Πρόταση της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική
Τα συνδικάτα στην εποχή μας
Ο ιμπεριαλιστικός κοινοβουλευτισμός είναι από καιρό νεκρό γράμμα. Τα μεγάλα μονοπώλια ελέγχουν άμεσα, χωρίς αντιπροσωπευτικές διαμεσολαβήσεις, τόσο τα εθνικά κράτη όσο και τα υπερεθνικά πολιτικά κέντρα. Διεθνείς ιμπεριαλιστικοί στρατηγικοί οργανισμοί (ΟΟΣΑ) και θεσμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλπ) σχεδιάζουν κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες γίνονται εν ριπή οφθαλμού εθνικοί ή Ευρωενωσιακοί νόμοι από «κοινοβούλια» που ψηφίζουν αβλεπί. Αυτό το πολιτικό πλαίσιο ανεγείρεται στο έδαφος και επικαθορίζει τη γενική δομική κρίση του καπιταλισμού, οι επαναλαμβανόμενοι παροξυσμοί της οποίας διαπλέκονται με την κλιματική και την ενεργειακή κρίση, επεκτείνονται στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τείνουν να αντικαθιστούν με κρατική καταστολή ό,τι χάνεται σε όρους αστικής ηγεμονίας. Για τα συνδικάτα δεν απομένει λοιπόν παρά η θέση ενός δευτερεύοντος οργάνου πειθάρχησης της εργατικής τάξης.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, προκειμένου να διαιωνίσει τα προνόμιά της, αναλαμβάνει πρόθυμα αυτό το ρόλο, προσεγγίζει και, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, ενσωματώνεται στο κράτος. Αγωνίζεται από τη μια να αποδείξει στο κράτος τη χρησιμότητά της ως μηχανισμού πειθάρχησης της τάξης και να πείσει τη βάση της από την άλλη, πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος επιβίωσης από την υποταγή και την επαιτεία.
Εργατική τάξη – συνδικάτα στο ελληνικό κράτος
Η εργατική τάξη έχει κατά ποικίλους τρόπους αλλάξει κάτω από τις μνημονιακές αναδιαρθρώσεις. Στις κλασσικές γεωγραφικές, κλαδικές, επαγγελματικές, έμφυλες διαιρέσεις, που επιβάλλει στην τάξη ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, έχουν προστεθεί εθνοτικές και θρησκευτικές. Μαζί με την εδώ και δεκαετίες σταθερή αριθμητική μείωση της κλασσικής «παραγωγικής» εργατικής τάξης του δευτερογενούς τομέα έχουμε την περαιτέρω προλεταριοποίηση της διανοητικές εργασίας, αλλά και την ανάδυση μιας εργατικής τάξης των νέων τομέων της οικονομίας – κυρίως τομείς εντάσεως εργασίας – όπου οι μορφές ελαστικής εργασίας, αποτελούν τον κανόνα ασκώντας πιέσεις προς την παλιού τύπου πλήρη και κάτω από συλλογικές συμβάσεις απασχόληση. Η εργατική τάξη συνολικά αυξάνεται, αλλά δεν είναι πλέον συγκεντρωμένη στα μεγάλα εργοστάσια του παρελθόντος.
Στα παλιά συνδικάτα, η συνδικαλιστική πυκνότητα μειώνεται, ενώ ολόκληροι τομείς της οικονομίας και ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές παραμένουν ασυνδικάλιστες. Καθώς το κεφάλαιο δεν διαπραγματεύεται πια, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χάνει το μεσολαβητικό της ρόλο συμπαρασύροντας τα συνδικάτα στην απαξίωση. Κόντρα σε αυτή την υποχώρηση, η εργατική τάξη πειραματίζεται και δοκιμάζει ήδη αυθόρμητα οργανωτικές μορφές και προσαρμογές τις οποίες η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να ανιχνεύσει, να αφουγκραστεί, να μάθει από αυτές, να τις ενισχύσει.
Σε τέτοια κατεύθυνση κινήθηκαν μερικές σποραδικές συνδικαλιστικές συσσωματώσεις βάσης μερικές από τις οποίες κατέληξαν στη δημιουργία ζωντανών αγωνιστικών συνδικάτων (αγώνας efood, Cosco), ενώ άλλες είτε κινήθηκαν παράλληλα προς ήδη υπάρχοντα συνδικάτα (πχ Συντονιστικό αδιορίστων εκπαιδευτικών), είτε απλώς έσβησαν (συσπειρώσεις της αναρχίας και της αυτονομίας). Στην ίδια, κόντρα στο ρεύμα κίνηση, εντάσσονται και κάποιοι Συντονισμοί Πρωτοβάθμιων Σωματείων, οι οποίοι εξάντλησαν όμως τη χρησιμότητά τους ως forum συντονισμού του συνδικαλιστικού αριστερού εξωκοινοβουλίου˙ πέρασαν μάλλον απαρατήρητοι από την πλατιά βάση των συνδικάτων και ως εκ τούτου δεν πίεσαν σοβαρά τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η από τα πάνω συγκρότησή τους και μάλιστα στη βάση των ίδιων παγωμένων εκλογικών αποτυπώσεων κινηματικά ανύποπτων πολιτικών συγκυριών, στους οποίους στηρίζει την εξουσία της και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, απηχεί μια μεταφυσικού τύπου αντίληψη μονόδρομης ηγεσίας. Την αντίληψη μιας μεσσιανικής πρωτοπορίας της τάξης που απονέμει στον εαυτό της την ηγεσία της πτωχής τω πνεύματι βάσης της. Από αυτή την αντίληψη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται να διαχωριστεί.
Κρατικά συνδικάτα;
Το κράτος είχε από χρόνια εγκατεστημένο ένα νομοθετικό κλοιό γύρω από τα συνδικάτα: Καθόριζε το εκλογικό σύστημα των συνδικάτων, επικύρωνε ή ακύρωνε τις διαδικασίες των σωματείων, καθόριζε ποιο συνδικάτο έχει και ποιο δεν έχει δικαίωμα να κηρύξει απεργία, αποφάσιζε κατά περίπτωση ποια «νόμιμα» κηρυγμένη απεργία είναι τελικά παράνομη, έλεγχε μέσω των τραπεζών τα ταμεία των σωματείων. Ωστόσο, η αντιδραστική τομή του νόμου Χατζηδάκη εισάγει μια περαιτέρω οιονεί κρατικοποίηση των συνδικάτων, αφήνοντάς τους μόνο μια κορπορατιστική διέξοδο. Το ΓΕΜΗΣΟΕ είναι το απόλυτο εργαλείο ελέγχου του κράτους πάνω στα συνδικάτα. Ωστόσο, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, δεν έρχεται απλώς να «φακελώσει» συνδικαλιστές και συνδικάτα για ενδεχόμενη μελλοντική χρήση. Έρχεται για να βγάζει αυτομάτως, εδώ και τώρα, παράνομη ΚΑΘΕ απεργία. Παρά τις ρητορικές κορώνες ανυπακοής, είναι βέβαιο ότι στο μέλλον η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θα τείνει να επικαλείται την αδυναμία κήρυξης «νόμιμης» απεργίας, για να επιβάλει το απεργιακό της σιωπητήριο.
Η τάση κατάργησης του απεργιακού δικαιώματος δεν αποτελεί ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο˙ το καθεστώς γενικής και καθολικής απαγόρευσης των εργατικών διεκδικήσεων επεκτείνεται ραγδαία ακόμα και στις πιο πεφωτισμένες «δημοκρατικές» μητροπόλεις του παγκόσμιου καπιταλισμού. Δεν είναι επομένως κάτι που τα ρεφορμιστικά κόμματα ή τα συνδικάτα θα μπορούσαν να αποκρούσουν. Οι απεργίες και οι άλλες μορφές διεκδίκησης θα είναι εφεξής είτε εθιμοτυπικές και προσχηματικές, για να δικαιολογούν την ύπαρξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, είτε παράνομες. Στην αντικαπιταλιστική αριστερά πέφτει το καθήκον να εξοπλίσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την τάξη για παράνομες, χωρίς «συνδικαλιστική κάλυψη», απεργίες. Οι προλετάριοι υποχρεώνεται αντικειμενικά να ξαναθυμηθούν, ότι οι παράνομες απεργίες ήταν εκείνες που ιστορικά έφεραν νόμιμα συνδικάτα.
Ο συνδικαλισμός βρίσκεται επομένως σε ένα οριακό σημείο. Με τη μαχητική ικανότητα των συνδικάτων περιορισμένη και τους «νόμιμους» απεργιακούς αγώνες να ανήκουν μάλλον στο παρελθόν, ο σωστός χαρακτηρισμός και η σωστή κατανόηση του ρόλου της γραφειοκρατίας και των δυνατοτήτων που διαμορφώνονται μπροστά στον αντικαπιταλιστικό συνδικαλισμό, γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για την αριστερά που θέλει να συμβάλει στην οργάνωση των εργατικών αντιστάσεων.
Συνδικαλιστική γραφειοκρατία ή κυβερνητικός συνδικαλισμός;
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι ούτε νέο ούτε ειδικά ελληνικό φαινόμενο˙είναι αντίθετα συγκροτητικό στοιχείο του συνδικαλισμού. Μεταπολεμικά, οι μικρο-παραχωρήσεις που το κεφάλαιο αποδεχόταν περιοδικά, νομιμοποιούσαν στα μάτια των εργατών τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, ώστε να εκπληρώνουν το ρόλο τους στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου: να κρατούν τους εργάτες πειθαρχημένους. Όμως, εδώ και παραπάνω από μια δεκαετία, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορικών διαστάσεων υποτίμηση της εργατικής δύναμης˙ μεγάλες ή μικρές παραχωρήσεις είναι πλέον εντελώς αδύνατες. Στον αραιό συνδικαλιστικά ιδιωτικό τομέα η ΓΣΕΕ στεγανοποιείται οργανωτικά έναντι της βάσης της και απλώς κατεβάζει ρολά, ενώ στον συνδικαλιστικά πυκνότερο δημόσιο τομέα, οι ομοσπονδίες και η ΑΔΕΔΥ κάνουν ό,τι μπορούν για να αποδώσουν την άνευ όρων συνθηκολόγησή τους, στην υποτιθέμενη ακαταμάχητη ισχύ του αντιπάλου.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία βρίσκεται ωστόσο μεταξύ σφύρας και άκμονος. Από τη μια χρειάζεται πόρους για να συντηρήσει τα προνόμιά της ενώ από την άλλη, μαζί με τη διαπραγματευτική της δυνατότητα, χάνει και τη νομιμοποίησή της από την εργατική της βάση η οποία αποχωρεί από τα συνδικάτα, αποστερώντας τα από συνδρομές και πόρους. Οι πόροι στενεύουν ακόμα περισσότερο καθώς πολλά συνδικάτα δεν εγγράφουν ως μέλη τους τον αυξανόμενο αριθμό «νέων» εργαζομένων υπηρετώντας τη διαιρετική πολιτική του κεφαλαίου σε «παλιούς», με ψαλιδισμένα τα προμνημονιακά μεροκάματα και σε «νέους», χωρίς δικαιώματα εργαζόμενους, «εργολαβικούς» ή με ατομικές συμβάσεις εργασίας.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από τον εναγκαλισμό με το κράτος και τα προγράμματα που χρηματοδοτεί η ΕΕ. Με τα ίδια αυτά προγράμματα όμως, ρίχνει επίσης ένα κορπορατιστικό δέλεαρ προς τους «ωφελούμενους« των προγραμμάτων, το οποίο, μαζί με την εμπεδωμένη στις εργατικές συνειδήσεις αποκλειστικότητα των «νόμιμων» και των γενικών απεργιών, χρησιμοποιεί προκειμένου να ξανακερδίσει, ή μάλλον να εκβιάσει, την από τα κάτω νομιμοποίηση. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κι αν ευλαβείται τα όρια που κάθε φορά βάζει το κεφάλαιο, θα σπεύσει ωστόσο να επιβεβαιώσει τον μεσολαβητικό της ρόλο εκεί όπου το κεφάλαιο αφήνει την όποια ελάχιστη γνήσια ή κάλπικη επιλογή και να διεκδικήσει, περισσότερο ρητορικά παρά πραγματικά, «βελτιωμένες» εκδοχές των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην οικονομία, στους θεσμούς.
Ο χαρακτηρισμός λοιπόν της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ως «κυβερνητικού», «αστικού» ή «αστικοποιημένου» συνδικαλισμού αγνοεί τον εγγενή γραφειοκρατικό χαρακτήρα των συνδικάτων και ανάγει την αντικειμενική και χαρακτηριστική της εποχής μας οιονεί κρατικοποίηση των συνδικάτων σε ένα πολιτικό ή ηθικό κουσούρι προσωπικά των γραφειοκρατών. Με ένα ακόμα λογικό άλμα η αντίληψη αυτή ταυτίζει την «προδοτική» ηγεσία των συνδικάτων με τα ίδια τα συνδικάτα αποσύροντας έτσι την εμπιστοσύνη της από τον επαναστατικό χαρακτήρα της τάξης. Το τελικό συμπέρασμα, η εσχάτη λογική συνέπεια, είναι η αριστερίστικη φενάκη των «καθαρών», «κόκκινων» συνδικάτων στα οποία η τάξη θα έτρεχε να ενταχθεί μόλις «βγάλει τα συμπεράσματά της».
Αν η τρέχουσα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων καθιστά αδύνατη την ύπαρξη των παλιών καλών συνδικάτων, η άλλη θεωρητικά δυνατή εναλλακτική, τα επαναστατικά συνδικάτα – όργανα του επαναστατικού κινήματος της τάξης , σε μια μη επαναστατική εποχή σαν την σημερινή, είναι μια διαλεκτική αντίφαση με την οποία η Αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να αναμετρηθεί συγκεκριμένα.
Μέσα ή Έξω από τα συνδικάτα;
Με την νομοθετημένη στενότερη σύνδεσή του με τα συνδικάτα και τη διολίσθησή τους προς τον συντεχνιασμό, το αστικό κράτος επιδιώκει να οδηγήσει την συνδικαλιστική Αριστερά είτε στην έξοδο από τα συνδικάτα, είτε στην μετατροπή της σε νομιμόφρονα αντιπολίτευση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Τον δεύτερο αυτό ρόλο αναλαμβάνει πρόθυμα το ΠΑΜΕ προσεγγίζοντας ολοένα και περισσότερο τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος του συνδικαλιστικού δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επαφίεται επίσης σε αυτήν ή στην πρώτη επιλογή. Στη μια περίπτωση η συνδικαλιστική Αντικαπιταλιστική Αριστερά αφοπλίζεται και αναλώνεται σε ένα μάταιο κυνήγι εκλογικής κατίσχυσης επί της γραφειοκρατίας που καταλήγει σε μια, αλά ΠΑΜΕ, πολιτική ουράς της γραφειοκρατίας. Στην άλλη, απλώς αναχωρεί για τη Νεφελοκοκκυγία του σεκταρισμού αποκομμένη από τη βάση των συνδικάτων. Το γεγονός ότι, σήμερα, τα μόνα δυνατά συνδικάτα είναι τα γραφειοκρατικά, δεν μπορεί να είναι πρόφαση για ακολουθητισμό της γραφειοκρατίας και η οιονεί κρατικοποίηση της γραφειοκρατίας δεν μπορεί να είναι πρόφαση για στάσεις που οδηγούν στον αναχωρητισμό από τα συνδικάτα. Η αντικαπιταλιστική συνδικαλιστική δράση πρέπει να απορρίψει και τη μια και την άλλη παγίδα. Η θέση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι εκεί όπου βρίσκεται η τάξη, στα συνδικάτα του Παναγόπουλου (ή του Ζουμπάτοφ). Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει μέσα στα συνδικάτα να επιδιώξει, με την αυτοοργάνωση των εργατών στη βάση αυθεντικών τους αιτημάτων και μαθητεύοντας στην πραγματική κίνηση της τάξης, να εκβιάζει σταθερά και να εκθέτει τις γραφειοκρατικές τους ηγεσίες. Η ανεξαρτησία των συνδικάτων από το κράτος και η εργατική δημοκρατία μέσα σε αυτά –θεμελιωδώς ασύμβατες με την τωρινή τους κατάσταση– είναι το απαραίτητο και το μόνο στρατηγικό πλαίσιο που μπορεί να σηκώσει το βλέμμα μέχρι τα αντικαπιταλιστικά συνδικάτα, τα συνδικάτα που θα ενσωματώνουν το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Εκείνα τα συνδικάτα που μπορούν να γίνουν ένα από τα όργανα του επαναστατικού κινήματος της τάξης.
Ο πολιτικός διαχωρισμός από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, το συνδικαλιστικό άλλωστε ισοδύναμο της πολιτικής ανεξαρτησίας από το ρεφορμισμό, σημαίνει ασφαλώς διακριτά συνθήματα και αγωνιστικά σχέδια, διακριτά μπλοκ (και κατά περίπτωση διακριτή τακτική) στο δρόμο. Σημαίνει επίσης ότι όταν ξεσπούν απεργίες, η θέση των συνδικαλιστών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν είναι πίσω από τις κλειστές πόρτες των διοικήσεων, αλλά σε ανοιχτές απεργιακές επιτροπές που μπορούν και πρέπει να έχουν τον έλεγχο των απεργιών. Δεν μπορεί όμως να σημαίνει τον οργανωτικό διαχωρισμό από τα υπάρχοντα συνδικάτα ή, αλλιώς ειπωμένο, δεν μπορεί να σημαίνει τη φυγή συνδικαλιστικών πρωτοποριών προς τα εμπρός. Οι κάθε λογής συντονισμοί πρέπει κατ’ αρχήν να αφορούν αυτοοργανωμένους αγώνες˙ να πάψουν να είναι προϊόντα συνεννοήσεων κορυφής μεταξύ συγκυριακών αντικαπιταλιστικών πλειοψηφιών στα ΔΣ των σωματείων και να απαγκιστρωθούν από τη μεγαλομανία ενός μόνιμου «ανεξάρτητου κέντρου αγώνα». Οι συντονισμοί μπορούν να είναι εποικοδομητικοί μόνο όταν
Παραμένουν στο έδαφος μιας προσεκτικά σχεδιασμένης πολιτικής τακτικής συνδεδεμένης με το στρατηγικό πλαίσιο για ταξικά ανεξάρτητα και δημοκρατικά συνδικάτα
Προκύπτουν από πραγματικές και συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες για συντονισμό της αυτοοργανωμένης βάσης των συνδικάτων τις οποίες η ίδια κατανοεί και εν πολλοίς εφευρίσκει.
Μιλάνε πρωτίστως στο όνομα των αυτοοργανωμένων απεργών των επιτροπών πρωτοβουλίας και των απεργιακών επιτροπών και όχι στο όνομα των διοικήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου