Αναδημοσίευση από το Lefteast
Του Stefan Aleksici
Μετάφραση: Παραναγνώστης
Ο Ένγκελς κάποτε είπε ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένη η καπιταλιστική πόλη τείνει να κρύβει το πιο άσχημο και πιο επικίνδυνο πλεόνασμα της παραγωγής: τη φτώχεια. Και όταν δεν μπορεί να το κρύψει, του επιτίθεται. Θα μπορούσε να εξηγηθεί έτσι γιατί το κράτος δείχνει την βιαιότερη μορφή του όταν διακυβεύονται τα πιο μικρά χρηματικά ποσά;Το 2014, η αστυνομία σκότωσε τον Eric Garner για ένα πακέτο τσιγάρων που πούλησε στο δρόμο, ένα αδίκημα αξίας μερικών δολαρίων. Την άνοιξη, είδαμε τον George Floyd να δολοφονείται για ένα (ίσως) πλαστό χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων. Και από τη στιγμή που άρχισε να γράφεται αυτό το άρθρο, ένας ακόμη Μαύρος Αμερικανός της εργατικής τάξης έχασε τη ζωή του από μια τέτοια βάναυση αστυνομική πρακτική. Ο Rayshard Brooks θεάθηκε να κοιμάται στο αυτοκίνητό του και μετά από σαράντα πέντε λεπτά έντονης ανάκρισης και κακοποίησης, ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε στην πλάτη. Αυτές οι δολοφονίες έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά: την αστυνομική ωμότητα, τα τελευταία λόγια των θυμάτων (στις δύο πρώτες περιπτώσεις) και την ακατανόητη κοινοτοπία των φερόμενων ως «εγκλημάτων» για τα οποία σκοτώθηκαν.
Στις ΗΠΑ εκατομμύρια άνθρωποι διαβιούν μέσα σε ένα τέτοιο βάναυσο περιβάλλον εδώ και δεκαετίες, ένα περιβάλλον όπου, για το κράτος, η ζωή τους αξίζει ελάχιστα ή και τίποτα. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έντονη για τους απογόνους εκείνων που οι λευκοί καπιταλιστές της Αμερικής είχαν κάποτε σκλάβους: τόσο για τους Μαύρους προλετάριους όσο και για εκείνους τους πιο καλοστεκούμενους οικονομικά, που λόγω του χρώματος του δέρματος τους, δεν θεωρούνται εκ πρώτης όψεως ότι δικαιούνται την κοινωνική θέση της μεσαίας τάξης. Ευτυχώς, οι έγχρωμοι και οι φτωχοί της πόλης στις ΗΠΑ έχουν πλέον ξεσηκωθεί ενάντια σε αυτές τις ταπεινωτικές πρακτικές και δεν υποχωρούν. Μας λένε ότι η ζωή τους έχει όντως σημασία.
Αλλά πώς αυτές οι ζωές έφτασαν καν να θεωρούνται τόσο φθηνές; Πολλοί το αποδίδουν αποκλειστικά στο ρατσισμό (που εκλαμβάνεται ως προκατάληψη) και τον σοβινισμό συγκεκριμένων αστυνομικών (όπως ο δολοφόνος του George Floyd, ένας αστυφύλακας που λέγεται μάλιστα Chauvin) ή ίσως ακόμη και ολόκληρης της αστυνομικής δύναμης. Άλλοι όμως θα υποστήριζαν ότι η κοινή αντίληψη περί νομιμότητας της αστυνομικής βίας βρίσκεται πιο βαθειά˙ στην πραγματικότητα βρίσκεται στις στρατηγικές προσεγγίσεις της αστυνόμευσης των αστικών περιοχών οι οποίες και είναι υπεύθυνες για όλες τις φρικαλεότητες που βρίσκονται τώρα επί τάπητος – την αστυνομική βία, τη στρατιωτικοποίηση και τις υπερβολικά δυσανάλογες αντιδράσεις της αστυνομίας απέναντι σε υπόπτους για ελάσσονα εγκλήματα και μάλλον αβλαβείς συμπεριφορές. Με άλλα λόγια, η κοινή αντίληψη περί νομιμότητας της αστυνομικής βίας προέρχεται από τον πυρήνα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος και αποτελεί μάλιστα μέρος του ταξικού πολέμου.
Εξαρθρώθηκε ο χρόνος...
Πρυτανεύει η θεωρία «σπασμένο τζάμι», μια μυστικιστική, μυθολογική πρόταση πολιτικής που εισηγήθηκαν ο James Q. Willson κα ο George L Kelling το 1982. Ένας πολύ σύντομος ορισμός αυτής της θεωρίας - για όσους δεν θέλουν να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν ολόκληρο το άρθρο - είναι ότι σημάδια διασάλευσης της δημόσιας τάξης, όπως σπασμένα τζάμια, σκουπίδια, γκράφιτι και άλλα μικροεγκλήματα, προκαλούν άλλους, συχνά πιο σοβαρούς, τύπους εγκλημάτων και διασάλευσης της δημόσιας τάξης. Περαιτέρω, ότι αυτά τα σημάδια διασάλευσης της δημόσιας τάξης πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα, εάν θέλουμε να διατηρήσουμε την δημόσια τάξη και να αποτρέψουμε μεγαλύτερα εγκλήματα. Εν ολίγοις, το έγγραφο προσδιορίζει το μικρό έγκλημα ως πηγή του μεγάλου εγκλήματος, των δολοφονιών, των βιασμών, της κλοπής, του πολέμου συμμοριών κ.λπ.
Έτσι, η προτεινόμενη λύση σε όλα τα εγκλήματα, αλλά επίσης και η σύσταση προς την αστυνομική δύναμη που δρα σε αστικές περιοχές, είναι ότι τα πρώτα μικρά «σπασμένα τζάμια» - μικρά αδικήματα, μικρά εγκλήματα και άλλα «σημάδια διασάλευσης της δημόσιας τάξης» - πρέπει να αντιμετωπιστούν γρήγορα και με ασυμβίβαστη βία –δηλαδή ωμότητα– επειδή θεωρούνται πηγή κάθε άλλου εγκλήματος. Έχει δηλαδή ανατεθεί στην αστυνομία ο μεσσιανικός ρόλος να τερματίσει κάθε έγκλημα, μεταχειριζόμενη με ωμότητα ελάσσονα και μικρά εγκλήματα.
Από τη μία πλευρά, αυτή η στρατηγική θέτει ένα επικίνδυνο πρόταγμα: η ωμότητα πρέπει να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τη σκληρότητα και τη σοβαρότητα του εγκλήματος, ενώ από την άλλη πλευρά, το «σπασμένο τζάμι» στοχεύει ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο συμπεριφορών. Αλλά αυτό που ξέχασαν σε αυτό το άρθρο είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με παράθυρα, αλλά με ανθρώπους και ότι, επιπλέον, η συμπεριφορά κάποιου εξαρτάται συχνά από τις υπαρξιακές του ανάγκες και είναι βαθιά ενσωματωμένη στην ταξική του εμπειρία. Από την αρχή έως το τέλος, το άρθρο του «σπασμένου τζαμιού» εντόπιζε χαρακτηριστικές συμπεριφορές ανθρώπων που αποκλείστηκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, δείχνοντας έτσι έναν τρόπο να ταξινομούνται ταξικά καθορισμένες συμπεριφορές ως διασάλευση της δημόσιας τάξης και να αντιμετωπίζονται στη συνέχεια ως εγκλήματα. Προσδιορίζοντας το μικρό έγκλημα ως ιεραρχικά υψηλότερο και πιο σημαντικό, η θεωρία «σπασμένο τζάμι» επέτρεψε στην αστυνομική δύναμη να αντιμετωπίζει τα σημάδια φτώχειας σαν να ήταν αυτό το ίδιο το Έγκλημα
Ο αντίκτυπος της θεωρίας ήταν βαθύς: επέτρεψε στην αστυνομία να «αντιδράσει» σε συμπεριφορές που συχνά δεν είναι τίποτα περισσότερο από στρατηγικές επιβίωσης (όπως ήταν ο Eric Garner) και / ή υπαρξιακά καθορισμένες συμπεριφορές, συμπεριφορές δομημένες από υπαρξιακή απελπισία και να δει (μια συγκεκριμένη) κοινωνική τάξη ως «διασάλευση της δημόσιας τάξης». Επέτρεψε στην αστυνομία να στοχοποιήσει την τάξη και τη φυλή στοχοποιώντας υπαρξιακά καθορισμένες πρακτικές και συχνά στρατηγικές επιβίωσης. Συγκάλυψε τους δομικούς λόγους της καταπίεσης, αφήνοντας τη δομική ανάγκη στοχοποίησης ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων να εκδηλωθεί ως απλή συστηματική κατάχρηση ή ακόμη και ως ρατσισμός μεμονωμένων σάπιων μήλων (τα οποία οι θεσμοί μπορούν πάντα να απορρίπτουν) και να απενεργοποιήσει τον αγώνα ενάντια στην αστυνομική ωμότητα παρουσιάζοντας την ως πρόβλημα μεμονωμένων αστυνομικών ή περιφερειών.
...εγώ να γεννηθώ για να τον διορθώσωii
Η στιγμή που εμφανίστηκε αυτή η ιδέα ήταν μια καλή στιγμή για τέτοιες στρατηγικές: το πρόβλημα για τη συντηρητική Αμερική ήταν εκείνο που αναγνώρισε ως «αστική παρακμή» υπό τη μορφή των εγχρώμων ανθρώπων, των χίπης, των χρηστών ναρκωτικών, των βρώμικων και των πανκ, που αργά αργά έπαιρναν τους δρόμους τεράστιων πόλεων˙ «εξαρθρώθηκε ο χρόνος». Μία ειπωμένη φράση δείχνει ότι αυτό ήταν στην πραγματικότητα ένα μακροχρόνιο πρόβλημα των ελίτ: «Ο Πρόεδρος τόνισε ότι πρέπει να αντιμετωπίσετε το γεγονός ότι το όλο πρόβλημα είναι στην πραγματικότητα οι μαύροι. Το κλειδί είναι να επινοήσουμε ένα σύστημα που να το αναγνωρίζει χωρίς να φαίνεται», δήλωσε ο H.R. Haldeman, αποδίδοντας αυτές τις λέξεις στον στενό συνεργάτη του, Πρόεδρο Richard Nixon (1969-74).
Η δήλωση του Nixon (ή του Haldeman) συνοψίζει τη θεωρία «σπασμένο τζάμι» περίπου δέκα χρόνια avant la lettre . Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας από τους ανεπίσημους πυλώνες της προεκλογικής εκστρατείας του Reagan και άλλων συντηρητικών εκστρατειών υπήρξε συχνά ο αγώνας ενάντια στους πανκ και τους βρώμικους χίπις. Τελικά, το πρόγραμμα του «σπασμένου τζαμιού» δεν αφορούσε τζάμια έξω από τα τζαμιλίκια τους, αλλά ανθρώπους έξω από τους κοινά αντιληπτούς (κοινωνικούς) τόπους τους - ανθρώπους που, στο μυαλό της συντηρητικής Αμερικής, είχαν εισβάλει και μολύνει τα αστικά περιβάλλοντα.
Αυτός ο συγχρονισμός της αντιδραστικής πολιτικής στο ανώτατο επίπεδο και της επιθυμίας να πειθαρχηθούν και να ρυθμιστούν οι κοινωνίες από τα κάτω, ειδικά τα αστικά περιβάλλοντα, ήταν η ζώσα πνοή της αστυνόμευσης του «σπασμένου τζαμιού».
Οι πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες εφάρμοσαν για πρώτη φορά αυτήν την πολιτική στα συστήματα δημόσιων συγκοινωνιών τους. Η Νέα Υόρκη ήταν από τις πρώτες που το έκαναν πράξη, καταστέλλοντας τα γκράφιτι στα τρένα και την αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου πηδώντας πάνω από τις περιστροφικές μπάρες ή με άλλο τρόπο (κάτι που εμείς στην Ανατολική Ευρώπη γνωρίζουμε επίσηςiii). Η αστυνόμευση του «σπασμένου τζαμιού» εξαπλώθηκε στη συνέχεια σε όλο το αστικό τοπίο: καταστολές για μικροεγκλήματα και ανάρμοστη συμπεριφορά, που αργότερα υποστηρίχθηκαν αποτελεσματικά από τακτικές σωματικής έρευνα στο δρόμο, από το δόγμα «τρίτη υποτροπή» και από μια φυλετική αναγνώριση που λειτουργεί επίσης αποτελεσματικά ως ταξική αναγνώριση, χωρίς όμως να δηλώνεται ρητά κάποια συγκεκριμένη τάξη σαν στόχος.iv
Το φάντασμα της επένδυσης
Αν και αόρατη, η κυκλοφορία του κεφαλαίου βρίσκεται στο κέντρο του σπασμένου τζαμιού. Ενώ οι Willson και Kelling παίζουν με τα νοητικά τους πειράματα, οι άνθρωποι που πίνουν ή ουρούν στους δρόμους ή όπως αλλιώς «διασαλεύουν τη δημόσια τάξη» συνήθως το πράττουν μπροστά στο μαγαζί και στον ιδιοκτήτη του, ενοχλώντας έτσι την επιχείρηση με τις συμπεριφορές τους, αλλά τελικά και με την ίδια τους την ύπαρξη.
Η ποινικοποίηση αβλαβών συμπεριφορών και εγκλημάτων στην πραγματικότητα στοχεύει σε κάτι άλλο: στις επενδύσεις. Όπως είπε κάποτε ο Rudolph Giuliani - υπάρχει σύνδεση μεταξύ των επενδύσεων και της ούρησης στους δρόμους: κανείς δεν θέλει να επενδύσει σε μέρη όπου οι άνθρωποι κάνουν τέτοια πράγματα! Έχει ενδιαφέρον ότι το «σπασμένο τζάμι», τόσο ως θεωρία όσο και ως πρακτική, προσπάθησε να «λύσει»v το πρόβλημα αυτού που ονομαζόταν «αστική παρακμή» ή «διασάλευση της δημόσιας τάξης». Η ωμότητα της αστυνομίας και η ετοιμότητά της να αντιδράσει βάναυσα σε κάθε σημάδι ανθρώπων που «δεν θα έπρεπε να ανήκουν σε ορισμένες γειτονιές» είναι μια προσπάθεια αποστείρωσης και ανάπλασης των αστικών κέντρων με σκοπό την επένδυση. Έχουμε πια έναν πλήρη κύκλο: αυτό που ξεκινά με μια αντιδραστική απαρέσκεια (του Νίξον, του Ρέιγκαν, του συντηρητικού…) προς τις μειονότητες και τους έγχρωμους ανθρώπους στους δρόμους, στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε ως έγκλημα και, στον εξαρθρωμένο χρόνο, οδηγεί στην απομάκρυνση των φτωχών από τα βλέμμα της αστικής τάξης. Και στο τέλος όλου αυτού, όπως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ελπίζουν, βρίσκεται η κεντρική διαδικασία του καπιταλισμού: οι επενδύσεις .
Αλλά αν από όλο αυτό υπάρχει κάτι για να κρατήσει κανείς, είναι ότι αυτές οι πρακτικές αστυνόμευσης έχουν δημιουργήσει συγκεκριμένες καθημερινές συνθήκες ζωής για εκείνους που βρίσκονται στα κατώτερα στρώματα. Εάν κάποιος είναι φτωχός, τότε όλα θα παρακολουθούνται, ο,τιδήποτε κάνει μπορεί να αντιμετωπιστεί με βία. Έτσι, δημιουργήθηκαν επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης για τους φτωχούς, μια φούσκα μέσα στην οποία βρίσκεσαι πάντα υπό την απειλή της αστυνομικής βίας. Ένα πολύπλοκο σύστημα ρύθμισης, μιας ρύθμισης που παράγεται μέσω της έννοιας της «δημόσιας τάξης» και που στοχεύει ειδικά τους φτωχούς, χωρίς να φαίνεται - αφού στοχεύει κάτι τόσο ασαφές όσο η «διασάλευση της δημόσιας τάξης». Δημιουργεί αποτελεσματικά ένα παράλληλο νομικό σύστημα για τους φτωχούς και αντικατοπτρίζει μια εκδοχή του νόμου στον καπιταλισμό: ο νόμος ως σύστημα ταξικών φραγμών. Στο φτωχό, εφαρμόζονται οι «νόμοι» για τα μικροπαραπτώματα και για την αποκατάσταση της «διασαλευθείσας δημόσιας τάξης». Για τον πλούσιο όμως υπάρχει ένα άλλο νομικό σύστημα, γεμάτο παραθυράκια και ασφαλείς χώρους για φοροαποφυγή ή ακόμα σοβαρότερες αθετήσεις δημοσίων υποχρεώσεων. Είναι επομένως ένας μηχανισμός για την καταπολέμηση μιας από τις λίγες χειραφετητικές κληρονομιές του φιλελευθερισμού: την ισότητα στα μάτια του νόμου. Γιατί ας το παραδεχτούμε: αν ο George Floyd είχε εξαπατήσει το κράτος μεταφέροντας τον τραπεζικό λογαριασμό και την εταιρεία του σε κάποιο φορολογικό παράδεισο, σήμερα πιθανότατα θα ήταν ζωντανός. Και ελεύθερος.
iΟ
Stefan Aleksić είναι ανθρωπολόγος και
ανεξάρτητος δημοσιογράφος για τις
Masina, Slobodni Filozofski και αρκετές άλλες
αριστερές διαδικτυακές πύλες που
καλύπτουν μια ποικιλία θεμάτων, όπως
ενδεικτικά ο καπιταλισμός και η
ιθαγένεια, η μετανάστευση, η αστυνόμευση
σε αστικά περιβάλλοντα, τα δικαιώματα
των εργαζομένων στη βιομηχανία ενδυμάτων
και άλλα. Είναι μέλος του δικτύου της
Εκστρατείας Clean Clothes ως περιφερειακός
συντονιστής Επείγουσας Προσφυγής για
την Ανατολική και Νοτιοανατολική
Ευρώπη.
iiΕξαρθρώθηκε
ο χρόνος˙ της
μοίρας πικρό πείσμα,
εγώ να γεννηθώ για να τον διορθώσω
(Άμλετ, πράξη Α, σκηνή Ε)
εγώ να γεννηθώ για να τον διορθώσω
(Άμλετ, πράξη Α, σκηνή Ε)
iiiΈνα
από τα βασικά πολιτικά ζητήματα της
Ανατολικής Ευρώπης τις τελευταίες
δεκαετίες ήταν η τιμή και η διαθεσιμότητα
των μέσων μαζικής μεταφοράς. Ενώ οι
αυξήσεις στις δίκαιες τιμές μετατρέπουν
τις δημόσιες μεταφορές σε ημιαγώγιμη
ταξική μεμβράνη - πράγματι «επιτρέπει»
την πρόσβαση σε αστικά κέντρα μόνο για
όσους/ες
μπορούν να αντέξουν το κόστος των
δημόσιων μεταφορών - οι κυβερνήσεις
και οι τοπικοί αξιωματούχοι αυξάνουν
συνεχώς την πίεση στον πληθυσμό. Ένας
από τους μηχανισμούς: η δημοτική
αστυνομία που υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει
βάναυσα εκείνους που αποφεύγουν να
πληρώνουν για την τιμή του λεωφορείου.
Φυσικά, ο πληθυσμός των Ρομά θίγεται
δυσανάλογα, καθώς είναι η φτωχότερη
μειονότητα που βασίζεται σε μεγάλο
βαθμό στις δημόσιες συγκοινωνίες και
συνήθως είναι πολύ φτωχή για να πληρώσει
το εισιτήριο.
ivΚαι
αυτός είναι - τουλάχιστον εν μέρει - ο
λόγος πίσω από τη στρατιωτικοποίηση
της αστυνομίας:
εάν ορίζεις
καθημερινές
λίγο-πολύ
συμπεριφορές ως «έγκλημα», τότε ολόκληρος
ο πληθυσμός είναι ο εχθρός και οι δρόμοι
της πόλης γίνονται πεδίο μάχης. Ή στη
νέα στρατοκρατική γλώσσα του
υπουργού
Άμυνας του Τραμπ, Γερουσιαστή Mark Esper,
«ένας χώρος
μάχης».
vΤο
«σπασμένο τζάμι»
απέκλεισε την ανάγκη για έναν «πόλεμο
κοινωνικής πρόνοιας κατά
της φτώχειας» ως μια πρωταρχική
στρατηγική προσέγγιση για την αντιμετώπιση
του εγκλήματος - μία από τις δηλωμένες
προθέσεις του συγγραφέα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου