Αναδημοσίευση από την Κόκκινη Ορχήστρα
Του Κ. Ρουσίτη
Με αφορμή μια πρόσφατη εκπαραθύρωση στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ για τις απόψεις του για τα Ίμια και τον ελληνικό εθνικισμό και την συζήτηση που ήδη έχει ανάψει για την ΑΟΖ και “τα κοιτάσματα πετρελαίου
που κρύβει στα βάθη του το αιγαίο και που θα μεταμορφώσει την
διαλυμένη Ελλάδα από την κρίση σε μια νέα υπερδύναμη”, σύμφωνα
πάντα με τους τυχοδιώκτες του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και… τον Μίκη
Θεοδωράκη. Μια ακόμα ευκαιρία για να γίνουν ένα αφεντικά και δούλοι.
Εννοείται εναντίον του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού εχθρού “που
δεν αφήνει τη χώρα να ορθοποδήσει”. Μέχρι στιγμής η ελληνική αριστερά
χορεύει στους ρυθμούς της ΑΟΖ και του κουτόχορτου που ταΐζει ο ελληνικός
σωβινισμός τους υπηκόους του. Γι” αυτό και δεν έχει πρόβλημα να
θυσιάσει και μερικά από τα στελέχη της που έχουν
αμαρτήσει επανειλημμένως στα “εθνικά θέματα”, αρνούμενοι να γίνουν
καραγκιόζηδες της εθνικής υστερίας. Με αυτό το δυναμικό που δεν κάνει
βήμα πίσω στην εθνικοφροσύνη η αριστερά μπορεί να διατηρήσει την ψυχή
της. Μιλάμε πάντα για την αριστερά που δεν μπερδεύει το σοσιαλισμό με
την ΑΟΖ και τους πετρελαιάδες του ελληνικού καπιταλισμού. Ας μιλήσουμε
λοιπόν για τα Ίμια μιας και εκεί εκτός των άλλων χτίζει και η γνωστή
ναζιστική συμμορία το δικό της μύθο.
Το καθεστώς των Ιμίων/Καρντάκ καθορίζεται
από μια σειρά συνθήκες που προσδιορίζουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Αρχικά, η συνθήκη της Λωζάνης το 1923 με την οποία τα νησιά του
ανατολικού Αιγαίου παραχωρούνται στην Ελλάδα και τα Δωδεκάνησα στην
Ιταλία. Στη συνέχεια, το πρωτόκολλο του 1932 που διευθετεί τα όρια των
Δωδεκανήσων ανάμεσα σε Τουρκία και Ιταλία. Και τέλος η συνθήκη των
Παρισίων το 1947, όπου η Ελλάδα διαδέχεται την Ιταλία στα Δωδεκάνησα. Ας
δούμε πιο συγκεκριμένα αυτές τις συνθήκες.
Οι συνθήκες
ΦΩΤΟ 1 Η Συνθήκη των Παρισίων |
Τα ελληνοτουρκικά σύνορα έχουν
διευθετηθεί από τις 24/7/1923 με τη συνθήκη της Λωζάνης. Στο άρθρο 12,
όπου ορίζονται και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που παραχωρούνται
στην Ελλάδα, αναφέρεται πως «αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν
απόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής παραμένουσιν υπό την
τουρκικήν κυριαρχίαν». Με την ίδια συνθήκη με το άρθρο 15,
παραχωρούνται στην Ιταλία τα Δωδεκάνησα. Συγκεκριμένα, παραχωρούνται τα
13 μεγαλύτερα νησιά των Δωδεκανήσων τα οποία αναφέρονται ονομαστικά και
το Καστελόριζο, «των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων».
Η παραπάνω συνθήκη αφήνει αδιευκρίνιστο το καθεστώς σε μια σειρά βραχονησίδες από τις 270 που υπάρχουν στην περιοχή, και κυρίως όσες βρίσκονται ανάμεσα στα μεγάλα νησιά της Δωδεκανήσου και στην απέναντι ακτή. Τα Ίμια/Καρντάκ είναι μια τέτοια περίπτωση καθώς βρίσκονται στο όριο της συνθήκης. Απέχουν από τα τούρκικα παράλια 3,65 μίλια (λίγο έξω δηλαδή από το όριο των 3 μιλίων που αναφέρεται στη συνθήκη της Λωζάνης. Από την άλλη απέχουν 5,5 μίλα από την Κάλυμνο ώστε δεν μπορούν να θεωρούνται αυτομάτως «εξαρτώμενες» ή «παρακείμενες» βραχονησίδες.
Αυτό το ζήτημα, που αφορούσε και σε μια σειρά ακόμη βραχονησίδες, αποτέλεσε
ένα αγκάθι ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία και τελικά ξεκίνησαν πολύχρονες διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της Δωδεκανήσου. Αυτή η διαπραγμάτευση αποτυπώνεται σε μια σειρά από διπλωματικά έγγραφά με τους αντίστοιχους συνοδευτικούς χάρτες, με τελευταίο το Πρωτόκολλο στις 28/12/1932 ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία, που διευθετεί τις ασάφειες στα θαλάσσια όρια της Δωδεκανήσου. Σε αυτό, η οριοθετική γραμμή περνά ανάμεσα από τους «βράχους Καρντάκ» και την απέναντι ακτή, συνεπώς οι τελευταίοι περνάνε στην κυριαρχία της Ιταλίας. Ωστόσο, η Τουρκία δεν δέχεται την ισχύ του Πρωτοκόλλου του 1932, θεωρώντας πως δεν είναι τελικό και οριστικό κείμενο, αφού και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν μετά από αυτό, μέχρι και το 1937. Επικαλείται μάλιστα γι’ αυτό, το ισχυρό επιχείρημα ότι δεν κυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, όπως υποχρεωτικά έπρεπε να γίνεται με κάθε διεθνή συνθήκη ώστε να αποκτά ισχύ δικαίου, ακριβώς επειδή ήταν προσωρινή διευθέτηση.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα διαδέχεται την Ιταλία στην κυριαρχία της Δωδεκανήσου. Με τη Συνθήκη των Παρισίων 10/2/1947 και με το άρθρο 14, «η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα. εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμούμενας (σ.σ κατονομάζονται τα 14 παραχωρούμενα νησιά) ως και τας παρακείμενας νησίδας».
Η παραπάνω συνθήκη αφήνει αδιευκρίνιστο το καθεστώς σε μια σειρά βραχονησίδες από τις 270 που υπάρχουν στην περιοχή, και κυρίως όσες βρίσκονται ανάμεσα στα μεγάλα νησιά της Δωδεκανήσου και στην απέναντι ακτή. Τα Ίμια/Καρντάκ είναι μια τέτοια περίπτωση καθώς βρίσκονται στο όριο της συνθήκης. Απέχουν από τα τούρκικα παράλια 3,65 μίλια (λίγο έξω δηλαδή από το όριο των 3 μιλίων που αναφέρεται στη συνθήκη της Λωζάνης. Από την άλλη απέχουν 5,5 μίλα από την Κάλυμνο ώστε δεν μπορούν να θεωρούνται αυτομάτως «εξαρτώμενες» ή «παρακείμενες» βραχονησίδες.
Αυτό το ζήτημα, που αφορούσε και σε μια σειρά ακόμη βραχονησίδες, αποτέλεσε
ένα αγκάθι ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία και τελικά ξεκίνησαν πολύχρονες διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της Δωδεκανήσου. Αυτή η διαπραγμάτευση αποτυπώνεται σε μια σειρά από διπλωματικά έγγραφά με τους αντίστοιχους συνοδευτικούς χάρτες, με τελευταίο το Πρωτόκολλο στις 28/12/1932 ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία, που διευθετεί τις ασάφειες στα θαλάσσια όρια της Δωδεκανήσου. Σε αυτό, η οριοθετική γραμμή περνά ανάμεσα από τους «βράχους Καρντάκ» και την απέναντι ακτή, συνεπώς οι τελευταίοι περνάνε στην κυριαρχία της Ιταλίας. Ωστόσο, η Τουρκία δεν δέχεται την ισχύ του Πρωτοκόλλου του 1932, θεωρώντας πως δεν είναι τελικό και οριστικό κείμενο, αφού και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν μετά από αυτό, μέχρι και το 1937. Επικαλείται μάλιστα γι’ αυτό, το ισχυρό επιχείρημα ότι δεν κυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, όπως υποχρεωτικά έπρεπε να γίνεται με κάθε διεθνή συνθήκη ώστε να αποκτά ισχύ δικαίου, ακριβώς επειδή ήταν προσωρινή διευθέτηση.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα διαδέχεται την Ιταλία στην κυριαρχία της Δωδεκανήσου. Με τη Συνθήκη των Παρισίων 10/2/1947 και με το άρθρο 14, «η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα. εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμούμενας (σ.σ κατονομάζονται τα 14 παραχωρούμενα νησιά) ως και τας παρακείμενας νησίδας».
Συνοδευτικά επιχειρήματα
Είναι εμφανές ότι το καθεστώς των
Ιμίων/Καρντάκ δεν ορίζεται ρητά από τις παραπάνω συνθήκες. Και είναι
λογικό, γιατί την εποχή που υπογράφονταν δεν έδινε κανείς αξία σε δυο
βράχους καταμεσής της θάλασσας ώστε να τους συμπεριλάβει στις συνθήκες
από τη μια ή την άλλη πλευρά. Σήμερα, που υπάρχει ενδιαφέρον για τους
βράχους, τα δύο μέρη αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ασάφειας των συνθηκών
αντλώντας ενισχυτικά επιχειρήματα από άλλες πηγές και κυρίως: τις
απεικονίσεις σε χάρτες, το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, την εθιμική
«άγραφη» χρήση, κλπ.
Ας τα δούμε συγκεκριμένα.
Σε σχέση με τους χάρτες, θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο που -τελικά- να μην αποδεικνύει τίποτα. Υπάρχουν πολλοί ναυτικοί χάρτες διαφόρων κρατών εκτός της Τουρκίας και Ελλάδας όπου αλλού τα τοποθετούν στην Τουρκία, αλλού στην Ελλάδα, πότε με το ένα και πότε με το άλλο όνομα. (Στο ζήτημα των χαρτών θα επανέλθουμε, όταν αναφερθούμε στο όνομα των Ιμίων/Καρντάκ).
Η χρήση γενικά, χωρίς να είναι δεσμευτική, δίνει παραδοσιακά ένα, ας πούμε, άγραφο «δικαίωμα χρησικτησίας». Αλλά για τα Ίμια/Καρντάκ ανά τους αιώνες δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη χρήση παρά μόνο ψάρεμα στα γύρω νερά. Ο λόγος είναι πως το μικρό μέγεθός τους και το χαμηλό ύψος τους από την επιφάνεια της θάλασσας τα καθιστούν ευάλωτα στα θαλάσσια κύματα, ώστε να είναι ακατάλληλα για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Εξαίρεση η περιστασιακή τους χρήση τα τελευταία λίγα χρόνια από κάποιον βοσκό της Καλύμνου για βόσκηση ζώων. Επιπλέον, το γεγονός πως ήταν αρκετά απομακρυσμένα από τα κατοικημένα νησιά και χωριά της ακτής, σε μια θάλασσα που υπήρχαν πολλές άλλες νησίδες και μεγαλύτερες και πολύ περισσότερο προσβάσιμες, έκανε τα Ίμια/Καρντάκ βράχους χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Να σκεφτούμε μάλιστα πως σε προηγούμενες εποχές που τα σκάφη και οι βάρκες ήταν ιστιοφόρα ή κωπήλατα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να διανύσει κανείς την απόσταση για να φτάσει σε αυτούς τους βράχους. Έτσι, ποτέ στη διάρκεια των αιώνων, ή ακόμη καλύτερα των χιλιετιών, δεν υπήρξε ανθρώπινη παρουσία σε αυτούς τους δυο βράχους (σε αντίθεση με αρκετούς άλλους στο Αιγαίο που κάποια στιγμή της ιστορίας μπορεί να φιλοξενούσαν ανθρώπινη δραστηριότητα, αν όχι και κατοίκηση (π.χ. μοναστικό ερημητήριο, προσωρινό ταρσανά ή αγκυροβόλιο, καταφύγιο, ασβεστοκάμινο, χώρο ταφής, κλπ). Η μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτούς τους δύο βράχους που μπορεί κανείς να εικάσει βάσιμα, είναι πως λόγο της ασημαντότητάς τους και της θέσης τους μπορεί να λειτούργησαν σαν προσωρινό καταφύγιο λαθρεμπόρων ή/και αρχαιοκαπήλων οι δυο δηλαδή πραγματικά προσοδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες που ανθούσαν τους δυο τελευταίους αιώνες στα Δωδεκάνησα. Αλλά αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα που μπορεί να επικαλεστεί κανείς στα διεθνή φόρα. Συνεπώς, μένει μόνο το ζήτημα της αλιείας και τόσο οι έλληνες όσο και οι τούρκοι ψαράδες από πάντα ψάρευαν ανενόχλητοι και «αυτοδικαίως» σε αυτά τα νερά.
Αναφορικά πάλι, με το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς για την Τουρκία τα πράγματα είναι απλά. Τα Ίμια/Καρντάκ ανήκουν στο χωριό Καρακαγια της επαρχίας του Μποντρούμ. Για την Ελλάδα, το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς γενικά των βραχονησίδων είναι αρκετά πολυσύνθετο. Πολλές είναι ιδιωτικές, κάποιες μάλιστα μπορεί να μοιράζονται σε αρκετούς κλήρους. Κάποιες άλλες ανήκουν στην εκκλησία. Γενικά, αλλά όχι πάντα, στο κράτος ανήκουν οι βραχονησίδες των οποίων η επιφάνεια δεν ξεπερνά τα 200 στρέμματα. Ειδικά, όλες οι νησίδες, οι βραχονησίδες και οι βράχοι της Δωδεκανήσου που ανήκαν στο ελληνικό κράτος παραχωρήθηκαν με το νόμο 3800/57 από το ελληνικό δημόσιο στους οικείους δήμους, «δωρεάν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος, νομής και κατοχής, αι υπό αυτών χρησιμοποιούμεναι προς βόσκησιν ζώων». Σε αυτό τον νόμο, στο άρθρο 18, όπου κατονομάζονται μία προς μια όλες οι βραχονησίδες και οι βράχοι που παραχωρούνται στο Δήμο Καλύμνου (συνολικά 11) δεν αναφέρονται καθόλου τα Ίμια/Καρντάκ. Ο νομοθέτης δεν τα παραχώρησε αφού δεν χρησιμοποιούνταν για κανένα λόγο, ούτε αυτόν της σταθερής βόσκησης ζώων ελευθέρας βοσκής.
Ας τα δούμε συγκεκριμένα.
Σε σχέση με τους χάρτες, θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο που -τελικά- να μην αποδεικνύει τίποτα. Υπάρχουν πολλοί ναυτικοί χάρτες διαφόρων κρατών εκτός της Τουρκίας και Ελλάδας όπου αλλού τα τοποθετούν στην Τουρκία, αλλού στην Ελλάδα, πότε με το ένα και πότε με το άλλο όνομα. (Στο ζήτημα των χαρτών θα επανέλθουμε, όταν αναφερθούμε στο όνομα των Ιμίων/Καρντάκ).
Η χρήση γενικά, χωρίς να είναι δεσμευτική, δίνει παραδοσιακά ένα, ας πούμε, άγραφο «δικαίωμα χρησικτησίας». Αλλά για τα Ίμια/Καρντάκ ανά τους αιώνες δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη χρήση παρά μόνο ψάρεμα στα γύρω νερά. Ο λόγος είναι πως το μικρό μέγεθός τους και το χαμηλό ύψος τους από την επιφάνεια της θάλασσας τα καθιστούν ευάλωτα στα θαλάσσια κύματα, ώστε να είναι ακατάλληλα για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Εξαίρεση η περιστασιακή τους χρήση τα τελευταία λίγα χρόνια από κάποιον βοσκό της Καλύμνου για βόσκηση ζώων. Επιπλέον, το γεγονός πως ήταν αρκετά απομακρυσμένα από τα κατοικημένα νησιά και χωριά της ακτής, σε μια θάλασσα που υπήρχαν πολλές άλλες νησίδες και μεγαλύτερες και πολύ περισσότερο προσβάσιμες, έκανε τα Ίμια/Καρντάκ βράχους χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Να σκεφτούμε μάλιστα πως σε προηγούμενες εποχές που τα σκάφη και οι βάρκες ήταν ιστιοφόρα ή κωπήλατα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να διανύσει κανείς την απόσταση για να φτάσει σε αυτούς τους βράχους. Έτσι, ποτέ στη διάρκεια των αιώνων, ή ακόμη καλύτερα των χιλιετιών, δεν υπήρξε ανθρώπινη παρουσία σε αυτούς τους δυο βράχους (σε αντίθεση με αρκετούς άλλους στο Αιγαίο που κάποια στιγμή της ιστορίας μπορεί να φιλοξενούσαν ανθρώπινη δραστηριότητα, αν όχι και κατοίκηση (π.χ. μοναστικό ερημητήριο, προσωρινό ταρσανά ή αγκυροβόλιο, καταφύγιο, ασβεστοκάμινο, χώρο ταφής, κλπ). Η μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτούς τους δύο βράχους που μπορεί κανείς να εικάσει βάσιμα, είναι πως λόγο της ασημαντότητάς τους και της θέσης τους μπορεί να λειτούργησαν σαν προσωρινό καταφύγιο λαθρεμπόρων ή/και αρχαιοκαπήλων οι δυο δηλαδή πραγματικά προσοδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες που ανθούσαν τους δυο τελευταίους αιώνες στα Δωδεκάνησα. Αλλά αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα που μπορεί να επικαλεστεί κανείς στα διεθνή φόρα. Συνεπώς, μένει μόνο το ζήτημα της αλιείας και τόσο οι έλληνες όσο και οι τούρκοι ψαράδες από πάντα ψάρευαν ανενόχλητοι και «αυτοδικαίως» σε αυτά τα νερά.
Αναφορικά πάλι, με το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς για την Τουρκία τα πράγματα είναι απλά. Τα Ίμια/Καρντάκ ανήκουν στο χωριό Καρακαγια της επαρχίας του Μποντρούμ. Για την Ελλάδα, το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς γενικά των βραχονησίδων είναι αρκετά πολυσύνθετο. Πολλές είναι ιδιωτικές, κάποιες μάλιστα μπορεί να μοιράζονται σε αρκετούς κλήρους. Κάποιες άλλες ανήκουν στην εκκλησία. Γενικά, αλλά όχι πάντα, στο κράτος ανήκουν οι βραχονησίδες των οποίων η επιφάνεια δεν ξεπερνά τα 200 στρέμματα. Ειδικά, όλες οι νησίδες, οι βραχονησίδες και οι βράχοι της Δωδεκανήσου που ανήκαν στο ελληνικό κράτος παραχωρήθηκαν με το νόμο 3800/57 από το ελληνικό δημόσιο στους οικείους δήμους, «δωρεάν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος, νομής και κατοχής, αι υπό αυτών χρησιμοποιούμεναι προς βόσκησιν ζώων». Σε αυτό τον νόμο, στο άρθρο 18, όπου κατονομάζονται μία προς μια όλες οι βραχονησίδες και οι βράχοι που παραχωρούνται στο Δήμο Καλύμνου (συνολικά 11) δεν αναφέρονται καθόλου τα Ίμια/Καρντάκ. Ο νομοθέτης δεν τα παραχώρησε αφού δεν χρησιμοποιούνταν για κανένα λόγο, ούτε αυτόν της σταθερής βόσκησης ζώων ελευθέρας βοσκής.
ΦΩΤΟ 2 Η στρατιωτική διαταγή στις 26/7/47 |
Υπάρχει μόνο ένα έγγραφο που παραχωρεί τα Ίμια/Καρντάκ στο Δήμο Καλύμνου, χωρίς να αναφέρεται στο ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, και αυτό είναι η στρατιωτική διαταγή στις 26/7/47. Με αυτήν οριοθετούνται μεταξύ τους οι δήμοι των Δωδεκανήσων, μόλις τα παραλαμβάνει η Ελλάδα, δηλαδή η διαταγή ορίζει που τελειώνει ο Δήμος Λέρου και που αρχίζει ο Δήμος Καλύμνου, κ.ο.κ. Εκεί τα Ίμια/Καρντάκ κατοχυρώνονται στον Δήμο Καλύμνου, αλλά με άλλο όνομα, με το όνομα «Λιμνιά» – «Μικρό» και «Μεγάλο». Η αποδεικτική αξία αυτής της διαταγής όμως είναι μηδαμινή καθώς με την ίδια πράξη στο δήμο Καλύμνου κατοχυρώνονται και η βραχονησίδα Τσούκα/Τοπάν η οποία αδιαμφισβήτητα (και για την ελληνική Πολιτεία) αποτελεί τουρκικό έδαφος.
Ο βράχος
ΦΩΤΟ 3 Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας |
Αλλά, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η
περίπτωση των Ιμίων/Καρντάκ είναι οριακή όχι μόνο από άποψη θέσης, αλλά
και από άποψη έκτασης και κατά συνέπεια ορισμού. Με τον όρο «βράχοι»
ορίζονται τεχνικά, οι σχηματισμοί γης που περιβάλλονται από θάλασσα και
έχουν έκταση από 1 έως 20 στρέμματα και, παραδοσιακά, αυτοί που όλη η
έκτασή τους ξεπλένεται από το χειμέριο κύμα, (δηλ. το χειμώνα η θάλασσα
τους ξεπλένει ολόκληρους), ώστε όλη η έκτασή τους να αποτελεί «αιγιαλό».
Από τα 20 έως τα 100 στρ. ορίζονται «βραχονησίδες». Και από αυτή την
άποψη τα Ίμια/Καρντάκ βρίσκονται στα όρια του ορισμού. Το μικρό έχει
έκταση 14 στρ. και το μεγάλο 25. Αν και αυτά τα 5 στρ. δεν το γλιτώνουν
από το να το σκεπάζει η θάλασσα το χειμώνα, τοποθετούν το μεγάλο οριακά
στην κατηγορία των βραχονησίδων και το μικρό στην κατηγορία των βράχων.
Και τα δυο μαζί, ακριβώς στη μέση, αφού ως μέσος όρος είναι 19,5 στρ. Η
Τουρκία τους θεωρεί «βράχους Καρντάκ» και η Ελλάδα «βραχονησίδες Ίμια». Η
διάκριση βράχου – βραχονησίδας έχει ένα νόημα και μάλιστα κρίσιμο, αφού
αφορά στο δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη και ανεξάρτητη
οικονομική ζώνη και εδώ βρίσκεται το ζουμί της υπόθεσης. Σύμφωνα με τη
«Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας» του Μοντένγκο Μπέυ του 1982 στο
άρθρο 121, παράγραφο 3 αναφέρεται ξεκάθαρα πως «Βράχοι, οι οποίοι δεν
μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη οίκηση ή αυτοδύναμη οικονομική ζωή, δεν
θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα».
Το όνομα
ΦΩΤΟ 4 Η Χάρτα του Ρήγα |
Ενδιαφέρον τέλος σε αυτή τη διαμάχη έχει
και η χρήση του ονόματος. Για τους Τούρκους τα πράγματα είναι απλά:
ονομάζονται «Καρντάκ» δηλ. «Αδέλφια», εξαιτίας του ότι βρίσκονται το ένα
δίπλα στο άλλο.
Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι -για μια ακόμη φορά- πολυσύνθετα. Η πρώτη αναφορά σε αυτά γίνεται σε χάρτες της περιοχής καθώς δεν υπάρχει άλλο γραπτό ντοκουμέντο. Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι τις περασμένες χιλιετίες δεν υπήρξε εγγράμματος άνθρωπος που να ασχολήθηκε με αυτούς τους βράχους. Οι χάρτες λοιπόν του παρελθόντος απεικονίζουν την περιοχή «λευκή» χωρίς άλλο σημάδι πέρα από μια συστηματική αναφορά στα νησιά «Φαρμάκω» και «Αγαθονήσι». O πρώτος χάρτης που απεικονίζει μια σειρά βράχων ανάμεσα στα ασιατικά παράλια και σε Κάλυμνο, Palmosa (Πάτμο) και Capra (Ψέριμο) είναι το 1715 των Michelot – Bremond. Το όνομα που δίνουν στο σχηματισμό των βραχονησίδων είναι Salvadi. Η ονομασία αυτή διατηρείται και σε μεταγενέστερους χάρτες και το όνομα αυτό χρησιμοποιεί και ο Ρήγας Φεραίος στην περίφημη «Χάρτα» του το 1797, ονομάζοντάς τους «Σαλβάδιους ή Σωτήριους νήσους».
Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι -για μια ακόμη φορά- πολυσύνθετα. Η πρώτη αναφορά σε αυτά γίνεται σε χάρτες της περιοχής καθώς δεν υπάρχει άλλο γραπτό ντοκουμέντο. Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι τις περασμένες χιλιετίες δεν υπήρξε εγγράμματος άνθρωπος που να ασχολήθηκε με αυτούς τους βράχους. Οι χάρτες λοιπόν του παρελθόντος απεικονίζουν την περιοχή «λευκή» χωρίς άλλο σημάδι πέρα από μια συστηματική αναφορά στα νησιά «Φαρμάκω» και «Αγαθονήσι». O πρώτος χάρτης που απεικονίζει μια σειρά βράχων ανάμεσα στα ασιατικά παράλια και σε Κάλυμνο, Palmosa (Πάτμο) και Capra (Ψέριμο) είναι το 1715 των Michelot – Bremond. Το όνομα που δίνουν στο σχηματισμό των βραχονησίδων είναι Salvadi. Η ονομασία αυτή διατηρείται και σε μεταγενέστερους χάρτες και το όνομα αυτό χρησιμοποιεί και ο Ρήγας Φεραίος στην περίφημη «Χάρτα» του το 1797, ονομάζοντάς τους «Σαλβάδιους ή Σωτήριους νήσους».
Όσο οι χάρτες εξειδικεύονται οι βράχοι αποκτούν ένας – ένας το δικό του όνομα.
Σε διάφορα έγγραφα και χάρτες του προηγούμενου αιώνα ονομάζονται «Λιμνιά», ένα τυπικό όνομα που δίνουν οι νησιώτες σε διάφορες νησίδες (πβλ. Λιμνιονάρι, Καλόλιμνος, κά). Το όνομα «Ίμια» προέκυψε, άγνωστο πως, τα τελευταία χρόνια και έκτοτε καθιερώθηκε. Πιθανόν να είναι αντιγραφή από ξένο χάρτη ο χαρτογράφος του οποίου κατέγραψε λανθασμένα το Λιμνιά σε Imia για να αντιγραφεί με τη σειρά του από έλληνες χαρτογράφους. Είναι χαρακτηριστική η δυσκολία της χρήσης του ονόματος την εποχή της κρίσης των Ιμιών/Καρντάκ, όπως επισημαίνει στο άρθρο «Ίμια: η αμηχανία περί το όνομα» και ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης στο περιοδικό «Πολίτης». Για άλλους από τους έλληνες δημοσιογράφους ήταν «Η Ίμια» για άλλους «Το Ίμιο», «Τα Ίμια», κλπ, κλπ. Μπορεί όλοι αυτοί οι στυλοβάτες του εθνικισμού να μην ήξεραν που βρίσκονται, να μην ήξεραν αν είναι ένα νησί ή δύο, να μην ήξεραν ούτε το όνομά του, να μην ήξεραν καν την ύπαρξή τους πριν την κρίση, ήξεραν όμως ότι είναι «αδιαμφισβήτητα ελληνικό έδαφος».
Στον παροξυσμό του εθνικισμού κάποιοι ζηλωτές της αρχαιολατρείας τα βάπτισαν «Ύμεια», θέλοντας να τα συσχετίσουν με το μικρό νησί «Ύμος» που αναφέρει ο Πλίνιος, το οποίο αν και δεν έχει καμιά σχέση με την περιοχή που συζητάμε, προσδίδει στους δυο βράχους άλλο κύρος, και στην Ελλάδα «χάριν γλώσσας» δικαιώματα χιλιετιών πάνω τους. Το λεξικό του Προμπονά που δίνει αυτή την εξήγηση μπορεί να δουλεύεται για δεκαετίες και να μην έχει εκδοθεί ακόμη, το λήμμα όμως για τα Ίμια/Καρντάκ βρήκε το δρόμο για την δημοσίευση: «Από τη λέξη λοιπόν ύμος = ύβος «καμπούρα», «καμπούρα καμήλας» προέρχεται το όνομα του νησιού, που μαρτυρείται στον Πλίνιο με τον τύπο Hymos = Ύμος και σήμερα με τον τύπο Νόμος. Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι και το Ύμεια (η) / Ύμεια (τα) (βλ. λ., όνομα δύο βραχονησίδων Α. της Καλύμνου, γνωστών και ως Καρδάκια (βλ. λ.)». (Να λοιπόν που πίσω από την ετυμολογία του Πλίνιου ξανάρχονται οι Τούρκοι, αλλά στο ελληνικότερο και τα Καρντάκ γίνονται… Καρδάκια!! Και μην μας πει τώρα πάλι ο Προμπονάς ότι τα Καρδάκια ετυμολογούνται από την… Καρδιά).
Κάποιοι άλλοι πάλι ελληνορθόδοξοι προχώρησαν ακόμη περισσότερο, προσδίδοντας στον όνομα Ίμια μεταφυσικές ιδιότητες: «Το Ι, είναι μια ακτίνα. Το Μ είναι η μετάνοια, Ι και πάλι ακτίνα και Α, φυσικά η Αρχή, η Αγάπη, η Αλήθεια. Επέτρεψε ο καλός Θεός το γεγονός (των Ιμίων) επιτρέποντας μια ακτίνα (Ι), εωσφόρου παιδευτικού στην πατρίδα μας, ταραχοποιού (Ι=δέκα, δέκατο Τάγμα δαιμόνων – ως φυγόκεντρο, και Ι σχηματικά αυτό που κατεβαίνει), ώστε να μετανοιώσουμε (Μ). Η πρόσθεση της μετανοίας, έχει έναν και μόνο σκοπό. Για να βαδίσουμε την ακτίνα (Ι) επιστροφής, Φωτός του υπάκουου Υιού, (που φέρνει το Αληθινό Φως και μας καλεί με ελευθερία να Τον ακολουθήσουμε για να συναναστηθούμε και να φτάσουμε ασφαλώς στην Αγάπη (Α)». Ασφαλώς…
Και αν όλα αυτά για το όνομα φαίνονται υπερβολικά, είναι ενδεικτικά του κλίματος εθνικιστικής φρενοβλάβειας που έπεσε η ελληνική κοινωνία την εποχή της κρίσης των Ιμίων/Καρντάκ. Ας συνυπολογίσει κανείς επιπλέον πως στην Δωδεκάνησο υπάρχουν συνολικά 234 βράχοι από 1 έως 20 στρ. από τους οποίους οι 101 έχουν διάφορα ονόματα και άλλοι 133 ανώνυμοι με μόνο ενδεικτικό το γεωγραφικό τους στίγμα. Για 2 βράχους που κόντεψε να γίνει και πόλεμος Ελλάδας Τουρκίας δεν έχει αξία να ασχοληθεί κανείς με το όνομά τους;
Σε διάφορα έγγραφα και χάρτες του προηγούμενου αιώνα ονομάζονται «Λιμνιά», ένα τυπικό όνομα που δίνουν οι νησιώτες σε διάφορες νησίδες (πβλ. Λιμνιονάρι, Καλόλιμνος, κά). Το όνομα «Ίμια» προέκυψε, άγνωστο πως, τα τελευταία χρόνια και έκτοτε καθιερώθηκε. Πιθανόν να είναι αντιγραφή από ξένο χάρτη ο χαρτογράφος του οποίου κατέγραψε λανθασμένα το Λιμνιά σε Imia για να αντιγραφεί με τη σειρά του από έλληνες χαρτογράφους. Είναι χαρακτηριστική η δυσκολία της χρήσης του ονόματος την εποχή της κρίσης των Ιμιών/Καρντάκ, όπως επισημαίνει στο άρθρο «Ίμια: η αμηχανία περί το όνομα» και ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης στο περιοδικό «Πολίτης». Για άλλους από τους έλληνες δημοσιογράφους ήταν «Η Ίμια» για άλλους «Το Ίμιο», «Τα Ίμια», κλπ, κλπ. Μπορεί όλοι αυτοί οι στυλοβάτες του εθνικισμού να μην ήξεραν που βρίσκονται, να μην ήξεραν αν είναι ένα νησί ή δύο, να μην ήξεραν ούτε το όνομά του, να μην ήξεραν καν την ύπαρξή τους πριν την κρίση, ήξεραν όμως ότι είναι «αδιαμφισβήτητα ελληνικό έδαφος».
Στον παροξυσμό του εθνικισμού κάποιοι ζηλωτές της αρχαιολατρείας τα βάπτισαν «Ύμεια», θέλοντας να τα συσχετίσουν με το μικρό νησί «Ύμος» που αναφέρει ο Πλίνιος, το οποίο αν και δεν έχει καμιά σχέση με την περιοχή που συζητάμε, προσδίδει στους δυο βράχους άλλο κύρος, και στην Ελλάδα «χάριν γλώσσας» δικαιώματα χιλιετιών πάνω τους. Το λεξικό του Προμπονά που δίνει αυτή την εξήγηση μπορεί να δουλεύεται για δεκαετίες και να μην έχει εκδοθεί ακόμη, το λήμμα όμως για τα Ίμια/Καρντάκ βρήκε το δρόμο για την δημοσίευση: «Από τη λέξη λοιπόν ύμος = ύβος «καμπούρα», «καμπούρα καμήλας» προέρχεται το όνομα του νησιού, που μαρτυρείται στον Πλίνιο με τον τύπο Hymos = Ύμος και σήμερα με τον τύπο Νόμος. Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι και το Ύμεια (η) / Ύμεια (τα) (βλ. λ., όνομα δύο βραχονησίδων Α. της Καλύμνου, γνωστών και ως Καρδάκια (βλ. λ.)». (Να λοιπόν που πίσω από την ετυμολογία του Πλίνιου ξανάρχονται οι Τούρκοι, αλλά στο ελληνικότερο και τα Καρντάκ γίνονται… Καρδάκια!! Και μην μας πει τώρα πάλι ο Προμπονάς ότι τα Καρδάκια ετυμολογούνται από την… Καρδιά).
Κάποιοι άλλοι πάλι ελληνορθόδοξοι προχώρησαν ακόμη περισσότερο, προσδίδοντας στον όνομα Ίμια μεταφυσικές ιδιότητες: «Το Ι, είναι μια ακτίνα. Το Μ είναι η μετάνοια, Ι και πάλι ακτίνα και Α, φυσικά η Αρχή, η Αγάπη, η Αλήθεια. Επέτρεψε ο καλός Θεός το γεγονός (των Ιμίων) επιτρέποντας μια ακτίνα (Ι), εωσφόρου παιδευτικού στην πατρίδα μας, ταραχοποιού (Ι=δέκα, δέκατο Τάγμα δαιμόνων – ως φυγόκεντρο, και Ι σχηματικά αυτό που κατεβαίνει), ώστε να μετανοιώσουμε (Μ). Η πρόσθεση της μετανοίας, έχει έναν και μόνο σκοπό. Για να βαδίσουμε την ακτίνα (Ι) επιστροφής, Φωτός του υπάκουου Υιού, (που φέρνει το Αληθινό Φως και μας καλεί με ελευθερία να Τον ακολουθήσουμε για να συναναστηθούμε και να φτάσουμε ασφαλώς στην Αγάπη (Α)». Ασφαλώς…
Και αν όλα αυτά για το όνομα φαίνονται υπερβολικά, είναι ενδεικτικά του κλίματος εθνικιστικής φρενοβλάβειας που έπεσε η ελληνική κοινωνία την εποχή της κρίσης των Ιμίων/Καρντάκ. Ας συνυπολογίσει κανείς επιπλέον πως στην Δωδεκάνησο υπάρχουν συνολικά 234 βράχοι από 1 έως 20 στρ. από τους οποίους οι 101 έχουν διάφορα ονόματα και άλλοι 133 ανώνυμοι με μόνο ενδεικτικό το γεωγραφικό τους στίγμα. Για 2 βράχους που κόντεψε να γίνει και πόλεμος Ελλάδας Τουρκίας δεν έχει αξία να ασχοληθεί κανείς με το όνομά τους;
Εθνικός παροξυσμός…
Η Ελλάδα θεωρεί αυτοδικαίως ολόκληρο το
Αιγαίο ελληνικό. Η Τουρκία από την άλλη θεωρεί πως μια σειρά νησίδες
είναι τούρκικες. Αναγνωρίζοντας ωστόσο πως και η Ελλάδα έχει αξιώσεις σε
αυτές, θεωρεί πως υπάρχουν κάποιες περιοχές του Αιγαίου με ασαφές
καθεστώς, οι περίφημες «γκρίζες ζώνες», χωρίς ωστόσο η επίσημη τουρκική
Πολιτεία να έχει προχωρήσει σε συγκεκριμενοποίηση των «γκρίζων ζωνών»,
αφήνοντας το θέμα ανοιχτό.
Για τον ελληνικό εθνικισμό τα Ίμια, μαζί με το όνομα της Μακεδονίας, αποτέλεσαν τα δυο εθνικά προπύργια για τις τελευταίες δεκαετίες, τα δυο ζητήματα που θα έπρεπε να δοθεί «νυν υπέρ πάντων ο αγών». Για τον ελληνικό φασισμό μάλιστα έγιναν σημείο αναφοράς, αφού μετά από πολλές προσπάθειες κατόρθωσαν να καθιερώσουν την «επέτειο των Ιμίων» σαν την αφορμή για την ετήσια παρέλαση του εσμού τους. Δυστυχώς η αριστερά στην συντριπτική της πλειοψηφία στο θέμα των Ιμίων δεν ακολούθησε μια ανεξάρτητη πολιτική, αλλά κατάπινε και αναπαρήγαγε αμάσητα όλα τα επιχειρήματα του ελληνικού εθνικισμού. Μια λιγότερο εθνικιστική αριστερά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να πει το αυτονόητο: Ας χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Νάσου Θεοδωρίδη πριν τον εκπαραθυρώσουν από τον Σύριζα: «Η πιο ευφυής επινόηση του ελληνικού καπιταλισμού για την απόσπαση της συναίνεσης των καταπιεζόμενων μαζών είναι η επίσημη κρατική προπαγάνδα περί δήθεν ύπαρξης «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», σύμφωνα με την οποία αθροίζονται ως τάχα ευρισκόμενοι στην ίδια όχθη οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι της Ελλάδας, κατά σχηματική και αφελή αντιπαράθεση προς τους αντίστοιχους της Τουρκίας».
Για τον ελληνικό εθνικισμό τα Ίμια, μαζί με το όνομα της Μακεδονίας, αποτέλεσαν τα δυο εθνικά προπύργια για τις τελευταίες δεκαετίες, τα δυο ζητήματα που θα έπρεπε να δοθεί «νυν υπέρ πάντων ο αγών». Για τον ελληνικό φασισμό μάλιστα έγιναν σημείο αναφοράς, αφού μετά από πολλές προσπάθειες κατόρθωσαν να καθιερώσουν την «επέτειο των Ιμίων» σαν την αφορμή για την ετήσια παρέλαση του εσμού τους. Δυστυχώς η αριστερά στην συντριπτική της πλειοψηφία στο θέμα των Ιμίων δεν ακολούθησε μια ανεξάρτητη πολιτική, αλλά κατάπινε και αναπαρήγαγε αμάσητα όλα τα επιχειρήματα του ελληνικού εθνικισμού. Μια λιγότερο εθνικιστική αριστερά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να πει το αυτονόητο: Ας χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Νάσου Θεοδωρίδη πριν τον εκπαραθυρώσουν από τον Σύριζα: «Η πιο ευφυής επινόηση του ελληνικού καπιταλισμού για την απόσπαση της συναίνεσης των καταπιεζόμενων μαζών είναι η επίσημη κρατική προπαγάνδα περί δήθεν ύπαρξης «εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», σύμφωνα με την οποία αθροίζονται ως τάχα ευρισκόμενοι στην ίδια όχθη οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι της Ελλάδας, κατά σχηματική και αφελή αντιπαράθεση προς τους αντίστοιχους της Τουρκίας».
…και σάπιος πατριωτισμός
Η αριστερά, απέναντι στην πιο επιθετική
αιχμή του ελληνικού εθνικισμού, κρύβει πίσω από έναν «αντιιμπεριαλιστικό
πατριωτισμό» την υποταγή της στον εθνικισμό των ελλήνων καπιταλιστών.
Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αλλά στην περίπτωση των Ιμίων/Καρντάκ
χάνονται ακόμη και τα προσχήματα. Μπορεί δηλαδή κανείς να κατανοήσει
έναν πατριωτισμό που σχετίζεται με το βίωμα, με έναν τόπο δηλ. που
βιώνεται συναισθηματικά από όσους τον κατοικούν. (Προσοχή! Να
κατανοήσει, όχι να υποταχτεί σε αυτόν!) Ένας πατριωτισμός ας πούμε των
ελλήνων προσφύγων από την Μικρασία και τον Πόντο, ή αντίστοιχα των
Τούρκων από την Κρήτη και την Μακεδονία. Αφορά σε έναν πατριωτισμό για
τα «σπίτια μας» για συναισθήματα που βίωσε ένας κόσμος, για τη ζωή που
έζησε και την ταυτίζει με τον «τόπο του». Ακόμη ακόμη μπορεί κανείς να
κατανοήσει και έναν πατριωτισμό ας τον πούμε «δεύτερης γενιάς». Ένα
παιδί προσφύγων μπορεί να μην είδε ποτέ τον τόπο από όπου έφυγαν οι
δικοί του, αλλά μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με σαφείς συναισθηματικές
αναφορές σε αυτόν. Ακόμη θα μπορούσε να κατανοηθεί και ο δεσμός που
ασκεί ενδεχομένως σε κάποιον ένας ιστορικά φορτισμένος τόπος, εκεί ας
πούμε που βρίσκονται «οι τάφοι των παππούδων μας». Όμως, να αναφέρεται
κανείς σαν «εθνικό έδαφος» σε ένα κομμάτι γης που δεν πάτησε ποτέ του
άνθρωπος παρά μόνο ψάρια και γλάροι είναι τόσο παράλογο που καταντά
γελοίο. Γιατί το κάθε έθνος, είτε σαν πραγματική οντότητα, είτε σαν
φαντασιακή σύμβαση, είτε ως ιστορικά καθορισμένο μόρφωμα, όπως και να το
καταλαβαίνει κανείς τέλος πάντων, είναι και αρχικά και σε τελική
ανάλυση ένα σύνολο ανθρώπων. Εκτός βεβαίως, αν κάποιος ταυτίζει το
εθνικό δίκαιο με τις ΑΟΖ και τις μπίζνες του Λάτση, του Βαρδινογιάννη
και του Μπόμπολα. Τότε όμως να αφήσει κάτω τις σημαίες και να πάει να
σηκώσει στα Ίμια τις φωτογραφίες των ελλήνων καπιταλιστών και να κάτσει
να τις υπερασπίσει όπως μπορεί και από όποιους θέλει.
Γιατί τελικά, η υπεράσπιση «εθνικού εδάφους» στα Ίμια φανερώνει με τον πιο καθαρό τρόπο πόσο υποκριτική είναι στην καρδιά της η Εθνική Ιδέα. Γυμνή, καθαρή χωρίς όλα εκείνα τα φτιασίδια που μπορούν να της προσδώσουν λαϊκό έρεισμα μέσω βιωματικών εμπειριών του κόσμου, μένει αυτή που είναι στον πυρήνα της: συστράτευση των «από κάτω» για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των «από πάνω». Από αυτή την έννοια η διάθεση του ελληνικού εθνικισμού να κάνει σημαία του τα Ίμια είναι στην πραγματικότητα σημάδι βαθιάς παρακμής. Σε μια βαθιά παρακμασμένη κοινωνία όπως η ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν θα μπορούσε παρά και τα συνεκτικά της σύμβολα να είναι σάπια. Η αριστερά θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να είναι μέρος αυτής της κατάστασης ή πολέμιός της.
Γιατί τελικά, η υπεράσπιση «εθνικού εδάφους» στα Ίμια φανερώνει με τον πιο καθαρό τρόπο πόσο υποκριτική είναι στην καρδιά της η Εθνική Ιδέα. Γυμνή, καθαρή χωρίς όλα εκείνα τα φτιασίδια που μπορούν να της προσδώσουν λαϊκό έρεισμα μέσω βιωματικών εμπειριών του κόσμου, μένει αυτή που είναι στον πυρήνα της: συστράτευση των «από κάτω» για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των «από πάνω». Από αυτή την έννοια η διάθεση του ελληνικού εθνικισμού να κάνει σημαία του τα Ίμια είναι στην πραγματικότητα σημάδι βαθιάς παρακμής. Σε μια βαθιά παρακμασμένη κοινωνία όπως η ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν θα μπορούσε παρά και τα συνεκτικά της σύμβολα να είναι σάπια. Η αριστερά θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να είναι μέρος αυτής της κατάστασης ή πολέμιός της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου