Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Τοποθέτηση της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική (ΠΑΑΕ)

Να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της παράλυσης, για ένα πραγματικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο




Το ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 29 Σεπτέμβρη ήταν μια διαδικασία κατώτερη των περιστάσεων. Τα δυο κείμενα που κατατέθηκαν ως αντιπαραθετικές πλατφόρμες (από το ΝΑΡ το πρώτο, από ΣΕΚ και ΑΡΙΣ το δεύτερο) ήταν φτωχά, γενικόλογα και απέφευγαν να δουν κατάματα το πρόβλημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα τρία του επίπεδα: εσωτερική παράλυση, δυσκολία πρωταγωνιστικής εμπλοκής στα τρέχοντα κινήματα, απουσία σαφούς πολιτικού σχεδίου. Το γεγονός ότι όχι μόνο δεν προηγήθηκε μια σοβαρή συζήτηση στα όργανα και τις τοπικές, αλλά ούτε καν είχε ανακοινωθεί στα μέλη η συνεδρίαση, δεν βοήθησε την κατάσταση, όπως είναι φυσικό.
Οργανωτικά αποφεύχθηκε να δοθεί απάντηση στα πιο φλέγοντα ερωτήματα: θα ληφθεί πρωτοβουλία για μια διαδικασία ενοποίησης των διασπασμένων δημοτικών σχημάτων, των δυνάμεών μας στο εργατικό κίνημα, που βαδίζουν σταθερά χώρια τον τελευταίο καιρό, την παρέμβαση των τοπικών, που ήταν διχοτομημένη κατά την προεκλογική περίοδο και πρακτικά ανύπαρκτη σήμερα;
Πολιτικά, έγινε σαφές ότι ορισμένες βασικές διαφωνίες ως προς το σχέδιο και τη στρατηγική είχαν για καιρό μεταμφιεστεί σε αφηρημένες θεωρητικές διαμάχες ή διαφορές εκτίμησης. Ιδιαίτερα η χρόνια πολεμική για τον χαρακτήρα της περιόδου, για το αν κερδίσαμε ή χάσαμε, ήταν σε μεγάλο βαθμό παραπλανητική. Είναι συχνή πρακτική οι διαφορές στο πολιτικό σχέδιο να κρύβονται πίσω από δήθεν αντικειμενικά δεδομένα της εποχής. Το έδειξε το γεγονός ότι τάσεις με τελείως αντιδιαμετρική εκτίμηση για την εποχή (η τεχνητή υπεραισιοδοξία του ΣΕΚ από τη μία, η ηττοπάθεια της Μετάβασης από την άλλη) βρέθηκαν σε κοινό βηματισμό και σύμπλευση σε πολλές περιπτώσεις πρόσφατα, με αποκορύφωμα την προεκλογική πρόταση συνεργασίας στη ΛΑΕ. Από την άλλη, στα λόγια οι δύο εισηγήσεις σήμερα μάλλον συμφωνούσαν, σε μια λίγο-πολύ σωστή εκτίμηση για την εποχή: υπάρχει, από τη μια, προσπάθεια σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος, από την άλλη, όμως, εμφανίζονται παράγοντες σοβαρής οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Υπάρχουν δύσκολοι ταξικοί συσχετισμοί, αλλά και μια νέα αγωνιστική κινητικότητα, καθώς και σημαντικές πολιτικές εμπειρίες τις οποίες έχουν αντλήσει τα αγωνιζόμενα τμήματα της εργατικής τάξης. Το πραγματικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι κάποια θεμελιωδώς διαφορετική εκτίμηση, αλλά το ποιο πολιτικό σχέδιο και ποια φυσιογνωμία θέλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η βασική αντιπαράθεση του συγκεκριμένου ΠΣΟ ήταν μεταξύ όσων επέσειαν τον κίνδυνο του σεκταρισμού, από τη μια, και, από την άλλη, όσων (μεταξύ αυτών ήμασταν και εμείς) έδιναν έμφαση στην ανάγκη να αποφευχθεί η λογική ενός «αντιδεξιού» μετώπου που θα μπορούσε άμεσα να οδηγήσει σε σενάρια πολιτικής συνύπαρξης με τον ρεφορμισμό και ανοχής στον ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει σεκταρισμός στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ναι, όπως και σε όλη την αντικαπιταλιστική αριστερά. Η εκτίμηση του ΝΑΡ ότι υπάρχουν «αναβαθμισμένες δυνατότητες» για τη συσπείρωση σωματείων σε ένα ανεξάρτητο κέντρο αγώνα δεν συμβιβάζεται καθόλου με την πραγματικότητα, που είναι σκληρή: τα σωματεία που ελέγχει ο χώρος είναι ελάχιστα, και, ακόμα χειρότερα, οι ίδιες οι δικές μας δυνάμεις είναι πλέον βαθιά διασπασμένες. Η υπερεκτίμηση ενός τέτοιου ανεξάρτητου μπλοκ οδηγεί και σε παλινωδίες που δημιουργούν σύγχυση για το αν στηρίζουμε πραγματικά αποφάσεις για απεργίες στα συνδικάτα, όπως αυτή της 2 Οκτώβρη, απλώς και μόνο επειδή τις καλεί και η γραφειοκρατία.
Ο κίνδυνος της απομόνωσης απειλεί πάντα τις μικρές ή σχετικά μικρές οργανώσεις, κι επομένως την αντικαπιταλιστική αριστερά σε αυτή την εποχή. Το ίδιο απειλητικός είναι όμως και ο κίνδυνος της προσαρμογής στις πολιτικές ανοχές της αστικής τάξης. Χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια για να μην εκφυλιστεί η απαραίτητη πολιτική διακριτότητα σε σεκταρισμό στη δράση, και αντίστροφα για να μην εκφυλιστεί η ενιαιομετωπική τακτική σε πολιτική συγχώνευση με τον ρεφορμισμό και τη γραφειοκρατία. Χρειάζεται να ενοποιήσουμε πρώτα από όλα τις δικές μας δυνάμεις. Στα συνδικάτα δεν μας αναλογεί ο ρόλος της νομοταγούς αντιπολίτευσης. Καταγγέλλουμε τους εκτονωτικούς σχεδιασμούς και αγωνιζόμαστε για πραγματική απεργιακή κλιμάκωση. Στο δρόμο, βεβαίως, καλούμε σε κάθε απεργία, περιλαμβανομένων των απεργιών της γραφειοκρατίας, με αντιπαραθετικό πλαίσιο. Οργανώνουμε ανεξάρτητες προσυγκεντρώσεις κι έπειτα  παρέμβαση στις κεντρικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που καλούνται από τα συνδικάτα, ενιαιομετωπικά αλλά και με ανεξάρτητο πολιτικό στίγμα. Αυτή είναι και η τακτική λύση στο πρόβλημα της διάσπασης των δυνάμεών μας στις απεργιακές διαδηλώσεις, η οποία μάλιστα λαμβάνει υπόψη το διπλό καθήκον της πολιτικής διακριτότητας και της εμπλοκής στην ευρύτερη κίνηση της εργατικής τάξης και των σωματείων σήμερα, και όχι όταν «θα ωριμάσουν οι συνθήκες».
Στην ουσία, όμως, η εκστρατεία «ενάντια στον σεκταρισμό» μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν γίνεται βασικά απέναντι στους παραπάνω κινδύνους. Εξάλλου, ο σεκταρισμός βαραίνει πολλές φορές ακόμα περισσότερο εκείνους που μιλάνε στο όνομα του αντισεκταρισμού. Η βιαστική και μονομερής Πρωτοβουλία κίνηση του ΣΕΚ ενάντια στην κλιματική αλλαγή είναι μια σεκταριστική περιχαράκωση απέναντι στις πραγματικές δυνάμεις του οικολογικού κινήματος, την πανελλαδική πρωτοβουλία ενάντια στις εξορύξεις κλπ. Η εναντίωσή του στη συμμετοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πολύ μεγάλη αντικατασταλτική διαδήλωση στα Προπύλαια (14/9) είναι μια στάση φοβίας απέναντι σε πραγματικά κινήματα, όπως ήταν και η περσινή του στάση απέναντι στη μεγάλη πορεία για τον Ζακ Κωστόπουλο. Η πολεμική του ενάντια στις διεθνιστικές αντισυγκεντρώσεις απέναντι στα μακεδονικά συλλαλητήρια πέρσι και πρόπερσι έδειχναν βαθιά περιφρόνηση για πρωτοβουλίες τις οποίες δεν ελέγχει.
Η εκστρατεία «ενάντια στον σεκταρισμό» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει, επομένως, κατά βάση να κάνει με τις υπαρκτές αγκυλώσεις και την ανάγκη για ενιαιομετωπικές τακτικές στη δράση, αλλά είναι έκφραση ενός πολιτικού προσανατολισμού που περιλαμβάνει:
α) πρωτοβουλίες κεντρικής πολιτικής συνεργασίας με τμήματα του ρεφορμισμού, όπως ήταν η προεκλογική διαπραγμάτευση με τη ΛΑΕ, φέρνοντας διαρκώς στο τραπέζι τη χρεοκοπημένη πολιτική μιας άνευ αρχών εκλογικίστικης μετωπικο-συμπορευσολογίας
β) μια ορισμένη αποχή από την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα της μάχης ενάντια στον βασικό εχθρό, τη ΝΔ
γ) μια πολιτική πίεσης σε θεσμικά όργανα και κρατικούς φορείς για να δώσουν την αιγίδα τους στο κίνημα (π.χ. η πρόταση να καλέσουν δημοτικά συμβούλια δεξιών δήμων στην πορεία για το περιβάλλον), που είναι σοβαρό πρόβλημα για την ανεξαρτησία του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το κράτος και αποτελεί κακοποίηση της τακτικής του ενιαίου μετώπου.
Η επιμονή μας ενάντια στη διαρκή ανακύκλωση σχεδίων για ευρύτερα πολιτικά μέτωπα (δηλαδή πολιτική συγχώνευση με τον ρεφορμισμό) δεν είναι τερατολογία ή αποκύημα φαντασίας. Στο ΠΣΟ του Σεπτέμβρη δεν κατατέθηκε μια συγκεκριμένη τέτοια πρόταση, ωστόσο η πολιτική λογική παραμένει. Στο πρόσφατο παρελθόν η κριτική μας συχνά απαξιώθηκε διότι «κανείς δεν λέει να πάμε με τη ΛΑΕ», κι όμως στο παρά πέντε των εκλογών έγινε η ντροπιαστική συνάντηση της μισής ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη ΛΑΕ, χωρίς η άλλη μισή να το γνωρίζει. Θα ξαναέρθουν τέτοιες προτάσεις. Δεν πρέπει, άλλωστε, να παραβλέψουμε τη διαλυτική κατάσταση που επικρατεί στην αντικαπιταλιστική αριστερά διεθνώς ακριβώς λόγω της διαρκούς πίεσης για πολιτική συγχώνευση με τον ρεφορμισμό. Από αυτή την άποψη, η εισήγηση την οποία υπερψηφίσαμε έθετε πράγματι το βασικό επίδικο: την ανάγκη η αντικαπιταλιστική αριστερά να οικοδομήσει ένα αυτοτελές πολιτικό ρεύμα (το «και κοινωνικό» βέβαια δεν είναι σαφές τι σημαίνει). Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για το οποίο η ΠΑΑΕ έδωσε την κριτική της υποστήριξη στη εισήγηση που πρότεινε το ΝΑΡ, στο βαθμό που και ορισμένες βασικές τροποποιήσεις μας έγιναν δεκτές.
Και η πρόταση του ΝΑΡ, βέβαια, καταφεύγει σε μια επίσης δοκιμασμένη και αποτυχημένη λύση: έναν γύρο διαπραγματεύσεων με άλλες αντικαπιταλιστικές ή μισο-αντικαπιταλιστικές οργανώσεις. Σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις που ανήκουν στην επαναστατική αριστερά, τις θέλουμε πράγματι (αντίθετα, κάποιες άλλες οριοθετούνται στρατηγικά εναντίον της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς), αλλά τα επιχειρήματα γύρω από το τραπέζι δοκιμάστηκαν και δεν επαρκούν. Μόνο αν πρωταγωνιστήσουμε σε συγκεκριμένες κοινές δράσεις θα πείσουμε.
Στο ζήτημα του ΣΥΡΙΖΑ, η διαμάχη για τον θεωρητικό ορισμό του ΣΥΡΙΖΑ (αστικός; ρεφορμιστικός;), παρότι έχει σημασία, αποδείχτηκε ότι δεν είναι το κρίσιμο ζήτημα. Μεταξύ άλλων, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν διαφορετικές παραδόσεις που χρησιμοποιούν και άλλη ορολογία. Βλέπουμε τελικά ότι οργανώσεις με αντιδιαμετρικούς χαρακτηρισμούς έχουν παρόμοια πρόταση για τη στάση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ: το ΣΕΚ π.χ. αφαίρεσε για πρώτη φορά από το κείμενό του τον χαρακτηρισμό «ρεφορμιστικός» για χάρη της συμμαχίας με την ΑΡΙΣ, η οποία είχε σημαία της τον αστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τα άλλα, όμως, η θεωρητική αυτή διαφορά δεν προκάλεσε κάποια διάσταση απόψεων μεταξύ τους ως προς τη στάση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, το ΕΕΚ, πχ, χαρακτήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ ρεφορμιστικό (ή αστικο-ρεφορμιστικό) αλλά στην πράξη δεν έβγαζε (τουλάχιστον μετά το 2015) πολιτικά συμπεράσματα πολύ διαφορετικά από αυτά του ΝΑΡ, που τον έλεγε αστικό.
Το ουσιαστικό θέμα είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κόμμα που προήλθε από την ρεφορμιστική αριστερά, πήρε λαϊκή και εργατική ψήφο χωρίς να οργανώσει ποτέ στο εσωτερικό του αξιόλογο τμήμα εργαζομένων, έγινε κυβέρνηση και εφάρμοσε καθαρόαιμη αστική πολιτική, και καθώς δεν είχε εσωτερικές αντιστάσεις άλλαξε ταχύτατα και η κοινωνική του σύνθεση και ο χαρακτήρας του. Σήμερα θέλει να παίξει τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ ως εναλλακτικός πυλώνας αστικής πολιτικής διαχείρισης απέναντι στη ΝΔ. Η ιδιαίτερη υπηρεσία που έχει να προσφέρει στην αστική τάξη σε σχέση με τη ΝΔ είναι ότι μπορεί να ενσωματώνει (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) την εργατική τάξη στην αστική ατζέντα. Το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι:
α) υπάρχει και πάλι ένας κίνδυνος εγκλωβισμού του κινήματος, που σήμερα δείχνει σημάδια αναζωογόνησης, στη λογική του δήθεν μικρότερου κακού. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται σήμερα ικανός να οργανώσει κάποια παρέμβαση στο κίνημα, θα προσπαθήσει και πάλι να το εκπροσωπήσει εκλογικά στο όνομα του αγώνα για να πέσει η δεξιά.  Επομένως, η στρατηγική οριοθέτηση και η πολεμική στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι πιο αναγκαία και πιο δύσκολη από όταν ήταν κυβέρνηση και έδειχνε κάθε μέρα τον χαρακτήρα του (αντίθετα, το κείμενο ΣΕΚ-ΑΡΙΣ απαξιώνει αυτή την κριτική λέγοντας ότι είναι σαν να κουνάμε το δάχτυλο στον κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ).
β) δεν τίθεται κανένα θέμα «ενιαίου μετώπου» με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρέπει να συγχέουμε το ενιαίο μέτωπο, που είναι μια τακτική κεντρικής πρακτικής συμφωνίας δράσης, από τα πάνω και από τα κάτω, με την επιμέρους ενιαιομετωπική τακτική σε σωματεία και χώρους (πχ να ψηφίσουμε μια απεργία ακόμα και με ΣΥΡΙΖΑίους ή ΠΑΣΟΚους συνδικαλιστές), η οποία είναι απαραίτητη (πχ απεργίες δασκάλων 2006, οι οποίες ψηφίζονταν μαζί με την ΠΑΣΚΕ). Στον βαθμό που το κείμενο ΣΕΚ-ΑΡΙΣ πραγματικά αποπνέει τον κίνδυνο ενός αντιδεξιού («ευρέος κοινωνικού») μετώπου με μορατόριουμ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει ένας δεύτερος λόγος για την κριτική μας στήριξη στο κείμενο του ΝΑΡ.
Την εισήγηση ΣΕΚ-ΑΡΙΣ, άλλωστε, ακόμα και αν δεν είχε τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα που έχει, δεν θα μπορούσαμε να την ψηφίσουμε και λόγω του απολογισμού που κάνει για τα διαλυτικά φαινόμενα της άνοιξης. Είναι αστεία φαλκίδευση να αποκρύπτει κανείς τις μονομερείς ανακηρύξεις υποψηφίων και να παρουσιάζει την κατάσταση σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα απλώς και μόνο σαν διασπαστικές κινήσεις των άλλων (η εισήγηση του ΝΑΡ απέφευγε να επιστρέψει σε αυτό τον καταλογισμό ευθυνών). Επιπλέον, ο χυδαίος χειρισμός με την μυστική συνάντηση με ΛΑΕ δεν μπορεί να περάσει ως κάτι αποδεκτό.
Υπήρχαν, επομένως, σημαντικοί πολιτικοί λόγοι για την κριτική μας υποστήριξη στην πρώτη εισήγηση, χωρίς, ωστόσο, να έχουμε την αυταπάτη ότι το κείμενο αυτό περιγράφει έναν συνεκτικό πολιτικό προσανατολισμό ή ότι δίνει λύση στα προβλήματα.
Στα λεγόμενα ελληνοτουρκικά, για παράδειγμα, το κείμενο της εισήγησης που πλειοψήφησε παίρνει μια γραμμή ίσων αποστάσεων (άδικος ο ανταγωνισμός και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου), από την οποία δεν προκύπτει το βασικό πρακτικό πολιτικό καθήκον, που είναι η αποκάλυψη των εθνικών μύθων και η καταγγελία της επιθετικότητας της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους. Τα ΜΜΕ, οι εθνικιστές και τα αστικά κόμματα διατυμπανίζουν καθημερινά την «προκλητικότητα» της Τουρκίας. Με το να σιγοντάρει, ηθελημένα ή άθελα, την κυρίαρχη αυτή προπαγάνδα, η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν προσφέρει καθόλου καλές υπηρεσίες.
Μια χτυπητή έλλειψη και των δυο εισηγήσεων ήταν μια συγκεκριμένη και πλήρης αναφορά στις κινητοποιήσεις της περιόδου. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για ένα μέτωπο το οποίο, αν διακρινόταν από κάτι, ήταν οι ευαίσθητες κινηματικές του κεραίες, που το έφερναν να πρωταγωνιστεί στο δρόμο, ακόμα και αν πολλές φορές το πολιτικό του σχέδιο ήταν συγκεχυμένο. Ο κόσμος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, βεβαίως, ήταν παρών στις κινηματικές δράσεις από τον Ιούλιο και μετά, και μερικές φορές πολύ μαζικά και πρωταγωνιστικά. Όμως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως τέτοια δεν φαίνεται σήμερα ικανή να τις εντάξει στο σχέδιο δράσης της, παρά μόνο αποσπασματικά και κατά περίπτωση. Κι όμως, μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία θα μπορούσε να αποκτήσει και νέα πολιτική πνοή. Με αυτό το σκεπτικό, η ΠΑΑΕ επιχειρηματολόγησε και κατέθεσε την παρακάτω τροποποίηση, που υπερψηφίστηκε:
Παρότι η αμηχανία και η απογοήτευση δεν έχουν ξεπεραστεί, στο κίνημα εμφανίζονται σημαντικά σημάδια μιας νέας δραστηριότητας και αγωνιστικής διάθεσης. Οι αξιόλογες διαδηλώσεις για το άσυλο εν μέσω καλοκαιριού, οι μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή και υπέρ των προσφύγων και των καταλήψεων στα Εξάρχεια και στα Προπύλαια, η ενωτική, φέτος, διαδήλωση στην επέτειο της δολοφονίας Φύσσα, η φετινή διαδήλωση για τον Ζακ Κωστόπουλο, οι διεθνείς κινητοποιήσεις για το περιβάλλον που φαίνεται ότι φτάνουν και στη χώρα και μπορούν να συνδεθούν με τους εδώ αγώνες (εξορύξεις, ανεμογεννήτριες, νερό, καύση σκουπιδιών), η ΔΕΘ, η απεργία της 24/9 παρά την άρνηση της ΓΣΕΕ, η οποία οδήγησε στο να κληθεί και νέα απεργία στις 2/10, όλα αυτά είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά σημάδια. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να πρωταγωνιστήσει σε αυτό τον νέο γύρο κινητοποιήσεων. Με ενωτική διάθεση, συστηματικά, χωρίς να στέκεται φοβικά σε αγώνες τους οποίους δεν έχει ξεκινήσει η ίδια, αλλά και με διακριτότητα της πολιτικής της πρότασης, συσπειρώνοντας γύρω της το πιο συνειδητό τμήμα των αγωνιστών και αγωνιστριών. Μόνο έτσι θα συμβάλει και στη βελτίωση της κατάστασης του κινήματος, αλλά και στην αλλαγή των συσχετισμών εντός του, υπέρ της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και εναντίον των ρεφορμιστικών και γραφειοκρατικών τάσεων.
Υπερψηφίστηκαν επίσης τροποποιήσεις της ΠΑΑΕ για το αντιφασιστικό και το εργατικό κίνημα. Ωστόσο, έχουμε επίγνωση ότι αυτά είναι μερεμέτια. Χρειάζεται μια σοβαρή διαδικασία πολιτικής συζήτησης, με ψυχραιμία αλλά και χωρίς να αποσιωπώνται τα πραγματικά προβλήματα. Το αν αυτή η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε μια ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε νέα βάση ή σε μια διάδοχη κατάσταση, σε κάτι νέο, δεν είναι σήμερα σαφές, οφείλουμε να το πούμε καθαρά. Δυστυχώς, η διαλυτική κατάσταση δεν επιτρέπει σήμερα μεγάλη αισιοδοξία για το πρώτο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όμως, είναι η σημαντικότερη εμπειρία του αντικαπιταλιστικού χώρους τις τελευταίες δεκαετίες, κι επομένως και η συζήτηση αυτή μπορεί να είναι επίσης εξαιρετικής σημασίας, πολύ περισσότερο από τις νέες πρωτοβουλίες που εμφανίζονται, εξαφανίζονται ή ανακυκλώνονται κάθε τόσο αριστερά και δεξιά, διότι δεν εκπροσωπούν τίποτα ουσιαστικό.
Από αυτή την άποψη, το να καθυστερήσει η συνδιάσκεψη μέχρι την άνοιξη (δηλαδή πάνω από ένα χρόνο αφότου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σόκαρε τον κόσμο της με τις αντιπαραθετικές υποψηφιότητες στους δήμους!), παρότι έχει τη λογική να μην γίνει εν θερμώ και ρεβανσιστικά, αφήνει την κατάσταση παράλυσης να σέρνεται και προκαλεί δικαιολογημένη οργή στα μέλη και τους φίλους της. Η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει τώρα.
Η ΠΑΑΕ θα θέσει τον στόχο για την μετεξέλιξη (ή τη διαδοχή, αν αυτό γίνει αναπόφευκτο) της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο, που δεν θα καταργεί τις διαφορετικές τάσεις και τη δημόσια εμφάνισή τους, αλλά θα έχει εσωτερική ζωή και διαδικασίες. Μπορεί να χρειαστούν διασπάσεις και διευρύνσεις για να γίνει αυτό – αλλά το βασικό είναι τι θέλουμε, αυτό προηγείται του πώς. Πώς χρειάζεται να οργανωθούμε για να παρέμβουμε αποτελεσματικά στην ταξική πάλη και να συμβάλουμε σε μια επαναστατική προοπτική. Με τι φυσιογνωμία, σε τι προγραμματική βάση. Δεν είναι σήμερα εποχή για αφηρημένη παναριστερή ανασύνθεση, αλλά για συγκεκριμένη αντικαπιταλιστική.
Για να συμβάλει στην κρίσιμη αυτή διεργασία, η Πρωτοβουλία για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική χρειάζεται να αναβαθμίσει τη λειτουργία και τον δημόσιο λόγο της. Αυτό και θα κάνουμε, προσκαλώντας σε αυτή την προσπάθεια, ισότιμα, όσους και όσες αντιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα της εποχής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου