Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Η Μέση Ανατολή: υποτροπή από τον πόλεμο του Ιράκ

Αναδημοσίευση.
Η αρχική έκδοση αυτής της ομιλίας πρωτοπαρουσιάστηκε στην ιστοσελίδα της Workers Fight βρετανικού τμήματος της  Διεθνιστικής Κομμουνιστικής Ένωσης. Η ΔΚΕ είναι ένα μαρξιστικό ρεύμα του οποίου η πιο σημαντική οργάνωση είναι η γαλλική  Lutte Ouvrière.
Το κείμενο αυτό, γραμμένο πριν από μερικούς μήνες, αγνοεί βέβαια τα γεγονότα της Υεμένης και την επιτυχία των ιμπεριαλιστών να ευοδωθούν τελικά  «οι προσπάθειες τους να συστήσουν μια αραβική δύναμη επέμβασης» παρότι μέχρι το χρόνο που γραφόταν το κείμενο είχαν «οδηγηθεί σε πλήρη αποτυχία». Αν εδώ η ανάλυση προέβλεψε σωστά τουλάχιστον τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών και οι εξελίξεις στην Υεμένη μοιάζουν σαν το δεύτερο μέρος της , η λογική της συνέχεια, τότε παραμένει για έναν παραπάνω λόγο έγκυρη όσον αφορά τα υπόλοιπα.
Μετάφραση:  Παραναγνώστης


Μια ιστορική εστία της ευρωπαϊκής απληστίας

Οι εξοικειωμένοι με την ιστορία της περιοχής θα αναγνώριζαν στα χαρακτηριστικά των σημερινών εισβολών και καταλήψεων εκείνα των αιματηρών εκστρατειών που διεξήγαγαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις του παρελθόντος.
Οι αδίστακτες σταυροφορίες του Μεσαίωνα κατά τις οποίες δυτικοευρωπαίοι φεουδάρχες λεηλάτησαν τα πλούτη της Μέσης Ανατολής, προφασιζόμενοι αρχικά ότι υπερασπίζονται μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών Χριστιανών που ζούσαν στην περιοχή που τώρα είναι ο Λίβανος, προκάλεσαν χάος. Αλλά στο τέλος, εν μέρει λόγω των κατακτήσεών τους και λόγω της ανάπτυξης των θαλάσσιων δρόμων προς την Άπω Ανατολή και την Αμερική, η προσοχή της Ευρώπης -αλλά μόνο προσωρινά- στράφηκε μακριά από την περιοχή.

Φυσικά, επειδή η κύρια χερσαία εμπορική οδός της Ευρώπης προς την  Ασία περνούσε από την περιοχή, αυτή παρέμεινε πάντοτε στο επίκεντρο ανταγωνισμών ανάμεσα στις διάφορες δυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, κυρίως τη Γαλλία και την Αγγλία, και αργότερα τη Γερμανία. Αυτό σήμαινε πως για σχεδόν έξι αιώνες μετά το τέλος των Σταυροφοριών, ήταν απαραίτητο για τους Ευρωπαίους ηγέτες να έρθουν σε συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον επικυρίαρχο όλης αυτής της περιοχής από τον 13ο αιώνα μέχρι και την παραμονή του Α' Παγκοσμίου πολέμου.

Οθωμανική Αυτοκρατορία

Στην πραγματικότητα, το όνομα «οθωμανική» είναι μια παραφθορά του ονόματος ενός από τους ιδρυτές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του Οσμάν Μπέη, ο οποίος ίδρυσε ένα σουνιτικό χαλιφάτο στην περιοχή της βορειοδυτικής Ανατολίας το 1299. 

Με την κατάκτηση των περισσότερων από τα εδάφη όπου βρίσκονται σήμερα τα κράτη των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης, και σχεδόν του συνόλου της Μεσογείου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Και είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, παρά το γεγονός πως ήταν ένα ισλαμικό κράτος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιλάμβανε πολλαπλές εθνότητες και γλωσσικές ομάδες, καθώς και πολλές θρησκευτικές μειονότητες. Συνδιαλλάχτηκε με τις διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες επιβάλλοντάς τους έναν ειδικό φόρο -  με άλλα λόγια, η ανοχή απέγινε οικονομική συναλλαγή - αλλά αυτό σήμαινε ότι τον περισσότερο καιρό όλοι ζούσαν πλάι-πλάι ειρηνικά.

Τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα πρώτα

Κατά τον 19ο αιώνα, ωστόσο, οι αναδυόμενες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις - η Γαλλία και η Βρετανία - άρχισαν να κάνουν επιδρομές στις σφαίρες επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο γάλλος αυτοκράτορας, Ναπολέων ο 3ος οδήγησε μια εκστρατεία στον Λίβανο το 1860, με το πρόσχημα (πάλι!) της προστασίας των Μαρωνιτών Χριστιανών εναντίον των τοπικών Δρούζων μουσουλμάνων, μετατρέποντάς τον σε μία de facto γαλλική αποικία. Το 1869 διανοίχτηκε η μήκους 100 μιλίων Διώρυγα του Σουέζ, που συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο φέρνοντας επανάσταση στα ταξίδια στην Άπω Ανατολή. Ενώ η κατασκευή της διώρυγας ήταν ένα γαλλικό εγχείρημα, βρετανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είχαν κερδίσει πλειοψηφικό μερίδιο στην εταιρεία και πήραν το κουμάντο. Φυσικά βρετανικά στρατεύματα μπήκαν πια κατακτητές στην Αίγυπτο.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πριν ανακαλυφθεί το πετρέλαιο, ο κύριος στόχος των ιμπεριαλιστών ήταν αναλάβουν,με τους τραπεζίτες τους, τα ηνία των χρηματοοικονομικών της περιοχής. Μέχρι το 1914, το σύνολο του τραπεζικού συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν στα βρετανικά και γαλλικά χέρια, χάρη στο χειρισμό των πιστώσεων. Το Λονδίνο επίσης ανέλαβε από τους Ρώσους, μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, το ιρανικό τραπεζικό σύστημα.
Όταν ανακαλύφθηκε το πετρέλαιο, ή μάλλον όταν βρήκαν πως είναι συγχρόνως αναγκαίο και χρήσιμο ως καύσιμο για να λειτουργήσουν μηχανές, ειδικά για το βρετανικό στόλο, η μοίρα  μεγάλου μέρους της περιοχής σφραγίστηκε: θα αποφασιζόταν πλέον στα διοικητικά συμβούλια του δυτικού ιμπεριαλισμού.  Το 1901 ήδη, η περσική μοναρχία είχε χορηγήσει σε βρετανό επιχειρηματία αποκλειστικά δικαιώματα αναζήτησης και παραγωγής πετρελαίου. Το 1906, ιδρύθηκε η αγγλο-περσική πετρελαϊκή εταιρεία  - που θα γινόταν αργότερα η BP.  Οι βρετανικές κυβερνήσεις σταθεροποίησαν τον έλεγχό τους πάνω στους πετρελαϊκούς πόρους της περιοχής μέσα από μια σειρά συνθηκών που επέβαλαν σε τοπικούς φεουδάρχες στο σημερινό Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ και Ομάν, εξασφαλίζοντας τα αποκλειστικά δικαιώματα της Βρετανίας στο πετρέλαιο που ενδεχομένως θα βρισκόταν εκεί. Στη Γαλλία και ιδιαίτερα στη Γερμανία απέμειναν μερίδια πετρελαίου μόνο σε ό,τι αποτελεί το σημερινό Ιράκ.
Ακόμη και πριν ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν προφανές ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης. Η Γαλλία και η Βρετανία επιδόθηκαν σε περίπλοκες ίντριγκες για να εξασφαλίσουν τη μερίδα του λέοντος από την Οθωμανική τούρτα.

Από τη συμφωνία Sykes-Picot. . .

Το 1916, πριν καν ακόμη λήξει ο πόλεμος, Γάλλοι, Βρετανοί και Ρώσοι έκαναν μια μυστική συμφωνία για το πώς θα μοιράζονταν μεταξύ τους την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έγινε γνωστή ως η Συμφωνία Sykes-Picot, και αποκαλύφθηκε, προς μεγάλη αμηχανία αυτών των χωρών, από τούς Μπολσεβίκους μετά την επανάσταση του 1917.
Georges Picot
 Στόχος των ιμπεριαλιστών ήταν να εξασφαλίσουν ότι η περιοχή θα παρέμεινε σταθερά υπό τον έλεγχό τους μετά τον πόλεμο και ότι οι Άραβες ηγέτες, στους οποίους έχουν δώσει διάφορες υποσχέσεις που δεν είχαν καμία πρόθεση να τηρήσουν, θα έμεναν για όσο το δυνατόν περισσότερο στο σκοτάδι, ως προς τους πραγματικούς τους στόχους. 
Mark Sykes

Πρέπει να κλονίστηκαν οι δυτικοί ηγέτες διαβάζοντας στο tweet του ISIL: «συντρίβουμε τη συμφωνία Sykes-Picot» μόλις είχε ισοπεδώσει έναν συνοριακό σταθμό μεταξύ Ιράκ και Συρίας, τον Οκτώβριο του 2014. Σε ένα βίντεο που αναρτήθηκε στο YouTube με τίτλο «Το τέλος της Sykes-Picot» ανακοίνωσε ότι η περιοχή που είχε καταληφθεί στο βόρειο Ιράκ και μέσα στη Συρία ήταν τώρα ένα νέο χαλιφάτο, ένα ισλαμικό κράτος, που διοικείται σύμφωνα με το νόμο της σαρία. Ισχυρίστηκαν ότι απλώς καταργούσαν τα τεχνητά σύνορα που δημιούργησαν η Βρετανία και η Γαλλία.
Στην πραγματικότητα οι Sykes-Picot είχαν ορίσει ότι το βόρειο κομμάτι των εδαφών, που εκτείνονται από τη Μεσόγειο μέχρι τον ποταμό Τίγρη και καλύπτουν τη σημερινή Συρία και το Λίβανο, θα πήγαιναν στη Γαλλία˙ και ένα μεγαλύτερο κομμάτι στα νότια, που περιλάμβανε την Παλαιστίνη, την Ιορδανία, το Ιράκ και την Αίγυπτο θα πήγαινε στην Βρετανία. Αυτό και συνέβη. Το Ιράκ δημιουργήθηκε στη συνέχεια από τρεις οθωμανικές επαρχίες, που δεν τις χώριζε κανένα σύνορο προηγουμένως, και περιλάμβαναν τα σιιτικά αραβικά εδάφη γύρω από τη Βασόρα στο νότο, τις κυρίως σουνιτικές αραβικές επαρχίες βόρεια και δυτικά της Βαγδάτης στη μέση, και τις σουνιτικές κουρδικές περιοχές στο βορρά .
Η διάσκεψη του Σαν Ρέμο το 1920 επισημοποίησε τη συμφωνία Sykes-Picot, και έφερε τον κύριο νικητή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή, τις ΗΠΑ, στο προσκήνιο. Πυροδότησε όμως και αντιαποικιακές διαμαρτυρίες, ειδικά στο Ιράκ. Αυτό σήμαινε ότι η Βρετανία έπρεπε να βρει μια μορφή έμμεσης κυριαρχίας πάνω από το Ιράκ, προκειμένου να εξευμενίσει τον πληθυσμό. Αποφασίστηκε να διοριστεί ένας βασιλιάς, και ο επιλεγείς υποψήφιος ήταν ο Φεηζάλ, γιος ενός παλιού τοπικού σύμμαχου, του Χουσεΐν, ο οποίος είχε προσπαθήσει να αυτοανακηρυχθεί ο ίδιος βασιλιάς της Συρίας αλλά ξωπετάχτηκε δεόντως. Ο Φεηζάλ δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το Ιράκ, αλλά εκτελούσε τουλάχιστον τις εντολές της Βρετανίας. 
Ιμπν Σαούντ

Το 1922, όταν ο ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας  Ιμπν Σαούντ έθεσε το θέμα της κακής οροθέτησης του κράτους του Ιράκ, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής πήρε ένα χάρακα και τράβηξε μερικές ευθείες γραμμές πάνω στο χάρτη. Έτσι, η τεχνητή κατασκευή που είναι το σύγχρονο Ιράκ είχε δημιουργηθεί. Η ανωμαλία του μικροσκοπικού κράτους του Κουβέιτ, που εμπόδιζε την πρόσβαση του Ιράκ στα βαθιά νερά του Περσικού Κόλπου επιτράπηκε να παραμείνει μια και οι συμφωνίες των Βρετανών με τους κυβερνώντες ήταν τόσο επωφελείς για τις εταιρείες πετρελαίου. Το Ιράκ, από την άλλη, υποχρεώθηκε να καλωσορίσει την εγκατάσταση βρετανικών αεροπορικών βάσεων στο έδαφός του και να επωμισθεί την αποπληρωμή του μεριδίου του από το Οθωμανικό χρέος προς τους Βρετανούς τραπεζίτες.
Η Γαλλία, εν τω μεταξύ, είχε εγκατασταθεί στο Λίβανο, την «Ελβετία της Μέσης Ανατολής», αλλά για να αναλάβει την ιδιοκτησία της Συρίας έπρεπε να βομβαρδίσει μέχρις ισοπέδωσης την αντίσταση που ξέσπασε ενάντια στην κυριαρχία της.

. . . στη μείζονα λαφυραγώγηση  πετρελαίου

Στο San Remo, δεν είχε αποδοθεί στις ΗΠΑ μερίδιο από το πετρέλαιο του Ιράκ. Σύντομα όμως κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στην Κοινωνία των Εθνών για να διορθωθεί αυτό. Έτσι, τα μερίδια της ιρακινής πετρελαϊκής εταιρείας μοιράστηκαν τελικά εξίσου μεταξύ της Royal Dutch Shell,της  βρετανικής αγγλο-περσικής πετρελαϊκής εταιρείας, της γαλλικής CFP (σημερινή Total) και αυτής που έμελλε να γίνει η αμερικανική εταιρεία, της Exxon Mobil.
Η ιμπεριαλιστική πετρελαϊκή συμμαχία πυροδότησε μια εξέγερση στο Ιράκ το 1931, όταν απαντώντας σε αίτημα της ιρακινής κυβέρνησης να της καταβληθούν οφειλόμενα από τα παραχωρημένα κρατικά δικαιώματα, η ιρακινή Επιχείρηση Πετρελαίου απαίτησε να επεκταθεί η παραχώρηση των δικαιωμάτων σε ολόκληρη την ιρακινή επικράτεια. Το καθεστώς συνθηκολόγησε, αλλά ο πληθυσμός απάντησε με γενική απεργία, αναγκάζοντας τη Βρετανία να παραχωρήσει επίσημη ανεξαρτησία.
Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ είχαν κάνει τις δικές τους επιδρομές στον πετρελαϊκό πλούτο της Σαουδικής Χερσονήσου. Οι πρόδρομοι της  Chevron και της Texaco συνέστησαν την πετρελαϊκή εταιρεία του Μπαχρέιν, την οποία καταχώρησαν στον Καναδά για να παρακάμψουν μια συνθήκη που εκχωρούσε αποκλειστικά δικαιώματα για το πετρέλαιο του Μπαχρέιν σε βρετανικές μόνο εταιρείες. Για την απόκτηση πρόσβασης στα πετρέλαια της Σαουδικής Αραβίας, ο πρόδρομος της Chevron αγόρασε μια παραχώρηση 500.000 τετραγωνικών μιλίων που έδωσε προς πώληση ο βασιλιάς Ιμπν Σαούντ, ο οποίος χρειαζόταν χρήματα μετά από μια δραστική μείωση του αριθμού των προσκυνητών που έφταναν στη Μέκκα, λόγω της παγκόσμιας ύφεσης. Αυτή, μαζί με την Texaco συνέστησαν την Αραβο-αμερικανική  πετρελαϊκή εταιρεία, ή Aramco. Οι εταιρείες των ΗΠΑ είχαν πλέον το μονοπώλιο του αραβικού πετρελαίου. Αυτά ήταν τα έργα της μεγάλης «προοδευτικής δημοκρατίας των ΗΠΑ»  με το περίφημο σύνταγμα της προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου˙ χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα με την μεταχείριση των γυναικών από το αυστηρό, βάναυσο και οπισθοδρομικό – φεουδαρχικό – σαουδικό καθεστώς, όλα για το κέρδος.
Τις παραμονές του Β Παγκοσμίου Πολέμου, οκτώ εταιρείες έλεγχαν την παραγωγή πετρελαίου στη Μέση Ανατολή - 5 Αμερικανικές, μία Βρετανική, μία Γαλλική και μία Ολλανδική.

Η Αντι-ιμπεριαλιστική ώθηση

Οι μεταπολεμικές διευθετήσεις έβαλαν τελικά τις ΗΠΑ στη θέση τους, ως παγκόσμιου ηγέτη, επιτρέποντάς τους να αποσπάσουν τη μερίδα του λέοντος από τους πετρελαϊκούς πόρους της Μέσης Ανατολής. Η Γαλλία είχε ήδη εξαλειφθεί από την περιοχή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό άφησε τη Βρετανία και τις ΗΠΑ ως τις μοναδικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή.
Το πρόβλημα για τον ιμπεριαλισμό στη μεταπολεμική περίοδο ήταν η άνοδος των ριζοσπαστικών εθνικιστικών και Κομμουνιστικών Κομμάτων παντού, τα οποία άρθρωναν την επιθυμία των μαζών να αποτινάξουν τον αποικιακό ζυγό σε ολόκληρο τον αναπτυσσόμενο κόσμο, και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Στο Ιράν έγιναν λαϊκές διαδηλώσεις κατά των Βρετανών και της αγγλο-ιρανικής πετρελαϊκής εταιρείας που αποστράγγιζε τον πλούτο της χώρας, στις αρχές του 1950. Τον Μάρτιο του 1951 η κυβέρνηση κάτω από αυτή τη λαϊκή πίεση, συμφώνησε να εθνικοποιήσει τους πετρελαϊκούς πόρους της χώρας.
Mohammad Mosaddegh
 Ένας νέος ηγέτης, ο Μοσαντέκ, εξελέγη, με την προσδοκία ότι θα εφάρμοζε αυτή την εθνικοποίηση. Ωστόσο, οι ΗΠΑ και η Βρετανία κινήθηκαν επιβάλλοντας εμπάργκο στο Ιράν και στη συνέχεια υποκίνησαν ένα πραξικόπημα εναντίον του Μοσαντέκ, εγκαθιστώντας έτσι, υπό την ηγεσία της φάρας των Παχλεβί, ένα από τα πιο καταπιεστικά καθεστώτα που είχε γνωρίσει ποτέ η περιοχή. Η Αγγλο-Ιρανική πετρελαϊκή εταιρία  παρέμεινε σε ιμπεριαλιστικά χέρια, και μετονομάστηκε σε BP. Διατήρησε το 40% του πετρελαίου του Ιράν˙ η Shell πήρε το 14% και το υπόλοιπο μοιράστηκαν, τα 4/5 οι ΗΠΑ και το 1/5 οι γαλλικές εταιρίες.
Στην Αίγυπτο, το 1952, ο Νάσερ οδήγησε ένα πραξικόπημα για την ανατροπή της βρετανικής κυριαρχίας εκεί, εμπνέοντας μιμητές αυτής της εκδοχής του παν-Αραβικού εθνικισμού σε ολόκληρη την περιοχή, ειδικά αφότου ο  Νάσερ έγινε παράδειγμα, αρνούμενος να υπογράψει το Σύμφωνο της Βαγδάτης του 1955 –  μία αντισοβιετική ψυχροπολεμική συμμαχία με σπόνσορες τις ΗΠΑ και τη Βρετανία την οποία υπόγραψαν το Πακιστάν, το Ιράκ, η Τουρκία και το Ιράν. 
Gamal Abdel Nasser

Όσο για το Ιράκ, από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατιωτική δικτατορία στη Βαγδάτη αντιμετώπιζε κύματα απεργιών, πολλά από τα οποία καθοδηγήθηκαν από τους ακτιβιστές του ΚΚ. Κατάφερε όμως να υπερνικήσει τις μαζικές κινητοποιήσεις, κυρίως χάρη στην πολιτική των κομμουνιστών, η οποία υπαγόρευε τη στήριξη της εθνικιστικής μικροαστικής τάξης ενάντια στους ιμπεριαλιστές, αρνούμενη όμως να αναγνωρίσει, ή και να αρθρώσει ακόμα, τα ειδικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών μαζών.
Αυτό επέτρεψε στους παν-αραβιστές εθνικιστές να μπουν επικεφαλής στον αγώνα ενάντια στα βρετανικά και αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Τους πήρε εντούτοις άλλα 10 χρόνια, για να πάρουν την εξουσία. Ένα πραξικόπημα του στρατηγού Κασίμ, τον Ιούλη του 1958, οδήγησε στην εκτέλεση της βασιλικής οικογένειας και της ανακήρυξης της ιρακινής δημοκρατίας. Αυτό, ωστόσο, σύμφωνα με τα λόγια του Κασίμ, έγινε «για να διατηρηθεί η ενότητα του Ιράκ, και να ισχύσουν αρχές των Ηνωμένων Εθνών». Στην πραγματικότητα, θα επιχειρήσει να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της εθνικής ιρακινής αστικής τάξης, απλά και καθαρά. Παρά ταύτα όμως, ο χώρος που άνοιξε από την αναγκαστική έξοδο του αποικιοκρατικού καθεστώτος, μαζί με τις στρατιωτικές του βάσεις, οδήγησε σε μια πολιτική και πολιτιστική έκρηξη. Τελικά ακόμη και το ΚΚ κλήθηκε να συμμετάσχει στην ιρακινή κυβέρνηση.
Abd al-Karim Qasim

Αυτό όμως ήταν εντελώς απαράδεκτο για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές ηγέτες, ώστε να διαρκέσει. Το 1963 ο Κασίμ ανατράπηκε από ένα άλλο στρατιωτικό πραξικόπημα. Και όπως ήταν αναμενόμενο, το ΚΚ υπέστη σφαγή στην οποία τα μακριά δάχτυλα της MI6 και της CIA ήταν ορατά.
Το νεοπαγές κόμμα Μπάαθ, που στα λόγια υποστήριζε παναραβικές ιδέες μαζί με ένα  διαστρεβλωμένο είδος σοσιαλισμού, ήταν εκείνο που έλυσε τα χέρια του νέου στρατιωτικού καθεστώτος για να καταστείλει τους κομμουνιστές. Μέχρι το 1968, πέντε χρόνια αργότερα, το Μπάαθ είχε γίνει αρκετά ισχυρό για να πάρει την εξουσία για δικό του λογαριασμό. 
Ahmad Hassan el Bakr

Το νέο καθεστώς, πρώτα υπό τον αλ Μπακρ και μετά υπό το Σαντάμ Χουσεΐν έχτισε μια κρατική μηχανή σχεδιασμένη για να διατηρεί τον έλεγχο πάνω στις μάζες, αλλά με ένα εμβρυϊκό κράτος πρόνοιας, που αναγνώριζε τα συνδικάτα, εφ' όσον τηρούσαν έναν νέο κώδικα εργατικής νομοθεσίας. Υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν κρατικοποιήθηκε τελικά η ιρακινή πετρελαϊκή εταιρία  τον Ιούνιο του 1972. Αλλά υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν επίσης, συνετρίβη μια για πάντα το Κομμουνιστικό Κόμμα, και μάλιστα στρέφοντας εναντίον του τη δική του πολιτική της υποστήριξης των λεγόμενων προοδευτικών εθνικιστικών καθεστώτων.
Saddam Hussein
 Το ΚΚ κλήθηκε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση που εξαπέλυσε αιματηρή καταστολή εναντίον των Κούρδων, μέχρι που ο Σαντάμ στράφηκε και εναντίον του ΚΚ, που τελικά υπέστη φυλακίσεις, βασανισμούς και εκτελέσεις, έτσι ώστε μόλις και επιβίωσε εξαναγκασμένο στη συνέχεια σε μια παράνομη αμφίβολη ύπαρξη 
.
Ισραήλ: κατά παραγγελίαν αστυνόμος

Το κύριο κρηπίδωμα της ευταξίας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ήταν φυσικά η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Επρόκειτο να λειτουργήσει ως ο Δούρειος Ίππος του ιμπεριαλισμού.
Η Παλαιστίνη ήταν ο προορισμός των εβραίων που διέφευγαν από τις διώξεις στην Ευρώπη για κάποιο χρονικό διάστημα του Β παγκοσμίου πολέμου και μετά από αυτόν. Εκεί πήγαν οι επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και πρόσφυγες από αλλού – λόγω και της απαγόρευσης εισόδου από το μεγαλύτερο μέρος των Δυτικών Χωρών. Επιπλέον οι βρετανικές αρχές στην Παλαιστίνη αρνούνταν επίσης, ως γνωστόν, την είσοδο, φτάνοντας να στείλουν πίσω στη Γερμανία το 1947, ένα πλοίο με 4.554 επιζώντες του ολοκαυτώματος.
Οι σιωνιστές οργανώνονταν στην Παλαιστίνη από το 1930 ήδη και είχαν αρκετές τρομοκρατικές ανταρτικές ομάδες που λειτουργούσαν από τα τέλη του πολέμου. Μέχρι το 1945 έδιωχναν  παλαιστίνιους από τη γη τους και σκότωναν χωρικούς, ωθώντας τον παλαιστινιακό πληθυσμό στην προσφυγιά. Ακολούθησαν τρία χρόνια εμφυλίου πολέμου, έτσι που όταν το κράτος του Ισραήλ ανακηρύχθηκε, το 1948, υποστηριζόμενο από τους ιμπεριαλιστές και την ΕΣΣΔ, ήταν ήδη μια πραγματικότητα, που γεννήθηκε στο αίμα των παλαιστινίων που είτε πήραν το δρόμο της εξορίας είτε κατάντησαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς πλήρη δικαιώματα, στην ίδια τους τη γη.
Φυσικά αυτό ήταν μια εγγενώς ασταθής κατάσταση, παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ ενισχύθηκε τόσο σθεναρά με αμερικανική χρηματοδότηση και στρατιωτικό υλικό. Ο ρόλος του ως χωροφύλακας των ΗΠΑ στην περιοχή, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτός από τους πληθυσμούς των γύρω χωρών, πόσο μάλλον από τους ίδιους τους παλαιστινίους. Και αυτό οδήγησε σε μία κατάσταση διαρκούς αναταραχής και εξέγερσης – τόσο στα παλαιστινιακά εδάφη στο εσωτερικό του Ισραήλ όσο και στους καταυλισμούς προσφύγων έξω από αυτό, ειδικά στην Ιορδανία και τον Λίβανο – και σε μια αέναη εστία πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας της περιοχής.
Στο Λίβανο, η παρουσία δεκάδων χιλιάδων ένοπλων παλαιστινίων προσφύγων έγινε καταλύτης για την εξέγερση του δικού του πληθυσμού. Από το 1972 ως το 1975 ένα κύμα κοινωνικής αναταραχής σάρωσε τη χώρα. Η λιβανική χριστιανική ακροδεξιά και η φαλαγγίτικη πολιτοφυλακή της, εκπροσωπούν την πιο συντηρητική μερίδα της άρχουσας τάξης της χώρας. Με την υποστήριξη του Ισραήλ, οι φαλαγγίτες έβαλαν στο στόχαστρό τους πρώτα τους παλαιστινίους και στη συνέχεια τη λιβανέζικη αριστερά, εξωθώντας σε έναν πλήρους κλίμακας εμφύλιο πόλεμο, που κράτησε μέχρι τα τέλη του 1980. Αν το Ισραήλ δεν είχε παρέμβει σε αυτόν τον πόλεμο, η προοδευτική συμμαχία των παλαιστινίων και λιβανέζων θα μπορούσε να είχε νικήσει. 
Hafez al-Assad
Bashar Hafez al-Assad

Αλλά και η Συρία παρενέβη επίσης εναντίον της προοδευτικής συμμαχίας στο λιβανικό εμφύλιο πόλεμο, υπό το πρόσχημα της «αποκατάστασης της ειρήνης» - επειδή το συριακό καθεστώς, όπως ακριβώς και οι ιμπεριαλιστές, φοβόταν τη νίκη της. Εκείνη την εποχή, φυσικά, οι ΗΠΑ δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τον Άσαντ τον πρεσβύτερο, ο οποίος έφτασε αργότερα να υποστηρίξει πρώτος τον πόλεμο του Κόλπου που έστησε ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, εναντίον του Ιράκ. Μόνο όταν ο γιος του, Μπασάρ Άσαντ, αντιτάχθηκε στην εισβολή στο Ιράκ το 2003 και επέμεινε στη διατήρηση των δεσμών του με το Ιράν – παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να απομονώσουν τη χώρα αυτή – άρχισαν οι κατασταλτικές πολιτικές του συριακού καθεστώτος να δέχονται κάποια κριτική.

Ιρανικό σημείο καμπής

Μέχρι το 1978 οι ιρανικές μάζες δεν μπορούσαν να ανεχθούν άλλο την εξουσία μιας επιδεικτικής μαριονέτας των ΗΠΑ που θησαύριζε με κραυγαλέα διαφθορά, ενώ οι εργαζόμενες μάζες και οι φτωχοί δεν είδαν κανένα όφελος από τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας. 
Mohammad Reza Pahlavi
Οι φοιτητές και οι εργάτες άρχισαν να οργανώνονται σε ριζοσπαστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων του Κομμουνιστικού Κόμματος, γνωστού ως Τουντέχ, που απέσπασε ευρεία υποστήριξη. Οι εργάτες του πετρελαίου πήραν τον έλεγχο της βιομηχανίας. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1979, ο σάχης είχε εγκαταλείψει τη χώρα. Ωστόσο, η θρησκευτική δεξιά που ήταν εν αναμονή κυβέρνηση στο εξωτερικό, τώρα παρενέβη πίσω από έναν φονταμενταλιστή ηγέτη, τον Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ενώ οι ΗΠΑ και η Βρετανία  δέχτηκαν χτύπημα από αυτή την επανάσταση, μπορούσαν πάντως να είναι ικανοποιημένοι που η επανάσταση είχε  με ασφάλεια παρθεί από τα χέρια της αριστεράς και των υποστηριζόμενων από τη Μόσχα κομμουνιστών.
Παρ' όλα αυτά, σε ό,τι αφορούσε τον ιμπεριαλισμό, το νέο ιρανικό καθεστώς είχε παραβιάσει μια κόκκινη γραμμή ανατρέποντας έναν από τους πυλώνες της περιφερειακής του ευταξίας. Έτσι, έπρεπε να δοθεί ένα μάθημα, προκειμένου να υπενθυμίζει στα καθεστώτα της περιοχής, ότι καμία σημαντική πολιτική αλλαγή δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει χωρίς την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Έτσι, ο τότε δικτάτορας του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος χρωστούσε χάρες στις δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών που τον βοήθησαν να έρθει στην εξουσία, ενθαρρύνθηκε να ξεκινήσει έναν πόλεμο εναντίον του Ιράν. Υπολόγιζαν ότι αυτός ο πόλεμος θα ζημίωνε το Ιράν πολύ πιο αποτελεσματικά από τις οικονομικές κυρώσεις.
Μετά από 8 χρόνια πολέμου, οι ΗΠΑ αποφάσισαν πως έπρεπε να τελειώσει. Για να είναι σίγουροι πως δεν θα υπήρχε νικητής – ούτε επομένως και προσαρμογές συνόρων – το 1987 οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία έστειλαν πολεμικά πλοία τους στον Περσικό Κόλπο για να επιβληθεί η έκκληση του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός. Πύραυλοι των ΗΠΑ χτύπησαν πέντε ιρανικά πλοία και κατέρριψαν ένα ιρανικό πολιτικό Airbus σκοτώνοντας και τους 290 επιβάτες μαζί με το πλήρωμα του σκάφους –  μετά ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο περί «λάθους». Ο πόλεμος πράγματι τελείωσε. Αλλά το κόστος του ήταν φοβερό και τρομερό για τον ιρανικό και για τον ιρακινό πληθυσμό. Και όλα αυτά επειδή το ιρανικό καθεστώτος αψήφησε την ιμπεριαλιστική περιφερειακή ευταξία και, έπρεπε συνεπώς να τιμωρηθεί  μέσω του Σαντάμ Χουσεΐν!

1991: το πρώτο χτύπημα στο Ιράκ

Στη συνέχεια όπως φάνηκε,  ο Σαντάμ Χουσεΐν ήθελε ανταμοιβή για το ότι έκανε τη βρώμικη δουλειά της Δύσης. Ο οκταετής πόλεμος άφησε το Ιράκ σχεδόν πτωχευμένο και πνιγμένο στα χρέη. Ζήτησε από τις ΗΠΑ περισσότερη πίστωση αλλά του την αρνήθηκαν. Τώρα, οι δουλειές της βιομηχανίας πετρελαίου του Ιράκ δεν πήγαιναν τόσο καλά επειδή η αγορά κατακλύστηκε από ανταγωνιστές, ανάμεσα σε αυτούς και το Κουβέιτ. Ο Σαντάμ Χουσεΐν βρέθηκε ανήμπορος να καλύψει τις ζημιές πουλώντας περισσότερο πετρέλαιο. Και ακόμη χειρότερα, το Κουβέιτ, μαζί με τους άλλους πιστωτές απαιτούσε την εξόφληση ενός δανείου 9 δισ. δολαρίων. Δεν επέτρεπε επίσης στο Ιράκ την ελεύθερη διέλευση προς τη μοναδική του πρόσβαση στα βαθιά νερά του Κόλπου, το κανάλι Σατ αλ-Αράμπ που χρειαζόταν ανακατασκευή μετά τον πόλεμο. Έτσι, το 1991, ο Σαντάμ Χουσεΐν αποφάσισε ότι  δεν είχε άλλη επιλογή από το να ξεκινήσει μια εισβολή στο Κουβέιτ.
Αυτό επέτρεψε στους ιμπεριαλιστές, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, να επέμβουν εναντίον του για τον ταπεινώσουν αλλά επίσης και για να διατηρήσουν το απολύτως απαραβίαστο των δυτικών πολυεθνικών του πετρελαίου.
Ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου, που κινητοποίησε πρωτοφανείς δυνάμεις από την ιμπεριαλιστική πλευρά, ήταν μια καταστροφή για το Ιράκ. Κωμοπόλεις και πόλεις βομβαρδίστηκαν με βόμβες διασποράς. Ο στρατός του τράπηκε σε φυγή από το Κουβέιτ και βομβαρδίστηκε μέχρι σημείου κονιορτοποίησης καθώς υποχωρούσε, ενώ ο βομβαρδισμός των πετρελαιοπηγών άφησε εκατοντάδες από αυτές καιόμενες, μολύνοντας τον αέρα, τη γη και τη θάλασσα για τα επόμενα χρόνια.
Καθώς απέσυραν τα δικά τους στρατεύματα, οι ηγέτες των ιμπεριαλιστικών ενθάρρυναν την κουρδική μειονότητα στο βόρειο Ιράκ και τους σιίτες στο νότιο Ιράκ να εξεγερθούν κατά του Σαντάμ Χουσεΐν,  αφήνοντάς τους να πιστεύουν ότι η Δύση θα τους υποστήριζε με όπλα. Αλλά οι εξεγερμένοι δεν έλαβαν καμία υποστήριξη. Η Δύση κοίταζε αλλού ενόσω ο Σαντάμ Χουσεΐν έπνιγε και τις δύο εξεγέρσεις στο αίμα. Ίσως οι ιμπεριαλιστές ηγέτες περίμεναν ότι η καταστροφή στον πόλεμο του Κόλπου θα οδηγούσε στην ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν. Αλλά ήθελαν μια «συντεταγμένη» ανατροπή, από τον ιρακινό στρατό, που είχαν εξοπλίσει και εκπαιδεύσει – όχι από κάποια κουρδική ή σιιτική εξέγερση την οποία δεν μπορούσαν να εμπιστευθούν ότι θα  παραγάγει ένα αξιόπιστο καθεστώς.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρξε αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ. Έτσι, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προχώρησαν σε αποκλεισμό και βομβαρδισμό του Ιράκ για τα επόμενα δέκα χρόνια. Μέχρι που ένα νέο πρόσχημα για επέμβαση παρουσιάστηκε το 2000: η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο, η οποία εγκαινίασε την εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και επέτρεψε στον Τζορτζ Μπους το νεώτερο να θέσει το Ιράκ στη λίστα των «ανέντιμων κρατών». Και οι ΗΠΑ προετοιμάστηκαν για μια πλήρους κλίμακας εισβολή, που τελικά έγινε το 2003. Πρέπει να πούμε ότι ακόμα και η ιδέα πως το πολύ εξαντλημένο και αδύναμο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν που προέδρευε σε μια αποκλεισμένη και κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα από το 1980, μπορούσε να έχει οποιαδήποτε στρατιωτικά μέσα ή πόρους οποιουδήποτε είδους, σε αυτό το στάδιο – άσε πια τα λεγόμενα όπλα μαζικής καταστροφής – ήταν απλά γελοία. Παρόλα αυτά όμως, ο Μπους και ο Μπλερ δήλωσαν στην κοινή γνώμη αντιστοίχως ότι έτσι είχαν τα πράγματα και εξαπέλυσαν την εισβολή.

Η δυτική κατοχή και η εμφάνιση των πολιτοφυλακών

Η πραγματική κλίμακα των ανθρώπινων απωλειών και των υλικών ζημιών που προκλήθηκαν από την κατάληψη του Ιράκ μετά την εισβολή του 2003, δεν θα μαθευτούν κατά πάσα πιθανότητα ποτέ. Το κοινωνικό και πολ
Muqtada al-Sadr
ιτικό κόστος της όμως είναι πολύ πιο εύκολο να μετρηθούν – και είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα, επειδή παρείχε, σε μια μεγάλη έκταση, το έδαφος που εξέθρεψε τους αντιδραστικούς ισλαμιστές.
Τα δυτικά στρατεύματα θα ήταν ούτως ή άλλως ανίκανα να πληρώσουν με φυσική παρουσία το κενό εξουσίας που άφησε η πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Η πολιτική όμως των αμερικανικών αρχών έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα, διότι εμπόδισαν τα πρώην μέλη του κόμματος Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις. Ως αποτέλεσμα, η κρατική μηχανή, κατέρρευσε εξ ολοκλήρου μέσα σε λίγες εβδομάδες και δεν υπήρχε τίποτα για να την αντικαταστήσει.
Αυτό άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Το κενό εξουσίας ήρθαν έτσι να πληρώσουν κάθε λογής δυνάμεις που συναγωνίζονταν για την πολιτική εξουσία. Και εφόσον, λόγω της διάλυσης του ιρακινού στρατού, τα όπλα ήταν εύκολο να βρεθούν, οι δυνάμεις αυτές προχώρησαν στη δημιουργία δικών τους ενόπλων πολιτοφυλακών.
Η πολιτική σκηνή σύντομα καταλήφθηκε από διάφορες πολιτοφυλακές  – κάποιες θρησκευτικές, άλλες κοσμικές ή εθνικιστικές και άλλες ακόμα που σχηματίστηκαν γύρω από μια πόλη, ή απλά για να εξυπηρετήσουν τις φιλοδοξίες ορισμένων τοπικών ισχυρών ανδρών.
Για να αποτρέψουν αντιδράσεις μετά την βίαιη κατάλυση του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν, οι αμερικανικές αρχές επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν – και να δημιουργήσουν – τις δυνάμεις εκείνες που υπήρξαν οι χειρότεροι εχθροί του Σαντάμ. Αυτό δεν ήταν μια αθώα επιλογή. Οι πιο αντιδραστικοί από αυτούς τους εχθρούς ήταν τα δύο κύρια θρησκευτικά σιιτικά κόμματα και οι πολιτοφυλακές τους. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ ενέτειναν την καταστολή εναντίον όλων εκείνων που  σχετίζονταν με την σουνιτική μειοψηφία η οποία θεωρήθηκε ως η κύρια βάση της υποστήριξης του προηγούμενου καθεστώτος.
Ωστόσο, αρχικά, αυτό δεν λειτούργησε και πολύ καλά. Η αντίσταση στην κατοχή προήλθε και  από τις δύο πλευρές της σεχταριστικής διαίρεσης. Στον Νότο, ο Στρατός του Μαχντί, μια πολιτοφυλακή με επικεφαλής έναν κληρικό, τον Μοκταντά αλ-Σαντρ επιτέθηκε ανοιχτά στις δυτικές δυνάμεις, ενώ στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας, οι σουνιτικές πολιτοφυλακές που σχηματίστηκαν από πρώην μέλη του διαλυμένου ιρακινού στρατού, έκαναν το ίδιο.
Αλλά η αμερικανική διοίκηση επέλεξε να συγκεντρώσει τη δύναμη πυρός της πάνω στις  σουνιτικές πολιτοφυλακές, στην επαρχία Σαλαχαντίν, βόρεια της Βαγδάτης – της οποίας η πρωτεύουσα Τικρίτ, αποτελούσε ένα σύμβολο του ηττημένου καθεστώτος όντας η γενέτειρα του Σαντάμ Χουσεΐν – και ακόμα περισσότερο, στη δυτική επαρχία Ανμπάρ.
Τον Μάρτιο του 2004, οι αμερικανικές αρχές ανακοίνωσαν μια πλήρους κλίμακας επίθεση κατά της Φαλούτζα, πρωτεύουσας της επαρχίας Ανμπάρ. Κάτι που ωστόσο, αποδείχθηκε ευκολότερο στα λόγια παρά στην πράξη. Χρειάστηκαν οχτώ μήνες και τρεις διαδοχικές συντονισμένες επιχειρήσεις στα αμερικανο-βρετανικά στρατεύματα για να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της πόλης. Μέχρι τότε όμως,η  Φαλούτζα είχε μετατραπεί σε ερείπια από τις δυτικές βόμβες, μη εξαιρουμένων των εμπρηστικών βομβών φωσφόρου. Μια επίσημη αναφορά υπολογίζει ότι το 72% των σπιτιών της πόλης καταστράφηκε. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων δεν θα μαθευτεί ποτέ.
Το αποτέλεσμα από την επίθεση στη Φαλούτζα και το παρεπόμενο συστηματικό κυνήγι των υποτιθέμενων τρομοκρατών στο Ανμπάρ – αφού όποιος αντιτίθονταν στην κατοχή ήταν, εξ ορισμού, τρομοκράτης – ήταν πως αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν την επαρχία, είτε προς άλλες περιοχές του Ιράκ είτε προς την εγγύτερη γειτονική χώρα, τη Συρία. Μεταξύ τους βρίσκονταν μέλη των σουνιτικών πολιτοφυλακών που τώρα έτρεχαν για να σώσουν τη ζωή τους. Μόνο οι πιο αποφασισμένοι από αυτές τις πολιτοφυλακές επέλεξαν να βγουν στην παρανομία και να παραμείνουν στο Ιράκ για να συνεχίσουν τον αγώνα τους – και ανάμεσά τους βρίσκονταν και  μερικά από τα στελέχη του σημερινού ISIL.
Η φαινομενική νίκη όμως των αρχών κατοχής ήταν βραχύβια. Ένα μόλις χρόνο αργότερα, δέχτηκαν ανταποδοτικά πυρά. Τον Φεβρουάριο του 2006, μια βομβιστική επίθεση εναντίον σιιτικού τεμένους στη Σαμάρα πυροδότησε έναν αιματηρό σεκταριστικό, εμφύλιο πόλεμο σιιτών και σουνιτών, που έφερε εκατοντάδες χιλιάδων θυμάτων και κράτησε αρκετά χρόνια.
Αυτό, ωστόσο, δεν είχε τίποτα να κάνει με το ότι οι πρωταγωνιστές ήταν στο έλεος κάποιου είδους συλλογικής υστερίας ή εξωτικού φανατισμού – όπως αποτυπώθηκε τότε από τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης. Από την άποψη των θρησκευτικών πολιτοφυλακών, υπήρχε λογική σε αυτήν την προφανή τρέλα. Γι' αυτούς, ο σεκταριστικός αυτός εμφύλιος πόλεμος ήταν μια ψύχραιμη στρατηγική με στόχο την υποστήριξη των πολιτικών τους θέσεων. Πράγματι, η θρησκεία είχε υποβιβαστεί στα παρασκήνια για δεκαετίες και, ενώ πολλοί άνθρωποι ήταν ακόμα θρησκευόμενοι, γενικά δεν θεωρούνταν αποδεκτό να αναμιγνύεται η θρησκεία με την πολιτική. Άλλωστε, χρειάστηκαν οι θρησκευτικές πολιτοφυλακές για να παραγκωνίσουν τις ανταγωνιστικές λαϊκές κοσμικές δυνάμεις. Το αιματηρό σεχταριστικό οφθαλμόν-αντί-οφθαλμού που ακολούθησε ήταν πάντως πρόσφορο μέσο για την τρομοκράτηση των μελών της κάθε κοινότητας ώστε να νομίσουν ότι η ένοπλη παρουσία των δικών τους θρησκευτικών πολιτοφυλακών ήταν ο μόνος τρόπος για να προστατευθούν από την υποτιθέμενη «απειλή» της άλλης κοινότητας.

Ένα σεχταριστικό καθεστώς, σε μια κατεστραμμένη χώρα

Μετά το πρώτο κύμα της εξέγερσης ενάντια στην κατοχή τους, ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ένα δεύτερο χτύπημα για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Παρά την τεράστια αύξηση των αεροπορικών εξόδων για βομβαρδισμούς πάνω από το Ιράκ, αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανες να τον περιορίσουν. Αν αυτός ο πόλεμος έσβησε τελικά το 2008, αυτό συνέβη επειδή οι σιιτικές θρησκευτικές πολιτοφυλακές πέτυχαν τους στόχους τους. Όχι μόνο είχαν καθιερωθεί ως οι κυρίαρχες δυνάμεις στην πολιτική σκηνή και στο έδαφος, αλλά και είχαν επίσης κερδίσει την de facto αναγνώριση των δυτικών δυνάμεων που υποσχέθηκαν να τις συμπεριλάβουν στην πολιτική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμφωνούσαν να λειτουργήσουν κάτω από την κάλυψη νόμιμων πολιτικών κομμάτων.
Το αποτέλεσμα ήταν, το πολιτικό σύστημα που εγκατέστησε η Δύση, να κυριαρχείται από κοινοτικές δυνάμεις και πάνω απ' όλα, από θρησκευτικά κόμματα. Ωστόσο, ενώ οι αρχές κατοχής τήρησαν την υπόσχεσή τους προς τις σιιτικές πολιτοφυλακές – ακόμα και προς την πιο φονταμενταλιστική ανάμεσά τους, το Στρατός του Μαχντί, που τώρα εισήλθε στην πολιτική ως το Σαντρικό Κίνημα – πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, από τους σουνίτες ομολόγους τους, έμειναν εκτός νυμφώνος. Έτσι λοιπόν το καθεστώς που προώθησαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν απλούστατα ένα σεχταριστικό καθεστώς στο οποίο τα σιιτικά θρησκευτικά κόμματα κατέλαβαν τη θέση του οδηγού, με μια λευκή επιταγή να χρησιμοποιήσουν την κοινοτική ευνοιοκρατία ως μέθοδο διακυβέρνησης.
Η πολιτική διευθέτηση που ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο διαμόρφωσε την καθημερινή ζωή του πληθυσμού κατά τις σεκταριστικές γραμμές, όπως επισημαίνεται στην παρακάτω περιγραφή της Βαγδάτης που δημοσιεύθηκε από τον αμερικανό δημοσιογράφο Nir Rosen, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου:
«Λιγότεροι άνθρωποι πεθαίνουν σήμερα διότι έχουν απομείνει λιγότεροι για να σκοτωθούν˙ σουνίτες και σιίτες κατοικούν τώρα σε ξεχωριστούς περιτοιχισμένους θύλακες, διοικούμενους από πολέμαρχους και πολιτοφυλακές, που παγίωσαν τον έλεγχό τους αφότου οι μικτές γειτονιές εκκαθαρίστηκαν πάνω σε σεκταριστικές γραμμές. Από τον Απρίλιο του 2007, οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν ανεγείρει μια σειρά από τσιμεντένιους τοίχους και σημεία ελέγχου σε όλη την πόλη για να διαιρέσουν τους αντιμαχόμενους σουνίτες και σιίτες. Αν και αυτά τα τείχη βοήθησαν στην κατάπνιξη της σεκταριστικής βίας, ενίσχυσαν το σεχταρισμό, απομονώνοντας τους ιρακινούς από τους γείτονές τους και αφήνοντάς τους εξαρτημένους από πολιτοφυλακές όπως ο Στρατός του Μαχντί για τρόφιμα, προμήθειες και προστασία. . . στην κεντρική Βαγδάτη, η πλειοψηφικά σιιτική γειτονιά Ουασάς βυθίζεται στην αθλιότητα. . .Οι χωματόδρομοι της Ουασάς είναι πλημμυρισμένοι από τη βρωμιά και τα ηλεκτρικά καλώδια κρέμονται χαμηλά από τις στέγες, διασχίζοντάς τους σαν παλιοί ιστοί αράχνης. Οι άνδρες του Στρατού του Μαχντί στην Ουασάς – οι οποίοι φημίζονται, ακόμη και μεταξύ των Σαντρ, για την κτηνωδία τους – χρησιμοποίησαν την γειτονιά ως βάση για τις επιθέσεις κατά των σουνιτών μαχητών ... και η γειτονιά ήταν από τους πρώτους σιιτικούς θύλακες που περιτοιχίστηκαν˙ υπάρχει μόνο μία είσοδος για τα αυτοκίνητα, που φρουρείται από στρατιώτες του Ιράκ. Κάπου - κάπου λίγα στενά ανοίγματα στα τσιμεντένια μπλοκ επιτρέπουν στους πεζούς να περάσουν, ένας - ένας. Σχεδόν όλοι οι Σουνίτες που ζούσαν στην Ουασάς εξωθήθηκαν  ή σκοτώθηκαν από το στρατό του Μαχντί.»
Μέχρι τότε, οι υλικές συνθήκες είχαν επιδεινωθεί πάρα πολύ για τη μεγάλη πλειοψηφία του ιρακινού πληθυσμού, ανεξαρτήτως της κοινότητάς όπου ανήκαν. Όπως σημείωσε ο Nir Rosen: «Πριν από τον πόλεμο, το 80% των Ιρακινών εξαρτιόταν από το Δημόσιο Δίκτυο Διανομής, ένα αποτελεσματικό σύστημα δελτίου τροφίμων. . . που προμήθευε ουσιώδη είδη για όλες τις ιρακινές οικογένειες. Αλλά το σύστημα έχει πλέον σταματήσει να λειτουργεί, λόγω των προβλημάτων ασφάλειας, της διαφθοράς και του σεχταρισμού. Οι περισσότερες οικογένειες δεν παίρνουν ούτε καν το 50% από όσα έπαιρναν, και οι εκτοπισμένοι Ιρακινοί, ειδικά οι σουνίτες, δεν λαμβάνουν τίποτα. Εν τω μεταξύ, το Σαντρικό κίνημα έχει γίνει η μεγαλύτερη ανθρωπιστική οργάνωση του Ιράκ ».

Το ISIL, ο Συριακός εμφύλιος πόλεμος και τα παιχνίδια εξουσίας του ιμπεριαλισμού

Στη Συρία,  σιγόβραζε η οργή μεταξύ των ιρακινών προσφύγων, λόγω της δύσκολης θέσης τους και της συνεχιζόμενης αναγκαστικής  υπερορίας, οργή, τόσο  κατά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που ήταν υπεύθυνες για τη μοίρα που τους επιφυλάχθηκε όσο και κατά του σεκταριστικού σιιτικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε στο Ιράκ. Αυτή η οργή ήταν πιθανώς ο πιο σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην αύξηση του ISIL στους προσφυγικούς καταυλισμούς κατά μήκος των συνόρων του Ιράκ.
Υπήρχε ήδη μια μακρά φονταμενταλιστική σουνιτική παράδοση στη Συρία. Αλλά η Μουσουλμανική Αδελφότητα της Συρίας, που είχε εγκαινιάσει αυτό το ρεύμα, είχε σχεδόν αφανιστεί ως οργάνωση από τον πατέρα του Μπασάρ αλ-Άσαντ, το 1982. Παρ' όλα αυτά, το ρεύμα αυτό επέζησε σε εξατομικευμένη μορφή, με μια σειρά από τοπικές ομάδες που εστίαζαν σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ενώ ορισμένοι από τους αρχικούς του ηγέτες μεταφέρθηκαν στη Σαουδική Αραβία.
Η ακριβής προέλευση του ίδιου του ISIL είναι αντικείμενο εικασιών. Ομοίως και οι υποτιθέμενοι δεσμοί του με την Αλ Κάιντα – αφού κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά σημαίνουν τέτοιες συνδέσεις, εκτός του ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν επιλέξει την Αλ Κάιντα ως τον υπ' αριθμόν ένα μπαμπούλα στον «πόλεμο τους κατά της τρομοκρατίας». Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι απ' όσο γνωρίζουμε, τα στελέχη του  ISIL ξεπήδησαν από την πρώτη σουνιτική εξέγερση ενάντια στην κατοχή του Ιράκ, το 2003, ότι πήραν μέρος στον επακόλουθο σεκταριστικό εμφύλιο και, τελικά, μετακόμισαν στη Συρία, όπου έστησαν την οργάνωσή τους στη σημερινή της μορφή.
Ευρισκόμενη στη Συρία, η ομάδα των ιρακινών μαχητών στρατολόγησαν μεταξύ των νεαρών Ιρακινών προσφύγων, διατηρώντας παράλληλα ένα δίκτυο επαφών στις ανατολικές και βόρειες σουνιτικές επαρχίες του Ιράκ, επιδιδόμενοι στις  «κανονικές» δραστηριότητες όλων των πολιτοφυλακών – δηλαδή, την άντληση χρηματικών πόρων μέσω εκβιασμών και απαγωγών για λύτρα, όπως και διάφορων τρομοκρατικών δραστηριοτήτων. Στρατολόγησαν όμως επίσης και ακτιβιστές από τις διάφορες παραφυάδες της κατεσταλμένης Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Συρίας που δρούσαν στην παρανομία, αναζωογονώντας έτσι αυτό το εν υπνώσει ρεύμα.
Μετά, ήρθε η λεγόμενη η «Αραβική Άνοιξη» στη Συρία. Ελλείψει οποιασδήποτε επιτόπιας  εναλλακτικής πολιτικής, η βαναυσότητα της καταστολής του καθεστώτος επέτρεψε στους αντιπολιτευόμενους σουνίτες φονταμενταλιστές να βγουν στο προσκήνιο. Το σεκταριστικό μίσος τους εναντίον των Αλεβιτών – σιιτών της μειονότητας του Άσαντ – προωθήθηκε ανάμεσα στους υποστηρικτές του κινήματος διαμαρτυρίας. Και ο επακόλουθος εμφύλιος πόλεμος  απέφερε στους πρόσφυγες ιρακινούς μαχητές και νέες στρατολογίες με υπόβαθρο στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Σε αυτό το σημείο το ISIL έλαβε την παρούσα του μορφή, αν και, κατά τη διαδικασία,  υπέστη πλήγμα, όταν μερικά από σύρια στελέχη του αποσχίστηκαν για να συστήσουν τη μεγαλύτερη σήμερα ομάδα φονταμενταλιστών της Συρίας, το Μέτωπο αλ-Νούσρα. Αυτή η διάσπαση ήταν προφανώς εκείνο που οδήγησε το ISIL να σταματήσει να δηλώνει πίστη στην Αλ-Κάιντα.  Θα μπορούσε όμως να ήταν και το γεγονός ότι, σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, το αλ-Nusra αποδέχθηκε την οικονομική βοήθεια της κυβέρνησης της Βαγδάτης εναντίον του Άσαντ, με την συναίνεση των ιθυνόντων της Αλ Κάιντα, κάτι που δεν θα μπορούσε να περάσει από τους ηγέτες του ISIL. Σε κάθε περίπτωση, παρά την οπισθοδρόμηση, το ISIL κατάφερε να στήσει ένα προπύργιο ενάντια σε όλες τις άλλες αντι-Άσαντ πολιτοφυλακές, στην ανατολική Συρία, γύρω από την πόλη της Ράκκα και στο ανατολικό τμήμα του Χαλεπίου.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε, πως η δυτική κατοχή του Ιράκ γέννησε όχι μία, αλλά δύο φονταμενταλιστικές πολιτοφυλακές σουνιτών - μια ιρακινή και μια συριακή – οι οποίες μετέπειτα έσπειραν τον όλεθρο και στις δύο χώρες.
Από συριακό του προπύργιο το ISIL επέκτεινε τα εδάφη του κατά μήκος των συνόρων με το Ιράκ, καταλαμβάνοντας κάποια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξασφαλίζοντας έτσι σημαντικές πηγές εισοδήματος. Κατά την ίδια αυτή περίοδο φαίνεται η  πολιτοφυλακή να τραβά την προσοχή πλουσίων δωρητών που ήθελαν να αποδυναμώσουν την περιφερειακή επιρροή του Ιράν πάνω στη Συρία και το Ιράκ – ειδικά δωρητές από τη Σαουδική Αραβία και από κάποιες χώρες του Κόλπου. Μερικές αναφορές υποστηρίζουν ότι και οι τουρκικές αρχές διευκόλυναν σκόπιμα το λαθρεμπόριο πετρελαίου και όπλων του ISIL στην περιοχή των συνόρων. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, αυτές οι χώρες ήταν στενοί σύμμαχοι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και η καλοπροαίρετη στάση τους απέναντι στο ISIL ταίριαζε αρκετά καλά με την ανταγωνιστική πολιτική της Δύσης προς το καθεστώς της Συρίας.
Πράγματι, οι δυτικοί ηγέτες δεν ήταν διατεθειμένοι, όχι σε αυτό το σημείο τουλάχιστον,  να αναλάβουν τον κίνδυνο άμεσης στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία. Για εσωτερικούς εν μέρει λόγους, επειδή το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος μιας τέτοιας επέμβασης θα τους ήταν δύσκολο να το δικαιολογήσουν πολιτικά. Κύριο μέλημά τους όμως, ήταν ο κίνδυνος που ενείχε η αποσταθεροποίηση ενός συριακού κράτους που έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην αστυνόμευση της Παλαιστίνης κατά το παρελθόν και φιλοξενούσε μεγάλο αριθμό παλαιστινίων προσφύγων. Πάντως, ως συνήθως, οι δυτικοί ηγέτες ήθελαν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Ήθελαν η Συρία να συνεχίσει να παίζει το ρόλο της ως περιφερειακός χωροφύλακας, αλλά επίσης ήθελαν και να αποδυναμώσουν το καθεστώς Άσαντ, το οποίο θεωρούσαν υπερβολικά προσκείμενο στο Ιράν. Και για το λόγο αυτό, δε είχαν κανένα πρόβλημα να επιτρέψουν στους τοπικούς τους συμμάχους να εξοπλίζουν το ISIL και τους ομοίους του – αν υποθέσουμε ότι δεν τους παρείχαν οι ίδιοι μερικά από τα όπλα  – εφ' όσον η βοήθεια αυτή θα μπορούσε να κρατήσει το καθεστώς Άσαντ καθηλωμένο σε έναν ατελείωτο εμφύλιο πόλεμο – ανεξάρτητα από το κόστος που θα είχε για το λαό της Συρίας.
Μόνο που, όπως αποδείχθηκε, το πιόνι ISIL των δυτικών παιγνίων εξουσίας πήγε πολύ μακρύτερα από όσο προέβλεπε το σενάριο. Τελικά, οι μαχητές του διέσχισαν τα σύνορα, μπήκαν στο Ιράκ και άρχισαν να επεκτείνονται εδαφικά για τα καλά μέσα στις ανατολικές και βόρειες επαρχίες, σε τέτοιο βαθμό που οι ίδιες δυτικές δυνάμεις δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εξαπολύσουν στρατιωτική επέμβαση σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την προέλαση τους.

Η κοινωνική πυριτιδαποθήκη του Ιράκ

Οι λόγοι της προέλασης του ISIL μέσα στο Ιράκ δεν μπορούν να περιορισθούν στις στρατιωτικές του δυνατότητες, ούτε ακόμα στην κραυγαλέα αποτυχία του ιρακινού στρατού. Η προέλαση οφείλεται επίσης σε κοινωνικούς παράγοντες, που σημαίνει ότι, παρά τις βάναυσες μεθόδους της, ο ιρακινός πληθυσμός δεν απέρριψε από χέρι την πολιτοφυλακή του ISIL ως εισβολέα. Ειδάλλως, σε αυτή τη χώρα, όπου σχεδόν ο καθένας έχει όπλα στο σπίτι, ο πληθυσμός θα είχε ήδη αναπτύξει ένοπλη αντίσταση στο ISIL .
Το γεγονός είναι ότι, έξι χρόνια μετά την επίσημη λήξη του ιρακινού εμφυλίου πολέμου, το σεκταριστικό modus operandi του ιρακινού καθεστώτος και η κοινωνία που στηρίζεται σε αυτό, ελάχιστα έχει αλλάξει. Τα θρησκευτικά κόμματα διατήρησαν το μονοπώλιό τους πάνω στην πολιτική σκηνή, όπως φάνηκε και πάλι στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2014 , όταν μόνο 3 από τα 31 ψηφοδέλτια αυτοπροσδιορίζονταν ως «κοσμικά»! Οι κυβερνητικοί και κρατικοί θεσμοί αλλά και τα υπουργεία και οι διοικήσεις, παραμένουν συντριπτικά στελεχωμένα από διορισμένους των κύριων θρησκευτικών σιιτικών κομμάτων. Στις περισσότερες θέσεις ευθύνης στο στρατό και στην αστυνομία εξακολουθούν να υπηρετούν πρώην στελέχη των σιιτικών πολιτοφυλακών. Είναι ακόμα σχεδόν αδύνατο για κάποιον από σουνιτικό περιβάλλον να καταλάβει θέση εργασίας στο δημόσιο τομέα. Και αυτό, σε μια χώρα όπου το κράτος υπήρξε πάντα ο μεγαλύτερος εργοδότης και που είναι ακόμη μεγαλύτερο αποκούμπι σήμερα, που η ανεργία είναι γύρω στο 50%!
Οι όροι διαβίωσης του πληθυσμού δεν έχουν βελτιωθεί. Στην πραγματικότητα δεν είναι πολύ καλύτερες από εκείνες του 2008 όπως τις περιγράφει παραπάνω ο Nir Rosen. Το 2013, εκτιμήθηκε ότι το ένα πέμπτο του πληθυσμού ζει κάτω από το κατά την Παγκόσμια Τράπεζα όριο φτώχειας των 2δολ την ημέρα. Στη Βασόρα, παρά τους πετρελαϊκούς της πόρους, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού ζούσε στη φτώχεια. Στις σουνιτικές επαρχίες Ανμπάρ και Νινευή, το νούμερο αυτό ανέβαινε στο 40%. Τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι που κατ'  εκτίμηση είχαν εγκαταλείψει τη χώρα μετά την εισβολή, δεν έχουν επιστρέψει και οι μισοί από αυτούς ζουν σε άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής.
Στις φτωχές συνοικίες, οι βασικές ανέσεις είναι στην καλύτερη περίπτωση αναξιόπιστες, όταν αυτές είναι καν διαθέσιμες. Τα τεράστια ποσά που διατίθενται για έργα ανοικοδόμησης φαίνεται πως έχουν εξαντληθεί. Τον Φεβρουάριο του 2014, το εδρεύον στη Γερμανία ιρακινό portal ειδήσεων Niqash, ανέφερε ότι στη Βαγδάτη, 700 προγράμματα υγείας, εγκαταστάσεων αποχέτευσης και άλλων ζωτικής σημασίας υπηρεσιών είχαν παγώσει, λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης˙ στη Βασόρα, το νούμερο έφτανε στα 1.500!
Και με δεδομένο την επιδεικτική χλιδή των εγκαθέτων του καθεστώτος, οι αηδιαστικές συνθήκες διαβίωσης της φτωχής πλειοψηφίας γίνονται γίνει ακόμη πιο ανυπόφορες.
Για να παραθέσουμε την εφημερίδα The National των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2013 για την κατάσταση στη Βαγδάτη, «η σιιτική μουσουλμανική ελίτ του Ιράκ πληρώνει μετρητά για σπίτια του ενός εκατομμυρίου δολαρίων στην περιζήτητη γειτονιά Ζαγιούνα της πρωτεύουσας. Περίλαμμπρα αρχοντικά με τζακούζι, μπάνια από ιταλικό μάρμαρο και τεθωρακισμένα οχήματα παρκαρισμένα στην είσοδο αντικαθιστούν τις  ταπεινές κατοικίες σουνιτών, σιιτών και Χριστιανών κατοίκων της πρώην μεσαίας τάξης. . . Στην Ζαγιούνα, μια συρροή αξιωματικών του στρατού, έχει μετατρέψει μία κάποτε ήσυχη γειτονιά σε έναν βαριά οχυρωμένο στρατωνισμό, με περιπολίες και κάμερες ασφαλείας να παρακολουθούν»
Φυσικά, πίσω από αυτή την επιδεικτική χλιδή βρίσκεται η αναίσχυντη διαφθορά του καθεστώτος, από την κορυφή της κυβέρνησης μέχρι κάτω στον τελευταίο αστυνομικό. Μια χώρα που, χάρη στους σημαντικούς πετρελαϊκούς της πόρους  πρέπει να μπορεί – και μπορούσε στο παρελθόν – να προσφέρει στον πληθυσμό αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, η διαφθορά των τοπικών καπιταλιστών και των πολιτικών τους φαίνεται να απορροφά και την τελευταία δεκάρα των κερδών του πετρελαίου.
Ανάμεσα τους σουνίτες, ένας συνδυασμός βαθιάς δυσαρέσκειας για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, μίσους για το διεφθαρμένο καθεστώς της Βαγδάτης και πίκρα για τις θρησκευτικές διακρίσεις,  συσσώρευε την οργή για αρκετό καιρό. Αναπόφευκτα αυτή η οργή επρόκειτο να εκραγεί στους δρόμους.

Το ιρακινό κίνημα διαμαρτυρίας

Ήδη από το τέλος του 2012, υπήρξε μια αναζωπύρωση των τρομοκρατικών επιθέσεων στο βόρειο και κεντρικό Ιράκ, φθάνοντας σε πρωτοφανές, από το τέλος του εμφυλίου πολέμου τέσσερα χρόνια πριν, επίπεδο. Τα στοιχεία της ίδιας της κυβέρνησης, που μάλλον υποτιμούν τη σοβαρότητα της κατάστασης, εκτιμούσαν ότι 500 υπονομευμένα αυτοκίνητα βόμβες εξερράγησαν σε ολόκληρο το Ιράκ το 2013, τα μισά από αυτά στη Βαγδάτη.
Ανήμπορος να περιορίσει αυτή την αναζωπύρωση, ο πρωθυπουργός αλ-Μαλίκι, στο αξίωμα αυτό από το 2006, και ηγέτης του σιιτικού θρησκευτικού κόμματος αλ-Ντάουα, στράφηκε εναντίον σουνιτών πολιτικών, κατηγορώντας τους για τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Υποκίνησε μια καταφανώς θρησκευτική καταστολή η οποία αποτέλεσε τη σπίθα που έβαλε φωτιά στην οργή που σιγόβραζε στις βόρειες και κεντρικές σουνιτικές επαρχίες του Ιράκ.
Rafi al-Issawi

Το Δεκέμβριο του 2012, όταν οι σωματοφύλακες του μετριοπαθούς σουνίτη υπουργού οικονομικών Ράφι αλ-Ισάουι, συνελήφθησαν κατηγορούμενοι για τρομοκρατία, ξέσπασαν ειρηνικές διαδηλώσεις, που κινητοποίησαν δεκάδες χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν τα συσσωρευμένα παράπονά τους: κατά των αντισουνιτικών διακρίσεων, ενάντια στη φυλάκιση και τα βασανιστήρια χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων με το άρθρο 4 του αντιτρομοκρατικού νόμου˙ ενάντια στη διαφθορά των αρχών της Βαγδάτης˙ ενάντια στην έξωση τόσων οικογενειών από τα σπίτια τους από σιιτικές πολιτοφυλακές, οι οποίες συχνά ενεργούν για λογαριασμό κερδοσκόπων ακινήτων˙  και, τέλος, για την έλλειψη βασικών υπηρεσιών και, γενικότερα, για τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης
Σε ορισμένες πόλεις, οι διαδηλωτές, εμπνευσμένοι προφανώς από την «Αραβική Άνοιξη», ίδρυσαν αυτό που ονόμασαν «ειρηνικά στρατόπεδα» – μόνιμους οικισμούς από σκηνές στη μέση μιας πλατείας για να διαδώσουν τις απαιτήσεις τους και να αψηφήσουν τις αρχές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολύ λίγες πληροφορίες σχετικά με αυτό πέρασαν τότε στα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Φυσικά, κανένας δυτικός ηγέτης δεν ήθελε να γίνει γνωστό ότι η λεγόμενη  «δημοκρατία»  που εγκατέστησαν στη διάρκεια της κατοχής τους στο Ιράκ ήταν στην πραγματικότητα μια θρησκευτική κλεπτοκρατία που είχε δημοκρατικά αμφισβητηθεί από τους διαδηλωτές στους δρόμους – και η συνήθης αυτολογοκρισία των μέσων ενημέρωσης έκανε τη δουλειά της.
Σε κάθε περίπτωση, σε αυτό το στάδιο, οι σουνίτες φονταμενταλιστές δεν φαίνεται να έπαιξαν σπουδαίο ρόλο σε αυτές τις διαδηλώσεις οι οποίες στο κάτω - κάτω δεν ταιριάζουν καθόλου με την πολιτική τους ατζέντα. Το μόνο που έπρεπε λοιπόν να κάνουν ήταν να περιμένουν την ευκαιρία τους στην απάντηση της Βαγδάτης.
Nouri al-Maliki

Και όπως ήταν αναμενόμενο, η αντίδραση των κυβερνώντων σιιτικών θρησκευτικών κομμάτων ήταν εξαιρετικά βίαιη. Δεν θα μπορούσαν να ανεχθούν μια τέτοια πρόκληση στην εξουσία τους. Το κοινωνικό περιεχόμενο των διαμαρτυριών είχε το δυναμικό για να αποσπάσει την υποστήριξη των φτωχών σιιτών, οι οποίοι,επωφελούνταν από την εγκληματική κυβερνητική διαφθορά όσο και οι φτωχοί σουνίτες. Και αυτό θα ήταν μια άμεση απειλή για την σεκταριστική ευταξία που ήταν η βάση της εξουσίας των σιιτικών θρησκευτικών κομμάτων. Ο Αλ-Μαλίκι και οι αξιωματούχοι-ανδρείκελά του έστειλαν το στρατό εναντίον των διαδηλωτών.
Μετά από μια σειρά περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές αψιμαχίες, σε μια επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων στο ειρηνικό στρατόπεδο της Χαουίτζα, νοτιοδυτικά του Κιρκούκ, στις 23 Απριλίου του 2013, σκοτώθηκαν 50 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 110. Το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η ριζοσπαστικοποίηση των διαδηλώσεων, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της καταστολής, σε τέτοιο σημείο όπου ο στρατός κατέφυγε σε σποραδικούς βομβαρδισμούς περιοχών στη Φαλούτζα και στο Ραμάντι, προκαλώντας τη φυγή δεκάδων χιλιάδων σουνιτών από την επαρχία Ανμπάρ.
Με αυτό το δεδομένο,  δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα των διαδηλωτών δεν θα έβλεπαν άλλο δρόμο από το να πάρουν τα όπλα εναντίον μιας κυβέρνησης που ήταν έτοιμη να ματοκυλίσει ειρηνικούς διαδηλωτές, παρά να παραχωρήσει τα αιτήματά τους. Απούσης οποιασδήποτε άλλης οργανωμένης πολιτικής προοπτικής, η ώρα των ισλαμιστών φονταμενταλιστών είχε έρθει,  εφόσον ήταν η μόνη δύναμη που φαινόταν να προτείνει έναν τρόπο για να αντιπαλέψει κανείς.

Η Ακαταμάχητη πορεία του ISIL


Είναι δύσκολο να πει κανείς πότε ακριβώς άρχισε η πορεία του ISIL στο Ιράκ. Φαίνεται πως ήταν μια αργή διαδικασία διείσδυσης σε πρώτη φάση, όπου η πολιτοφυλακή του ISIL έκανε μια πρώτη επαφή με τοπικές ένοπλες ομάδες για να εξασφαλίσει την ενεργή ή  παθητική τους υποστήριξη. Και, ως προς αυτό, η καταστολή που άσκησε η Βαγδάτη στις σουνιτικές περιοχές όλο το 2013, πρέπει να έχει διευκολύνει σημαντικά το έργο των απεσταλμένων. Κατά τον ίδιο χρόνο, η πολιτοφυλακή του ISIL φαίνεται να έχει κάνει στρατολογίες από τους διαδηλωτές, ενώ έστηνε – ή ίσως αφύπνιζε – εν υπνώσει πυρήνες σε διάφορες τοποθεσίες.
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες της επιτυχούς πορείας της πολιτοφυλακής του ISIL στο ανατολικό και βόρειο Ιράκ, υπάρχει μια πολιτική και κοινωνική διάσταση σε αυτά τα γεγονότα που  αξίζει να εξεταστεί. Από την άποψη αυτή, η κατάληψη της Φαλούτζα από το ISIL, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί είναι καλά τεκμηριωμένη και επειδή αντιφάσκει με πολλά από τα ψέματα που διακινούν τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης.
Είχε προηγηθεί, στα τέλη του Δεκεμβρίου 2013, η σύλληψη ενός πολύ γνωστού σουνίτη βουλευτή και δηλωμένου υποστηρικτή των διαδηλώσεων, στο Ραμάντι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην επαρχία Ανμπάρ. Κατά τη διάρκεια της σύλληψης, η κυβερνητική ομάδα κρούσης σκότωσε την αδελφή και τον αδελφό του βουλευτή, μαζί με 3 σωματοφύλακές του. Αυτό πυροδότησε ένα νέο κύμα οργισμένων διαδηλώσεων σε όλη την επαρχία Ανμπάρ την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου. Όμως, αυτή τη φορά, πολλοί διαδηλωτές ήταν οπλισμένοι και, στο ίδιο το Ραμάντι, κατέλαβαν τα αστυνομικά τμήματα. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι ένοπλοι διαδηλωτές είχαν τον έλεγχο ολόκληρων συνοικιών σε πολλές πόλεις στο Ανμπάρ ακόμα και στο Ραμάντι και τη Φαλούτζα. Αμέσως η κυβέρνηση αλ-Μαλίκι κατηγόρησε την Αλ Κάιντα, ακόμα κι αν δεν είχαν θεαθεί μονάδες του ISIL μέχρι τότε.
Η έκδοση της 11ης Ιανουαρίου της Niqash αμφισβήτησε αυτήν την επίσημη εκδοχή ως εξής: «Ήταν οι χιλιάδες οπλοφόροι που, άνευ προηγουμένου, εμφανίστηκαν στους δρόμους των πόλεων στο Ανμπάρ όλοι μέλη της Αλ-Κάιντα; Πιθανότερο πως ήταν ντόπιοι, εξαγριωμένοι με την εξάπλωση των διαδηλώσεων και εξοργισμένοι με τη σύλληψη σουνιτών μουσουλμάνων ηγετών. Η κυβέρνηση αλ-Μαλίκι χορήγησε μιαν αμνηστία σε εκείνους που είχαν ενταχθεί σε μουσουλμανικές σιιτικές πολιτοφυλακές , αλλά δεν φαινόταν να θέλει να αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο τους πρώην ένοπλους σουνίτες μουσουλμάνους. Οι σουνίτες μουσουλμάνοι διαμαρτύρονται επίσης γιατί ο ιρακινός στρατός αποτελείται μόνο από  5 τοις εκατό σουνίτες και ότι μόνο ένας από τους 14 ανώτατους στρατιωτικούς είναι σουνίτης, και ότι, ακόμα κι αυτός, είναι ούτως ή άλλως άνθρωπος του αλ-Μαλίκι. Λένε επίσης ότι κοινώς τους αρνούνται κυβερνητικές θέσεις εργασίας λόγω της θρησκείας τους.»
Στην ίδια έκδοση περιγράφεται πώς οι αντικυβερνητικοί μαχητές είχαν πάρει τον έλεγχο της Φαλούτζα: «Μια μυστική συμφωνία έχει γίνει ανάμεσα στις φυλές του Ανμπάρ και Σουνίτες εξτρεμιστές αυτή την εβδομάδα – το αποτέλεσμα ήταν η απόσυρση των εξτρεμιστών από τη Φαλούτζα... “ μόνο μερικές δεκάδες μαχητές του ISIL είχαν μπει κατ'  αρχάς στην πόλη”, λέει ο Αχμάντ αλ-Τζουμαϊλί, ένας ηγέτης φυλής στο Ανμπάρ. “Έφεραν μόνο ελαφρά και μεσαίου μεγέθους όπλα. Και δεν υπήρχε τρόπος για να να μπορέσουν να ελέγξουν μια πόλη όπως η Φαλούτζα, όπου όλοι οι άνθρωποι της πόλης έχουν ένα τουλάχιστον όπλο, στο σπίτι τους.”  ... Πώς ακριβώς το ISIL πήρε τον έλεγχο μιας πόλης όπως η Φαλούτζα σε δύο, ή περίπου, ημέρες; Δεν θα ήταν βέβαια εφικτό υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά το χάος που δημιουργήθηκε στην πόλη με την διασπορά των τοποθεσιών διαμαρτυρίας των σουνιτών όπου διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης επί ένα σχεδόν χρόνο, διαμόρφωσαν πιο ιδανικές συνθήκες για να παρθεί αυτός ο έλεγχός. Η γενική αίσθηση στην πόλη, ως αποτέλεσμα αυτής της διασποράς – η αυξημένη τοπική αντιπάθεια προς την ιρακινή κυβέρνηση – βοήθησε επίσης. . . . Αν μη τι άλλο, οι φυλές της Ανμπάρ έχουν αυτή τη στιγμή κάτι κοινό με. . .το ISIL: πολλοί από αυτούς θέλουν επίσης να αντιμετωπίσουν τον αλ-Μαλίκι και την κυβέρνησή του. Τα μέλη του ISIL στο Ανμπάρ φαινόταν να το γνωρίζουν καλά αυτό˙ αντιλήφθηκαν ότι το Ανμπάρ είχε γίνει θερμοκοιτίδα εχθρικών διαθέσεων προς την κυβέρνηση αλ-Μαλίκι . . .».
Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε απραξία τον ιρακινό στρατό και τους ενόπλους διαδηλωτές. Ήταν λες και είχε αναπαρασταθεί η πολιορκία της Φαλούτζα του 2004, με τη διαφορά πως, αυτή τη φορά, αντί να είναι αμερικανοί και βρετανοί, οι επιτιθέμενοι ήταν Ιρακινοί. Αρχικά, το καθεστώς αλ-Μαλίκι  φάνηκε να νομίζει πως θα ξέφευγε με αυτή την αναπαράσταση. Την 1η Φεβρουαρίου αξιωματούχοι του  αλ-Μαλίκι δήλωναν στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters: « Έχουν δοθεί εντολές να ξεκινήσει ο βομβαρδισμός της πόλης με πυροβολικό, να ανιχνεύσουν τα αεροπλάνα τις δυνητικές ικανότητες των μαχητών μέσα στη Φαλούτζα και να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα κενό για να μπούμε στην πόλη.» Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι συνέβη μετά, παρεκτός πως η επίθεση δεν έγινε ποτέ.
Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου, η Niqash ανέφερε σχετικά με την κατάσταση στη Φαλούτζα τα εξής: «ένοπλες ομάδες ελέγχουν την πόλη και ο ιρακινός στρατός φρουρεί απ' έξω... Οι προμήθειες ιατροφαρμακευτικού υλικού και καυσίμων εξαντλούνται. Έξι εβδομάδες, έχουν περάσει από τότε που η ιρακινή κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο της πόλης της Φαλούτζα. . . Χωμάτινα οδοφράγματα εμποδίζουν, ουσιαστικά όλες και τις τέσσερις πλευρές της πόλης. Πίσω τους υπάρχουν εκατοντάδες ένοπλοι άνδρες, κάποιοι με όπλα κατά ελικοπτέρων, και θωρακισμένα αυτοκίνητα» Στη συνέχεια, η εφημερίδα παραθέτει την περιγραφή κάποιου κατοίκου για το πώς οι αντάρτες προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση: «Όταν η κυβέρνηση απειλούσε να εισβάλει. . .οι μαχητές άρχισαν να φυτεύουν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς γύρω από τις τέσσερις εισόδους της πόλης. Σπίτια σε δρόμους που οδηγούν μέσα στην πόλη, επίσης υπονομεύτηκαν, προκειμένου να σταματήσουν κάθε προσπάθεια εισόδου.»
Abdullah al-Janabi

Στην ίδια έκδοση, η Niqash περιέγραψε την οργάνωση των εξεγερμένων: «Αυτή τη στιγμή κάτι που  καλύτερα περιγράφεται ως αντάρτικο στρατιωτικό συμβούλιο ελέγχει την ασφάλεια της πόλης. Αποτελείται από διάφορες σουνιτικές φατρίες. . .Περιλαμβάνει τον στρατό του Αλ Μουραμπίτιν, τις ταξιαρχίες Ασαντουλάχ αλ-Χαλίμπ, την ιρακινή  Χαμάς και μια σειρά άλλες σουνιτικές ταξιαρχίες. Επίσης,  στο στρατιωτικό συμβούλιο, αν και είναι τοπικοί σουνίτες μουσουλμάνοι, που κάποτε υπηρέτησαν στο ιρακινό στρατό. . . εκπροσωπείται και το ISIL . . . Όλο κι όλο το συμβούλιο έχει 15 μέλη συμπεριλαμβανομένων των κοινοτικών ηγετών, τους πρεσβύτερους των φυλών και μελών διαφόρων ενόπλων ομάδων. Συνεδριάζει δύο ή περισσότερες φορές τη εβδομάδα για να συζητήσει την κατάσταση ασφαλείας στη Φαλούτζα. Παίρνει αποφάσεις με ψηφοφορία. Ένα από τα πιο εξέχοντα μέλη του συμβουλίου είναι και ο κληρικός Αμπντουλάχ αλ-Γιαναμπί, γνωστός για τις ριζοσπαστικές απόψεις του˙ είναι από τη Φαλούτζα και στο παρελθόν ήταν στην υπεύθυνος για τη δημιουργία θρησκευτικών, κατά το νόμο της Σαρία, δικαστηρίων στην πόλη. Ο αλ-Γιαναμπί είναι επίσης σαλαφιστής.»
Δεδομένου ότι σε αυτό το σημείο το 60% του πληθυσμού της Φαλούτζα είχαν εγκαταλείψει την πόλη, σύμφωνα με τη Niqash , αυτός ο πληθυσμός προφανώς δεν αισθανόταν ότι τον αφορούσε αρκετά η αντιπαράθεση της πολιτοφυλακής και του ιρακινού στρατού ώστε να πάρει μέρος σε αυτή είτε με τη μια είτε με την άλλη πλευρά. Όμως, ταυτόχρονα η έκθεση της Niqash δείχνει επίσης, ότι σε αυτό το στάδιο, το ISIL ήταν ένας, μεταξύ πολλών συμμετεχόντων, στο πλαίσιο μιας συμμαχίας πολιτοφυλακών, μερικές από τις οποίες δεν ενέκριναν απαραίτητα τις ευρέως δημοσιοποιούμενες και φρικιαστικές του μεθόδους.

Μια σεκταριστική απειλή - στο Ιράκ και σε ολόκληρη την περιοχή

Μέχρι τώρα, το ISIL λέγεται ότι ελέγχει σημαντικά τμήματα των επαρχιών Ανμπάρ και Νινευή του Ιράκ – συμπεριλαμβανομένης της Μοσούλης, δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας – καθώς και πόλεις στην επαρχία Σαλαχαντίν,  όπως η Τικρίτ και η Σαμάρα, και την συνοριακή με τη Συρία περιοχή. Αλλά δεν ξέρουμε πραγματικά τί σημαίνει αυτός ο έλεγχος. Αν πάρουμε το παράδειγμα της κατάκτησης της Φαλούτζα από το ISIL, είναι πιθανό να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εύκολες συμμαχίες με τοπικές πολιτοφυλακές που, για τους δικούς τους λόγους, διάλεξαν την πλευρά του ISIL, αλλά που το ίδιο εύκολα θα μπορούσαν να αλλάξουν γνώμη. Άλλωστε, σύμφωνα με  δηλώσεις τόσο της Βαγδάτης όσο και των ΗΠΑ, ένα τμήμα του ιρακινού στρατού – κάποιοι  λένε το ένα τρίτο – εξακολουθεί να σταθμεύει στην επαρχία Ανμπάρ, ακόμη και εάν παραμένει με ασφάλεια μακριά από την εμβέλεια του ISIL.
Τι συμβαίνει στην πλευρά της ιρακινής κυβέρνησης; Όπως γνωρίζουμε, ο στρατός της έχει καταρρεύσει. Παρά τους 900.000 στρατιώτες την αεροπορία του, τα επιθετικά ελικόπτερα και το σύγχρονο βαρύ πυροβολικό. Σχολιαστές δίνουν την εξήγηση, πως ο στρατός είναι διεφθαρμένος, από την κορυφή των στρατηγών μέχρι τους απλούς στρατιώτες. Όπως ένας Ιρακινός πολιτικός δήλωνε σε δυτική δημοσιογράφο: «Αυτή είναι η συγκομιδή της πλήρους διαφθοράς. Οι άνθρωποι πληρώνουν χρήματα για να μπουν στο στρατό και να πάρουν ένα μισθό – αλλά είναι  επενδυτές όχι στρατιώτες».
Αλλά πιθανώς αυτό είναι ένα μόνο μέρος της ιστορίας. Όπως οι δυτικοί στρατιώτες διαπίστωσαν από πρώτο χέρι στη διάρκεια της κατοχής του Ιράκ, ένας στρατός που αντιμετωπίζει την εχθρότητα του πληθυσμού είναι πολύ πιθανό να χάσει το ηθικό του – και πολύ περισσότερο εάν η κάστα των αξιωματικών είναι διεφθαρμένη μέχρι του σημείου να είσαι ανίκανη να εξασφαλίσει προμήθειες για τις ανάγκες του στρατεύματος, πράγμα που κατά τα φαινόμενα συμβαίνει στον ιρακινό στρατό. Εάν, επιπλέον, οι στρατιώτες αντιμετωπίζουν την προοπτική βασανιστηρίων – αν όχι αποκεφαλισμού – εάν συλληφθούν από τον εχθρό, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη που το έβαλαν στα πόδια αντί να πολεμήσουν.
Haider Jawad Kadhim Al-Abadi

Για να αντιρροπήσει την κατάρρευση του στρατού, ο αλ-Μαλίκι και ο διάδοχός του, ο νέος πρωθυπουργός αλ-Αμπαντί (που είναι επίσης ηγετική φυσιογνωμία του κόμματος Ντάουα), αναβίωσε τις πλατιές σιιτικές πολιτοφυλακές  που είχαν φαινομενικά διαλυθεί μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Αλλά αν κρίνουμε από την επίδειξη δύναμης ότι έχουν ήδη κάνει στις κύριες  πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Βαγδάτης, οι πολιτοφυλακές αυτές δεν είναι μόνο μαζικές σε αριθμό, αλλά επίσης καλά εκπαιδευμένες και βαριά οπλισμένες – πράγμα που σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, οι οργανώσεις τους παρέμειναν άθικτες, έξω από το στρατό.
Ούτε η σεκταριστική συμπεριφορά αυτών των σιιτικών πολιτοφυλακών έχει αλλάξει. Υπάρχουν όλο και περισσότερες αναφορές για το πώς παρενοχλούν όποιον σουνίτη βρουν στις μικτές πόλεις και γειτονιές. Πολύ απλά, αυτό ισοδυναμεί με μια επιστροφή στις ημέρες του εμφυλίου πολέμου, όταν οι πολιτοφυλακές κυβερνούσαν το Ιράκ. Μόνο που, σήμερα, οι σιιτικές πολιτοφυλακές είναι αναγνωρισμένες από την κυβέρνηση ως βοηθητικές του στρατού και μπορούν επισήμως να κάνουν ό,τι θέλουν.
Φυσικά, όπως και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ο κίνδυνος έρχεται και από τις δύο πλευρές. Οι μαζικές εκτελέσεις σιιτών στρατιωτών που βλέπουμε στο YouTube από μαχητές του ISIL και το αυξανόμενο ποσοστό θανάτων που προκαλείται από το σημερινό κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων κατά αμάχων – κυρίως κυβερνητικών και σιιτικών – μπορούν απλώς να παρέχουν στις σιιτικές πολιτοφυλακές μια ακόμη καλύτερη δικαιολογία για να συνεχίσουν την κτηνωδία. Και αυτό, με τη σειρά του, θα βοηθήσει μόνο τους ομοίους του ISIL να κινητοποιήσουν τη λαϊκή υποστήριξη εναντίον τους.
Η κατάσταση έχει τη δική της λογική, που πηγαίνει πολύ πέρα από το Ιράκ. Πολύ δημοσιότητα δόθηκε σε εκείνους τους νέους, οι οποίοι έχουν γεννηθεί και ανατραφεί στη Βρετανία, και  εντάχθηκαν στο ISIL. Γιατί το έκαναν αυτό; Χωρίς αμφιβολία επειδή παραπλανήθηκαν να σκέφτονται ότι θα κάπως, κάτι θα επιτύχουν με αυτόν τον τρόπο – είτε πολεμώντας τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που μαίνονται στη Μέση Ανατολή για τόσο πολύ καιρό, είτε παίρνοντας εκδίκηση από μια κοινωνία που δεν έχει τίποτα να τους προσφέρει. Αλλά αν κάποιοι από τους βρετανούς νέους  βρίσκουν κίνητρο για να πάρουν αυτό τον δρόμο, τότε πόσοι περισσότεροι θα το έκαναν στη Μέση Ανατολή, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των φτωχών μαζών μάλλον αισθάνονται ότι, επιπλέον, δεν έχουν και τίποτα να χάσουν.
Αυτό, μαζί με την ενοποιητική αραβική κληρονομιά της Μέσης Ανατολής, σημαίνει πως, ό,τι συμβαίνει σήμερα στο Ιράκ, είναι πιθανό να επαναληφθεί, με διάφορες μορφές, σε κάθε γωνιά της περιοχής. Η ανακήρυξη ενός «χαλιφάτου» από το ISIL, εκτός από το ότι αποτελεί μια χειρονομία αψήφησης της Δύσης, απευθυνόταν ακριβώς στην εκρηκτική οργή που έχει συσσωρευθεί για τόσο καιρό σε όλη την περιοχή.
Ήδη, η μόλυνση έχει φτάσει στο Λίβανο, όπου σουνιτικές φονταμενταλιστικές ομάδες φαίνεται να συγκεντρώνουν δυνάμεις και να ξεκινούν τον αγώνα τους ενάντια την σιιτική πολιτοφυλακή της Χεζμπολάχ. Στην Ιορδανία, την Αίγυπτο και την Υεμένη, υπάρχει μια αναβίωση της τρομοκρατίας από τις σουνιτικές ομάδες σαλαφιστών που ενθαρρύνονται από τις επιτυχίες του ISIL – που εξαπλώνεται πέρα από την περιοχή, στη βόρεια Αφρική. Στην ίδια την Παλαιστίνη, το πρόσφατο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ιερουσαλήμ αντανακλά πιθανώς ένα παρόμοιο φαινόμενο. Ακόμη και στις κουρδικές περιοχές, όπου ο πληθυσμός είναι σχετικά ενωμένος από την εθνική του ταυτότητα, μερικές σιιτκές και σουνιτικές φατρίες φονταμενταλιστών σηκώνουν κεφάλι, σε μια προσπάθεια να αμφισβητήσουν τον κυρίαρχο ρόλο των παραδοσιακών κουρδικών εθνικιστικών κομμάτων.

Ενάντια στην νέα ιμπεριαλιστική επιθετικότητα
 
Πότε θα τελειώσει αυτή η αλυσιδωτή αντίδραση, η οποία ξεκίνησε από την εισβολή στο Ιράκ το 2003; Κανείς δεν μπορεί να πει. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο. Οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν πρόκειται και δεν μπορούν να είναι μέρος της λύσης.
Πράγματι, ποιον καλύτερο στρατολόγο θα μπορούσαν να βρουν το ISIL και οι όμοιοί του από τα δυτικά επανδρωμένα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη που πετούν πάνω από το Ιράκ, τη Συρία ή την Υεμένη, με τις καταστροφικές βόμβες τους; Επειδή, φυσικά, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των δυτικών ηγετών, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν το «χειρουργικό βομβαρδισμό» – πεθαίνουν άνθρωποι από τις δυτικές βόμβες και δεν είναι όλοι οι σκοτωμένοι «τζιχαντιστές»˙ κάθε άλλο.
Στην πραγματικότητα, από την αρχή, οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί στις ιμπεριαλιστικές χώρες είχαν  δηλώσει απερίφραστα, ότι οι αεροπορικές επιδρομές του δυτικού συνασπισμού εναντίον του ISIL, ήταν χάσιμο χρόνου και ότι η μόνη «λύση» στο πρόβλημα που έθετε το ISIL ήταν να « βάλουν  άρβυλα στο έδαφος». Και, στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν ακριβώς αυτό, κι ας το αρνούνται, με την αποστολή 3.000 λεγόμενων «συμβούλων» που θα ενισχύσουν τις κάπου 14.000 αμερικανούς ιδιωτικούς μισθοφόρους ασφαλείας που έμειναν επί τόπου μετά την επίσημη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Φυσικά, μετά την καταστροφή της κατοχής του Ιράκ, οι ηγέτες των ΗΠΑ δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το πολιτικό και οικονομικό κόστος ενός ακόμη τέλματος που θα είναι, ενδεχομένως, πολύ μεγαλύτερο και πιο αιματηρό. Έτσι, προσπαθούν να βάλουν τις επίδοξες περιφερειακές δυνάμεις να κάνουν τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό τους.
Η Τουρκία θα ήταν η καλύτερη επιλογή. Ωστόσο, έχει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα. Το καθεστώς της απέχει πολύ από του να είναι αναμφισβήτητο όπως φάνηκε από τις διαμαρτυρίες του περασμένου χρόνου, και αντιμετωπίζει ένα συνεχιζόμενο πόλεμο στο κουρδικό τμήμα της επικράτειάς του. Για να επέμβει άμεσα η Τουρκία στο Ιράκ, η κυβέρνησή της θα πρέπει να επιτύχει μια μακροπρόθεσμη πολιτική διευθέτηση με τους Κούρδους εθνικιστές, στο Ιράκ και τη Συρία, αλλά πάνω απ' όλα, στην Τουρκία – κάτι που η σημερινή τουρκική κυβέρνηση έχει μέχρι τώρα ξεκάθαρα αρνηθεί να κάνει.
Η επόμενη καλύτερη επιλογή θα ήταν το Ιράν. Αυτό, φυσικά, θα απαιτούσε από τις ΗΠΑ να διευθετήσουν τις  μακροχρόνιες διαφορές με το ιρανικό καθεστώς και να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις ιδίως αίροντας τον οικονομικό αποκλεισμό, που επιβλήθηκε ως μέρος ενός saga αναφορικά με το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν. Η εκλογή, πέρυσι, του Χασάν Ρουχανί στην ιρανική προεδρία άνοιξε το δρόμο για την ομαλοποίηση των  αμερικανικών σχέσεων με το Ιράν, αλλά μόνο μέχρις ενός σημείου. Και αυτό πολύ απλά επειδή, ανεξάρτητα από το πόσο θα ήθελαν οι ΗΠΑ να επέμβει το Ιράν στρατιωτικά για να καταπνίξει το ISIL εν τη γενέσει του, δεν θα μπορούσαν εντούτοις να διασκεδάσουν την οργή των σουνιτών συμμάχων τους σε όλο τον κόσμο – ειδικά τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου, αλλά και το Πακιστάν – όταν θα έβλεπαν να γίνονται πάρα πολλές παραχωρήσεις στο Ιράν. Και αντιστρόφως, το ιρανικό καθεστώς δεν θα αναλάμβανε τον κίνδυνο να παρασυρθεί σε έναν πλήρους κλίμακας πόλεμο στο Ιράκ που πιθανότατα θα χώριζε τη χώρα στη μέση, κατά μήκος των σεκταριστικών γραμμών. Έτσι, προς το παρόν, όπως έγραψε ένας σχολιαστής, «το Ιράν διαμορφώνει μια συμμαχία του ενός», προωθώντας τα πιόνια του στο Ιράκ - δηλαδή τις σιιτικές πολιτοφυλακές - και προμηθεύοντάς τους με όσα όπλα και τεχνικές συμβουλές μπορεί, ενώ σποραδικά βομβαρδίζει φονταμενταλιστικές ομάδες που χρησιμοποιούν τη μεθοριακή περιοχή μεταξύ Ιράν-Ιράκ ως υλικοτεχνική βάση.
Έξω από την Τουρκία και το Ιράν, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ξεμένουν από επιλογές. Οι προσπάθειες τους να συστήσουν μια αραβική δύναμη επέμβασης έχουν οδηγηθεί σε πλήρη αποτυχία. Έτσι το μόνο που μπορούν να κάνουν προς το παρόν είναι να συνεχίσουν την επέμβαση όσο φτάνουν τα χέρια τους και να ελπίζουν ότι τα κέρδη των πετρελαϊκών εταιρειών τους θα αποκατασταθούν σε κάποιο σημείο.
Ορισμένοι θα αντιτάξουν ότι , σίγουρα, κάτι θα έπρεπε να γίνει για την τωρινή φρικτή κατάσταση τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Και ότι, ακόμη και αν δεν αποτελεί λύση, τουλάχιστον η σημερινή δυτική επέμβαση έχει τη δυνατότητα να αποδυναμώσει το ISIL και τα παρόμοια.
Λοιπόν, ακόμα κι αν μάλλον αποδυναμώνει παρά ενισχύει το ISIL – πράγμα που μένει να δούμε –  σίγουρα αναζωπυρώνει τη φωτιά. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο μακροπρόθεσμα βάσανα για τον πληθυσμό σε όλη την περιοχή – κάτι που εμείς, οι επαναστάτες στη Βρετανία, στην καρδιά του ιμπεριαλιστικού κόσμου, δεν πρέπει και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε.
Δεν έχει κάθε πρόβλημα άμεση λύση στην ιστορία. Ανεξάρτητα από το πόσο «στοχευμένες» μπορούν να είναι, οι δυτικές βόμβες μπορούν μόνο να σημάνουν περισσότερη καταστροφή για τους λαούς της Μέσης Ανατολής. Το μέλλον τους μπορεί να διαμορφωθεί από τη δική τους και μόνο συλλογική, συνειδητή παρέμβαση – για να απαλλαγούν, άπαξ διά παντός, από όλους τους εκμεταλλευτές, ιμπεριαλιστές και ντόπιους, που τόσα χρόνια λεηλατούν την περιοχή. Πολλές φορές στο παρελθόν, μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και πάλι στη δεκαετία του 1950 και του '60, οι λαοί της Μέσης Ανατολής απέδειξαν την ικανότητά τους να πολεμήσουν από κοινού ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται. Στην ικανότητα αυτή έγκειται και το μέλλον τους. Και είναι καθήκον μας, ως κομμουνιστές επαναστάτες, να σταθούμε αλληλέγγυοι με εκείνους οι οποίοι, στη Μέση Ανατολή αγωνίζονται ενάντια στο ρεύμα ,για έναν άλλο κόσμο, απαλλαγμένο από τον καταπιεστικό ζουρλομανδύα της θρησκείας και από τον ασφυκτικό κλοιό του εκμεταλλευτικού καπιταλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου