Για μια Δημοκρατική, Σοσιαλιστική Ουκρανία με Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης για όλες τις Καταπιεσμένες Εθνότητες
των Kunal Chattopadhyay και Achin Vanaik
Μετάφραση: Παραναγνώστης
Καταδικάζουμε απερίφραστα τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία.
Πέρα από όλες τις συζητήσεις για το πόσο δεξιό είναι το ουκρανικό καθεστώς, τι σχέσεις έχει με νεοναζί ή με το ΝΑΤΟ, υπάρχουν ορισμένες βασικές αλήθειες. Η Ουκρανία ήταν ένα καταπιεσμένο έθνος υπό την τσαρική Ρωσία, η οποία αρνιόταν τη ιδιαιτερότητα της ουκρανικής γλώσσας και κουλτούρας. Ακόμη και μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, οι Ουκρανοί αστοί δημοκράτες βρήκαν μικρή υποστήριξη στην Πετρούπολη από τη ρωσική προσωρινή κυβέρνηση. Το Μπολσεβίκικο Κόμμα ήταν εκείνο που έγραψε το σύνθημα του δικαιώματος όλων των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση. Το δέχτηκαν για τη Φινλανδία, όπως και για την Ουκρανία. Ακόμη και στις διαπραγματεύσεις του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η αντιπροσωπεία των Μπολσεβίκων αναγνώρισε το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση, επέμεινε όμως ότι τα καθεστώτα μαριονέτες που δημιουργήθηκαν από μια ιμπεριαλιστική δύναμη δεν συνιστούν γνήσια αυτοδιάθεση.
Υπό αυτή την έννοια, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, που επιδιώκει να επεκτείνει την εξουσία και κυριαρχία του ρωσικού ιμπεριαλισμού, έχει απόλυτο δίκιο όταν τονίζει ότι η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους. Αυτό, ωστόσο, αναιρέθηκε από τις καταστολές της εποχής του Στάλιν, τη βία κατά των Τατάρων της Κριμαίας, τον τρομερό λιμό και τις γενικές σταλινικές πολιτικές αφομοίωσης.
Όπως το έθεσε ξεκάθαρα ο Πούτιν στην ομιλία του στις 21 Φεβρουαρίου, «Είναι λογικό ότι ο Κόκκινος Τρόμος και η ραγδαία διολίσθηση στη δικτατορία του Στάλιν, η κυριαρχία της κομμουνιστικής ιδεολογίας και το μονοπώλιο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία, την εθνικοποίηση και την προγραμματισμένη οικονομία—όλα αυτά μετέτρεψαν τις επίσημα διακηρυγμένες αλλά αναποτελεσματικές αρχές κυβέρνησης σε απλές διακηρύξεις. Στην πραγματικότητα, δημοκρατίες της ένωσης δεν είχαν κανένα κυριαρχικό δικαίωμα, απολύτως κανένα. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός σφιχτά συγκεντρωτικού και απολύτως ενιαίου κράτους». Ο Πούτιν συνέχισε λέγοντας ότι, ωστόσο, «είναι πολύ κρίμα που οι θεμελιώδεις και επίσημες νομικές βάσεις του κράτους μας δεν εκκαθαρίστηκαν αμέσως [από τον Στάλιν] από τις εμπνευσμένες από την επανάσταση απεχθείς και ουτοπικές φαντασιώσεις [του Λένιν], οι οποίες είναι απολύτως καταστροφικές για κάθε κανονικό κράτος».
Ο Πούτιν δεν βλέπει τη σύγκρουση της κυβέρνησής του με την Ουκρανία ως διεθνή σύγκρουση. Θέλει να αναβιώσει τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της Ρωσίας. Δεύτερη μεγαλύτερη από τις Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ, η Ουκρανία καταλαμβάνει σημαντικό γεωγραφικό χώρο. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός αναδύθηκε μέσα από την πρώην σταλινική γραφειοκρατία. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, με τα διαπιστευτήρια του πρώην KGB, συνοψίζει γλαφυρά αυτή τη μετάβαση. Η Ρωσία είχε μια οδυνηρή μετάβαση στον καπιταλισμό και ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αναδείξει παρά έναν πιο αδύναμο ιμπεριαλισμό από αυτόν των ΗΠΑ. Ωστόσο, είναι ιμπεριαλιστική.
Η Πρώην Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ενώ η Μόσχα θα ήθελε να διεκδικήσει την ηγεμονία της παντού, αναγκάστηκε να προχωρά με μικρά βήματα, καθώς βρίσκει προσκόμματα τόσο από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όσο και από τις εθνικές φιλοδοξίες των πρώην κυριαρχούμενων εθνών. Ωστόσο, ο Πούτιν ήταν αμείλικτος στην πορεία του, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Εντός της Ρωσίας, οι φωνές της αντιπολίτευσης φιμώθηκαν, τα μέσα ενημέρωσης ελέγχονται από το κράτος και ο Πούτιν μαζί με τους τσίρους του ασκούν αδιάκοπη Προεδρική εξουσία για μια ολόκληρη γενιά. Σε διεθνές επίπεδο, ο Πούτιν (τότε που κινούσε τα νήματα από το γραφείο του πρωθυπουργού πίσω από τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ) εισέβαλε στη Γεωργία το 2008, για να την εμποδίσει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Eπικαλέστηκε φτηνές δικαιολογίες για την υποστήριξη της απόσχισης των επαρχιών της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, τις οποίες ο Πούτιν ενθάρρυνε να διεκδικήσουν ανεξαρτησία. Το 2014, φοβούμενος ότι η Ρωσία θα βρισκόταν περίκλειστη εάν η Ουκρανία εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, ο Πούτιν εισέβαλε και κατέλαβε την Κριμαία. Αυτό παραβίασε τη Συμφωνία της Βουδαπέστης του 1994, με την οποία η Ουκρανία εγκατέλειψε το τρίτο στον κόσμο πυρηνικό της οπλοστάσιο, με αντάλλαγμα τις γραπτές διαβεβαιώσεις ασφαλείας της συνθήκης, ότι η εδαφική της ακεραιότητα και κυριαρχία θα γίνονται πλήρως σεβαστές από ξένες δυνάμεις, και συγκεκριμένα από τη Ρωσία. Ήλπιζαν ρητά να αποτρέψουν τις παράνομες στρατιωτικές επεμβάσεις.
Ο Πούτιν επενέβη επίσης στρατιωτικά την ίδια χρονιά στις περιοχές του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ στην ανατολική Ουκρανία ενθαρρύνοντας τις αυτονομιστικές ομάδες εκεί να κηρύξουν ανεξαρτησία. Σε αντίθεση με την Κριμαία, όπου οι Ρώσοι είναι πλειοψηφία, στην ανατολική περιοχή του Ντονμπάς, η πλειοψηφία είναι Ουκρανοί που μιλούν ρωσικά, ενώ οι Ρώσοι αποτελούν περίπου το σαράντα τοις εκατό του πληθυσμού της περιοχής. Και στις δύο περιπτώσεις της Γεωργίας και της Ουκρανίας, ο Πούτιν πίστευε ότι οι ΗΠΑ ήταν πολύ αδύναμες για να τον αντιμετωπίσουν. Το μεν 2008, οι ΗΠΑ είχαν κολλήσει στην ιρακινή κρίση δημιούργημα της δικής τους βαναυσότητας, ενώ το 2014, αφού αποδέχθηκαν την αδυναμία να επιτύχουν όλους τους στόχους τους, απέσυραν σχεδόν όλα τα στρατεύματά τους από το Ιράκ, αναβιώνοντας εν μέρει τη στρατιωτική παράλυσή τους μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το ότι οι ΗΠΑ τελικά αποχώρησαν και από το Αφγανιστάν εγκαταλείποντας την κυβέρνηση μαριονέτα τους και το ότι δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για τα ρωσικά στρατεύματα που στάλθηκαν στο Καζακστάν το φετινό Ιανουάριο για να στηρίξουν το εκεί αυταρχικό καθεστώς, μπορεί κάλλιστα να μέτρησε στους υπολογισμούς του ίδιου του Πούτιν.
Μετασοβιετική Ουκρανία: Ολιγαρχική κυριαρχία
Δεδομένης της πρόσφατης επιθετικότητας της Ρωσίας, πώς προσεγγίζεται αυτή η ανανεωμένη, μεγάλης κλίμακας εισβολή; Αν μη τι άλλο, ο πόλεμος του Ντονμπάς το 2014-15 οδήγησε σε χιλιάδες θανάτους. Πάνω από 150.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Για να ξεκινήσουμε μια ανάλυση των πρόσφατων εξελίξεων, πρέπει να επιστρέψουμε στις διαδηλώσεις του Μαϊντάν του 2014 και προκειμένου να τις κατανοήσουμε, πρέπει να επιστρέψουμε ακόμα πιο πίσω στα θεμέλια της ανεξάρτητης Ουκρανίας, στην άνοδο της ολιγαρχίας και στην αδυναμία της οικονομίας της Ουκρανίας παρά τον εξαιρετικό πλούτο των πόρων της οι οποίοι αποτελούν μαγνήτη για ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Το σύνταγμα της Ουκρανίας του 1996, που εγκρίθηκε υπό τον προεδρεία του Λεονίντ Κούτσμα, έδινε στον πρόεδρο περισσότερες εξουσίες από το κοινοβούλιο, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό με τη Ρωσία: ήταν περισσότερο μια προεδρική-κοινοβουλευτική δημοκρατία, παρά μια καθαρά προεδρική. Αυτός ήταν επίσης ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη του πολιτικού συστήματος. Οι προεδρικές εκλογές δεν ήταν αναμετρήσεις όπου ο νικητής τα παίρνει όλα στον ίδιο βαθμό που συνέβαινε σε πολλές άλλες πρώην πρώην σοβιετικές χώρες.
Με τη βοήθεια του κράτους, πρόσωπα όπως ο Rinat Akhmetov, ο Ihor Kolomoyskyi, ο Viktor Pinchuk και ο Victor Yanukovych απέκτησαν παλιές σοβιετικές βιομηχανίες σε εξευτελιστικές τιμές. Στη συνέχεια έκαναν τεράστια περιουσία όχι τόσο επενδύοντας ή αναβαθμίζοντας τες όσο χρησιμοποιώντας τες για να βγάλουν γρήγορα χρήματα, μεταφέροντας τα κεφάλαιά τους στην Κύπρο ή σε άλλα υπερπαράκτια καταφύγια κεφαλαίου. Για πολλά χρόνια, ο Κούτσμα και ο πρωθυπουργός του, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, μπόρεσαν να κρατήσουν τις ισορροπίες στο ζήτημα του αν θα ενσωματωθούν στην οικονομική σφαίρα της Ευρώπης ή της Ρωσίας, χωρίς να κινούνται αποφασιστικά ούτε προς τη Δύση ούτε προς την Ανατολή. Αυτό θωράκισε τους ολιγάρχες της Ουκρανίας, προστατεύοντάς τους από ισχυρότερους Ρώσους ή Ευρωπαίους ανταγωνιστές. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι οι ολιγάρχες μπόρεσαν να παίξουν διαφορετικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα από τους Ρώσους ομολόγους τους: εδώ, το κράτος αποδείχθηκε ανίκανο να κυριαρχήσει πάνω τους και να τους αποκλείσει από την κυβέρνηση όπως έκανε ο Πούτιν.
Το τελικό αποτέλεσμα των μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεων του 2004 που ονομάστηκαν «Πορτοκαλί Επανάσταση» δεν περιλάμβανε καμία δομική αλλαγή, παρά μόνο μια απλή εναλλαγή των ολιγαρχικών ελίτ. Η αναταραχή ξέσπασε λόγω της παράνομης χειραγώγησης, της διαφθοράς και της εκλογικής απάτης (στην οποία συμμετείχε η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή) υπέρ του Γιανουκόβιτς έναντι του άλλου κύριου υποψηφίου, του Βίκτορ Γιούσενκο, στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της χρονιάς εκείνης. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας αποφάσισε επανάληψη της ψηφοφορίας την οποία κέρδισε ο Γιούσενκο, πρώην πρωθυπουργός μεταξύ 1999 και 2001. Ο τότε Πρόεδρος Κούτσμα δεν μπορούσε νόμιμα να είναι εκ νέου υποψήφιος πέρα από τις δύο θητείες που είχε ήδη υπηρετήσει. Ούτως ή άλλως όμως, η φήμη και η αξιοπιστία του είχαν πληγεί θανάσιμα από ένα μεγάλο παλαιότερο σκάνδαλο, όταν αποκαλύφθηκε με αδιάσειστα στοιχεία ότι είχε διατάξει την απαγωγή ενός δημοσιογράφου. Το 2004, είχαν εγκριθεί από το κοινοβούλιο συνταγματικές τροποποιήσεις που μετατόπιζαν το σύστημα προς μια περισσότερο κοινοβουλευτική-προεδρική ισορροπία. Δεδομένου ότι το αξίωμα του Προέδρου σήμαινε πλέον λιγότερα, ο Κούτσμα δέχτηκε αποσύρει την υποστήριξή του προς τον Γιανουκόβιτς.
Μετά τη νίκη του, η προώθηση ενός εθνικιστικού αντικομμουνιστικού λόγου από τον Γιούσενκο δεν μπορούσε να εμποδίσει την πτώση της δημοτικότητάς του. Βυθίστηκε σε σκάνδαλα διαφθοράς μαζί με ευνοημένους ολιγάρχες και ασχολήθηκε αποκλειστικά με πολιτικές μανούβρες. Επέλεξε να διαλύσει το κοινοβούλιο και να αποπέμψει μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου για να κάνει το δικό του αντί να αντιμετωπίσει τα δεινά μιας βαθιά ασταθούς οικονομίας που εξαρτιόταν από τις διακυμάνσεις των εξαγωγικών εσόδων και των επενδύσεων. Καθώς οι τιμές των μετάλλων βυθίστηκαν, τα επίπεδα πληθωρισμού αυξήθηκαν και ο ρυθμός ανάπτυξης μειώθηκε από 12% το 2004 σε 3% το 2005 και στη συνέχεια με την έλευση της Μεγάλης Ύφεσης έπεσε στο 0,1% το 2008 και στο μείον 2,9% το 2009. Ο Γιούσενκο έχασε την εξουσία το 2010, πέμπτος στις εκλογές εκείνης της χρονιάς με μόλις 5,45% των ψήφων. Ακόμα και σήμερα, το κατά κεφαλή εισόδημα της Ουκρανίας είναι μικρότερο από όσο ήταν το 1991, ενώ ο πληθυσμός της μειώθηκε από 50 σε 41 εκατομμύρια προς το παρόν.
Εκλεγμένος πρόεδρος πια το 2010, ο Γιανούκοβιτς προσπάθησε να επανέλθει στο σύνταγμα του 1996. Αυτό σήμαινε επίσης ότι οι μισοί βουλευτές στη Ράντα (το κοινοβούλιο της Ουκρανίας) θα εκλέγονταν ξανά σε μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και οι μισοί από τις κομματικές λίστες. Εκτός από την προσπάθεια να μονοπωλήσει την πολιτική εξουσία, ο Γιανουκόβιτς προσπάθησε να συγκεντρώσει την πιστωτική και οικονομική δύναμη γύρω από τη δική του ομάδα, ειδικά την οικογένειά του. Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια προσωπική διαφθορά καθώς και η αποξένωση και η διχόνοια με μια σειρά από άλλους ολιγάρχες.
Η ανακοίνωση του Γιανουκόβιτς στις 21 Νοεμβρίου 2013, ότι θα αναστείλει τις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΕ, ήταν το πρώτο έναυσμα για τις διαμαρτυρίες που τελικά οδήγησαν στην πτώση του. Ωστόσο, αυτή η μοίρα δεν ήταν προκαθορισμένη. Η Ουκρανία ήταν αρκετά ισομοιρασμένη με περίπου σαράντα τοις εκατό υπέρ της υπογραφής της Συμφωνίας Σύνδεσης και σαράντα τοις εκατό υπέρ μιας συμφωνίας με την Ευρασιατική Τελωνειακή Ένωση υπό την ηγεσία της Ρωσίας. Έτσι, όταν ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, σίγουρα δεν ήταν μια πανεθνική λαϊκή εξέγερση.
Γιατί αυτό θα είχε τόση σημασία, είτε για την ΕΕ είτε για τη Ρωσία; Αυτό μπορεί να εξηγηθεί όταν κοιτάξουμε την ουκρανική οικονομία. Είναι η δεύτερη σε έκταση χώρα στην Ευρώπη, έχει το γεωργικό δυναμικό να θρέψει εξακόσια εκατομμύρια και έχει πληθυσμό πάνω από σαράντα εκατομμύρια, δηλαδή έξι εκατομμύρια περισσότερο από τον πληθυσμό της Πολωνίας.
Η Ουκρανία κατατάσσεται ως:
Τέταρτη στον κόσμο από τη συνολική αξία των φυσικών πόρων.
Πρώτη στην Ευρώπη σε αποδεδειγμένα ανακτήσιμα αποθέματα μεταλλευμάτων ουρανίου.
Δεύτερη στην Ευρώπη και δέκατη στον κόσμο όσον αφορά τα αποθέματα μεταλλεύματος τιτανίου.
Δεύτερη στον κόσμο ως προς τα εξερευνημένα αποθέματα μεταλλευμάτων μαγγανίου (2,3 δισεκατομμύρια τόνοι, ή δώδεκα τοις εκατό των παγκόσμιων αποθεμάτων).
Τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα σιδηρομεταλλεύματος στον κόσμο (τριάντα δισεκατομμύρια τόνοι).
Δεύτερη στην Ευρώπη όσον αφορά τα αποθέματα μεταλλευμάτων υδραργύρου.
Δεύτερη στην Ευρώπη (δέκατη τρίτη στον κόσμο) σε αποθέματα σχιστολιθικού φυσικού αερίου (είκοσι δύο τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα).
Έβδομη στον κόσμο σε αποθέματα άνθρακα (33,9 δισεκατομμύρια τόνοι).
Η Ουκρανία είναι μια σημαντική αγροτική χώρα. Κατατάσσεται ως:
Πρώτη στην Ευρώπη από άποψη καλλιεργήσιμης γης.
Τρίτη στον κόσμο κατά την έκταση μαύρων γαιών (είκοσι πέντε τοις εκατό του παγκόσμιου συνόλου).
Πρώτη στον κόσμο στις εξαγωγές ηλιοτροπίου και ηλιελαίου.
Δεύτερη στον κόσμο στην παραγωγή κριθαριού και Τέταρτη στις εξαγωγές κριθαριού.
Τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός και τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας καλαμποκιού στον κόσμο.
Τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός πατάτας στον κόσμο.
Πέμπτος μεγαλύτερος παραγωγός σίκαλης στον κόσμο.
Πέμπτη στον κόσμο σε μελισσοκομική παραγωγή (εβδομήντα πέντε χιλιάδες τόνοι).
Όγδοη στον κόσμο στις εξαγωγές σιταριού.
Ένατη στον κόσμο στην παραγωγή αυγών κότας.
Δέκατη έκτη στον κόσμο στις εξαγωγές τυριών.
Η Ουκρανία είναι μια σημαντική βιομηχανοποιημένη χώρα:
Πρώτη στην Ευρώπη στην παραγωγή αμμωνίας.
Δεύτερο στην Ευρώπη και τέταρτο στον κόσμο σύστημα αγωγών φυσικού αερίου .
Τρίτη στην Ευρώπη και όγδοη στον κόσμο από άποψη εγκατεστημένης ισχύος πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.
Τρίτη στην Ευρώπη και ενδέκατη στον κόσμο σε μήκος σιδηροδρομικού δικτύου (21.700 km).
Τρίτη παγκοσμίως (μετά τις ΗΠΑ και τη Γαλλία) στην παραγωγή εντοπιστών και εξοπλισμού εντοπισμού.
Τρίτος εξαγωγέας σιδήρου παγκοσμίως.
Τέταρτος εξαγωγέας στροβίλων για πυρηνικούς σταθμούς παγκοσμίως.
Τέταρτος κατασκευαστής εκτοξευτών πυραύλων παγκοσμίως.
Τέταρτη θέση στον κόσμο στις εξαγωγές αργίλου.
Τέταρτη στις εξαγωγές τιτανίου παγκοσμίως.
Όγδοη στον κόσμο σε εξαγωγές μεταλλευμάτων και συμπυκνωμάτων.
Ένατη στον κόσμο σε εξαγωγές προϊόντων αμυντικής βιομηχανίας.
Δέκατος μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα παγκοσμίως (32,4 εκατομμύρια τόνοι).
Πέρα από οποιουσδήποτε ισχυρισμούς για αυτοδιάθεση ή τη χρησιμότητά της ως «κράτος- ανάχωμα», πρέπει να είναι πια σαφές γιατί και τα δύο ιμπεριαλιστικά μπλοκ ήθελαν την Ουκρανία. Και η ΕΕ με την «απλώς» οικονομική της προσφορά ήταν επικίνδυνη για μια Ρωσία που εξακολουθεί να μην μπορεί να ανταγωνιστεί βιομηχανικά τη Δύση και η οποία βλέπει την επέκταση της ήδη βασισμένης στην εξόρυξη εξαγωγικής οικονομίας της ως τον καλύτερο δρόμο προς τα εμπρός.
Από το Euromaidan και μετά
Στην αρχή, το κίνημα Euromaidan του Νοέμβρης 2013-Φεβρουάριος 2014 αποτελούνταν κυρίως από μεσαίας τάξης κατοίκους του Κιέβου και φοιτητές, οι οποίοι εμφορούνταν κυρίως από μια ευρωπαϊκή ιδεολογία. Υπήρχε επίσης μια ισχυρή αντιρωσική, εθνικιστική συνιστώσα. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε ιδέα για μια Ουκρανία χτισμένη πάνω σε εθνικιστικά και όχι δημοκρατικά θεμέλια θα έπρεπε να ενσωματώνει έναν βαθμό αντιρωσισμού. Οι διαδηλώσεις του Μαϊντάν προσέδωσαν την επιλογή μεταξύ της Σύνδεσης με την ΕΕ και της σύνδεσης με την Τελωνειακή Ένωση της Ρωσίας πολύ αυστηρούς, σχεδόν πολιτισμικούς όρους: είναι η Ουκρανία με την Ευρώπη ή με τη Ρωσία; Θα συμπαραταχθεί με τον Πούτιν, τον Λουκασένκο (Λευκορωσία) και τον Ναζαρμπάεφ (Καζακστάν) ή δεν έχει καμία σχέση με αυτούς;
Ωστόσο, ανεξάρτητα από αυτό, οι διαδηλώσεις στο Μαϊντάν ήταν εξαρχής μεγάλα κινήματα. Οι πρώτες κιόλας διαδηλώσεις στο Κίεβο είχαν πενήντα ή παραπάνω χιλιάδες ανθρώπους. Στις 30 Νοεμβρίου ήρθε η καταστολή του κινήματος. Τα τηλεοπτικά κανάλια, ιδιοκτησίας των ολιγαρχών που υποστήριζαν τον Γιανουκόβιτς, παρουσίασαν ξαφνικά την καταστολή με μελανά χρώματα. Η διαμαρτυρία που έγινε στο Κίεβο την 1η Δεκεμβρίου ήταν τεράστια, με κάπου διακόσιες χιλιάδες άτομα. Το κίνημα εξαπλώθηκε και γεωγραφικά: υπήρχαν Μαϊντάν σχεδόν σε κάθε πόλη. Υπήρχε μια σημαντική ακροδεξιά παρουσία που περιλάμβανε νεοφασίστες, αλλά οι διαμαρτυρίες δεν ήταν μόνο νεοφασιστικές. Στην πραγματικότητα, μόνο μια μικρή μειοψηφία των διαδηλωτών στις συγκεντρώσεις ήταν από την ακροδεξιά. Ωστόσο, η ακροδεξιά έδρασε ενοποιητικά και κατάφερε να ενσωματώσει τα συνθήματά τους.
Μετά την αρχική έκρηξη και στη συνέχεια την εντατικοποίηση και την εξάπλωση, από τα μέσα Ιανουαρίου και μετά, οι διαμαρτυρίες φάνηκαν να μπαίνουν σε τρίτη φάση. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης συνεχίστηκαν ακόμη και όταν κλιμακωνόταν η βία, μέχρι την ανατροπή του Γιανουκόβιτς στις 22 Φεβρουαρίου. Ίσως το σημαντικότερο σημείο καμπής ήταν οι πυροβολισμοί κατά διαδηλωτών στο κέντρο του Κιέβου από ελεύθερους σκοπευτές στις 18, 19 και 20 Φεβρουαρίου. Υπήρξε και μια άλλη σημαντική εξέλιξη στις 18 Φεβρουαρίου στη δυτική Ουκρανία. Εκεί διαδηλωτές άρχισαν να επιτίθενται σε αστυνομικά τμήματα παίρνοντας από τα οπλοστάσια τους μεγάλες ποσότητες όπλων. Αυτό συνέβη στο Lviv, στο Ternopil, στο Ivano-Frankivsk και σε πολλές άλλες περιοχές.
Αυτή η εξέλιξη άλλαξε άρδην την κατάσταση. Η αστυνομία καταστολής ταραχών ήταν έτοιμη να διαλύσει τους διαδηλωτές ενόσω αυτοί ήταν οπλισμένοι με ξύλα, πέτρες και βόμβες μολότοφ, αλλά δεν σκόπευαν και να πεθάνουν για τον Γιανουκόβιτς. Μετά τις 18 Φεβρουαρίου, οι δυτικές περιοχές της Ουκρανίας ήταν υπό τον έλεγχο των διαδηλωτών, οι οποίοι κατέλαβαν τα διοικητικά κτίρια και τα αρχηγεία της αστυνομίας και της υπηρεσίας ασφαλείας. Σε ορισμένα σημεία, η αστυνομία πυροβόλησε κατά των διαδηλωτών, αλλά σε πολλές περιοχές έφυγαν χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση.
Η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς έπεσε στα τέλη Φεβρουαρίου. Ο Πούτιν, και ένα τμήμα της αριστεράς που βλέπει στο όνειρό του τον Πούτιν ως συνεχιστή της αντίστασης στον «ιμπεριαλισμό» (ο οποίος ταυτίζεται μόνο με τις ΗΠΑ ή τη Δύση), έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί ότι αυτό που συνέβη ήταν ένα φασιστικό πραξικόπημα. Ένα «πραξικόπημα» υποδηλώνει όμως μια προγραμματισμένη, οργανωμένη συνωμοσία για την κατάληψη της εξουσίας, κάτι που απέχει πολύ από την περίπτωση. Επιπλέον, η ακροδεξιά ήταν μόνο μια συνιστώσα της κυβέρνησης που προέκυψε. Τέλος, η υπόθεση ότι η ακροδεξιά ήταν όργανο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αγνοεί την εσωτερική δυναμική και αντιμετωπίζει όλες τις εθνικές συγκρούσεις με μια αριστερή εκδοχή γεωστρατηγικών θεωριών εστιάζοντας, σε παράλογο βαθμό, μόνο στους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων.
Σε κάθε περίπτωση, η ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας έδωσε τεράστια πλεονεκτήματα στη νέα κυβέρνηση: της χάρισε ευρεία νομιμοποίηση ώστε να ωθήσει κοινωνικά ζητήματα στο παρασκήνιο, για να αναδείξει στο προσκήνιο την «εθνική ενότητα» ενάντια στην ξένη επιθετικότητα.
Φοβούμενος ένα ρωσικό κοινωνικό και πολιτικό κίνημα όπως το Μαϊντάν, ο Πούτιν περιέγραψε το μετά-Γιανουκόβιτς καθεστώς στο Κίεβο, ως κυριαρχούμενο από αντιρώσους φασίστες, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα για να νομιμοποιήσει την προσάρτηση της Κριμαίας και τη λεγόμενη ανάγκη «προστασίας» των ρωσόφωνων πληθυσμών. Την ώρα πού οι «Ουκρανοί» συχνά ταυτίζονταν με τους «φασίστες», ο «υβριδικός πόλεμος» που ενορχηστρώθηκε από τη Μόσχα στην Ανατολική Ουκρανία για να αποσταθεροποιήσει τη στροφή της χώρας προς τους δυτικούς θεσμούς άλλαζε την πολιτική ζωή στην Ουκρανία. Είχε ως αποτέλεσμα αύξηση του μίσους και υστερική ρητορική της εκδίκησης που χρησιμοποιήθηκε από τις κυρίαρχες ελίτ σε όλη τη χώρα ως δικαιολογία για την αντικοινωνική τους πολιτική.
Οι τομείς της αριστεράς που βλέπουν στο Μαϊντάν μια συνωμοσία ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, χαρακτηρίζουν ουσιαστικά όλους τους Ουκρανούς ως φασίστες και τους Ρωσόφωνους ως προοδευτικούς. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη από το 2015 είναι πολύ διαφορετικό. Σίγουρα, ο Volodymyr Zelensky δεν είναι ριζοσπάστης και δεν είχε θετικό πρόγραμμα. Αλλά ο εκλογικός θρίαμβος αυτού του τηλεοπτικού κωμικού αντανακλούσε μια στιγμή που οι Ουκρανοί προσπαθούσαν να απορρίψουν την ολιγαρχία. Με το εβδομήντα τρία τοις εκατό των ψήφων, κέρδισε μια συντριπτική νίκη. Στην πραγματικότητα, όμως, υπήρξε, για άλλη μια φορά, απλώς μια ανασυγκρότηση των ολιγαρχών.
Η αποκατάσταση του καθεστώτος του ουκρανικού πολιτισμού και γλώσσας είναι αναπόφευκτο μέρος του εγχειρήματος εθνικής κυριαρχίας και ταυτότητας για ιστορικούς αλλά και σημερινούς γεωπολιτικούς λόγους. Κατά κάποιο τρόπο, η επιθετικότητα της Ρωσίας και οι συχνές υπομνήσεις του Κρεμλίνου, ότι η Ουκρανία δεν είναι χώρα και δεν είναι πολιτισμός, βοήθησε επίσης στην προώθηση μιας επικίνδυνης, δυαδικής και δήθεν αναπόδραστης αντίθεσης μεταξύ του ουκρανικού εθνικισμού και του ρωσικού εθνικισμού σε μια χώρα όπου σχεδόν όλοι μπορούν να διαβάσουν και να καταλάβουν τα ρωσικά, όπου το εβδομήντα τοις εκατό του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου τεράστιου αριθμού Ουκρανών, μπορεί επίσης να τα μιλήσει, και όπου η ουκρανική είναι η γλώσσα του κράτους ενώ τα ρωσικά κυριαρχούν στην αγορά πολιτιστικών αγαθών και προϊόντων. Ο πλήρης χωρισμός τους είναι αδύνατος λόγω της στενής ιστορικής τους διαπλοκής. Το μέλλον της ουκρανικής γλώσσας και του ουκρανικού πολιτισμού πρέπει να οικοδομηθεί με τους δικούς τους όρους, αγκαλιάζοντας την πολυεθνικότητα και την πολυπολιτισμικότητα του ίδιου του ουκρανικού έθνους.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι η Εθνική Δημοκρατία του Ντονέτσκ και η Εθνική Δημοκρατία του Λουχάνσκ, τα καθεστώτα που υποστηρίζονται από τη Ρωσία, έχουν δείξει ξεκάθαρη εχθρότητα σε κάθε είδους πολυπολιτισμικότητα. Μία από τις πρώτες ενέργειες των Ρώσων στην Κριμαία και το Ντονμπάς ήταν η αντικατάσταση των πολύγλωσσων πινακίδων με αποκλειστικά ρωσικές. Η Ουκρανία, έχει τουλάχιστον ένα σύστημα όπου μια μειονοτική γλώσσα πρέπει να υποστηρίζεται επίσημα σε έναν δήμο, εάν ο αριθμός των ομιλητών της υπερβαίνει ένα ορισμένο επίπεδο (δέκα τοις εκατό), υπάρχουν δε και άλλες ακόμα γλώσσες όπως ουγγρικά, ρουμανικά, πολωνικά, ταταρικά.
Η αποκατάσταση μιας γλώσσας και ενός πολιτισμού που έχει καταπιεστεί ιστορικά είναι σημαντική και απαραίτητη και, για να γίνει αυτό, απαιτείται επίσης μια πράξη εξισορρόπησης έναντι της ρωσικής και των σχετικών εκφράσεων του πολιτισμού. Αλλά ο Ποροσένκο, ο προκάτοχος του Ζελένσκι, θέλησε να πάει πέρα από αυτό, προωθώντας μια πιο επιθετική αντιρωσική γραμμή. Ωστόσο, ισχύει και το αντίστροφο. Όσοι θέλουν να κατηγορήσουν τους Ουκρανούς για την εισβολή του Πούτιν πρέπει να θυμηθούν ξανά τη δική του στάση, στην προεδρική ομιλία του προς τους πολίτες της Ρωσίας στις 21 Φεβρουαρίου, όταν τους προετοίμαζε για την εισβολή που θα ακολουθούσε μια εβδομάδα αργότερα. Όπως είπε, «Θα ήθελα να τονίσω ξανά ότι η Ουκρανία δεν είναι απλώς μια γειτονική χώρα για εμάς. Είναι αναφαίρετο μέρος της ιστορίας, του πολιτισμού και του πνευματικού μας χώρου».
Σύμφωνα με τον Πούτιν, ο Λένιν με την αρχή του «δικαιώματος στην αυτοδιάθεση» είναι ο πραγματικός ένοχος. Όπως το θέτει ο Πούτιν, «Από τη σκοπιά της ιστορικής μοίρας της Ρωσίας και των λαών της, οι λενινιστικές αρχές της κρατικής οικοδόμησης αποδείχθηκαν όχι ένα απλό λάθος, αλλά, όπως λένε, άτι πολύ χειρότερο από λάθος». Και περαιτέρω, «ήταν οι σκληρές οδηγίες του Λένιν για το Ντονμπάς εκείνες που κυριολεκτικά το στρίμωξαν να χωρέσει στην Ουκρανία», αλλά η ιστορία πήρε τώρα την εκδίκησή της επειδή «ευγνώμονες απόγονοι κατεδάφισαν τα μνημεία του Λένιν στην Ουκρανία. Αυτό, το αποκαλούν αποκομμουνιστικοποίηση». Ο Πούτιν υπόσχεται να ολοκληρώσει τη δουλειά: «Θέλετε αποκομμουνιστικοποίηση; Λοιπόν, αυτό μας ταιριάζει μια χαρά. Αλλά δεν είναι απαραίτητο, να σταματήσουμε, όπως λένε, μεσοδρομίς. Είμαστε έτοιμοι να σας δείξουμε τι σημαίνει πραγματική αποκομμουνιστικοποίηση για την Ουκρανία».
Παρόλο που αποδοκιμάζουν την εισβολή του Πούτιν, οι δυτικοί αντικομμουνιστές ιδεολόγοι έχουν τους δικούς τους λόγους να καλωσορίζουν αυτό το αντικομμουνιστικό παραλήρημα και κατηγορητήριο κατά του Λένιν και όσων υποστήριζε. Θα ξανασκεφτούν όμως τις δεσμεύσεις τους όσοι είναι στην αριστερά που υποστηρίζει τον Πούτιν;
ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ: Ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος ιμπεριαλιστής παγκοσμίως. Έχει το χειρότερο ρεκόρ στην υποστήριξη βίαιων δικτατοριών στο εξωτερικό και στη διεξαγωγή απαράδεκτων στρατιωτικών επεμβάσεων σε άλλες χώρες. Κατέχει το ρεκόρ άμεσης και έμμεσης ευθύνης για τη δολοφονία αμάχων, ένας συνολικός απολογισμός από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, που ξεπερνά εύκολα τα πολλά εκατομμύρια.
Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τη συμπεριφορά άλλων χωρών, μεγάλων, μεσαίων ή μικρών, που επιδιώκουν να εδραιώσουν και να επεκτείνουν την περιφερειακή ή παγκόσμια ηγεμονία και κυριαρχία τους. Αυτές οι άλλες δυνάμεις περιλαμβάνουν αρκετούς δυτικοευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ και φορείς όπως το ΝΑΤΟ αλλά και το Ισραήλ, την Τουρκία, την Ινδία, το Πακιστάν και φυσικά τη Ρωσία και την Κίνα. Αναμφίβολα σε αυτήν την ευρεία λέσχη ιμπεριαλιστικών και επίδοξων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων συμπεριλαμβάνονται ή μπορούν να συμπεριληφθούν και άλλοι. Η αιτιολόγηση αυτού του επεκτατισμού αναφέρεται πάντα στις απαιτήσεις της «εθνικής ασφάλειας» και της ανάγκης «αντίδρασης» ενάντια σε άλλους κατονομαζόμενους ενόχους. Η διεθνής Αριστερά πρέπει να προσέξει να μην πέσει στην πολιτική της υπεράσπισης του υποτιθέμενου «μικρότερου κακού» ή ακόμη και της άρνησης ή της μείωσης του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του. Πρέπει να αποφύγουμε να υποκύψουμε στον «αντιιμπεριαλισμό των ηλιθίων». Στην περίπτωση της Ρωσίας μάλιστα, δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένας λόγος σύγχυσης
Ας διερευνήσουμε αυτό το ζήτημα της σχέσης της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ μετά από τη σοβιετική διάλυση. Το ΝΑΤΟ, στα μάτια μας, ουδέποτε είχε την παραμικρή δικαιολογία, επομένως αντιτιθέμεθα στην ύπαρξή του. Ωστόσο, ακόμη και με τη λογική του Ψυχρού Πολέμου που είχε το ίδιο προωθήσει, θα έπρεπε να είχε διαλυθεί μόλις τελείωσε και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Στην πραγματικότητα, φυσικά, το υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ΝΑΤΟ όχι μόνο δεν συμπτύχθηκε, όχι μόνο αθέτησε τις υποσχέσεις να μην επεκταθεί περαιτέρω, αλλά έχει σκόπιμα επεκτείνει την εμβέλειά του όσο πιο κοντά μπορεί στα σύνορα της Ρωσίας. Φυσικά αντιτιθέμεθα και το καταδικάζουμε γιατί σημαίνει υπονόμευση της παγκόσμιας αναζήτησης για μεγαλύτερη ειρήνη και δικαιοσύνη, υποταγή μικρότερων και αδύναμων χωρών, εμβάθυνση των συμμαχιών της κυρίαρχης τάξης και επιτρέπει μεγαλύτερη εκμετάλλευση των απλών εργατικών μαζών της δικής τους και άλλων χωρών. Ούτε πρέπει να μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι τα μέλη αυτής της ιμπεριαλιστικής λέσχης παντού θα καταφύγουν στον εκφοβισμό των γειτόνων τους και θα επιδιώξουν να επεκτείνουν τη άμεση εξουσία και κυριαρχία τους όσο το δυνατόν περισσότερο.
Από τον Γέλτσιν μέχρι τον Πούτιν, η ρωσική ηγεσία μιλούσε συνεχώς για τις «νόμιμες ανάγκες ασφάλειας». Η λέξη «ανάγκες» είναι πάντα πιο αποτελεσματική λέξη από τη λέξη «φιλοδοξίες», η οποία δεν θα ταίριαζε τόσο καλά με τον όρο «νόμιμες». Μετά τη σοβιετική διάλυση, η Ρωσία έγινε στρατιωτικά και πυρηνικά η δεύτερη δύναμη στον κόσμο. Πιστεύει κανείς με τα καλά του ότι οι ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ θα θελήσουν να διακινδυνεύσουν πραγματικά να εισβάλουν εδαφικά στη Ρωσία; Αλλά όπως όλοι οι ιμπεριαλιστές και επίδοξοι ιμπεριαλιστές, έτσι και η Ρωσία θέλει να δημιουργήσει και να εδραιώσει τη δική της «σφαίρα επιρροής», που αποτελεί έναν ευφημισμό για να συγκαλύψει το πραγματικό της σχέδιο. Όπως κάθε αυτοκρατορική δύναμη, αυτό το σχέδιο ισοδυναμεί με την εξωτερική κυριαρχία όσο το δυνατόν περισσότερο σε μια ορισμένη περιοχή της οποίας τα σύνορα είναι πάντα ανοιχτά προς επέκταση.
Παρά την επέκταση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι η δράση της Ρωσίας στο «εγγύς εξωτερικό» ή μακρύτερα, υποκινείται σοβαρά από τον φόβο ότι «η ασφάλειά της θα κινδυνεύσει βαθιά». Οι ενέργειές της δεν είναι απλή αντίδραση ή αυτοάμυνα. Πράγματι, το πιο πιθανό αποτέλεσμα αυτού που έχει κάνει η Ρωσία θα είναι η ενίσχυση της δέσμευσης στο ΝΑΤΟ και η πιθανή (κάποιοι θα έλεγαν τώρα, κατά πάσα πιθανότητα) διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, καθώς και ένα ισχυρότερο κίνητρο για τις χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού να ευθυγραμμιστούν και να έρθουν πιο κοντά με τις ΗΠΑ και τις δομές της συμμαχίας τους.
Πρέπει να αντιταχθούμε κατηγορηματικά σε όλους τους ιμπεριαλισμούς. Αν ήταν να αποδοθεί παγκόσμια και ιστορική ευθύνη για τις ανομίες του ιμπεριαλισμού, τότε η μερίδα του λέοντος θα βάραινε προφανώς τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Αλλά αυτή η αλήθεια δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να εκλογικεύσει τις ανομίες και τη συμπεριφορά άλλων ιμπεριαλιστών. Ο Πούτιν δεν έστειλε στο Καζακστάν τα στρατεύματα της Ρωσικής Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας ως «αντίδραση» προς τη Δύση ή ως «εξαναγκασμό» που απορρέει από τις «νόμιμες ανάγκες ασφαλείας» της Ρωσίας. Το έκανε για να σταθεροποιήσει ένα φιλορωσικό βάναυσο αυταρχικό καθεστώς που καταπιέζει τον ίδιο του το λαό.
Εδώ πρέπει να γίνουν δύο ακόμη σύντομες παρατηρήσεις. Έχουμε γίνει μάρτυρες μιας υποκρισίας σε πρωτοφανές επίπεδο, τόσο για την ουκρανική αντίσταση όσο και για τους πρόσφυγες, από την ΕΕ και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Είναι χώρες και μέσα ενημέρωσης που πάντα καταδίκαζαν την παλαιστινιακή αντίσταση ως τρομοκρατία, αλλά σήμερα είναι όλα υπέρ της πολιτικής αντίστασης στους Ρώσους. Θεωρούμε την «στήριξή» τους προς τους Ουκρανούς ως ανειλικρινή, συνδεδεμένη με τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων των δυτικών δυνάμεων, που δεν υποκινείται καθόλου από το γνήσιο ενδιαφέρον για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Το ίδιο ισχύει και για τα ΜΜΕ και την κρατική υποκρισία σχετικά με την αποδοχή Ουκρανών προσφύγων, καθώς προέρχεται από χώρες που ήταν βάναυσες προς τους πρόσφυγες από τη Βόρεια Αφρική στο πρόσφατο παρελθόν. Το τουίτερ, που έχει μπλοκάρει λογαριασμούς crowd funding υπέρ της Κούβας (για μη στρατιωτικούς σκοπούς) επιτρέπει αντίθετα το crowd funding για στρατιωτική βοήθεια στους Ουκρανούς. Αυτό δείχνει τους σαφείς δεσμούς μεταξύ φαινομενικά ανεξάρτητων οργανισμών και δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Ινδικές αντιδράσεις — το καθεστώς και η μεγάλη κοινοβουλευτική αριστερά
Ποια ήταν η απάντηση στην εισβολή στην Ουκρανία χωρών με δεξιές κυβερνήσεις όπως η Ινδία, το πλαίσιο στο οποίο γράφουμε; Ντροπιαστικά, αλλά αναμενόμενα, η ινδουιστική κυβέρνηση Modi εκφράζει ανησυχία αλλά όχι καταδίκη, παρότι έχει μια de facto στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ. Σε αντίθεση με την Ουγγαρία, του ακροδεξιού Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος καιροσκοπικά συμφώνησε στις κυρώσεις της ΕΕ, η στάση της Ινδίας είναι πιο κοντά στη Βραζιλία, καθώς προτιμά να ακολουθεί μια «ουδέτερη» γραμμή. Ο Μόντι θέλει να κρατήσει τη Ρωσία ευτυχισμένη λόγω υποτιθέμενων διπλωματικών και στρατιωτικών απαιτήσεων. Μεγαλύτερη ασφάλεια για την Ινδία δεν σημαίνει ότι τα ινδικά καθεστώτα θα πρέπει να μειώσουν σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες για να βοηθήσουν στην εξάλειψη της φτώχειας ή να επιλύσουν τη συνοριακή διαμάχη με την Κίνα μέσω δούναι και λαβείν ή να επιδιώξουν την προώθηση της ειρήνης στη Νότια Ασία. Μάλλον θα πρέπει η μεγαλύτερη ασφάλεια να ερμηνευθεί ότι σημαίνει να αποκτήσουμε ολοένα και περισσότερη στρατιωτική ισχύ, όχι απλώς για να προστατεύσουμε τα σύνορα, αλλά για να την προβάλουμε στη Νότια Ασία και πέρα από αυτήν, όπως θα έπρεπε να κάνει κάθε επίδοξος περιφερειακός ηγεμόνας.
Το Νέο Δελχί ισχυρίζεται ότι προτεραιότητά του τώρα είναι η εκκένωση Ινδών πολιτών από την Ουκρανία. Αυτό το υποστηρίζουμε πλήρως. Όμως, η άρνηση της κυβέρνησης να καταδικάσει την εισβολή καθιστά δυσκολότερη τη ζωτική ηθική-πολιτική υποστήριξη τόσο εκ μέρους του λαού όσο και εκ μέρους της κυβέρνησης της Ουκρανίας, επηρεάζοντας αρνητικά την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της εκκένωσης και θέτοντας σε περαιτέρω κίνδυνο τις ζωές των Ινδών πολιτών. Όσον αφορά την εισβολή, τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης είτε σιωπούν είτε, όπως στην περίπτωση του κόμματος του Κογκρέσου, η επίσημη στάση τους δεν διαφέρει από αυτή της κυβέρνησης. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις εδώ.
Όσον αφορά τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαρξιστικό) CPM δεν πάει μακρύτερα από το χαρακτηρισμό της δράσης της Ρωσίας ως «ατυχούς» και μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας CPI επαναλαμβάνουν το ποίημα του πραγματικού ενόχου, ότι η Ρωσία αντέδρασε στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Το ίδιο, τουλάχιστον αρχικά, συνέβαινε με το Εργατικό Κόμμα στη Βραζιλία. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος ταξικής ανάλυσης σε δηλώσεις αυτών των κομμάτων που ισχυρίζονται ότι είναι μαρξιστικά. Επιπλέον στην Ινδία, κανένα από αυτά τα κόμματα δεν έχει ακόμη δηλώσει δημόσια ότι η Ρωσία (ή η Κίνα) είναι καπιταλιστικές χώρες πόσο μάλλον ότι είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αρνούνται αυτή την ανάλυση, ακόμη κι όταν ο Πούτιν, η εκεί άρχουσα τάξη και το ρωσικό κοινό δεν έχουν αυταπάτες ότι η χώρα τους θα ήταν οτιδήποτε άλλο παρά μια καπιταλιστική χώρα, και κατάφωρα εν αδίκω οικονομικά και πολιτικά. Μέχρι πότε τα κόμματα της κυρίαρχης ινδικής αριστεράς θα κρατούν τα κεφάλια τους μέσα στην άμμο;
5 Μαρτίου 2022
Kunal Chattopadhyay και Achin Vanaik
Ο Kunal
Chattopadhyay είναι Καθηγητής Συγκριτικής
Λογοτεχνίας και πρώην Καθηγητής Ιστορίας
στο Πανεπιστήμιο Jadavpur. Έχει συγγράψει,
συμβάλει και επιμεληθεί πολλά βιβλία,
για τη μαρξιστική θεωρία, την ελληνική
ιστορία και τη σύγχρονη ινδική και
διεθνή πολιτική. Είναι μέλος της
Ριζοσπαστικής
Σοσιαλιστικής Ομάδας στην Ινδία.
Ο Achin Vanaik είναι ομότιμος καθηγητής
Διεθνών Σχέσεων και Παγκόσμιας Πολιτικής
στο Πανεπιστήμιο του Δελχί. Έχει
συγγράψει, συμβάλει και επιμεληθεί
πολλά βιβλία που κυμαίνονται από τη
σύγχρονη ινδική πολιτική και οικονομία,
τη θρησκεία, την κοσμικότητα, τον
κοινοτισμό, την ινδική εξωτερική πολιτική
και τον περιφερειακό και παγκόσμιο
πυρηνικό οπλισμό και αφοπλισμό. Είναι
ιδρυτικό μέλος του Συνασπισμού για τον
Πυρηνικό Αφοπλισμό και την Ειρήνη
(CNDP), στην Ινδία. Μέλος του Διακρατικού
Ινστιτούτου (TNI). και μέλος της Ριζοσπαστικής
Σοσιαλιστικής Ομάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου