Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Λαϊκό κίνημα και ιμπεριαλισμοί


Αναδημοσιεύουμε την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2014.του Γραφείου 4ης Διεθνούς σχετικά με την κατάσταση στην Ουκρανία. Η βασική νομίζουμε παρατήρηση, της ανολοκλήρωτης εθνικής - κρατικής συγκρότησης δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο κέντρο κάθε ανάλυσης που εγείρει φιλοδοξίες σοβαρότητας. Το λάθος του να αφεθεί το εθνικό ζήτημα στα χέρια των εθνικιστών οποιασδήποτε απόχρωσης δεν είναι πλέον συγγνωστό


Μετάφραση:  Παραναγνώστης



Η πολύ βαθιά πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει η Ουκρανία από το Νοέμβριο του 2013 απέχει πολύ από το τέρμα της. Στη χώρα αυτή, μετά από μια πολύ μακρά εθνική καταπίεση (κυρίως από την Πολωνία και τη Ρωσία) η διαδικασία της εθνικής συγκρότησης δεν έχει ολοκληρωθεί, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να είναι εύθραυστο. Όλο και περισσότερο η χώρα μπαίνει σε κατάσταση ομηρίας μεταξύ της ρωσικής ιμπεριαλιστικής πίεσης και εκείνης των ευρω-ατλαντικών δυνάμεων, και υφίσταται τις συνέπειες του κοινωνικού κατακερματισμού που φέρνει ο νεοφιλελευθερισμός.


1. Από το Μαϊντάν στην προσωρινή κυβέρνηση: Μια ισχυρή λαϊκή κινητοποίηση
Για τρεις μήνες (21, Νοέμβρη, 2013 - 22 Φλεβάρη 2014) δεκάδες χιλιάδες (και σε μερικές μέρες εκατοντάδες χιλιάδες) άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο κέντρο του Κιέβου, στην πλατεία («Μαϊντάν») της Ανεξαρτησίας. Η καταστολή των πρώτων διαδηλωτών («φιλοευρωπαϊστών» και υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας) ήταν εκείνη η οποία έδωσε στο κίνημα το τεράστιο μέγεθός του μέχρι τα τέλη του 2013, σε συνδυασμό με την ελπίδα - ιδεατά συνδεδεμένη με την «Ευρώπη» - της ευημερίας, της κατάργησης της διαφθοράς , της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας.

Τονίσαμε το Φεβρουάριο (
απόφαση της Διεθνούς Επιτροπής μας) τα χαρακτηριστικά της κίνησης, η οποία είχε  «παρουσιάσει ένα συνδυασμό επαναστατικών (δημοκρατική, αντιελιτίστικη, αυτοοργανωμένη) και αντιδραστικών στοιχείων - το συνολικό αποτέλεσμα ήταν και παραμένει ένα ζήτημα πολιτικής και κοινωνικής πάλης. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι επίσης βαθιά ριζωμένα στον τρέχοντα χαρακτήρα της παρούσας μετασοβιετικής κοινωνίας της Ουκρανίας (εξατομικευμένη, χωρίς ταξική ταυτότητα, με υποβάθμιση της εκπαίδευσης και ηγεμονία των αντιδραστικών εθνικιστικών ιδεών στην κοινωνία, σε συνδυασμό με μια νόμιμη δέσμευση στην υπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας και με τη δραματική κληρονομιά του σταλινισμού). »
Μπορούμε να εξειδικεύσουμε τις αδυναμίες και τους περιορισμούς της Μαϊντάν:

- Παρά τ
ην έκτασή της, οι κύριες μορφές της αυτοοργάνωσης που προέκυψε παρέμειναν περιορισμένες: πάνω απ' όλα στην κατασκευή, τη συντήρηση, την υπεράσπιση αυτής της εξεγερμένης πόλης των σκηνών και των οδοφραγμάτων μέσα στο χειμώνα, την οργάνωση των προμηθειών και των υπηρεσιών υγείας. .. ομάδες που καταλάμβαναν διοικητικά κτίρια, μια φοιτητική συνέλευση που επέβαλε κυρίως τη διαφάνεια στον προϋπολογισμό για την παιδεία. Σχηματίστηκαν «Sotnia» (εταιρείες) αυτοάμυνας, μια μειοψηφία των οποίων ελέγχονταν από πολιτικές οργανώσεις που ήταν παρούσες στο Μαϊντάν.

- Το κίνημα δεν είχε ποτέ καμία «
αντιπροσώπευση» ή εκλεγμένους εκπροσώπους. Αυτό διευκόλυνε την εκμετάλλευσή του από τα πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του κόμματος της άκρας δεξιάς Svoboda, που συντάχθηκαν με τους «ευρωπαϊστές» και μιλούσαν στο όνομα της «Euromaidan», ιδιαίτερα στο εξωτερικό.

- Οι μικρές ομάδες της άκρας εθνικιστικής δεξιάς (Pravyi Sektor και ούτω καθεξής),
ανταγωνιζόμενες το Svoboda έπαιξαν ρόλο στην αυτοάμυνα του κινήματος. Η εμφανής «προβολή» τους και οι επιθέσεις τους εναντίον αριστερών ακτιβιστών έχουν χρησιμοποιηθεί για να δυσφημίσουν το σύνολο της Μαϊντάν, ιδίως από τη ρωσική κυβέρνηση και τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, είτε αργότερα, από συνιστώσες του αντι-Μαϊντάν που ταυτίζονται με την αριστερά.

- Τέλος, αν και πολύ
διαφοροποιημένο και ευαίσθητο σε κοινωνικά θέματα (κατά της κατάσχεσης των
δημόσιων αγαθών, της διαφθοράς, της ανισότητας), το κίνημα δεν έχει εκφράσει κοινωνικά αιτήματα˙ έχει κάνει πολύ λίγα για να κινητοποιήσει την βιομηχανική εργατική τάξη, επομένως και τις περιοχές στα ανατολικά και τα νότια-ανατολικά (παρά τις κάποιες εξαιρέσεις). Εάν οι προκηρύξεις απεργιών (που κάλεσαν οι ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις) δεν υποστηρίχτηκαν, το ίδιο ισχύει και για απόπειρες εργατικών κινητοποιήσεις ενάντια στο Μαϊντάν.

- Λαμβάνοντας υπόψη τα
αρχικά θέματα («φιλο-ΕΕ»), των δεσποζουσών οργανωμένων δυνάμεων της δεξιάς και της φασιστικής επίθεσης, η πολύ αδύναμη ουκρανική αριστερά στάθηκε πολύ διχασμένη απέναντι στο Μαϊντάν και μέσα σε αυτό: εκτός από τις διάφορες αναρχικές ομάδες, το Σοσιαλιστικό Κίνημα - Αριστερή Αντιπολίτευση επέλεξε να παρέμβει εκεί απέναντι στις δεξιές και ακροδεξιές ιδέες, ως αποτέλεσμα των κοινωνικών και μαζικών δημοκρατικών προσδοκιών του κινήματος. Κατ' αντιδιαστολή, η οργάνωση «Μπορότμπα» (Αγώνας) παρέμεινε έξω από το κίνημα, καταγγέλλοντάς το συνολικά ως αντιδραστικό. Τοποθετούμενο στην «αριστερά» λόγω ετικέτας και κοινωνικού λόγου, το ουκρανικό ΚΚ, με πολύ μεγάλη εμπλοκή στις ολιγαρχικές ιδιωτικοποιήσεις, επεδίωξε να ξεχωρίσει από το Κόμμα των Περιφερειών προτείνοντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη συμφωνία με την ΕΕ˙ αλλά ήταν απαξιωμένο από την θετική ψήφο του το Φεβρουάριο υπέρ της ποινικοποίησης όλων των διαδηλωτών. Έχει προπαγανδίσει, όπως και το Μπορότμπα, τη θέση του «ναζιστικού πραξικοπήματος».

- Συνολικά,
ενώ κρατούσε από τα κόμματα μεγαλύτερη απόσταση από όση στην «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004, το Μαϊντάν κινητοποίησε ιδιαίτερα τις δυτικές και κεντρικές περιοχές της χώρας, οι οποίες ήταν περισσότερο προσανατολισμένες προς την ΕΕ˙ αν πάντως εξέφραζε κοινωνικές και δημοκρατικές προσδοκίες κοινές σε όλη τη χώρα, το μόνο «πρόγραμμά» του ήταν η πτώση του Γιανουκόβιτς.


2 Η πτώση του Γιανουκόβιτς: Μια λαϊκή νίκη που κατασχέθηκε και μια δεξιά κυβέρνηση, κι όχι «φασιστικό πραξικόπημα».

Η πτώση του Γιανουκόβιτς διαμ
έλισε το Κόμμα των Περιφερειών, το οποίο είχε γίνει υπό την προεδρία του το κύριο όργανο της εξουσίας της ολιγαρχίας, και του οποίου η βάση βρισκόταν στην ανατολική Ουκρανία - όπου η ουκρανική ολιγαρχία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στις μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες που δολίως ιδιωτικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις αρχές του 1990. Αυτό το κόμμα είχε μια ισχυρή εκλογική στήριξη εξ αιτίας των κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας. Η κατάρρευση του Κόμματος των Περιφερειών, το οποίο κατέστη κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Γιανουκόβιτς το δομικό όργανο του καθεστώτος του, καθώς και η διάλυση των ειδικών δυνάμεων καταστολής, «Berkout», αποδυνάμωσε το ουκρανικό κράτος, στερώντας του ένα σημαντικό μέρος των δομών κυριαρχίας του.

Παρά το γεγονός ότι όλοι οι υπουργοί της νέας κυβέρνησης
είχαν γίνει αποδεκτοί από το πλήθος της Μαϊντάν, το κίνημα αποστοιχίστηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την εγκατάσταση της προσωρινής κυβέρνησης.

Η πτώση του Γιανουκόβιτς ήταν η νίκη
ενός οιονεί εξεγερσιακού κινήματος, και όχι έργο κάποιου «φασιστικού αντιρωσικού πραξικοπήματος που υποστηρίχθηκε από τη Δύση». Ακόμη και αν ο Γιανουκόβιτς ήρθε στην εξουσία το 2010, μέσα από τις εκλογές που αναγνωρίστηκαν ως νόμιμες, ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για την ίδια του την πτώση: είχε βαθιά απαξιωθεί, ακόμα και στην ίδια την περιοχή καταγωγής του, την Donbas, από τα τόσα χρόνια ολιγαρχικού προσωπικού και οικογενειακού πλουτισμού, την ίδια στιγμή που η χώρα είναι εξαθλιωμένη˙ ακόμα και η απρόσμενη άρνησή του τον Νοέμβριο να υπογράψει τη συμφωνία με την ΕΕ υπήρξε η εικονογράφηση της εκτροπής του καθεστώτος προς την προεδρική υπερεξουσία, ενός καθεστώτος που ήταν όλο και λιγότερο ελεγχόμενο ακόμη και από το ίδιο το κόμμα και το κοινοβούλιο του. Η πτώση του καταλύθηκε από την καταστολή και τους νεκρούς της Μαϊντάν. Βλέποντας τις διαμάχες για τους υπεύθυνους αυτών των θανάτων, η κυβέρνηση του Κιέβου προσέφυγε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), στις 25 Απριλίου˙ το δικαστήριο ερευνά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μεταξύ 21 Νοεμβρίου 2013 και 22 Φεβρουαρίου 2014.

Το ίδιο το κοινοβούλιο που ψήφισε για την αποπομπή του προέδρου μετά τη διαφυγή του, με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, διόρισε και την προσωρινή κυβέρνηση. Η τελευταία αντανακλά σε μεγάλο βαθμό το συμβιβασμό, που υποστηρίχθηκε από τους δυτικούς διπλωμάτες, οι οποίοι είχαν διαπραγματευθεί με τον Γιανουκόβιτς, πριν αυτός διαφύγει. Αφού υποστήριξαν ανοιχτά όλα τα «φιλοευρωπαϊκά» κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του Svoboda, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρέθηκαν σε δύσκολη θέση με την άκρα δεξιά. Αυτή η τελευταία προσπάθησε να γίνει πιο «αξιοσέβαστη» (το Svoboda έριξε τους τόνους της αντισημιτικής του μήτρας και τα πανηγύρια για την μεραρχία Γαλικίας των SS). Παράλληλα, ο υπουργός Εσωτερικών (από τον οποίο είχε ζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αφοπλίσει τις ιδιωτικές πολιτοφυλακές) βρίσκεται σε μια τεταμένη σχέση με τον Pravyi Sektor(Δεξιό Τομέα).

Εάν η κυβέρνηση δεν είναι «νεοναζί
», είναι πάντως αλήθεια - και μη τετριμμένη - ότι το κόμμα της άκρας δεξιάς «Svoboda» έχει πολλαπλές θέσεις εξουσίας μέσα σε αυτήν: 4 υπουργεία (3 δεδομένου ότι, από τις 25 Μαρτίου ο Υπουργός της Άμυνας , ναύαρχος Ihor Tenyukh, που θεωρούνταν «ανενεργός» λόγω των γεγονότων της Κριμαίας, «απομακρύνθηκε»), καθώς και τη θέση του γενικού εισαγγελέα. Ο Andriy Parubiy, γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και Άμυνας, καταχωρείται μερικές φορές επίσης ως μέλος του Svoboda. Είναι αλήθεια ότι ήταν ένας από τους ιδρυτές, το 1991, του «Κοινωνικού Εθνικιστικού Κόμματος της Ουκρανίας», το οποίο πήρε το όνομα του Svoboda το 2004. Ωστόσο, εγκατέλειψε αυτόν τον οργανισμό πριν από 10 χρόνια και από το 2012 υπήρξε μέλος του «Batkivshchyna» («Πατρίδα») υπό την ηγεσία της Γιούλια Τιμοσένκο.Αυτός είναι ο σχηματισμός που κυριαρχεί σε αυτή τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που έχει διορίσει ολιγάρχες σε θέσεις κυβερνητών των περιφερειών και έχει θέσει σε εφαρμογή τα μέτρα που απαιτεί το ΔΝΤ: όπως η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου (50%), το πάγωμα των μισθών και των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, τη μείωση των συντάξεων, τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, την αύξηση του ΦΠΑ και ούτω καθεξής. Το πρώτο μέτρο που έλαβε η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κατάργηση της πράξης του 2012 σχετικά με τις γλώσσες, δεν έχει επικυρωθεί από τον ασκούντα καθήκοντα προέδρου. Όμως, στο πλαίσιο της καταγγελίας, και από τη Μόσχα επίσης, του νέου καθεστώτος ως «αντι-ρωσικού», το αποτέλεσμα αυτού του ψηφίσματος υπήρξε καταστροφικό στις ρωσόφωνες περιοχές. Η ρωσική επιθετικότητα στην Κριμαία παρουσιάζεται ως απάντηση σε μια τέτοια πολιτική.Οι εκλογές της 25ης Μαΐου έφεραν τον ολιγάρχη Petro Poroshenko στην Προεδρία της Δημοκρατίας – με το 54,7% των ψηφοφόρων, και ποσοστό συμμετοχής 60,3% (ο τελευταίος αυτός αριθμός έχει αναμφισβήτητα υπερεκτιμηθεί).[1] Αυτές οι εκλογές, που διεξήχθησαν μέσα σε ένα πλαίσιο εντάσεων οι οποίες σκεδάζουν τα κοινωνικά ζητήματα, εκφράζουν, ωστόσο, μία λαϊκή επιθυμία να δοθεί στην Ουκρανία μια κυρίαρχη εκπροσώπηση. Θάβει ταυτόχρονα τα θεμελιώδη πολιτικά αιτήματα που εκφράστηκαν από το Μαϊντάν - μια ριζική κάθαρση της αστυνομίας και του κρατικού μηχανισμού, την καταπολέμηση της διαφθοράς, το διαχωρισμό του μεγάλου κεφαλαίου από την άμεση πολιτική εξουσία. Ποτέ στην σύγχρονη ιστορία της Ουκρανίας δεν είχαν, οι μεγάλες επιχειρήσεις, εμπλακεί τόσο άμεσα στη διαχείριση της χώρας: σχεδόν όλοι εκείνοι που περιλαμβάνει η λίστα Forbes με τους πλουσιότερους Ουκρανούς είναι σήμερα σε υψηλόβαθμες θέσεις στην εκτελεστική εξουσία.

3. Η Προσάρτηση της Κριμαίας


Η Κριμαία (12%
του πληθυσμού της οποίας περιλαμβάνει Τάταρους που παλαιότερα απελάθηκαν από τον Στάλιν και επέστρεψαν μετά το 1991), το δώρο του Χρουστσόφ στην Ουκρανία το 1954, είχε αποκτήσει ένα ειδικό καθεστώς ως αυτόνομη δημοκρατία εντός της ανεξάρτητης Ουκρανίας, από το 1993. Η κύρια πόλη της, η Σεβαστούπολη, είχε ένα ξεχωριστό καθεστώς, ως ναυτική βάση όπου ναυλοχεί ο πρώην ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας, σύμφωνα με την συνθήκη της «ειρήνης και φιλίας» του 1997.Η Μόσχα είχε λάβει από τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς μια παράταση της μίσθωσης, σύμφωνα με την οποία εκμίσθωσε τη βάση της Σεβαστούπολης προς την Ουκρανία, σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία επί των τιμολογίων ενέργειας και του χρέους που εξειδικεύτηκε το Δεκέμβριο του 2014. Ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε την πτώση του Γιανουκόβιτς για να αμφισβητήσει μονομερώς όλες αυτές τις συμφωνίες, με την προσάρτηση της Κριμαίας. Όμως, κατά την ψηφοφορία στη ρωσική Δούμα υπέρ της χρησιμοποίησης των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην Ουκρανία προβλήθηκε το επιχείρημα των «ρωσικών μειονοτήτων» που απειλούνται από ένα «φασιστικό πραξικόπημα». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η θέση περί φασιστικού πραξικοπήματος διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην προπαγάνδα. Στις αφίσες για το δημοψήφισμα που διεξήχθη σε συνθήκες ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων και χωρίς πρόσβαση σε Ουκρανικά μέσα ενημέρωσης, η Ουκρανία σημαδευόταν με μια σβάστικα.



Η Μόσχα έχει δηλώσει ότι το 97% των ψηφοφόρων ψήφισε ναι, με συμμετοχή 86% - αριθμητικά πολύ μακριά από αυτά που
παρείχε το Ρωσικό Προεδρικό Συμβούλιο για την Κοινωνία των Πολιτών και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: «Σύμφωνα με διάφορες πηγές, στην Κριμαία 50-60% ψήφισαν υπέρ της ένωσης με τη Ρωσία, με το συνολικό ποσοστό συμμετοχής της τάξης του 30-50%». Η έξοδος των Τατάρων από την Κριμαία ξανάρχισε - η μοίρα τους δεν είναι σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη. Αλλά στις 20 Μαρτίου η συνθήκη ενσωμάτωσης της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ρωσίας επικυρώθηκε από τη ρωσική Δούμα.Με συμπεριφορά μεγάλης δύναμης, ο Πούτιν έχει καταστείλει τις εσωτερικές κριτικές ενθαρρύνοντας ένα νοσταλγικό Μεγαλορωσικό σωβινισμό για ολόκληρη τη «μικρή Ρωσία» - με τον κίνδυνο μιας ανάφλεξης στην Ουκρανία. Όπως ήταν η μακρά πρακτική της σταλινικής προπαγάνδας, το να είναι κανείς Ουκρανικός (ή Τάταρος), σημαίνει τώρα ότι είναι (φιλο-) Ναζί και «αντιρώσος». Αυτό βρίσκει το αντίστοιχό του στην υπερ-εθνικιστική προπαγάνδα όπου το να είναι κανείς «Ρώσος» σημαίνει ότι είναι «αντι-ουκρανός» ή «μπολσεβίκος». Οι πραγματικές πολιτικές, κοινωνικές και γεωστρατηγικές συγκρούσεις κατ' αυτόν τον τρόπο αποκρύπτονται.

4. Το «Αντι-Μαϊντάν» αντιμέτωπο με μια αντιλαϊκή κυβέρνηση

Εν πάση περιπτώσει, οι ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας δεν είναι Κριμαία. Σε αντίθεση με
αυτήν, είχαν ψηφίσει μαζικά για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991˙ και οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης έδειξαν (μέχρι πρόσφατα) ότι παρέμειναν κατά κύριο λόγο προσκολλημένες σε αυτό, παρά την πολιτική τους δυσπιστία προς το Κίεβο. Η προώθηση γλωσσικού πλουραλισμού, ακόμη και μιας μορφής αποκέντρωσης, ή πάλι το να θέλουν να διατηρήσουν τους δεσμούς με τη Ρωσία (κυρίως ελπίζοντας για καλύτερες τιμές ενέργειας), ή να το νοσταλγούν την ΕΣΣΔ δεν συνεπάγεται μια αποσχιστική λογική: το πολιτικό καθεστώς του Πούτιν δεν είναι ελκυστικό (ακόμη και αν παρουσιάζεται ως προστάτης) και οι πολιτικές που εφαρμόζονται στη Ρωσία δίπλα στην Donbas έχουν καταργήσει μεγάλο μέρος της κρατικής ενίσχυσης που αντίθετα παραμένει μαζική προς την ουκρανική βιομηχανία. Αλλά οι πολιτικές που ακολουθούνται από το Κίεβο προκαλούν ανησυχία, ακόμη και εάν οι θέσεις εργασίας απειλούνται εξίσου από την εισδοχή τόσο στη Ρωσία όσο και στην ΕΕ ή από την υποταγή προς το ΔΝΤ. Οι λαϊκές επιλογές είναι, επομένως, αβέβαιες και οι ανησυχίες γρήγορα εκμεταλλεύσιμες.

Οι
αυτοανακηρυγμένες «λαϊκές δημοκρατίες» του Donetsk και του Lugansk, εκμεταλλεύονται τη δυσπιστία προς το Κίεβο. Αλλά έχουν σαφώς περιορισθεί σε παραστρατιωτικούς μηχανισμούς ή έχουν συγκεντρώσει πρώην μέλη της ουκρανικής κρατικής μηχανής, εγκληματίες όλων των ειδών, στρατιωτικό προσωπικό από την Τσετσενία, μέλη των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας, ή απλούς Ουκρανούς. Τίποτα που να προωθεί μια πραγματική λαϊκή κινητοποίηση, σε μια κατάσταση η οποία είναι όλο και πιο χαοτική μετά τις συγκρούσεις για τις οποίες είναι δύσκολο να γίνει μια εκτίμηση.

Η τραγωδία στην Οδησσό στις 2 Μαΐου - η φωτιά στο κέντρο
των συνδικαλιστικών οργανώσεων που στοίχισε τη ζωή σε 40 λεγόμενους «φιλορώσους» ακτιβιστές, οι οποίοι ήταν οχυρωμένοι μέσα, συμπεριλαμβανομένου ενός ακτιβιστή του Μπορότμπα, ως αποτέλεσμα της ένοπλης επίθεσης εναντίον διαδήλωσης υπέρ της «ενότητας της Ουκρανίας που άφησε 4 νεκρούς - σηματοδότησε μια ριζοσπαστικοποίηση της «αντι-Μαϊντάν» προπαγάνδας: σύμφωνα με αυτήν η αμφισβήτηση των ερμηνειών της, θα ήταν μια «νέα ρητορική» που προστατεύεται από ένα «Ναζιστικό κράτος » στο Κίεβο – και η οποία συνοδεύεται από ένα κατηγορητήριο για «ανάλγητη αδιαφορία».
Το αντι-Μαϊντάν δεν έχει γνωρίσει μαζικές κινητοποιήσεις πέρα από μερικές χιλιάδες διαδηλωτών, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή. Είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν σαφώς εκεί οι χιλιάδες των ψηφοφόρων στα δημοψηφίσματα της 11ης Μαΐου υπέρ των «λαϊκών δημοκρατιών», τα οποία ήταν χωρίς αμφιβολία την ίδια στιγμή εν μέρει μια εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια Κίεβο και μια ψηφοφορία που επιβλήθηκε από τις παραστρατιωτικές ομάδες – των ίδιων που στις 25 Μαΐου απαγόρευσαν τη συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές. Μαζικές απεργίες έχουν λάβει χώρα, ιδιαίτερα στο Krasnodon, αλλά σχετίζονταν με μισθολογικές διεκδικήσεις και οι εργαζόμενοι έχουν απορρίψει την πολιτική χειραγώγηση από τους υποψηφίους «υπέρ» ή «κατά»του Μαϊντάν. Άλλες πιο πρόσφατες απεργίες ανθρακωρύχων, είναι εναντίον των «αντιτρομοκρατικών» δράσεων που πραγματοποιεί από το Κίεβο (καταγγέλλοντας τους κινδύνους του βομβαρδισμού για τα ορυχεία).

Ακόμα κι αν μπορούμε να καταγγείλουμε την υποκρισία του Πούτιν
για διάλογο, τον οποίον σπάνια εφαρμόζει στην πατρίδα του, ή να αρνηθούμε κάθε εξωτερική παρέμβαση, η τελευταία δεν έχει λάβει τη μορφή μιας στρατιωτικής εισβολής. Η βία των ένοπλων «αντι-Κιεβικών» πολιτοφυλακών, μπλοκάροντας κάθε διάλογο, σίγουρα απαιτεί μια κατάλληλη απάντηση. Αυτή όμως, η απάντηση θα μπορούσε να στηριχθεί στις δημοκρατικές και ειρηνικές προσδοκίες των λαών. Και η υπεράσπιση της ενότητας της χώρας προϋποθέτει απαντήσεις, άλλες από τις στρατιωτικές. Ακόμα κι αν είναι δύσκολο να αποδεχθεί κανείς όλη την ψεύτικη προπαγάνδα, είναι σίγουρα αλήθεια ότι οι επιχειρήσεις που δρομολογούνται από το Κίεβο ήταν αναποτελεσματικές ως προς τον τερματισμό του χάους και ανίκανες να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του λαού. Πράγμα που ο Πούτιν σκοπεύει να εκμεταλλευτεί.

5. Αυτοκρατορική πολιτική της Ρωσίας


Από το 2008 και παίζ
οντας με τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η Ρωσία επιδίωξε να επανεπιβεβαιωθεί ως μεγάλη δύναμη, μετά την περιθωριοποίηση της το 1989.

Η διάλυση της ΕΣΣΔ και
η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία αντικατοπτρίστηκε, κατά την φάση Γιέλτσιν του 1990, στη λεηλασία του πλούτου που κυριαρχούνταν από ολιγαρχικά μισοφεουδαρχικά καπετανάτα που έλεγχαν το κράτος. Η Κοινότητα των Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ) είχε λίγη ουσία σε αυτή τη φάση. Το Ρωσικό κράτος του Γιέλτσιν έχασε την εσωτερική του ισχύ (συμπεριλαμβανομένης και της ικανότητάς να επιβάλει την πληρωμή των φόρων) αλλά και την εξωτερική του ισχύ, παρά το βρώμικο πόλεμο στην Τσετσενία. Η ένταξη της Ρωσίας στους «G8» δεν ξεγέλασε κανέναν σε σχέση με το πραγματικό της βάρος.

Η εποχή Πούτιν οδήγησε αρχικά, το 2000, στην αποκατάσταση
ενός ισχυρού εσωτερικού κράτους, ενσωματώνοντας τον έλεγχο των ολιγαρχών και των εξαγωγών - μετά την κρίση πληρωμών του 1998 - ιδιαίτερα στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αυτό συνοδεύτηκε από μια «ελεγχόμενη δημοκρατία», όπου πλαισιώνοντας τις εκλογές και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και καταστέλλοντας ταυτόχρονα τις διαμαρτυρίες, η παλιά κοινωνική προστασία διαλύθηκε. Η επανέναρξη ισχυρής ανάπτυξης συνοδεύτηκε από τη διεθνοποίηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής παρουσίας των Ρώσων ολιγαρχών, και από πολλές προσπάθειες της Μόσχας να δημιουργήσει γύρω από τη Ρωσία έναν πιο ολοκληρωμένο από την ΚΑΚ οικονομικό «χώρο».


Το ρωσικό καθεστώς έχει προσπαθήσει, ιδίως από το 2011, να μετατρ
έψει την Τελωνειακή Ένωση που έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή με τη Λευκορωσία και το Καζακστάν (και στην οποία προσχώρησε και η Αρμενία), σε ένα σχέδιο «Ευρασίας» για το 2015 απευθυνόμενο επίσης προς το Αζερμπαϊτζάν, την Ουκρανία ακόμη και τη Γεωργία, και τη Μολδαβία: πρόκειται, παίζοντας κυρίως με το όπλο των τιμολογίων του φυσικού αερίου, να τους προσφέρει μια εναλλακτική για την «Ανατολική Εταιρική Σχέση» με την ΕΕ: η πρόκληση είναι για τη Ρωσία να ανταγωνιστεί με την Κίνα και με το Δυτικό κεφάλαιο, αλλά επίσης και να καταπολεμήσει προσπάθειες ενσωμάτωσης των «κοντινών γειτόνων» της στους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ).

Η Ρωσία εκμεταλλεύεται, επίσης, τις εξαρτήσεις και «συνεργασίες»
που οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν δημιουργήσει με αυτήν, όπως στην «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» ή στη διαχείριση της κρίσης στη Συρία. Εκμεταλλεύεται την κρίση αυτών των δυνάμεων, αλλά υποφέρει επίσης λόγω των δικών της εξαρτήσεων, τις οποίες προσπαθεί να μετριάσει με την ανάπτυξη των σχέσεών της με την Κίνα.Το χτύπημά της στην Κριμαία στηρίζεται στο μηχανισμό του Γιανουκόβιτς και στην ακραία «Ευρασιατική» δεξιά για να σηματοδοτήσει ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι ο Πούτιν ελέγχει τις αυτονομιστικές δυνάμεις της Ουκρανίας και η δυναμική εμπεριέχει κινδύνους, πέρα από τα βραχυπρόθεσμα κέρδη: το Αζερμπαϊτζάν έχει συνταχθεί με την κριτική κατά της προσάρτησης της Κριμαίας, πράγμα καθόλου καθησυχαστικό για τους γείτονες με τους οποίους η Μόσχα θα ήθελε να συνεργαστεί.

6. Δυτικοί ιμπεριαλισμοί


Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έγινε δεκτή από τον Γκορμπατσόφ στο πλαίσιο της «σοβιετική
ς αποδέσμευσης»: η μείωση του κόστους της κούρσας των εξοπλισμών και η αποκόμιση Δυτικών πιστώσεων ήταν η προτεραιότητά του. Στις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν στη Γερμανία, είχε ταχθεί υπέρ της διάλυσης των δύο στρατιωτικών συνασπισμών˙ και στη συνέχεια αναγκάστηκε να αποδεχθεί την είσοδο της επανενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι δεν θα σταθμεύσουν ξένα στρατεύματα ή όπλα στην Ανατολή και ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν περαιτέρω.

Αλλά ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ επ
έλεξε να επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία το 1999, τη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία το 2004, καθώς και την Αλβανία και την Κροατία το 2009.

Και οι
«φιλοδυτικές» δυνάμεις των «χρωματιστών επαναστάσεων» στη Γεωργία (2003) και την Ουκρανία (2004), που υποστηρίχτηκαν έντονα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν ζητήσει την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δυο οργανισμοί ήταν όμως διαιρεμένοι όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Πράγμα που μπορεί να δει κανείς από τους άμεσους δεσμούς που η Γερμανία (ή η Ιταλία) είχαν προτιμήσει να οικοδομήσουν με τη Μόσχα για την προμήθεια πετρελαίου.

Το 2009, οι πολων
οί ηγέτες, υποστηριζόμενοι από τη Σουηδία, τάχθηκαν υπέρ της «ανατολικής εταιρικής σχέσης» της ΕΕ - ελλείψει νέων διευρύνσεων, αυτό ισοδυναμούσε με μια «διεξοδική και ολοκληρωμένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου» με όλες τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ που συνορεύουν με την ΕΕ - συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας. Η Ρωσία αντέδρασε με το σχέδιο της Ευρασίας το οποίο προτάθηκε προς τις ίδιες αυτές χώρες, με στόχο τον επαναπροσδιορισμό των ηπειρωτικών σχέσεων, όπου η Ρωσία θα ήταν ένας δεσπόζων πόλος, αλλά και ένα αντίβαρο προς τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Γιανουκόβιτς, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της παύσης πληρωμών, διαπραγματεύθηκε τις συμφωνίες με την ΕΕ μέχρι το 2013, υπό την πίεση της Ρωσίας και του ΔΝΤ. Ζήτησε τριμερείς συναντήσεις (Ουκρανία, Ρωσία και η ΕΕ) που αρνήθηκε η ΕΕ. Σήμερα, οι δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες επιδιώκουν μια συμφωνία με τη Ρωσία – παρ' όλες τις μεγαλοστομίες. Κανένας από αυτούς, όχι περισσότερο από όσο η κυβέρνηση του Κίεβου, δεν μπορεί να ελέγξει τις επιτόπιες συγκρούσεις οι οποίες μπορούν να εκφυλιστούν σε ένα πραγματικό εμφύλιο πόλεμο.

7. Η Κυριαρχία της Ουκρανίας

Η ενότητα της Ουκρανίας απαιτεί στρατιωτική ουδετερότητα, την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, και την απόρριψη των αντικοινωνικών πολιτικών.

Μόνο ένα αντιπολεμικό και αντιφασιστικό μέτωπο (ουκρανικ
ό και διεθνές) ενάντια στις κάθε είδους αντιδραστικές δυνάμεις, με τις ρίζες του στους λαούς, μπορεί να επιβάλει κάτι τέτοιο, ενάντια στις ρωσικές και δυτικο-ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις, για την υπεράσπιση των κοινωνικών και εθνικών δικαιωμάτων, ενάντια στη βία .

Αυτοί είναι οι στόχοι που οι προοδευτικές δυνάμεις της Ρωσίας και της ΕΕ θα υπερασπιστ
ούν ενάντια στο ΔΝΤ και τις συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» - αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του ουκρανικού λαού να αποφασίσει σχετικά με τις διεθνείς σχέσεις του.

Το εθνικό ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής δράσης στην Ουκρανία.
Όπως η Αριστερή Αντιπολίτευση το έθεσε:. «Η εθνική και πολιτιστική αναγέννηση του ουκρανικού έθνους και άλλων εθνών της χώρας μας δεν είναι δυνατή χωρίς να επιλύονται τα κοινωνικά προβλήματα». Στην Ουκρανία, μια αριστερά που θα άφηνε την εθνική διάσταση στους εθνικιστές θα καταδίκαζε εκ των προτέρων τον εαυτό της σε αποτυχία. Στον εθνικιστικό στρατόπεδο υπάρχουν ήδη αναδυόμενα ρεύματα που, εκμεταλλευόμενα την περιθωριοποίηση της σοσιαλιστικής αριστεράς, θέλουν να εμφανίζονται στα μάτια των εργατών ως εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό.
Υποσημειώσεις

[1]
Οι Tadeusz Α. Olszanski και Agata Wierzbowska-Miazga, Osrodek Studiow Wschodnich im. Marka Karpia, Βαρσοβία σημειώνουν ότι στις περιοχές του Donetsk και Lugansk, όπου η φιλορωσική «πολιτοφυλακή» έκανε τα πάντα για να αποτρέψει την ψηφοφορία, λογαριάζονται μόνο οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι στα εκλογικά κέντρα που άνοιξαν, δηλαδή αντίστοιχα 668 000 από 3,3 εκατομμύρια και 216 000 από 1,8 εκατ., η συμμετοχή είναι 15,4% στην περιοχή του Donetsk και 38,9% στο Lugansk, ενώ εάν ληφθούν υπόψη όλοι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι, η συμμετοχή αναμφίβολα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% και το 10% σε αυτές οι δύο ανατολικές περιοχές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου