείς είτε πτωχοπρόδρομοι στις αυλές του Ιερατείου, δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνουν ότι «ο μαρξισμός είναι αθάνατος επειδή είναι αληθινός», ταυτίζοντας την ανεπάρκεια τους με τη θεωρία. Οριακά, τα κομματικά ιερατεία δεν χρειάζονταν τη θεωρία! Ακόμα περισσότερο. Η θεωρία της επανάστασης ήταν ο χειρότερος εχθρός τους. Φοβούνταν τη Διαλεκτική (από τη φύση της κριτική και επαναστατική) και την καταπολεμούσαν χωρίς έλεος. Τώρα στέκονται σαστισμένοι, περιδεείς και αμήχανοι μπροστά στα ερείπια, ενώ άλλοι, ακόμα πιο ανυποψίαστοι, αγωνίζονται να αναστηλώσουν το γκρεμισμένο Ναό.
Ο πρώτος αυτός στον οποίον οδηγήθηκαν τα σταλινικά και νεοσταλινικά κόμματα είναι η αναγωγή του μαρξισμού σε απόλυτη γνώση και αντίστοιχα, ο αυτοπροσδιορισμός της ηγεσίας σε φορέα της απόλυτης αλήθειας. Συνέπεια: Επειδή η ιδεολογική πάλη δεν καταργείται με κομματικές αποφάσεις, η διαφορετική γνώμη και η αμφισβήτηση θεωρήθηκαν παθολογικές καταστάσεις. Βαθμιαία η ενότητα μέσα στη διαφορότητα μετατράπηκε σε «μονολιθικότητα». Η «κανονικοποίηση» της θεωρίας οδήγησε στην αποκέντρωση της θεωρίας. Τελικά η αυταπάτη προοδευτικής κίνησης προς την «ιδανική κοινωνία» κατέληξε στην έκπτωση, στην κρίση, στην ενσωμάτωση ή στην επιστροφή στην αστική κοινωνία.
Η μαρξική επανάσταση δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε μια ευθύγραμμη, μη αντιστρεπτή ανάπτυξη της θεωρίας. Ο μαρξισμός θα μπορούσε να μετατραπεί σε απολογητική, σε θεωρία της ενσωμάτωσης, και σ’ αυτό θα συνέβαλλαν και εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες.
Πράγματι, ο μαρξισμός, θεωρία του ιστορικού γίγνεσθαι, έχει κενά, ασάφειες, μονομέρειες. Όταν οι συνθήκες ωθούν προς τα εκεί, οι αδυναμίες της θεωρίας μπορούν να αναπτυχθούν μονόπλευρα, έτσι ώστε να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις και οριακά στην άρνηση του ίδιου του επαναστατικού χαρακτήρα της.
Στο έργο του ίδιου του Μαρξ μπορεί π.χ. να βρει κανείς απόψεις που υπερτιμούν το ρόλο του οικονομικού παράγοντα. Ο κυρίαρχος οικονομισμός είναι η μονόπλευρη εκλεκτική ανάπτυξη και κυριαρχία αυτής της αδυναμίας της θεωρίας. Ανάλογα, ορισμένες απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς για την κοινωνική νομοτέλεια, ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στη στρεβλή άποψη του ιστορικού ντετερμινισμού. Η ανάγκη για κράτος της εργατικής τάξης περιείχε τη δυνατότητα του κρατισμού. Η θεωρία της αντανάκλασης ήταν δυνατόν να οδηγήσει στην απλοϊκή γνωσιοθεωρία των εγχειριδίων και των κομματικών σχολών. Οι αντιλήψεις των κλασικών για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, μπορούσαν να οδηγήσουν στη μυθολογία για την εργατική τάξη, αλλά και στην κατάργηση της εξουσίας της εργατικής τάξης πάντα στο όνομα της και προς το συμφέρον της.
Ο μαρξισμός από θεωρία της επανάστασης μπορούσε να μετατραπεί σε κρατική, απολογητική θεωρία. Η κρίση, συνεπώς, ήταν μέσα στις δυνατότητες του κομμουνιστικού κινήματος και της κομμουνιστικής θεωρίας. Και οι ρίζες αυτής της κρίσης πηγαίνουν πολύ πίσω, στη δεκαετία του ’20 και του ’30, Και αν η κρίση δεν ξέσπαγε ανοιχτά, αυτό οφείλεται στο ότι το ξέσπασμα της το απωθούσε και το μπλόκαρε η κομματική-κρατική εξουσία. Έτσι στην κρίση της σταλινικής περιόδου δόθηκε η θνησιγενής διέξοδος του χρουστσοφισμού, και η κρίση της «περιόδου της στασιμότητας» αντιμετωπίστηκε με ηθικολογικές παραινέσεις του Γκορμπατσόφ.
Και οι κομματικοί διανοούμενοι; Αρχιερείς είτε πτωχοπρόδρομοι στις αυλές του Ιερατείου, δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνουν ότι «ο μαρξισμός είναι αθάνατος επειδή είναι αληθινός», ταυτίζοντας την ανεπάρκεια τους με τη θεωρία. Οριακά, τα κομματικά ιερατεία δεν χρειάζονταν τη θεωρία! Ακόμα περισσότερο. Η θεωρία της επανάστασης ήταν ο χειρότερος εχθρός τους. Φοβούνταν τη Διαλεκτική (από τη φύση της κριτική και επαναστατική) και την καταπολεμούσαν χωρίς έλεος. Τώρα στέκονται σαστισμένοι, περιδεείς και αμήχανοι μπροστά στα ερείπια, ενώ άλλοι, ακόμα πιο ανυποψίαστοι, αγωνίζονται να αναστηλώσουν το γκρεμισμένο Ναό.
3. Τι κάνουμε λοιπόν τώρα;
Τι κάνουμε λοιπόν τώρα, μπροστά στο δεδομένο της κατάρρευσης ενός μέρους του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», την κρίση της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας και τον εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών; Τι κάνουμε όσοι πιστεύουμε ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπερβεί τις ενδογενείς αντιθέσεις του, και κατά συνέπεια την ανεργία, την αβεβαιότητα, τις ανταγωνιστικές σχέσεις, την αποξένωση και τους πολέμους; Τι κάνουμε όσοι επίσης δεν πιστεύουμε ότι η σοσιαλδημοκρατική προοπτική μπορεί να οδηγήσει στην ιστορική υπέρβαση του καπιταλισμού; Προφανώς χρειάζεται η ανασύνταξη και η οργάνωση των δυνάμεων του εργατικού κινήματος. Χρειάζεται η διαμόρφωση και η άσκηση μιας πολιτικής που θα αντιμετωπίζει τα τρέχοντα προβλήματα μέσα από τη δυναμική της κομμουνιστικής προοπτικής.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, πολιτική θεωρία, δηλαδή θεωρία. Πώς θα αποκτήσουμε όμως το θεωρητικό εξοπλισμό που απαιτεί η σημερινή πραγματικότητα; Πώς από τα ερείπια του κομμουνιστικού κινήματος και της θεωρίας του, θα ανακτήσουμε και θα αναπτύξουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού; Και υπάρχει επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού; Ακούγεται συχνά: Να επιστρέψουμε στις ρίζες, στους κλασικούς του μαρξισμού. Σύμφωνοι. Όμως τι θα μας δώσει η επιστροφή; θα βρούμε στα κείμενα των κλασικών τις απαντήσεις για όλα τα σημερινά μας προβλήματα; Ακόμα περισσότερο πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε για την επιστημονικότητα των κλασικών, όταν φαίνεται ότι οι θεωρίες τους έχουν αποτύχει στην πράξη;
Επιστροφή λοιπόν στις πηγές του μαρξισμού και στις καλύτερες στιγμές της μαρξιστικής παράδοσης, αλλά όχι μόνον αυτό. Δηλαδή: Έχουμε μπροστά μας μια εμπειρική πραγματικότητα. Είναι σε θέση η θεωρία να την εξηγήσει; Στην προσπάθεια να κατανοήσουμε αυτή την πραγματικότητα, θα δοκιμάσουμε τη θεωρία, θα δοκιμάσουμε την ισχύ της, αλλά και τα κενά, τις αδυναμίες και τα αντεπιστημονικά στοιχεία της. Αλλά ποιος θα μας βεβαιώσει για την ορθότητα των αναλύσεων και των συμπερασμάτων μας; Η πολιτική πράξη; Αλλά και αυτή αποτελεί άσφαλτο και άμεσο κριτήριο;
Δεν θα πάρουμε λοιπόν ως δεδομένες τις βασικές αρχές της θεωρίας, θα τις επανεξετάσουμε στο φως της σημερινής πραγματικότητας, θα επανεξετάσουμε της βασικές προκείμενες του μαρξισμού και τις επιμέρους θεωρητικές αναπτύξεις του. θα τις εξετάσουμε από την ταξική άποψη της εργατικής τάξης και της κομμουνιστικής προοπτικής, αλλά θα επανεξετάσουμε και το νόημα των δυο τελευταίων εννοιών, θα επιχειρήσουμε για άλλη μια φορά την πορεία από το ειδικό και το συγκεκριμένο στη θεωρητική γενίκευση, και αντίστροφα, τη διαδικασία της ερμηνείας του συγκεκριμένου με βάση τη θεωρία: τη μετατροπή του σε «νοημένο συγκεκριμένο».
Και προφανώς στο ερμηνευτικό αυτό πεδίο πρωτεύουσα θέση κατέχει η εξήγηση της πρακτικής αποτυχίας του πρώτου πειράματος για οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Αντίπαλοι του μαρξισμού έλεγαν συχνά ότι ο μαρξισμός δεν είναι επιστημονική θεωρία, επειδή δεν επιδέχεται διάψευση. Άλλοι ισχυρίζονται σήμερα ότι ο μαρξισμός διαψεύσθηκε — αλλά μ’ αυτό τον τρόπο του αποδίδουν, άθελα τους, το status επιστημονικής θεωρίας. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο: Ο μαρξισμός δοκιμάστηκε στην πράξη και οι βασικές προβλέψεις του επαληθεύτηκαν. Αλλού φάνηκε να διαψεύδεται — π.χ. από το γεγονός ότι δεν ξέσπασαν προλεταριακές επαναστάσεις στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες. Σήμερα, σύμφωνα με εχθρούς και «φίλους», ο μαρξισμός διαψεύστηκε! Αλλά είναι παλαιόθεν γνωστό ότι μια ασυμφωνία θεωρίας και πραγματικότητας, ενώ φαίνεται να διαψεύδει τη θεωρία, στο τέλος μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα επιβεβαίωση και περαιτέρω ανάπτυξη της. Μήπως λοιπόν η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με βάση τη μαρξιστική θεωρία; Με την ανάλυση των εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών και των κενών της θεωρίας του οδήγησαν στον κρατισμό και στον εκφυλισμό της εργατικής δημοκρατίας; Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ο μαρξισμός βγαίνει ενισχυμένος θεωρητικά. Η αρνητική εμπειρία θα αποτελέσει τότε προϋπόθεση για την ανάπτυξη της θεωρίας και την αποφυγή παρόμοιων στρεβλώσεων και της θεωρίας και της πολιτικής πρακτικής.
Για να ανακτήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού, πρέπει να αναλύσουμε και να ερμηνεύσουμε τις επιτυχίες, τις αποτυχίες και τη σημερινή κρίση του κομμουνιστικού κινήματος. Να δοκιμάσουμε τη θεωρία στο πεδίο των σημερινών κοινωνικών συγκρούσεων. Και για να αναπτύξουμε παραπέρα αυτό το κεκτημένο, πρέπει να αφομοιώσουμε κριτικά όλη τη θεωρητική παράδοση του μαρξισμού, και να την φέρουμε σε αντιστοιχία με τις σημερινές ανάγκες του εργατικού κινήματος. Τέλος, η θεωρητική αυτή δουλειά της ανάκτησης και της ανάπτυξης δεν μπορεί να γίνει έξω από την πολιτική, αλλά ούτε και από υπαλλήλους κατεστημένων γραφειοκρατικών μηχανισμών. Για άλλη μια φορά ξαναρχίζουμε. Αλλά δεν αρχίζουμε από το μηδέν. Έχουμε μια μακρά παράδοση εργατικών αγώνων και θεωρίας και πρέπει να τονισθεί ότι, αντίθετα με το αδιέξοδο της πολιτικής, η μαρξιστική θεωρία γνώρισε μια νέα άνθηση και διάδοση τα τελευταία χρόνια. Δεν ξεκινάμε λοιπόν από το μηδέν. Η θεωρία του εργατικού κινήματος στη σημερινή περίοδο θα αναπτυχθεί μέσα από τη θεωρητική γενίκευση και υπέρβαση της πείρας -θετικής και αρνητικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου