Η
αναστολή της απεργίας της ΟΛΜΕ πριν καλά-καλά αρχίσει, αποτελεί μια
ήττα όχι μόνο για τους καθηγητές αλλά για ολόκληρο το εργατικό κίνημα.
Σε σχέση με όλες τις προηγούμενες ήττες του εργατικού κινήματος
(Χαλυβουργία, ΜΕΤΡΟ και Αστικές Συγκοινωνίες, ναυτεργάτες κτλ) αυτή η
ήττα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από τα οποία πρέπει να βγουν
συμπεράσματα για το εργατικό κίνημα.
Η
προκήρυξη της απεργίας στην περίοδο των εξετάσεων θορύβησε την αστική
τάξη, κυρίως γιατί απειλούσε να τινάξει στον αέρα το ελληνικό «success story»,
που πουλάει ο Σαμαράς σε εσωτερικό και εξωτερικό. Δηλαδή, την εμπέδωση
της κοινωνικής ειρήνης και την καθυπόταξη του εργατικού και λαϊκού
κινήματος. Στην υποχώρηση του κινήματος και της κοινωνικής αναταραχής
και όχι στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα, στηρίζεται το κλίμα
αισιοδοξίας των κεφαλαιοκρατών, η υποχώρηση των spreads
και οι υπερφίαλες δηλώσεις Σαμαρά. Μια απεργία αυτήν τη χρονική
περίοδο, θα υπονόμευε την ειδυλλιακή εικόνα που προσπαθεί να
φιλοτεχνήσει η κυβέρνηση, γι’ αυτό και η απεργία αντιμετωπίστηκε με
μοναδική σκληρότητα με την – πρωτοφανή – προληπτική επιστράτευση του
κλάδου, πριν καν αποφασιστεί οποιαδήποτε απεργιακή κινητοποίηση.
Η
αντίδραση της κυβέρνησης δείχνει ότι, παρά την λυσσαλέα στήριξη που
απολαμβάνει από την αστική τάξη και τους μηχανισμούς της, παραμένει
ασταθής και κινδυνεύει από κάθε αποφασιστικό εργατικό αγώνα. Αυτό ισχύει
και για την περίπτωση της συγκεκριμένης απεργίας, η οποία θα αφορούσε
χιλιάδες εργαζόμενους, ενός κλάδου που συνδέεται με μυριάδες νήματα με
όλο τον κοινωνικό ιστό της χώρας. Η αστική τάξη κατάλαβε ότι η
πραγματοποίηση και η επιτυχία της απεργίας θα άνοιγε το δρόμο για την
ήττα της πολιτικής που ακολουθεί, η οποία συμπυκνώνεται στα μνημόνια και
οδηγεί τους εργαζόμενους σε εξαθλίωση.
Γι’
αυτό όλοι οι μηχανισμοί του αστικού συστήματος κινητοποιήθηκαν ενάντια
στην απεργία και τους καθηγητές: από καλοπληρωμένους
δημοσιογράφους-παράσιτα που έχουν το θράσος να μιλούν για τεμπέληδες
καθηγητές, μέχρι την κυβέρνηση που επιστράτευσε προληπτικά τους
καθηγητές και τη Χρυσή Αυγή η οποία εναντιώθηκε στην απεργία.
Αν
αυτό δείχνει, από τη μια την ισχύ των καπιταλιστών να επιβάλλουν τη
θέλησή τους, δείχνει ταυτόχρονα και την αδυναμία τους: κάθε μεγάλη
απεργία θέτει επί τάπητος το ζήτημα της εξουσίας, αμφισβητεί έμπρακτα τη
θέληση των καπιταλιστών και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη
μεγαλύτερη δυνατή χρήση όλου του οπλοστασίου που έχει στα χέρια της η
αστική τάξη, τουλάχιστον σε συνθήκες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας.
Και
αυτό το οπλοστάσιο περιλαμβάνει και τμήματα των συνδικαλιστικών
ηγεσιών, όπως φάνηκε από το ανοιχτό ξεπούλημα των ηγεσιών σε ΓΣΕΕ –
ΑΔΕΔΥ, που άφησαν την ΟΛΜΕ ακάλυπτη απέναντι στον κυβερνητικό
αυταρχισμό. Φάνηκε και από την υπονομευτική στάση που είχαν οι δυνάμεις
αστικής επιρροής μέσα στην ΟΛΜΕ.
Η
θέληση του κλάδου των καθηγητών για αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση και την
πολιτική της, δεν βρήκε εκφραστή σε καμία από τις υπάρχουσες
συνδικαλιστικές δυνάμεις, ούτε και σε αυτές της Αριστεράς. Καμία δύναμη
δεν έδειξε την απαιτούμενη αποφασιστικότητα στις γενικές συνελεύσεις του
κλάδου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με δεδομένη την απόφαση της
κυβέρνησης για επιστράτευση. Οι ταλαντεύσεις και οι αναμενόμενοι
δισταγμοί ενός κλάδου που καλείται να αποφασίσει απεργία με την απειλή
της απόλυσης να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του, μπορούσαν να
μετατραπούν σε κίνημα σύγκρουσης με την κυβέρνηση. Προϋπόθεση γι’ αυτό,
ήταν η παρουσία μιας πολιτικής δύναμης με πανελλαδική δικτύωση που θα
έδειχνε την απαιτούμενη αποφασιστικότητα, θα εξηγούσε καθαρά ότι απόφαση
για απεργία σημαίνει σπάσιμο της επιστράτευσης στην πράξη και
σύγκρουση, χωρίς μισόλογα και υποσημειώσεις και θα αναλάμβανε την
πολιτική ευθύνη για μια τέτοια σύγκρουση. Με αυτόν τον τρόπο οι
αποφάσεις των συνελεύσεων δεν θα αφήναν κανένα περιθώριο ελιγμών στη
συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το ότι σε λίγες συνελεύσεις μπήκε το
ζήτημα της απεργίας με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν επαρκές για να βγάλει
τον κλάδο από τη σύγχυση και έδωσε στη διοίκηση της ΟΛΜΕ το περιθώριο να
χειριστεί την κατάσταση.
Αυτό
ακριβώς εκφράστηκε και στη συνέλευση των προέδρων των ΕΛΜΕ. Ενώ, οι 78
από τις 85 ΕΛΜΕ ψήφισαν υπέρ της απεργίας με τα χαρτιά της επιστράτευσης
στο χέρι, οι παρατάξεις της ΔΑΚΕ, η οποία υποστηρίζεται από τη ΝΔ, της
ΠΑΣΚ, που υποστηρίζεται από το ΠΑΣΟΚ, και της ΣΥΝΕΚ, που υποστηρίζεται
από τον ΣΥΡΙΖΑ, στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ υποχρέωσαν τους
προέδρους των ΕΛΜΕ να ψηφίσουν και μια δεύτερη φορά θέτοντας το ερώτημα
αν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις να γίνει τώρα η απεργία, έχοντας
υιοθετήσει εκ των προτέρων και σε συνεννόηση μια αρνητική απάντηση σ’
αυτό το ερώτημα. Σ’ αυτή την ψηφοφορία 18 πρόεδροι ψήφισαν ότι υπάρχουν
οι προϋποθέσεις, 9 (οι μισοί από τους προηγούμενους) ότι δεν υπάρχουν
και 57 ψήφισαν λευκό επικαλούμενοι ότι δεν είχαν επιφορτιστεί να
απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα από τις συνελεύσεις των τοπικών ΕΛΜΕ. Και
τα λευκά καταμετρήθηκαν ως κατά! Το ζήτημα θεωρήθηκε άρον-άρον λήξαν και
το προεδρείο έσπευσε να ανακοινώσει την αναστολή της απεργίας προς
ανακούφιση της κυβέρνησης. Δεν έγινε καν η προσπάθεια να τεθεί, έστω για
τους τύπους, το ερώτημα αυτό στις ίδιες τις ΕΛΜΕ.
Ενώ
στους καπιταλιστές και την κυβέρνησή τους η σημασία της απεργίας ήταν
ξεκάθαρη, η ηγεσία των εργαζομένων, συνδικαλιστική και πολιτική, με τον
έναν ή τον άλλο τρόπο, αρνήθηκε να αναμετρηθεί με την πρόκληση.
Και
βέβαια από τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν περιμένει κανείς και
πολλά. Υπηρετούν αυτήν την πολιτική και οι συνδικαλιστές τους, όσο κι αν
πιέζονται από τους εργαζόμενους, οφείλουν την ύπαρξη τους και την
αφοσίωσή τους στο πολιτικό σύστημα. Άλλα πράγματα περιμένει όμως κανείς
από τις αριστερές δυνάμεις. Και στο μέτρημα αυτές οι δυνάμεις βρέθηκαν
λειψές.
Το
ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ έδειξαν από την αρχή να συντάσσονται όχι με τους
εργαζόμενους καθηγητές και την αναγκαιότητα του αγώνα τους, με την
εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που αδυνατούν πλέον να
σπουδάσουν τα παιδιά τους, αλλά με τους «νοικοκυραίους» και την αγωνία
τους για τις εξετάσεις που θα εξασφαλίσουν στους γόνους τους τη
διατήρηση της κοινωνικής θέσης ή και την κοινωνική άνοδο.
Τα
επιχειρήματά της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας του ΚΚΕ και του
ΠΑΜΕ ήταν φαιδρά: ότι δεν υπάρχει ηγεσία για να δώσει τον αγώνα. Μα οι
πραγματικές ηγεσίες βγαίνουν μέσα από τον αγώνα και αυτό είναι κάτι που
το ξέρουν οι κομμουνιστές καλύτερα από κάθε άλλον. Ως κομμουνιστές θα
έπρεπε οι ίδιοι να γίνουν η ηγεσία του κινήματος. Άλλα ο τίτλος του
κομμουνιστή ακούγεται καταχρηστικός μετά την απαράδεκτη και ηττοπαθή
στάση τους.
Ότι
όλο το προηγούμενο διάστημα ο κλάδος των καθηγητών ήταν εφησυχασμένος
και αδρανής. Να όμως που βγήκε από την αδράνεια και οι κομμουνιστές
πρέπει να ηγηθούν του αγώνα όχι να οδηγήσουν τους εργαζόμενους πίσω στην
αδράνεια.
Οι
καθηγητές όχι μόνο βγήκαν από την αδράνεια αλλά ξεπέρασαν τις ηγεσίες
τους. Οι συνελεύσεις των τοπικών ΕΛΜΕ ήταν μαζικότατες και με μαχητικό
πνεύμα υπερψήφισαν την πρόταση για απεργία παρά την ήδη προκηρυγμένη
επιστράτευση.
Είναι
απλώς γελοίο να επιχαίρει το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ γιατί επιβεβαιώθηκε η
εκτίμησή τους για το χαρακτήρα των άλλων δυνάμεων, οι οποίες «δεν
προετοίμασαν τον κλάδο να δώσει τις αναγκαίες μάχες»: το ίδιο ακριβώς
έκαναν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ που δεν ήθελαν καν να δοθεί η μάχη και,
όταν οι ίδιοι οι καθηγητές ξεπέρασαν τις ηγεσίες τους, αντί το ΚΚΕ να
δώσει πολιτική κάλυψη και το ΠΑΜΕ να μπει μπροστάρης στους αγώνες που
δεν μπορούσαν ούτε ήθελαν να δώσουν οι δυνάμεις της ΔΑΚΕ, της ΠΑΣΚ και
των ΣΥΝΕΚ, έκανε ακριβώς ότι και αυτές: άφησαν έκθετο τον αγώνα των
καθηγητών.
Οι
δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκαν η πέμπτη φάλαγγα στο στρατόπεδο του
αγώνα, ο κρυμμένος άσσος στο μανίκι των αστικών δυνάμεων. Χωρίς τη
συναίνεση της πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα
μπορούσε να ανασταλεί η απεργία, παρά την ηττοπαθή στάση του ΚΚΕ και του
ΠΑΜΕ.
Αντίθετα,
αν υπήρχε πολιτική κάλυψη του αγώνα και αποφασιστικότητα για την
πραγματοποίησή του από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του, οι εξελίξεις θα
ήταν διαφορετικές.
ΚΚΕ
και ΣΥΡΙΖΑ και οι συνδικαλιστικές τους ηγεσίες πρέπει να τιμωρηθούν
σκληρά από τους εργαζόμενους, ακριβώς όπως οι δυνάμεις που στηρίζονται
από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Ευθύνες
όμως φέρουν και οι Παρεμβάσεις και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά.
Στοιχειωδώς θα έπρεπε να περιμένουν τέτοιες εξελίξεις και να πάρουν
άμεσα μέτρα. Αντί για αυτό, πρόεδροι ΕΛΜΕ που προέρχονταν από τις
Παρεμβάσεις δεν υπερψήφιζαν για την πραγματοποίηση της απεργίας.
Ταυτόχρονα
οι Παρεμβάσεις είχαν εντελώς θολό πρόγραμμα ήδη από τις γενικές
συνελεύσεις των ΕΛΜΕ για την πορεία της απεργίας ναρκοθετώντας την με
«όρους και προϋποθέσεις» πάνω στους οποίους βρήκαν στήριγμα οι
καθεστώσες δυνάμεις των ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΝΕΚ για να επιβάλουν το πραξικόπημά
τους. Οι δηλώσεις της εκπροσώπου των Παρεμβάσεων Αγγελικής Φατούρου
«ότι δεν υπάρχουν οι όροι να πάμε σε απεργία» και «να απεργήσουν 500
συνδικαλιστές» είναι η έκφραση της σύγχυσης της παράταξης που μπήκε στη
μάχη χωρίς αποφασιστικότητα και ξεκάθαρο σχέδιο.
Οι
συνθήκες για την πραγματοποίηση της απεργίας των καθηγητών υπήρχαν.
Βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίησή της ήταν η σύμφωνη γνώμη του
κλάδου, η οποία εκφράστηκε με μαζικό, μαχητικό και δημοκρατικό τρόπο.
Στην
υπόλοιπη κοινωνία υπήρχαν οι αποφάσεις και τα ψηφίσματα συμπαράστασης
δεκάδων σωματείων και ομοσπονδιών εργαζομένων, ανάμεσά τους της ΔΟΕ
(δάσκαλοι), του ΣΕΦΚ (εργαζόμενοι σε φροντιστήρια), και άλλων. Η
ενεργοποίηση αυτού του κύματος συμπαράστασης και αλληλεγγύης θα έβαζε
ταφόπλακα σε κάθε προσπάθεια της κυβέρνησης να απομονώσει και να πλήξει
τους καθηγητές και ταυτόχρονα θα άνοιγε το δρόμο για τη συνολική ήττα
της κυβερνητικής πολιτικής.
Αυτό
που δεν υπήρχε ήταν οι οργανωμένες συνδικαλιστικές και πολιτικές
δυνάμεις που θα έπαιρναν στην πλάτη τους την υλοποίηση της απεργίας και
σ’ αυτό φέρουν ευθύνες και οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Οι
εκπαιδευτικοί της κ.ο ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, κατά κανόνα, κινήθηκαν στην
κατεύθυνση να αναδειχθεί με συνολικό τρόπο το μέγεθος της επίθεσης, άρα
και της απάντησης που πρέπει να δοθεί από την εργατική τάξη και τους
καθηγητές. Κινήθηκαν αποφασιστικά, μαζί με άλλους συναγωνιστές, κόντρα
στη σύγχυση που προκάλεσε η ηγεσία του κλάδου, και ανέδειξαν το μοναδικό
τρόπο για την υπεράσπιση και διεύρυνση των κατακτήσεων του κλάδου και
πρότειναν μέτρα για την πραγματοποίηση και οργάνωση του απεργιακού αγώνα
τους με τη διευκρίνιση ότι «απεργία σημαίνει απεργία» και πρότειναν
στις συνελεύσεις τους να αποφασίσουν τη συγκρότηση απεργιακών επιτροπών,
δεσμεύοντας τους προέδρους τους να απαιτήσουν στη συνέλευση των
προέδρων το ίδιο. Ταυτόχρονα κινήθηκαν στην κατεύθυνση του ενιαίου
μετώπου με τη συμπαράταξη των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στον αγώνα των
καθηγητών. Όπου παλεύτηκε αυτή η γραμμή, είχε αποτελέσματα. Όπου υπήρξε
ολιγωρία αντικειμενικά συνέβαλε στη σύγχυση.
Ο
αγώνας των καθηγητών δείχνει πιο ξεκάθαρα από κάθε προηγούμενο το κενό
πολιτικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργαζομένων και των
αγώνων τους. Όσο αυτό το κενό δεν καλύπτεται, οι αγώνες των εργαζομένων
δεν θα μπορούν νικήσουν. Αυτό έχει να κάνει με την κατάσταση που έχει
διαμορφωθεί από την ίδια την καπιταλιστική κρίση και την επίθεση των
καπιταλιστών. Η κρίση αποσαρθρώνει την ίδια την εργατική τάξη, κάνει πιο
δύσκολη την αντίσταση σε επίπεδο απλώς και μόνο συνδικαλιστικό αφού τα
ζητήματα που τίθενται είναι πολιτικά και μπορούν να λυθούν μόνο με
πολιτικό τρόπο. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο δεν μπορούν να σταματήσουν
τις απολύσεις ή τις αναγκαστικές μεταθέσεις χωρίς να ανατρέψουν την
πολιτική της λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλουν
τα μνημόνια και δεν μπορούν να ανατρέψουν αυτή την πολιτική χωρίς να
ανατρέψουν την κυβέρνηση που την υλοποιεί και χωρίς να κλονίσουν την
κυριαρχία της τάξης των καπιταλιστών που έχει συμφέρον από αυτή την
πολιτική. Και για να το κάνουν αυτό απαιτείται να υπάρχει πολιτική
δύναμη που να θέλει να εκπροσωπήσει χωρίς ταλαντεύσεις τα συμφέροντα των
εργαζομένων.
Μέσα
από τις μάχες που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα, με πιο πρόσφατο σταθμό τον
αγώνα των εκπαιδευτικών, μειώνονται οι αυταπάτες σχετικά με τη
δυνατότητα διάσωσης από τη συντριβή των καταχτήσεων τους σε τμήματα της
εργατικής τάξης και ωριμάζει στη συνείδηση ολόκληρης της εργατικής τάξης
η αναγκαιότητα της ανατροπής της κυβέρνησης Σαμαρά, ως όρος για την
ανατροπή των μνημονίων και της πολιτικής που απορρέει από αυτά, για την
ανατροπή των αντεργατικών νόμων και άλλες βαθύτερες αλλαγές υπέρ των
συμφερόντων τους. Ωριμάζει ταυτόχρονα η συνειδητοποίηση ότι τα κόμματα
που έχουν αναφορά στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά και οι
υπάρχουσες και κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις, δεν μπορούν και δεν
θέλουν να εκπροσωπήσουν αυτά τα συμφέροντα.
Οι
πιο πρωτοπόροι από τους εργαζόμενους πρέπει να παλέψουν για τη
συγκρότηση σωματείων που θα αποβάλλουν τις γραφειοκρατικοποιημένες
ηγεσίες, θα λειτουργούν μαζικά και δημοκρατικά, και θα υπερασπίζουν τα
συμφέροντα των εργαζόμενων μέχρι τέλους. Οι ίδιοι πρέπει να θέσουν θέμα
καθαίρεσης και διαγραφής των Προέδρων που παραβίασαν την εντολή της
συνέλευσής τους.
Πρέπει
ταυτόχρονα να συμβάλουν ενεργά στην οικοδόμηση πολιτικού μετώπου που θα
προσφέρει πολιτική κάλυψη στους αγώνες, θα διεκδικεί την υλοποίηση των
αιτημάτων των εργαζόμενων από θέση κυβερνητικής εξουσίας, και δεν θα
λέει μόνο στα λόγια, αλλά θα προωθεί στην πράξη την πολιτική που θα
ανατρέψει όχι μόνο τα μνημόνια αλλά τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Τέλος,
οι κομμουνιστές όπου και αν βρίσκονται, πρέπει να διαχωριστούν από το
ρεφορμισμό και το σεχταρισμό και να κινηθούν για την ενότητά τους και
την οικοδόμηση επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος νέου τύπου, για να
συμβάλουν με τον τρόπο αυτό στην ανασύνταξη συνολικά του εργατικού
κινήματος και στην συγκρότηση του προλεταριακού ρεύματος το οποίο μπορεί
να παίξει προωθητικό και καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα των
αγώνων.
Με
την πολιτική του ενιαίου μετώπου και το σύνθημα της εργατικής
κυβέρνησης, πρέπει να πορευτούν οι κομμουνιστές στους αγώνες που
έρχονται σαν απόρροια της καπιταλιστικής επίθεσης.
Αθήνα, 20 Μάη 2013,
Η ΠΕ της κομμουνιστικής οργάνωσης ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου