Αναδημοσιεύουμε από το Red Flag μια ανασκόπηση της πορείας του Βραζιλιάνικου PT μέχρι την ήττα του από τον Bolsonaro.
Το Εργατικό Κόμμα, με τη μαζική εργατική του βάση και τη μεγαλύτερη πολιτική οργάνωση της Βραζιλίας, φέρει κάποια ευθύνη για τη νίκη του φασίστα, Jair Bolsonaro, στις προεδρικές εκλογές της 28ης Οκτωβρίου.
Η στασιμότητα της βραζιλιάνικης οικονομίας και η εκλογική κατάρρευση των κομμάτων κόμματα του κέντρου και της δεξιάς ώθησαν την καπιταλιστική τάξη να ρίξει το βάρος της υπέρ του Μπολσονάρο μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών στις 7 Οκτωβρίου. Ο Μπολσονάρο απέσπασε μαζική εκλογική στήριξη, παρουσιαζόμενος σαν νέος και άφθαρτος και προωθώντας μια σκληρή ατζέντα νόμου και τάξης, η οποία βρήκε ανταπόκριση σε μια χώρα με ποσοστό ανθρωποκτονιών εξαπλάσιο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο νέος πρόεδρος έχει δεσμευτεί σε μια νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα - βασισμένη σε εκείνη της δικτατορίας του στρατηγού Πινοσέτ μετά το αιματηρό πραξικόπημα στη Χιλής το 1973 - και στην καταστολή της εργατικής τάξης, της αριστεράς, των γυναικών, των ιθαγενών, των μαύρων και όσων έχουν μαύρους προγόνους που αποτελούν κ αι την πλειοψηφία του πληθυσμού. Έχει καταστήσει σαφή την εχθρότητά του προς οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας. Τα πιο επείγοντα πολιτικά του μέτρα, όσον αφορά τους πλούσιους, είναι η υπονόμευση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και παροχών, το άνοιγμα της λεκάνης του Αμαζονίου για την εκμετάλλευση των πόρων και των γαιών και οι όσο το δυνατόν περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Με το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα του 2016, η Βραζιλιάνικη δεξιά, συμπεριλαμβανομένων των πρώην κυβερνητικών συνεταίρων του Κόμματος των Εργαζομένων (PT, Partido dos Trabalhodores), καθαίρεσε την πρόεδρο του PT, Dilma Rousseff, με κατηγορίες περί διαφθοράς. Και άλλοι αξιωματούχοι του PT έχουν πραγματικά διαφθαρεί, αλλά η διαφθορά ήταν πολύ πιο ενδημική στα κόμματα που την καθαίρεσαν.
Ο προσωρινός πρόεδρος Michel Temer από το Βραζιλιάνικο Δημοκρατικό Κίνημα επιτέθηκε στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, περικόπτοντας τις δαπάνες για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και την εκπαίδευση και μείωσε τον κατώτατο μισθό. Αντιμετωπίζοντας κατηγορίες διαφθοράς και αντιμετωπίζοντας μαζικές απεργίες και διαμαρτυρίες, εγκατέλειψε τις προσπάθειες για τον περιορισμό του δικαιώματος συνταξιοδότησης και μείωσης των συντάξεων.
Αλλά η στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό και την λιτότητα δεν ξεκίνησε από τον Τεμέρ. Ήταν ήδη εντατικοποιημένη από την προεδρία του Luiz Inácio Lula da Silva, του ηγέτη του PT, που ήταν στην εξουσία από τον Ιανουάριο του 2003 έως τον Δεκέμβριο του 2010, όταν τον διαδέχθηκε η Ρουσέφ. Ο Λούλα βρίσκεται τώρα στη φυλακή, όπου εκτίει ποινή 12 ετών, καταδικασμένος για διαφθορά και ξέπλυμα χρημάτων. Τα δικαστήρια της Βραζιλίας κυριαρχούνται από αντιδραστικούς δικαστές.
Το PT, που ιδρύθηκε το 1980, προέκυψε από τους μαζικούς αγώνες των συνδικάτων κάτω από τη στρατιωτική δικτατορία που κυβέρνησε τη χώρα από το 1964 έως το 1985. Ο Λούλα, ο οποίος ξεκίνησε την επαγγελματική του ζωή ως λούστρος και έγινε αργότερα ηγέτης της Ένωσης Εργαζομένων Χάλυβα του Sao Bernardo do Campo και Diadema, στο Σάο Πάολο, διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στο απεργιακό κύμα. Ήταν ένα εξέχον ιδρυτικό μέλος του PT και του Ενωμένου Εργατικού Κέντρου, της κυριότερης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας της χώρας, τρία χρόνια αργότερα.
Ενώ υποστήριζε προοδευτικούς κοινωνικούς και ιδιαίτερα συνδικαλιστικούς αγώνες, το PT επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στην εκλογική δραστηριότητα. Το ιδρυτικό του πρόγραμμα υποστήριζε τον σοσιαλισμό και ζητούσε εθνικοποιήσεις, ανακατανομή της γης, επέκταση της κοινωνικής πρόνοιας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Σε αυτή τη βάση, κέρδισε εκπροσώπηση σε δημοτικά, πολιτειακά και ομοσπονδιακά κοινοβούλια. Ενώ το PT είχε μετριάσει κάπως τις θέσεις του, το συνέδριο του κόμματος του 1993 διακήρυσσε ακόμα τον «επαναστατικό και σοσιαλιστικό του χαρακτήρα».
Ωστόσο, επιδιώκοντας μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία, άρχισε να νοθεύει τη ρητορική του μετά τις προεδρικές εκλογές του 1994, που κέρδισε ο Fernando Henrique Cardoso του Βραζιλιάνικου Κόμματος Σοσιαλδημοκρατίας, ο οποίος έλαβε το 54% των ψήφων έναντι 27% του Λούλα.
Σε λιγότερο από 20 χρόνια, το «επαναστατικό» PT διέτρεξε τις δεκαετίες της εξέλιξης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από τον επαναστατικό μαρξισμό σε μια δέσμευση στη διαχείριση του καπιταλισμού και στη διατήρηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Η εκλογική εκστρατεία του Λούλα το 2002, στο πλαίσιο μιας στάσιμης οικονομίας και ενός μαζικού διεθνούς χρέους, εγκατέλειψε τις αναφορές στο σοσιαλισμό και υποσχέθηκε πίστη στους νεοφιλελεύθερους θεούς της σταθερότητας των τιμών και των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού.
Οι προεδρικές θητείες του PT, που ήρθαν στην εξουσία από την εργατική τάξη και τους φτωχούς, εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις από τις οποίες επωφελήθηκε η βάση του κόμματος. Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας διευρύνθηκε, ιδιαίτερα το πρόγραμμα Bolsa Familia (Οικογενειακό Καλάθι) για τους πολύ φτωχούς. Οι πληρωμές ήταν συναρτημένες προς το εάν τα παιδιά των οικογενειών εμβολιάζονται και πηγαίνουν σχολείο και μείωσαν το ποσοστό υποσιτισμού - τα περισσότερα χρήματα χρησιμοποιούνται για την αγορά τροφίμων.
Μεταξύ 2005 και 2012, η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 75 τοις εκατό. Το 2012, η Ρουσέφ προώθησε ένα θετικό νόμο που επέβαλλε στα πανεπιστήμια να εγγράψουν περισσότερους φοιτητές αφρικανικής καταγωγής και αποφοίτους δημοσίων σχολείων.
Ωστόσο, η ανισότητα του πλούτου δεν μειώθηκε, εφόσον το σύστημα μεταφοράς μετρητών δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει την εδραιωμένη οικονομική δύναμη ούτε της Βραζιλιάνικης άρχουσας τάξης ούτε των καρτέλ ναρκωτικών που λειτουργούν στις φτωχογειτονιές στο Ρίο και του Σάο Πάολο, τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Οι προεδρίες του PT αύξησαν επίσης τους προϋπολογισμούς των ενόπλων δυνάμεων.
Όπως έχουν επισημάνει οι Lecio Morais και Alfredo Saad-Filho στο βιβλίο Βραζιλία: Νεοφιλελευθερισμός έναντι Δημοκρατίας, οι οικονομικές πολιτικές του PT συχνά ήταν οπισθοδρομικές και συμμορφωμένες με τις κατευθυντήριες οικονομικές γραμμές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, συνεχίζοντας πολλές από τις πολιτικές λιτότητας του προκατόχου του Λούλα, του άλλοτε ριζοσπάστη κοινωνιολόγου, Fernando Henrique Cardoso.
Ο νεοφιλελευθερισμός του Λούλα περιελάμβανε περικοπές στις συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, στις οποίες το ΡΤ είχε αντιταχθεί για 10 χρόνια, αύξηση των έμμεσων φόρων που πλήττουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα και αυτονομία στην κεντρική τράπεζα.
Η οικονομία επιταχύνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, χάρη στην εισροή ξένου κεφαλαίου και στις αυξημένες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (κυρίως σόγιας) και άλλων πρώτων υλών όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, το σιδηρομετάλλευμα και ο βωξίτης. Αυτό επέτρεψε φορολογικές ελαφρύνσεις για εξαγωγικές βιομηχανίες και επέκταση των δημόσιων δαπανών για υποδομές υποστήριξης των επιχειρήσεων (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και μεταφορές), καθώς και για τη στέγαση, την υγεία, την εκπαίδευση και την πρόνοια, ακόμη και στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του Λούλα και της Ρουσέφ για δημοσιονομικό περιορισμό.
Ωστόσο, η έκρηξη των εξαγωγών επιβραδύνθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και οι ξένες επενδύσεις μειώθηκαν μετά το 2014. Η αύξηση του ΑΕΠ βρισκόταν σε υποχώρηση από το 2011 και τώρα η οικονομία της Βραζιλίας εισήλθε σε βαθιά ύφεση. Το PT παρέμεινε αφοσιωμένο στην «υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική» και στη διαχείριση του Βραζιλιάνικου καπιταλισμού.
Ούτε το κόμμα ούτε οι ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις που έλεγχε έλαβαν αισθητά μέτρα εναντίον της καπιταλιστικής τάξης –όπως οι εθνικοποιήσεις και οι υψηλοί φόροι στις επιχειρήσεις και στους πλούσιους– ώστε να αντιμετωπίσουν, έστω και βραχυπρόθεσμα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Η επίθεση της άρχουσας τάξης κατά του Fernando Haddad, υποψηφίου προέδρου του PT, διαμέσου των δικαστηρίων, των μέσων ενημέρωσης και του φυσικού και οικονομικού εκφοβισμού, δεν εξηγεί από μόνη της την ήττα του. Παρά την υποχρεωτική ψηφοφορία, το 29 τοις εκατό του εκλογικού σώματος, 42 εκατομμύρια άνθρωποι, απείχαν ή ψήφισαν άκυρο.
Ο νεοφιλελευθερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο του PT, που απογοήτευσε πολλούς υποστηρικτές του μαζί με τη διαφθορά του και την κατατριβή του με τις εκλογές και τη νομιμότητα σε ένα ανούσιο σύστημα, σήμαινε ότι δεν θα υπήρχε επαρκής λαϊκή κινητοποίηση στους χώρους εργασίας, στους δρόμους ή στις κάλπες για να νικηθεί η δεξιά.
Επιπλέον, η διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών της μάζας του πληθυσμού από το PT σήμαιναν ότι ένας φασίστας θα κέρδισε κάμποσες από τις ψήφους τους.
Θα υπάρξουν αγώνες ενάντια στην αποφασιστικότητα του Μπολσονάρο και των υποστηρικτών του να συντρίψουν τους εργάτες, να βάλουν τους καταπιεσμένους στη θέση τους και να καταστρέψουν την ήδη περιορισμένη δημοκρατία στη Βραζιλία. Ελπίζουμε ότι αυτές θα ενώσουν ολόκληρη την αριστερά. Εν πάση περιπτώσει, οι αγώνες αυτοί θα παράσχουν στους επαναστάτες ευκαιρίες να κερδίσουν τους υποστηρικτές του PT και πολλούς άλλους ακόμα σε μαχητικές, μαζικές τακτικές και, μέσω της υπεράσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των υφιστάμενων δικαιωμάτων, στο στόχο της εργατικής εξουσίας.
Μετάφραση: Παραναγνώστης
Το Εργατικό Κόμμα, με τη μαζική εργατική του βάση και τη μεγαλύτερη πολιτική οργάνωση της Βραζιλίας, φέρει κάποια ευθύνη για τη νίκη του φασίστα, Jair Bolsonaro, στις προεδρικές εκλογές της 28ης Οκτωβρίου.
Η στασιμότητα της βραζιλιάνικης οικονομίας και η εκλογική κατάρρευση των κομμάτων κόμματα του κέντρου και της δεξιάς ώθησαν την καπιταλιστική τάξη να ρίξει το βάρος της υπέρ του Μπολσονάρο μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών στις 7 Οκτωβρίου. Ο Μπολσονάρο απέσπασε μαζική εκλογική στήριξη, παρουσιαζόμενος σαν νέος και άφθαρτος και προωθώντας μια σκληρή ατζέντα νόμου και τάξης, η οποία βρήκε ανταπόκριση σε μια χώρα με ποσοστό ανθρωποκτονιών εξαπλάσιο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο νέος πρόεδρος έχει δεσμευτεί σε μια νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα - βασισμένη σε εκείνη της δικτατορίας του στρατηγού Πινοσέτ μετά το αιματηρό πραξικόπημα στη Χιλής το 1973 - και στην καταστολή της εργατικής τάξης, της αριστεράς, των γυναικών, των ιθαγενών, των μαύρων και όσων έχουν μαύρους προγόνους που αποτελούν κ αι την πλειοψηφία του πληθυσμού. Έχει καταστήσει σαφή την εχθρότητά του προς οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας. Τα πιο επείγοντα πολιτικά του μέτρα, όσον αφορά τους πλούσιους, είναι η υπονόμευση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και παροχών, το άνοιγμα της λεκάνης του Αμαζονίου για την εκμετάλλευση των πόρων και των γαιών και οι όσο το δυνατόν περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Με το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα του 2016, η Βραζιλιάνικη δεξιά, συμπεριλαμβανομένων των πρώην κυβερνητικών συνεταίρων του Κόμματος των Εργαζομένων (PT, Partido dos Trabalhodores), καθαίρεσε την πρόεδρο του PT, Dilma Rousseff, με κατηγορίες περί διαφθοράς. Και άλλοι αξιωματούχοι του PT έχουν πραγματικά διαφθαρεί, αλλά η διαφθορά ήταν πολύ πιο ενδημική στα κόμματα που την καθαίρεσαν.
Ο προσωρινός πρόεδρος Michel Temer από το Βραζιλιάνικο Δημοκρατικό Κίνημα επιτέθηκε στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, περικόπτοντας τις δαπάνες για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και την εκπαίδευση και μείωσε τον κατώτατο μισθό. Αντιμετωπίζοντας κατηγορίες διαφθοράς και αντιμετωπίζοντας μαζικές απεργίες και διαμαρτυρίες, εγκατέλειψε τις προσπάθειες για τον περιορισμό του δικαιώματος συνταξιοδότησης και μείωσης των συντάξεων.
Αλλά η στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό και την λιτότητα δεν ξεκίνησε από τον Τεμέρ. Ήταν ήδη εντατικοποιημένη από την προεδρία του Luiz Inácio Lula da Silva, του ηγέτη του PT, που ήταν στην εξουσία από τον Ιανουάριο του 2003 έως τον Δεκέμβριο του 2010, όταν τον διαδέχθηκε η Ρουσέφ. Ο Λούλα βρίσκεται τώρα στη φυλακή, όπου εκτίει ποινή 12 ετών, καταδικασμένος για διαφθορά και ξέπλυμα χρημάτων. Τα δικαστήρια της Βραζιλίας κυριαρχούνται από αντιδραστικούς δικαστές.
Το PT, που ιδρύθηκε το 1980, προέκυψε από τους μαζικούς αγώνες των συνδικάτων κάτω από τη στρατιωτική δικτατορία που κυβέρνησε τη χώρα από το 1964 έως το 1985. Ο Λούλα, ο οποίος ξεκίνησε την επαγγελματική του ζωή ως λούστρος και έγινε αργότερα ηγέτης της Ένωσης Εργαζομένων Χάλυβα του Sao Bernardo do Campo και Diadema, στο Σάο Πάολο, διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στο απεργιακό κύμα. Ήταν ένα εξέχον ιδρυτικό μέλος του PT και του Ενωμένου Εργατικού Κέντρου, της κυριότερης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας της χώρας, τρία χρόνια αργότερα.
Ενώ υποστήριζε προοδευτικούς κοινωνικούς και ιδιαίτερα συνδικαλιστικούς αγώνες, το PT επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στην εκλογική δραστηριότητα. Το ιδρυτικό του πρόγραμμα υποστήριζε τον σοσιαλισμό και ζητούσε εθνικοποιήσεις, ανακατανομή της γης, επέκταση της κοινωνικής πρόνοιας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Σε αυτή τη βάση, κέρδισε εκπροσώπηση σε δημοτικά, πολιτειακά και ομοσπονδιακά κοινοβούλια. Ενώ το PT είχε μετριάσει κάπως τις θέσεις του, το συνέδριο του κόμματος του 1993 διακήρυσσε ακόμα τον «επαναστατικό και σοσιαλιστικό του χαρακτήρα».
Ωστόσο, επιδιώκοντας μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία, άρχισε να νοθεύει τη ρητορική του μετά τις προεδρικές εκλογές του 1994, που κέρδισε ο Fernando Henrique Cardoso του Βραζιλιάνικου Κόμματος Σοσιαλδημοκρατίας, ο οποίος έλαβε το 54% των ψήφων έναντι 27% του Λούλα.
Σε λιγότερο από 20 χρόνια, το «επαναστατικό» PT διέτρεξε τις δεκαετίες της εξέλιξης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από τον επαναστατικό μαρξισμό σε μια δέσμευση στη διαχείριση του καπιταλισμού και στη διατήρηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.
Η εκλογική εκστρατεία του Λούλα το 2002, στο πλαίσιο μιας στάσιμης οικονομίας και ενός μαζικού διεθνούς χρέους, εγκατέλειψε τις αναφορές στο σοσιαλισμό και υποσχέθηκε πίστη στους νεοφιλελεύθερους θεούς της σταθερότητας των τιμών και των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού.
Οι προεδρικές θητείες του PT, που ήρθαν στην εξουσία από την εργατική τάξη και τους φτωχούς, εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις από τις οποίες επωφελήθηκε η βάση του κόμματος. Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας διευρύνθηκε, ιδιαίτερα το πρόγραμμα Bolsa Familia (Οικογενειακό Καλάθι) για τους πολύ φτωχούς. Οι πληρωμές ήταν συναρτημένες προς το εάν τα παιδιά των οικογενειών εμβολιάζονται και πηγαίνουν σχολείο και μείωσαν το ποσοστό υποσιτισμού - τα περισσότερα χρήματα χρησιμοποιούνται για την αγορά τροφίμων.
Μεταξύ 2005 και 2012, η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 75 τοις εκατό. Το 2012, η Ρουσέφ προώθησε ένα θετικό νόμο που επέβαλλε στα πανεπιστήμια να εγγράψουν περισσότερους φοιτητές αφρικανικής καταγωγής και αποφοίτους δημοσίων σχολείων.
Ωστόσο, η ανισότητα του πλούτου δεν μειώθηκε, εφόσον το σύστημα μεταφοράς μετρητών δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει την εδραιωμένη οικονομική δύναμη ούτε της Βραζιλιάνικης άρχουσας τάξης ούτε των καρτέλ ναρκωτικών που λειτουργούν στις φτωχογειτονιές στο Ρίο και του Σάο Πάολο, τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Οι προεδρίες του PT αύξησαν επίσης τους προϋπολογισμούς των ενόπλων δυνάμεων.
Όπως έχουν επισημάνει οι Lecio Morais και Alfredo Saad-Filho στο βιβλίο Βραζιλία: Νεοφιλελευθερισμός έναντι Δημοκρατίας, οι οικονομικές πολιτικές του PT συχνά ήταν οπισθοδρομικές και συμμορφωμένες με τις κατευθυντήριες οικονομικές γραμμές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, συνεχίζοντας πολλές από τις πολιτικές λιτότητας του προκατόχου του Λούλα, του άλλοτε ριζοσπάστη κοινωνιολόγου, Fernando Henrique Cardoso.
Ο νεοφιλελευθερισμός του Λούλα περιελάμβανε περικοπές στις συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, στις οποίες το ΡΤ είχε αντιταχθεί για 10 χρόνια, αύξηση των έμμεσων φόρων που πλήττουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα και αυτονομία στην κεντρική τράπεζα.
Η οικονομία επιταχύνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, χάρη στην εισροή ξένου κεφαλαίου και στις αυξημένες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (κυρίως σόγιας) και άλλων πρώτων υλών όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, το σιδηρομετάλλευμα και ο βωξίτης. Αυτό επέτρεψε φορολογικές ελαφρύνσεις για εξαγωγικές βιομηχανίες και επέκταση των δημόσιων δαπανών για υποδομές υποστήριξης των επιχειρήσεων (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και μεταφορές), καθώς και για τη στέγαση, την υγεία, την εκπαίδευση και την πρόνοια, ακόμη και στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του Λούλα και της Ρουσέφ για δημοσιονομικό περιορισμό.
Ωστόσο, η έκρηξη των εξαγωγών επιβραδύνθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και οι ξένες επενδύσεις μειώθηκαν μετά το 2014. Η αύξηση του ΑΕΠ βρισκόταν σε υποχώρηση από το 2011 και τώρα η οικονομία της Βραζιλίας εισήλθε σε βαθιά ύφεση. Το PT παρέμεινε αφοσιωμένο στην «υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική» και στη διαχείριση του Βραζιλιάνικου καπιταλισμού.
Ούτε το κόμμα ούτε οι ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις που έλεγχε έλαβαν αισθητά μέτρα εναντίον της καπιταλιστικής τάξης –όπως οι εθνικοποιήσεις και οι υψηλοί φόροι στις επιχειρήσεις και στους πλούσιους– ώστε να αντιμετωπίσουν, έστω και βραχυπρόθεσμα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Η επίθεση της άρχουσας τάξης κατά του Fernando Haddad, υποψηφίου προέδρου του PT, διαμέσου των δικαστηρίων, των μέσων ενημέρωσης και του φυσικού και οικονομικού εκφοβισμού, δεν εξηγεί από μόνη της την ήττα του. Παρά την υποχρεωτική ψηφοφορία, το 29 τοις εκατό του εκλογικού σώματος, 42 εκατομμύρια άνθρωποι, απείχαν ή ψήφισαν άκυρο.
Ο νεοφιλελευθερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο του PT, που απογοήτευσε πολλούς υποστηρικτές του μαζί με τη διαφθορά του και την κατατριβή του με τις εκλογές και τη νομιμότητα σε ένα ανούσιο σύστημα, σήμαινε ότι δεν θα υπήρχε επαρκής λαϊκή κινητοποίηση στους χώρους εργασίας, στους δρόμους ή στις κάλπες για να νικηθεί η δεξιά.
Επιπλέον, η διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών της μάζας του πληθυσμού από το PT σήμαιναν ότι ένας φασίστας θα κέρδισε κάμποσες από τις ψήφους τους.
Θα υπάρξουν αγώνες ενάντια στην αποφασιστικότητα του Μπολσονάρο και των υποστηρικτών του να συντρίψουν τους εργάτες, να βάλουν τους καταπιεσμένους στη θέση τους και να καταστρέψουν την ήδη περιορισμένη δημοκρατία στη Βραζιλία. Ελπίζουμε ότι αυτές θα ενώσουν ολόκληρη την αριστερά. Εν πάση περιπτώσει, οι αγώνες αυτοί θα παράσχουν στους επαναστάτες ευκαιρίες να κερδίσουν τους υποστηρικτές του PT και πολλούς άλλους ακόμα σε μαχητικές, μαζικές τακτικές και, μέσω της υπεράσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των υφιστάμενων δικαιωμάτων, στο στόχο της εργατικής εξουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου