Ὄχι
ἀπὸ δῶ. Λάθος στὸ φάκελο καὶ στὶς
διευθύνσεις
Μιὰ
λέξη ἕνας ἀριθμός κι ὅλο τὸ νόημα
ἀλλάζει
Ἕνα
κουδούνι πιὸ δίπλα κι ὁ ἐνοικιαστής
εἶναι
ἄλλος
Κλείνει
τὰ παντζούρια τὸ βράδυ μανταλώνει τὶς
πόρτες
Κατεβάζει
τὰ μεγάλα στὸρ φράζει μ’ ένα σεντούκι
τὴν
ξώπορτα
Σβήνει
προσεκτικὰ τ’ αποτσίγαρα καὶ κρύβεται
κάτω
ἀπ’ τὶς κουβέρτες.
Λάθος.
Γιατὶ χτυπᾶς τὸ μάνταλο; δὲ θὰ σ’
ἀνοίξει
Ἡ
ὥρα εἶναι περασμένη καὶ στὸ σκοτάδι
δὲν μπο-
ρεῖς
νὰ ξεχωρίσεις.
Πῶς
νὰ πιστέψω πὼς εἶσαι σὺ ὁ Φώτης, ὄχι
ὁ
Κώστας,
ὄχι ὁ Θανάσης τοῦ Κώστα;
Γιατὶ
ἀλλάζεις φορεσιές, ἁλλάζεις χτένισμα,
δένεις
ἀλλιώτικα
τὸν κόμπο τῆς γραβάτας;
Παντρεύτηκες
δύο φορὲς καὶ τώρα μετρᾶς τὶς ἐρω-
τικές
σου ἐπιτυχίες
Ἀρχείο
σὲ σειρὰ ἀλφαβητική, γράμματα καὶ φω-
τογραφίες.
Δὲ
σὲ γνωρίζω. Ἴσως νὰ ταξιδέψαμε μαζί,
ὅπως
τὸ
λές, μὲ τὸ «Ἀλκινόη»
Πήγαμε
τρεῖς φορὲς στὸ «Θερμαϊκὸν» μοῦ πλή-
ρωσες
τὸ τρὰμ γιὰ τὴν Καμάρα
Μὰ
δὲ σὲ ξέρω. Ἀπό τὸ δρόμο αὐτὸ δὲν
πέρασες
ποτέ
σου
Δὲ
διάβασες τὰ ἐπισκεπτήρια καὶ τὶς
ἐπιγραφὲς
πάνω
στοὺς τοίχους
Ὅλες
οἱ ξώπορτες κλειστὲς καὶ τὸ σεντούκι,
μὴν
ξεχνᾶς
— μόλις νυχτώσει.
Ὄχι
δὲν πιάνω τὸ χέρι σου. Δὲ θὰ κλέψεις
τὸ σχῆ-
μα
τοῦ δικοῦ μου.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Δημᾶς
Δημᾶς
Παύλῳ δεσμίῳ ἐν Ρώμῃ˙
χαίρειν.
Εἶναι
ἡ τέταρτη φορὰ ποὺ ἐπιχειρῶ νὰ σᾶς
γράψω,
μέσα
σὲ τοῦτο τὸ πολυθόρυβο μπὰρ μὲ τὸ
ράδιο νὰ παίζει σουὶνγκ
καὶ
τὸ κορίτσι νὰ μὲ κοιτάει παραξενεμένο.
Συχνὰ
θυμοῦμαι τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, τοὺς
ἀδελφοὺς ἐν Κυρίῳ,
μὲ
ταράζει ἡ νοσταλγία, μὲ διαλύει.
Ὅλοι
μὲ θεωροῦν εὐτυχισμένο καθῶς μὲ
βλέπουν μὲ τὸ χακί,
τὸ
περίστροφο στὰ δεξιά, νὰ βαδίζω γεμᾶτος
αὐτοπεποίθηση,
στὴ
Μπάρα, στὰ θέατρα, στὰ ζαχαροπλαστεῖα,
στὰ γυμναστήρια.
Ὅμως
νιώθω καλὰ τὴν τερηδόνα ποὺ προχωρεῖ.
Τί τὰ
θέλετε, κύριε, τί τὰ θέλετε,
ἐμεῖς
ποὺ γνωρίσαμε μικροὶ τὸ Χριστὸ ζοῦμε
τώρα τὴ θλίψη˙
χάσμα
γὰρ μέγα ἐστήρικται μεταξὺ ἡμῶν καὶ
ὑμῶν.
Ὅπου
νὰ γυρίσω, μὲ σκοτώνει τὸ παράπονό
σας:
Δημᾶς
μὲ ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὁν νῡν
αἰῶνα.
Κι
ὅμως νιώθω παράταιρος μέσα στὸν κόσμο
αυτό,
σὰν
κλασικὴ μουσικὴ σὲ ταβέρνα.
Κι
ὅταν ἀνοίγω τὸ ἀλμποὺμ μὲ τὰ εἰκόνια
ποὺ μᾶς κάμναν
πλανόδιοι
ζωγράφοι σ’ ἐξορμήσεις ἱεραποστολικές,
δὲν
ξέρω ἂν θὰ ’θελα νὰ ἐπιστρέψω, εἶναι
τόσο ὀδυνηρὴ
ἡ
ἐποχὴ τῆς φρόνησης, θὰ ’θελα μόνο
νὰ
ξεριζώσω μὲ τὰ χέρια μου τὴ μνήμη.
Τάχα
νὰ βάλω πιὰ τὶς χῶρες μου σὲ κάποια
τάξη;
Καὶ
πῶς μὲς στ’ ἀδιέξοδο ἔξοδο νὰ ’βρω;