Με αφορμή τις διχογνωμίες για τη γενική απεργία της 30ης Μαΐου
Πέτρος Νομικός
Ο κ. Chris McClain είναι αξιωματούχος του παραρτήματος Seattle (Iron Workers Local Union 86), του αμερικάνικου συνδικάτου των σιδεράδων του κατασκευαστικού τομέα.Η κα Kshama Sawant ανήκει στο σπανιότατο είδος της αμερικανής δημοτικής σύμβουλου της Αριστεράς και έχει καταθέσει στο δημοτικό συμβούλιο του Seattle πρόταση να επιβληθεί ένας νέος φόρος στις επιχειρήσεις, τα έσοδα από τον οποίο θα διατίθενται από το δήμο υπέρ των αστέγων της πόλης. Ο κ. Jeff Bezos είναι ο ζάπλουτος ιδιοκτήτης της γνωστής εταιρείας Amazon η οποία συγκαταλέγεται στις επιχειρήσεις που η Sawant προτείνει να φορολογηθούν, πράγμα που δεν του αρέσει διόλου. Γι’ αυτό και απειλεί να αναστείλει τα σχέδιά του για ανέγερση κτιρίων της Amazon στο Seattle, ελαττώνοντας τη δουλειά των κατασκευαστικών εταιρειών και συνακόλουθα των σιδεράδων, πράγμα που, με τη σειρά του, δεν αρέσει διόλου στους τελευταίους. Γι αυτό και το Local 86 των Ironworkers, την επαύριο της εργατικής πρωτομαγιάς 2018(!), οργάνωσε διαδήλωση εναντίον της πρότασης Sawant και μπούκαρε στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, όπου η Sawant θα υποστήριζε την πρότασή της, για να την κατεβάσει από το βήμα. Οι επιδόσεις του κ. McClain δεν αφορούν μόνο την πρακτική συνδικαλιστική δράση του αλλά εκτείνονται και στη σφαίρα της θεωρίας, εκείνης της θεωρίας η οποία διέπει τη λαμπρή του αυτή συνδικαλιστική δράση, συνοψίζεται στο μότο «με σκληρή δουλειά ανεβαίνει κοινωνικά ο άνθρωπος» και την οποία μπορεί κανείς να διαβάσει εδώ. Οι ομοιότητες με τους γραφειοκράτες των δικών μας τριτοβάθμιων συνδικάτων της λεγόμενης «Κοινωνικής Συμμαχίας» δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερες!
Μέχρι εδώ έχουμε γεγονότα. Ας προσθέσουμε σε αυτά και δύο υποθέσεις, ή μάλλον μία υπόθεση και ένα ακόμα γεγονός που το βαφτίζουμε υπόθεση για τις ανάγκες του επιχειρήματος. Ας υποθέσουμε, υπόθεση πρώτη, ότι για την κινητοποίηση αυτή, εναντίον της Sawant και υπέρ του Bezos, το Local 86 των Ironworkers έχει κηρύξει απεργία.i Υπόθεση δεύτερη (αλλά όχι και τόσο), στο Local 86, εκτός από τους γραφειοκράτες, δρα και μια ταξική μειοψηφία που διαφώνησε με την κινητοποίηση, αλλά έχασε πανηγυρικά την ψηφοφορία. Και τώρα, τι κάνει αυτή η ταξική μειοψηφία;
Δύο επιλογές έχει: Η πρώτη είναι να πάνε στη δουλειά τους κανονικά απορρίπτοντας και σπάζοντας την απαράδεκτη αντιδραστική απεργία για λόγους ταξικής αλληλεγγύης και αφήνοντας μόνη τη γραφειοκρατική πλειοψηφία του συνδικάτου στα αντιδραστικά έργα της και στη μελλούμενη, αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, χλεύη του προλεταριάτου. Η δεύτερη επιλογή της μειοψηφίας δεν θα ήταν άλλη από το να απεργήσουν μαζί με τους συναδέλφους τους για να εμφανιστούν και αυτοί, ως μειοψηφία του Local 86, στο δημοτικό συμβούλιο με το πανό τους και το λόγο τους υπέρ της πρότασης Sawant και στον αντίποδα της στάσης της πλειοψηφίας του σωματείου και του πολιτικού πλαισίου της. Ποιο από τα δύο υπηρετεί την υπόθεση του προλεταριάτου, ποιο από τα δύο προάγει την ταξική συνείδηση των σιδεράδων; Η ταξική μειοψηφία του Local 86 όντως υπάρχει ii και δεν διακρίνω περιθώριο αμφιβολίας γύρω από το ότι την ίδια επιλογή –τη δεύτερη– που έκανε αυτή η ισχνή ταξική μειοψηφία θα επέλεγαν και οι σύντροφοι που επιχειρηματολόγησαν εδώ κι εδώ –και παρότι επιχειρηματολόγησαν– υπέρ του σπασίματος της γενικής απεργίας της 30ης Μαΐου.
Το παράδειγμα από το μακρινό Seattle, έτσι όπως είναι απαλλαγμένο από τη συναισθηματική φόρτιση των δικών μας παθών και των δικών μας γραφειοκρατών, επιτρέπει σίγουρα μια πιο νηφάλια επαναστατική κριτική που, ακριβώς γι’ αυτό, θα ήταν εγκυρότερη. Ωστόσο η απόλυτη αντιπαράθεση στους κόλπους των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς σχετικά με την απεργία της 30ης Μαΐου υποβάλλει την ιδέα ότι υπάρχει κάποια ριζική διαφορά στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι μεν και οι δε τα συνδικάτα, διαφορά από την οποία προκύπτουν δύο αντίθετα πορίσματα: απεργούμε – δεν απεργούμε iii.
Ίσως η σκέψη μας ξεμάκρυνε υπερβολικά χάνοντας από τα μάτια της το γεγονός ότι, καταγωγικά τουλάχιστον, το συνδικάτο είναι πριν από όλα μια στοιχειώδης μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης. Εμφανίστηκε όχι και τόσο νωρίς στην ιστορία του καπιταλισμού και εγγράφεται εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας καθώς επιτελεί μια λειτουργία διαμεσολάβησης της αντίφασης κεφαλαίου και εργασίας στο χώρο της παραγωγής. Ας θυμηθούμε ότι τα συνδικάτα αντικατέστησαν τη «διαπραγμάτευση» δια της τυφλής αιματηρής εργατικής εξέγερσης που ήταν, μέχρι την εμφάνισή τους, ο μόνος διαθέσιμος τρόπος έκφρασης της εργατικής δυσαρέσκειας. Τα συνδικάτα υπήρξαν αρχικά ένα χωνευτήρι εργατικής δημοκρατίας iv και ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό τους, απομόνωσε και υπερεκτίμησε ο αναρχοσυνδικαλισμός.
Τα συνδικάτα στην εποχή της Μεγάλης Καπιταλιστικής Κρίσης
Στην
εποχή του ανταγωνιστικού καπιταλισμού
αυτό ήταν όλο: μια στοιχειώδης μορφή
εργατικής οργάνωσης που τα αφεντικά
από τη μια ήθελαν γιατί τους απάλλασσε
από τον κίνδυνο (άμεσο και προσωπικό)
των τυφλών βίαιων εργατικών εξεγέρσεων,
αλλά από την άλλη μισούσαν, γιατί
αποσπούσε μισθούς μεγαλύτερους από
εκείνους που ήταν διατεθειμένοι να
πληρώσουν. Για την εξουδετέρωση αυτού
του εξαιρετικά δυσάρεστου χαρακτηριστικού
των συνδικάτων, η μπουρζουαζία υπολόγιζε
στον κατακερματισμό της εργατικής
τάξης, είτε αυτός ήταν συστημικός από
την τυπική ή πραγματική υπαγωγή
προκαπιταλιστικών διαιρέσεων, είτε
προέκυπτε από την ίδια την παραγωγή,
είτε εκπορευόταν από τους επιστάτες,
από εξαγορασμένες εργατικές ηγεσίες,
από τον Τύπο της, ή ακόμα και από το
οργανωμένο έγκλημα που φρόντιζαν
επιμελώς την τόνωση των διαχωριστικών
γραμμών μεταξύ των εργατών˙ υπολόγιζε
επίσης και τελικά, στο κράτος της και
στην κρατική καταστολή, είτε αυτή θα
ήταν τακτική με την παρενόχληση της
λειτουργίας των συνδικάτων, είτε θα
έπαιρνε εν ανάγκη έκτακτη στρατιωτική
μορφή. ‘Όσο για τα συνδικάτα, εκ φύσεως
εγγεγραμμένα μέσα στην αναπαραγωγική
διαδικασία του συστήματος, μπορούσαν
να είναι μόνο ρεφορμιστικά.
Από
την ειδυλλιακή αυτή εποχή του όμως, ο
καπιταλισμός πέρασε στο ιμπεριαλιστικό
του στάδιο και ο ρόλος του κράτους
άλλαξε. Τα κοινοβούλια αποσύρονται σιγά
σιγά από τον κεντρικό τους ρόλο στο
πολιτικό σύστημα και νέοι θεσμοί
εξωκοινοβουλευτικοί, απρόσβλητοι
στις εκλογικές διακυμάνσεις, παίρνουν
πια τις αποφάσεις. Αν τα συνδικάτα θέλουν
να παραμείνουν ρεφορμιστικά πρέπει να
συνδιαλλαγούν με το κράτος, αλλά κάνοντας
αυτό δεν μπορούν πια να είναι ρεφορμιστικά.
«Ο
μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν βασίζεται
στο συναγωνισμό και την ατομική
πρωτοβουλία, αλλά σε μια συγκεντρωτική
διοίκηση. Οι καπιταλιστικές κλίκες που
είναι επικεφαλής των ισχυρών τραστ, των
συνδικάτων, των τραπεζικών κονσόρτσιουμ,
κ.λ.π. ελέγχουν την οικονομική ζωή από
το ίδιο ύψος που την ελέγχει το κράτος,
και σε κάθε στιγμή καταφεύγουν στην
συνεργασία του. Τα συνδικάτα, με την
σειρά τους, στους κλάδους τους πιο
σπουδαίους της βιομηχανίας, δεν έχουν
την δυνατότητα να επωφεληθούν από το
συναγωνισμό ανάμεσα στις διάφορες
επιχειρήσεις. Έχουν να αντιμετωπίσουν
έναν αντίπαλο καπιταλιστή, συγκεντρωτικό
και στενά συνδεδεμένο με την κρατική
εξουσία. Από κει προέρχεται η ανάγκη
για τα συνδικάτα -όσο παραμένουν σε
ρεφορμιστικές θέσεις, δηλαδή σε θέσεις
που βασίζονται σε μία προσαρμογή στην
ατομική ιδιοκτησία, να προσαρμοστούν
στο καπιταλιστικό κράτος και να αγωνιστούν
για μια συνεργασία μαζί του. Στα μάτια
της γραφειοκρατίας του συνδικαλιστικού
κινήματος, το κύριο καθήκον της
είναι να απελευθερώσει το κράτος
από την αγκαλιά του καπιταλισμού,
αδυνατίζοντας την εξάρτηση του από τα
τραστ, και να το τραβήξει προς το μέρος
της. Αυτή η θέση βρίσκεται σε πλήρη
αρμονία με την κοινωνική θέση της
εργατικής αριστοκρατίας και της
γραφειοκρατίας...».v
Όταν
επιπλέον έχουμε να κάνουμε με μια κρίση
του καπιταλισμού, σαν κι αυτή που καλή
ώρα διανύουμε τώρα, η ίδια η ρεφορμιστική
πολιτική των συνδικάτων καταντάει
ατελέσφορη, άνευ αντικειμένου και τελικά
αδύνατη:
«Μ'
άλλα λόγια, στην σημερινή εποχή, τα
συνδικάτα δεν μπορούν να είναι απλά
όργανα της δημοκρατίας όπως ήταν την
εποχή του φιλελεύθερου καπιταλισμού,
και δεν μπορούν να μείνουν άλλο πολιτικά
ουδέτερα, δηλαδή, να περιοριστούν στην
υπεράσπιση των καθημερινών αναγκών της
εργατικής τάξης. Δεν μπορούν να είναι
πια αναρχικά, δηλαδή να αγνοούν την
αποφασιστική επίδραση του κράτους στην
ζωή των λαών και των τάξεων. Δεν μπορούν
να είναι πια ρεφορμιστικά, γιατί οι
αντικειμενικές συνθήκες δεν επιτρέπουν
πια σοβαρές και διαρκείς μεταρρυθμίσεις.
Τα συνδικάτα της εποχής μας μπορούν
είτε να χρησιμεύσουν σαν δευτερεύοντα
όργανα του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού
για να υποτάξουν και να πειθαρχήσουν
τους εργάτες και να εμποδίσουν την
επανάσταση είτε, αντίθετα, να γίνουν
όργανα του επαναστατικού κινήματος του
προλεταριάτου.[...] Συνδικάτα
δημοκρατικά με την παλιά έννοια του
όρου, δηλαδή οργανώσεις, όπου στα πλαίσια
τους συγκρούονται διάφορες τάσεις,
λιγότερο ή περισσότερο ελεύθερα, στους
κόλπους μιας και της ίδιας μαζικής
οργάνωσης δε μπορούν να υπάρχουν πια.
Ακριβώς όπως είναι αδύνατο να ξαναγυρίσουμε
στο αστικό δημοκρατικό κράτος είναι
και αδύνατο να ξαναγυρίσουμε στην παλιά
εργατική δημοκρατία. Η μοίρα του ενός
αντανακλά την μοίρα του άλλου. Είναι
γεγονός αποδεδειγμένο ότι η
ανεξαρτησία των συνδικάτων από ταξική
άποψη, στις σχέσεις τους με το αστικό
κράτος, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στις
σημερινές συνθήκες, παρά μόνο κάτω από
μια ηγεσία απόλυτα επαναστατική...»vi.
Αυτό
που το 1940 ίσως να μην ήταν τόσο φανερό
σήμερα είναι εμφανέστατο. Τα συνδικάτα
προστρέχουν στο κράτος που τα υποδέχεται
σε ένα ελεγχόμενο θεσμικό πλαίσιο: Οι
συνδικαλιστικοί νόμοι έχουν ένα σωρό
ευφάνταστες δικλείδες που επιτρέπουν
στις γραφειοκρατικές ηγεσίες να τις
επικαλούνται και να ματαιώνουν απεργίες.
Τα συνδικάτα αποκτούν ΑΦΜ και η εφορία
έχει λόγο στους πόρους τους˙ η αδέκαστη
δικαστική εξουσία πρέπει να βεβαιώνει
το 50%+1 κλπ κλπ. Προφανώς, αυτή η σύμφυση
κράτους και συνδικάτων κάνει τη δουλειά
των επαναστατών δυσκολότερη, αλλά
αυτό είναι λόγος μόνο για να ξανασκεφτούν
και να προσαρμόσουν την δράση τους στα
συνδικάτα και όχι για να τα εγκαταλείψουν.
Αν επιπλέον είναι αδύνατη η ύπαρξη
ανεξάρτητων από το κράτος συνδικάτων,
τότε ούτε και ο υπεραριστερός
αναχωρητισμός σε υποτιθέμενα «κόκκινα
συνδικάτα» έχει νόημα αφού κι αυτά
ακόμα, για να υπάρξουν ως συνδικάτα, θα
έπρεπε να χωρέσουν όλη την εργατική
τάξη ανεξάρτητα από το επίπεδο της
ταξικής συνείδησης κι αν δεν υπήρχε σε
αυτά κάποιος Παναγόπουλος, θα έπρεπε
να εφευρεθεί. Εκτός βέβαια κι αν μιλάμε
για σέκτες που παριστάνουν τα συνδικάτα.
Και σαν τι άλλο θα μπορούσε να εκληφθεί
η προτροπή:
«Όσο
δεν πετάμε τη σκουριά του παρελθόντος
και δεν
κόβουμε τους «δεσμούς» μας
με τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό της
ενσωμάτωσης και της υποταγής, όσο δεν
διαχωριζόμαστε πολιτικά- ιδεολογικά
από αυτούς και δεν καταχτάμε την ταξική
μας αυτοτέλεια- ΠΡΟΚΟΠΗ ΔΕΝ ΘΑ ΔΟΥΜΕ».(η
έμφαση του συγγραφέα)vii
Η
ταξική όμως ανεξαρτησία (ο όρος αυτοτέλεια
δεν είναι διόλου αθώος από το αμάρτημα
του σεκταρισμού) «δεν μπορεί να
εξασφαλιστεί παρά από μια απόλυτα
επαναστατική ηγεσία», η οποία
απόλυτα επαναστατική ηγεσία δεν μπορεί
με τη σειρά της να υφίσταται κατ’
εξαίρεση στα συνδικάτα ενώ στο υπόλοιπο
πολιτικό πεδίο επικρατεί μαύρη
αντίδραση! Η απόλυτα επαναστατική ηγεσία
είτε υπάρχει ως ηγεσία της τάξης, άρα
και των συνδικάτων, είτε δεν υπάρχει
καθόλου. Τα συνδικάτα θα ανεξαρτητοποιούνται
δηλαδή από τον εναγκαλισμό της
μπουρζουαζίας στο βαθμό και στο μέτρο
που η πολιτική εξουσία της τελευταίας
θα δέχεται μοιραία χτυπήματα από το
προλεταριάτο καθώς αυτό θα αποκτά
συνείδηση του ιστορικού του ρόλου, θα
γίνεται παναπεί τάξη «δι’ εαυτήν».
Στο αντίστροφο μέτρο και βαθμό οι
επαναστάτες δεν μπορούν παρά να δουλεύουν
σε αυτά τα γραφειοκρατικά συνδικάτα
που περιγράψαμε, με δύο αιχμές: «πλήρης
και χωρίς όρους ανεξαρτησία των
συνδικάτων από το καπιταλιστικό κράτος»
από τη μία, «δημοκρατία στα συνδικάτα»
από την άλλη˙ και μάλιστα, όχι επειδή
έτσι επιτάσσει κάποια ιδιαίτερη θεωρητική
προσήλωση, αλλά επειδή η πραγματικότητα
είναι εκείνη που το υπαγορεύει.
Πράγματι, τα συνδικάτα δεν είναι μόνο οι ηγεσίες τους˙ κι αν αυτές οι ηγεσίες μπορούν να κάνουν με επιτυχία την αισχρή δουλειά τους, αυτό σημαίνει ότι η πολιτική τους στοιχεί προς το επίπεδο συνείδησης των εργατών˙ κοινώς πείθουν.Ο κ. Chris McClain δεν διαδήλωνε μόνος του ούτε μπούκαρε μόνος του για να κατεβάσει από το βήμα του δημοτικού συμβουλίου τη Sawant˙ τον ακολουθούσαν οι εργάτες.
Οι γραφειοκράτες του σωματείου του Νεωρίου Σύρου δεν μπαίνανε μόνοι τους στο βαπόρι για τον Πειραιά, ούτε διαδήλωναν μόνοι τους στις πόρτες των υπουργείων για να εκβιάσουν κρατικές παραγγελίες για το αφεντικό τους˙ τους ακολουθούσαν οι εργάτες. Πόσοι από την ταξική πτέρυγα των συνδικάτων μπορούν να κάνουν μια ταξική συνδικαλιστική δράση και να τους ακολουθούν εργάτες; Έτσι, το να δουλεύεις ως επαναστάτης στα συνδικάτα – σε αυτά τα συνδικάτα, γιατί άλλα δεν είναι ούτε και μπορεί να είναι– σημαίνει απλούστατα να ξεκινάς από το τωρινό υπαρκτό επίπεδο συνείδησης των εργατών, σημαίνει να αναγνωρίζεις έμπρακτα σε αυτήν εδώ την παρούσα και συγκεκριμένη εργατική τάξη το νεκροθάφτη του καπιταλισμού, να αναγνωρίζεις δηλαδή έμπρακτα ότι η επανάσταση είναι, τώρα κι όχι στο άδηλο μέλλον, δυνατή και αναγκαία. Και επομένως στα συνδικάτα δεν μπορείς παρά να αγωνίζεσαι πράγματι για την «ανεξαρτησία των συνδικάτων από το καπιταλιστικό κράτος» ενώ χρειάζεσαι οπωσδήποτε «δημοκρατία στα συνδικάτα» για να ακουστείς. Το να εξανίστασαι αντίθετα μπροστά στο «πρωτοφανές» της ταξικής προδοσίας του McClain ή του Παναγόπουλου σημαίνει (εκτός του ότι χρειάζεσαι κάμποσο διάβασμα ιστορίας του εργατικού κινήματος) πως από τη μια φαντάζεσαι προϊμπεριαλιστικά συνδικάτα και από την άλλη περιφρονείς την εργατική τάξη εγκαταλείποντάς την στους γραφειοκράτες, ή για να παραφράσουμε τον Μπρεχτ:
Δεν θα ήταν
Ευκολότερο σε αυτή την περίπτωση, η αριστερά
Να διαλύσει το προλεταριάτο, και στη φαντασία της
Να φτιάξει ένα άλλο;
Πράγματι, τα συνδικάτα δεν είναι μόνο οι ηγεσίες τους˙ κι αν αυτές οι ηγεσίες μπορούν να κάνουν με επιτυχία την αισχρή δουλειά τους, αυτό σημαίνει ότι η πολιτική τους στοιχεί προς το επίπεδο συνείδησης των εργατών˙ κοινώς πείθουν.Ο κ. Chris McClain δεν διαδήλωνε μόνος του ούτε μπούκαρε μόνος του για να κατεβάσει από το βήμα του δημοτικού συμβουλίου τη Sawant˙ τον ακολουθούσαν οι εργάτες.
Οι γραφειοκράτες του σωματείου του Νεωρίου Σύρου δεν μπαίνανε μόνοι τους στο βαπόρι για τον Πειραιά, ούτε διαδήλωναν μόνοι τους στις πόρτες των υπουργείων για να εκβιάσουν κρατικές παραγγελίες για το αφεντικό τους˙ τους ακολουθούσαν οι εργάτες. Πόσοι από την ταξική πτέρυγα των συνδικάτων μπορούν να κάνουν μια ταξική συνδικαλιστική δράση και να τους ακολουθούν εργάτες; Έτσι, το να δουλεύεις ως επαναστάτης στα συνδικάτα – σε αυτά τα συνδικάτα, γιατί άλλα δεν είναι ούτε και μπορεί να είναι– σημαίνει απλούστατα να ξεκινάς από το τωρινό υπαρκτό επίπεδο συνείδησης των εργατών, σημαίνει να αναγνωρίζεις έμπρακτα σε αυτήν εδώ την παρούσα και συγκεκριμένη εργατική τάξη το νεκροθάφτη του καπιταλισμού, να αναγνωρίζεις δηλαδή έμπρακτα ότι η επανάσταση είναι, τώρα κι όχι στο άδηλο μέλλον, δυνατή και αναγκαία. Και επομένως στα συνδικάτα δεν μπορείς παρά να αγωνίζεσαι πράγματι για την «ανεξαρτησία των συνδικάτων από το καπιταλιστικό κράτος» ενώ χρειάζεσαι οπωσδήποτε «δημοκρατία στα συνδικάτα» για να ακουστείς. Το να εξανίστασαι αντίθετα μπροστά στο «πρωτοφανές» της ταξικής προδοσίας του McClain ή του Παναγόπουλου σημαίνει (εκτός του ότι χρειάζεσαι κάμποσο διάβασμα ιστορίας του εργατικού κινήματος) πως από τη μια φαντάζεσαι προϊμπεριαλιστικά συνδικάτα και από την άλλη περιφρονείς την εργατική τάξη εγκαταλείποντάς την στους γραφειοκράτες, ή για να παραφράσουμε τον Μπρεχτ:
Δεν θα ήταν
Ευκολότερο σε αυτή την περίπτωση, η αριστερά
Να διαλύσει το προλεταριάτο, και στη φαντασία της
Να φτιάξει ένα άλλο;
Αν
κάτι πρέπει επιτέλους να υπογραμμιστεί,
είναι πώς όταν θεωρεί
κανείς τη συνδικαλιστική
γραφειοκρατία «ανοιχτά
εργοδοτική Τριτοβάθμια Οργάνωση»viii,
«αστικοποιημένο συνδικαλισμό»ix
ή «εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό»x,
αντιλαμβάνεται τον εκφυλισμό της ως
κάτι το εξωτερικό ως προς την εργατική
τάξη, ότι δηλαδή αυτή η γραφειοκρατία
επιβάλλεται έξωθεν με κρατική παρέμβαση,
πέδικλο σε μια εργατική τάξη που αλλιώς
θα είχε πιο προωθημένη ταξική συνείδηση.
Έτσι η προσφυής παρατήρηση ότι
«Μέχρι
τώρα
ο υποταγμένος, κρατικός, εργοδοτικός
συνδικαλισμός τύπου ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ,
δήθεν
πάλευε κατά των μνημονίων»(η
έμφαση του συγγραφέα)
ενώ
τώρα πια
κάνει
«το
αντιδραστικό
ποιοτικό βήμα για την εξαφάνιση κάθε
έννοιας πραγματικού εργατικού αγώνα
και ταξικής ανεξαρτησίας της εργατικής
δράσης μέσω της διάλυσής της σε ένα
διαταξικό χυλό με εργοδοτική, αστική
ηγεμονία»xi
μένει
μεσοδρομίς, επειδή ακριβώς αντιλαμβάνεται
τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία
εντελώς μηχανιστικά ως έναν εξωτερικό
ως προς την τάξη και αυτοτελή
στην εξέλιξή του
παράγοντα και
επομένως αδυνατεί
να δει την οργανική
σχέση της με την εργατική τάξη. Ναι˙ η
συνδικαλιστική γραφειοκρατία πράγματι
«πάλευε κατά των
μνημονίων» εκφράζοντας την τότε η
συνείδηση της τάξης που ήταν τέτοια,
δηλαδή αντιμνημνονιακή
και ναι, το
έκανε «δήθεν», στα
ψέματα, γιατί
ταυτόχρονα λογοδοτούσε
και λογοδοτεί
επίσης
και στο
κράτος. Το ίδιο
ακριβώς θα κάνει
και τώρα με «το
αντιδραστικό ποιοτικό βήμα», εκφράζοντας
τη μέση συνείδηση της εργατικής τάξης
που έχει υποχωρήσει
για τα καλά: Το
αντιδραστικό ποιοτικό βήμα έχει γίνει
ήδη από την τάξη
και η γραφειοκρατία ορθά το
κατάλαβε και
τότε μόνο έστριψε δεξιά,
διότι ακριβώς
η γραφειοκρατία λογοδοτεί και στην
εργατική τάξη˙ δεν μπορεί να χάσει την
επαφή της με την τάξη χωρίς να πεθάνει.
Το
να ξεκόψει λοιπόν
μια επίδοξη
πρωτοπορία της τάξης από
τα συνδικάτα της γραφειοκρατίας επειδή
αυτή έκανε
αντιδραστικό ποιοτικό βήμα σημαίνει
απλά κι ωραία να ξεκόψει
επίσης και
από την εργατική τάξη, στην οποία το
αντιδραστικό ποιοτικό βήμα κατά κύριο
λόγο ανήκει˙ να
αφήσει δηλαδή
την τάξη αμανάτι
στη γραφειοκρατία, για
να εκδίδει
μετά απερίσπαστη
αμόλυντους επαναστατικούς φετφάδες
από τα ύψη της σεκταριστικής της
νεφελοκοκκυγίας.
Αλλά
η ομοιότητα των συνδικαλιστικών
γραφειοκρατιών δύο τόσο απομακρυσμένων
γεωγραφικά περιοχών, όπως η Αθήνα και
το Σιάτλ, μας λέει, ή μάλλον βοά, ότι η
πολιτική συμπεριφορά των εδώ γραφειοκρατών
δεν είναι ούτε προσωπικό χούι ούτε
ελληνικό κουσούρι ούτε ειδικά μνημονιακή
ιδιαιτερότητα ούτε και κάποια ξεχωριστή
επίδοση των ιδεολογικών και κρατικών
μηχανισμών του ελληνικού καπιταλισμού.
Έχει την αντικειμενική βάση που ήδη
αναγνώριζε ο Τρότσκι στα 1940 και της
οποίας η σημερινή μορφή θα πρέπει να
διερευνηθεί σοβαρά από την επαναστατική
και αντικαπιταλιστική αριστερά. Για
κάτι τέτοιο προσφέρει μια πρώτη ευκαιρία
...
... η περίπτωση της Απεργίας της 30ης Μαΐου
Είναι κοινή – παναριστερή! – εκτίμηση πως η λεγόμενη Κοινωνική Συμμαχία δεν απαντά σε κανένα πραγματικό αίτημα της εργατικής τάξης, αλλά αντίθετα προτάσσει και θεωρεί δεδομένα τα κεκτημένα της μεγάλης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία που σηματοδότησε η εποχή των μνημονίων. Εκφράζει επίσης και συντάσσεται με την αγανάκτηση των παλιών και νέων μικροαστικών στρωμάτων τα οποία απογοητευμένα από την αναποτελεσματικότητα της εργατικής αντίστασης, που ξέμεινε από πολιτικά καύσιμα κάπου στα 2011-2012, παύουν να κοιτάζουν – αν ποτέ κοίταξαν στα σοβαρά – προς τη μεριά του προλεταριάτου και αρχίζουν να στρέφονται αποκλειστικά προς το κεφάλαιο γυρεύοντας, ή μάλλον εκλιπαρώντας, να εντάξουν τα συμφέροντά τους στους σχεδιασμούς του.
Αλλά
πριν από όλα η «κοινωνική συμμαχία»,
τουλάχιστον σε ότι αφορά αυτές τούτες
τις πλειοψηφίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ,
είναι απότοκο του αδιεξόδου μιας
συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η
οποία από τη μια δεν μπορεί να επιβιώσει
αν αποκοπεί τελείως από την εργατική
τάξη κι από την άλλη, πρέπει να αποδείξει
στην μπουρζουαζία τη χρησιμότητά
της στην πειθάρχηση αυτής της εργατικής
τάξης.
Η
συνδικαλιστική γραφειοκρατία που
διαλαλεί σε όλους τους τόνους ότι οι
γενικές απεργίες είναι πλέον αδόκιμη
μορφή διεκδίκησης, κηρύσσει
ξαφνικά γενική
απεργία! Μα ενάντια σε ποιον στρέφεται
αυτή η γενική απεργία; Δεν
πρόκειται για ημέρα αργίας και
πολιτική εκδήλωση κάποιου φασιστικού
καθεστώτος και των κορπορατικών
επαγγελματικών ενώσεών του! Απεργία
γενική είναι, μιλάμε
δηλαδή για συνδικάτα ως στοιχειώδεις
εργατικές ενώσεις με την όποια ηγεσία
τους. Μια
γενική απεργία λοιπόν,
ακόμα κι αν γίνεται για λόγους φθινοπωρινής
μελαγχολίας, είναι πάντα μια γενική
απεργία των εργατών που δουλεύουν, ή
καλύτερα που παύουν να δουλεύουν, στις
καπιταλιστικές επιχειρήσεις και δεν
είναι καθόλου μια κινητοποίηση «πολιτών»
που σε κάποιου είδους
υπερσελήνιο πολιτικό πεδίο απευθύνονται
σε ένα ουδέτερο κράτος. Μια γενική
εργατική απεργία,
αν μιλάμε για τον υποσελήνιο
χώρο, στρέφεται
αντικειμενικά ενάντια στο κεφάλαιο. Αν
είσαι καπιταλιστής, δεν εξουδετερώνεις
πολιτικά τους προλεταρίους προγυμνάζοντάς
τους για απεργιακή επίθεση εναντίον
σου! Κι αν η συνδικαλιστική
γραφειοκρατία ήταν απλώς
τσιράκια σου που πήραν
τέτοια πρωτοβουλία, θα τους είχες
καρπαζώσει δεόντως προτού
πάρει το πράγμα διαστάσεις. Επομένως
ποιο νόημα θα είχε για την συνδικαλιστική
γραφειοκρατία να κηρύξει γενική
απεργία τη στιγμή ακριβώς που προσπαθεί
να πουλήσει τις υπηρεσίες της στο
κεφάλαιο; Κατά ποια λογική, κατεβάζοντας
τον κόσμο στο δρόμο, θα την έβλεπε ως
πειστικότερο σύμμαχο το κεφάλαιο;
Αν
είναι πάντοτε χρήσιμο να μιλάμε
συγκεκριμένα, αν πράγματι η αλήθεια δεν
μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένη, τότε
δεν πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός
ότι η απεργία αυτή κηρύσσεται στο έδαφος
της υποχώρησης του εργατικού κινήματος
και έπεται μιας σειράς απεργιών, σε κατά
παράδοση πυκνούς μάλιστα συνδικαλιστικά
κλάδους, που είχαν οικτρά ποσοστά
συμμετοχής˙ ότι διαδέχεται απεργίες
ρεφενέ στο δημόσιο, του είδους βάλε μια
τρίωρη στάση εσύ και μία εγώ, να γίνει
απεργία. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία
λοιπόν κηρύσσει μια απεργία κατά τον
ίδιο τρόπο που ο Τσίπρας προκήρυξε το
δημοψήφισμα του 2015: εκείνος για να το
χάσει, τούτη δω για να αποτύχει. Και
πρέπει να της αναγνωρίσουμε ότι, εν
αντιθέσει προς τον Τσίπρα, έχει πολύ
καλύτερες προοπτικές επιτυχίας του
σκοπού της. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία
φαίνεται λοιπόν πως κάνει την απεργία
διότι (1) η απεργία είναι ο μοναδικός
τρόπος που διαθέτει για να προκαλέσει
ένα θεαματικό συμβάν˙ (2) η απεργία είναι
κάτι το οικείο για τους εργαζόμενους
ώστε να μπορεί να ελπίζει ότι θα τους
πείσει για τη σοβαρότητα των προθέσεών
της και επομένως να τους ενσωματώσει
στην αφήγηση της «Κοινωνικής Συμμαχίας»˙
(3) η απεργία, δεδομένου του υποτονικού
κλίματος στο στρατόπεδο των αποκάτω,
δεν θα έχει συμμετοχή μεγαλύτερη από
όση μπορεί να καταγράψει μια κάμερα στα
2 μέτρα.
Το
παιγνίδι δηλαδή είναι να βγουν οι
Παναγόπουλος και σία στο γυαλί και να
πουν «απεργούμε», αλλά χωρίς να γίνει
απεργία σε αριθμούς που να σώζουν έστω
και τα προσχήματα για το χαρακτηρισμό
της ως γενική απεργία. Να περάσει το
παραμύθι της επερχόμενης ανάπτυξης με
πειθαρχημένη την εργατική τάξη καθιστή
στον καναπέ με σταυρωμένα χέρια
μπροστά στην τηλεόραση˙ «είδατε πόσο
χρήσιμοι είμαστε, αφεντικό;» Η ατυχής
συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει
πιαστεί στα βρόχια της αντίφασης που
διαβάσαμε πρωτύτερα στον Τρότσκι: Από
τη μια ως ρεφορμιστική θέλει να
συνδιαλλαγεί με την μπουρζουαζία και
να διεκδικήσει ένα ρόλο στο κράτος της,
αλλά από την άλλη, κάνοντας αυτό στις
συνθήκες μάλιστα της παρούσας κρίσης,
δεν μπορεί να είναι πλέον ρεφορμιστική.
Στην απελπισία και στην αναισχυντία
της, αναγκάζεται να παρουσιάσει ως
ρεφόρμα τη γιαλαντζί «έξοδο από τα
μνημόνια» και την τάχαμου «ανάπτυξη»
από την οποία θα φάμε καλά όλοι. Κι αν
αυτό δεν φτουράει να περάσει σε επίπεδο
κοινωνικών αγώνων μπορεί πάντως να
περάσει στο επίπεδο του τηλεοπτικού
λόγου. Η «απεργία» της συνδικαλιστικής
γραφειοκρατίας δεν είναι λοιπόν μια
πραγματική απεργία˙ για τη γραφειοκρατία
η απεργία είναι μόνο λόγος, σκέτο πλαίσιο˙
ΜΜΕ λόγος, τηλεοπτικός λόγος και όχι
πράξη. Απεργία μπορούν να την κάνουν
μόνο οι απεργοί εργαζόμενοι με τη μαζική
τους συμμετοχή.
Μια
απεργία λοιπόν, και εδώ μπαίνει η εργατική
πρωτοπορία, είναι και ένα αυτόνομο
γεγονός το κοινωνικό και πολιτικό βάρος
του οποίου βρίσκεται σε ευθεία σχέση
με τη δυναμική της. Υπάρχει κανείς που
μπορεί να αμφιβάλλει ότι η μπουρζουαζία
μικρή ή μεγάλη και οι γραφειοκράτες θα
έφριτταν, αν, παρά πάσα προσδοκία τους,
έβλεπαν να γεμίζουν οι πλατείες με
απεργούς; Θα αρκούσε ένα χαρτί, το
πλαίσιο της κοινωνικής συμμαχίας,
για να τους καθησυχάσει ακόμα κι αν οι
εργάτες κατέβαιναν μαζικά στους
δρόμους χύμα, χωρίς κανένα αντιπαραθετικό
απεργιακό πλαίσιο;
Θα ήταν προτιμότερο για την εργατική υπόθεση να αφεθεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία απρόσκοπτη να παίξει το παιγνίδι της χωρίς κινηματικό αντίλογο, χωρίς ούτε ένα γιούχα όταν θα ανέβει ο Παναγόπουλος στην εξέδρα να προσφωνήσει το «στρατό» του; Και πώς θα μπορούσε να παρέμβει η συνειδητή εργατική τάξη αν δεν απεργήσει; Αν δεν απεργήσουμε συνειδητά (και χωρίς τους ψυχαναγκασμούς που κάποιοι επικαλούνται xii) πώς θα μπορέσουμε έστω
Θα ήταν προτιμότερο για την εργατική υπόθεση να αφεθεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία απρόσκοπτη να παίξει το παιγνίδι της χωρίς κινηματικό αντίλογο, χωρίς ούτε ένα γιούχα όταν θα ανέβει ο Παναγόπουλος στην εξέδρα να προσφωνήσει το «στρατό» του; Και πώς θα μπορούσε να παρέμβει η συνειδητή εργατική τάξη αν δεν απεργήσει; Αν δεν απεργήσουμε συνειδητά (και χωρίς τους ψυχαναγκασμούς που κάποιοι επικαλούνται xii) πώς θα μπορέσουμε έστω
«να
καταγγείλουμε ακριβώς την «κοινωνική
συμμαχία» και να κατέβουμε στα κέντρα
των πόλεων δυναμώνοντας ένα ρεύμα που
στη σημαία του θα γράφει «πίσσα
και πούπουλα στον υποταγμένο συνδικαλισμό».
Βασικός όρος για μια νικηφόρα αναμέτρηση
με τους βασικούς μας αντιπάλους, δηλαδή
με την κάθε αστική κυβέρνηση και το
κεφάλαιο…»xiii
όπως
θέλει ο ίδιος και
όπως θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε εάν
βέβαια με αυτή τη φράση δεν νεκρανασταίνει
τη σταλινική διχοτομία μεταξύ κύριας
και βασικής αντίφασης αλλά αντιθέτως
εννοεί να δυναμώσει ένα ρεύμα που γυρεύει
να σπάσει την «εργοδοτική,
αστική ηγεμονία»
διεκδικώντας την ταξική συνείδηση των
εργατών.
Ολόκληρο
το φάσμα των απόψεων που εκκινούν από
την άρνηση να ασχοληθούν με ό,τι θεωρούν
«αστικοποιημένο συνδικαλισμό» έχουν
έναν κοινό τόπο: επιστρατεύουν δύο
σοφίσματα. Πρόκειται για απόψεις που
ήθελαν να έλεγαν «εμπρός για κόκκινα
σωματεία»˙ αλλά να που θα μπορούσε
κάποιος να θεωρεί «Το
ίδιο παιδιακίστικες και γελοίες
ανοησίες»
τις
«πολύ
σοφές
και τρομερά επαναστατικές συζητήσεις
[...]
πάνω
στο θέμα ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν
και δεν πρέπει να δουλεύουν στα
αντιδραστικά συνδικάτα, ότι επιτρέπεται
να παρατήσουν αυτή
τη δουλειά, ότι πρέπει να βγουν από τα
συνδικάτα και να δημιουργήσουν υποχρεωτικά
την εντελώς καινουργιούτσικη,
την εντελώς καθαρούτσικη
“εργατική ένωση” ...»xiv
Με
το πρώτο τους σόφισμα αφήνουν αυτόν τον
κάποιο ενεό: «μα εδώ» λένε, « δεν πρόκειται
για αποχώρηση από συνδικάτα γιατί αυτά
δεν είναι συνδικάτα! Δεν θέλουμε
άλλα, κόκκινα συνδικάτα, θέλουμε απλώς
συνδικάτα» Και τούτα εδώ τα συνδικάτα;
Μα αυτά είναι
«η
αστική πολιτική συμμαχία κυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και «αντιπολίτευσης»
ΝΔ, ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ και Σία, με την
«κοινωνική
συμμαχία»
του κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού
ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, μεγαλεμπόρων, βιομηχάνων,
επιμελητηρίων. Όλου του σιναφιού
των βολεμένων αυτού του τόπου».
Και
κάθε συνδιαλλαγή μαζί τους
«..θολώνει
τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ταξικής
δράσης και εργοδοτικού-κυβερνητικού
συνδικαλισμού...»
Αλλά
τι θα μπορούσε να σημαίνει διαχωριστική
γραμμή που πρέπει μάλιστα να ξεθολώσει,
αν όχι κόκκινα συνδικάτα; Και για να μην
μείνει καμιά αμφιβολία γι αυτό, τα
κόκκινα συνδικάτα μπορούν, τουλάχιστον
προσωρινά μια και το πράγμα επείγει, να
υποκατασταθούν από οργανώσεις της άκρας
αριστεράς οι οποίες καλούν
«σε
πραγματική
γενική απεργία και μέρα ταξικής δράσης
τον Ιούνιο»xv
Μα
σε ποιον άλλο εκτός από τη ΓΣΕΕ και την
ΑΔΕΔΥ αναγνωρίζει η εργατική τάξη το
δικαίωμα να καλεί σε γενική απεργία; Ο
αναχωρητισμός από τις πραγματικές
κουτσές στραβές εργατικές οργανώσεις,
είναι σημάδι πως τέτοιου είδους αντιλήψεις
έχουν ήδη διαλύσει στο μυαλό τους την
υπάρχουσα εργατική τάξη και έχουν
φτιάξει μια άλλη, φανταστική, ενάρετη
εργατική τάξη, η οποία θα έμπαινε στον
αγώνα
«Με
οργάνωση «από
τα κάτω»,
... Με συνελεύσεις εργαζομένων ... Με
απεργιακές επιτροπές αγώνα. Με
αυτοτελείς πρωτοβουλίες οριζόντιου
συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων
και επιτροπών αγώνα εργαζομένων,
συνταξιούχων και ανέργων... Με οικοδόμηση
πολλαπλών αγωνιστικών ενωτικών
συντονισμών...»xvi
Και
το ένα φέρνει το άλλο. Αν αυτά τα
υπάρχοντα συνδικάτα
δεν είναι καν συνδικάτα,
τότε, σόφισμα δεύτερο,
και η απεργία τους δεν
είναι απεργία, αλλά είναι «απεργία»,
«αντιδραστική απεργία», «απεργία
των απεργοσπαστών»,«δεν είναι απεργία
αλλά συμμαχία με την εργοδοσία»xvii,
«Στις
30 Μάη δεν μπορούμε να απεργήσουμε
διότι δεν υπάρχει εργατική απεργία»xviii
κλπ.
Άρα όπως
εύκολα
εννοείται,
μπορείς να τη σπάσεις και
δη από τα αριστερά!
Εκεί
οδηγεί αυτή η
ακολουθία των συλλογισμών που
αρχίζει με
το
ρητορικό ερώτημα
«μα
πώς θα
μπορούσε μια αντικαπιταλιστική
αριστερά να συνδιαλέγεται με αυτό το
σινάφι των
γραφειοκρατών;»
για
να φτάσει
μέχρι
το «σπάμε
την απεργία»
κι
ας μην ξεστομίστηκε ακόμα το
τελευταίο
επισήμως.
Αυτό που ξεστομίζεται
είναι μόνο η προτροπή πως
κανείς
«δεν
πρέπει να στηρίξει την “πανεθνική ημέρα
δράσης”». Αλλά
πόσο απέχει η «πανεθνική ημέρα δράσης»
από τη γενική απεργία των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ;
Το
εάν
εκείνοι
που προβάλλουν αυτή την επιχειρηματολογία
θα απεργήσουν ή όχι στις
30 του Μάη παραμένει
μυστήριο. Άλλοι
δηλώνουν ότι δεν θα απεργήσουν, άλλοι
πάλι με βαριά καρδιά
«Το
μεροκάματο θα το χάσουμε, δε θα πάμε στη
δουλειά, αλλά αυτό [...] δε λέγεται και
δεν είναι απεργία»xix
Ελπίζουμε,
το μη χείρον βέλτιστον, να πρυτανεύσει
αυτή η δεύτερη εκδοχή. Αυτό
που μένει όμως,
είναι η υπονόμευση από τα αριστερά των
συνδικάτων –των αντιδραστικών μεν
αλλά των μόνων συνδικάτων–
καθώς
ένα κομμάτι της αριστεράς υποκλίνεται
στην πρακτική της à
la carte
συμμετοχής στις απεργίες ανάλογα με
το αν ο καθείς
συμφωνεί
ή όχι με το «πλαίσιο». Η
επιπόλαιη καταστροφή της εργατικής
δημοκρατίας μέσα στις εργατικές
οργανώσεις, ενός
συνθήματος
που βρισκόταν πάντα στην προμετωπίδα
των εργατικών πρωτοποριών
δεν φαίνεται να συγκινεί πια.
Σημειώσεις
iΣτην
πραγματικότητα ο McClain μάζεψε
τους σιδεράδες
του από ένα κοντινό εργοτάξιο την ώρα
του μεσημβρινού τους διαλείμματος και
βάδισε εναντίον της εχθράς Kshama Sawant.
iiΗ
ταξική αυτή μειοψηφία επέλεξε να
βρίσκεται στη διαδήλωση. Ο Logan Swan μέλος
του Local 86 πήρε το λόγο εκ μέρους της
ταξικής αυτής μειοψηφίας και μίλησε
με παρρησία υπέρ της Kshama
Sawant και της πρότασής της. Όπως
αναφέρει δημοσίευμα των
Seattle
Times,
όση ώρα
μιλούσε,
οι συνάδελφοί του είχαν στραμμένα
επιδεικτικά τα νώτα τους προς το μέρος
του
iiiΗ
διαφορά αυτή δεν είναι ίσως ο μόνος
λόγος της διάστασης απεργούμε – δεν
απεργούμε. Λειτούργησαν ενδεχομένως
και κάποιοι πολιτικοί «επικαθορισμοί»
όπως φαίνεται από την ανακοίνωση
της «Μετάβασης».
ivΕιρήσθω
εν παρόδω ότι εργατική δημοκρατία είναι
το άλλο όνομα του δημοκρατικού
συγκεντρωτισμού ως γενικής οργανωτικής
αρχής.
vΛέον
Τρότσκυ : «Τα Συνδικάτα στην Εποχή
της Ιμπεριαλιστικής Παρακμής»
ημιτελές χειρόγραφο από τα κατάλοιπά
του.
viΣτο
ίδιο
viiiΔήμητρα
Κουτσούμπα «Εκτός από τον γραφειοκρατικό,
υπάρχει και ο εργοδοτικός συνδικαλισμός»,
pandiera.gr
xiΠ.
Μαυροειδής «κοινωνική συμμαχία» και
η πρόσκληση συμμετοχής σε μια «γαμοκηδεία».
pandiera.gr
xii«...αλλά
αυτό -αν δε θέλουμε οι λέξεις να
ευτελίζονται και να χάνουν το νόημά
τους- δε λέγεται και δεν είναι απεργία,
στην οποία ρισκάρεις αλλά και είσαι
περήφανος για το δίκιο σου. Και αν έχει
ένα νόημα να το κάνουμε αυτό, είναι για
να καταγγείλουμε ακριβώς την “κοινωνική
συμμαχία”», στο ίδιο
xiiiΣτο
ίδιο
xivΟ
«Αριστερισμός», Παιδική Αρρώστια του
Κομμουνισμού, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 36
xviΣτο
ίδιο
xviiΣτο
ίδιο
xviiiΠ.
Μαυροειδής «κοινωνική συμμαχία» και
η πρόσκληση συμμετοχής σε μια «γαμοκηδεία».
pandiera.gr
xixΣτο
ιδιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου