Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Η κληρονομιά της Οκτωβριανής Επανάστασης

Αναδημοσίευση από το International Viewpoint

 

του David Mandel

 

Μετάφραση: Παραναγνώστης

Εκατό χρόνια μετά, το ζήτημα της ιστορικής κληρονομιάς της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν είναι εύκολο για τους σοσιαλιστές, δεδομένου ότι ο μεν σταλινισμός ρίζωσε μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία μετά από την επανάσταση, η δε παλινόρθωση του καπιταλισμού, 70 χρόνια αργότερα, συνάντησε μικρή αντίσταση. Μπορούμε βέβαια να επισημάνουμε τον κεντρικό ρόλο του Κόκκινου Στρατού στη νίκη επί του φασισμού ή τον ανταγωνισμό μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του καπιταλιστικού κόσμου που άνοιξε χώρο για τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες ή στη ανάσχεση των καπιταλιστικών ορέξεων από την ύπαρξη μιας μεγάλης εθνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτούς τους τομείς, η κληρονομιά δεν είναι αδιαμφισβήτητη.

Αλλά η κύρια κληρονομιά της Οκτωβριανής Επανάστασης για την αριστερά σήμερα, είναι στην πραγματικότητα και η λιγότερο αμφισβητούμενη. Μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη: «Τόλμησαν». Θέλω να πω με αυτό ότι οι μπολσεβίκοι, οργανώνοντας την επαναστατική κατάληψη της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και την υπεράσπισή της από τις ιδιοκτήτριες τάξεις, έμειναν πιστοί στην αποστολή τους ως εργατικό κόμμα: έδωσαν στους εργάτες και τους αγρότες την ηγεσία που χρειάζονταν και ήθελαν.

Είναι λοιπόν περισσότερο από ειρωνεία το γεγονός ότι πολλοί ιστορικοί, και ακολουθώντας τους, η λαϊκή γνώμη, θεωρούν τον Οκτώβρη ως φοβερό έγκλημα, υποκινούμενο από το ιδεολογικής έμπνευσης σχέδιο οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής ουτοπίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Οκτώβρης ήταν μια αυθαίρετη πράξη που εξέτρεψε τη Ρωσία από την κανονική της πορεία ανάπτυξης προς μια καπιταλιστική δημοκρατία. Ο Οκτώβρης ήταν εξάλλου η αιτία του εμφυλίου πολέμου που ερήμωσε τη Ρωσία για σχεδόν τρία χρόνια.
Μια τροποποιημένη εκδοχή αυτής της άποψης υποστηρίζεται ακόμα και από ορισμένους στην αριστερά, που απορρίπτουν τον «λενινισμό» (ή εκείνο που πιστεύουν ότι ήταν η στρατηγική του Λένιν), λόγω της αυταρχικής δυναμικής που εξαπολύουν μια επαναστατική κατάληψη της εξουσίας και ένας εμφύλιος πόλεμος.
Αυτό που χτυπάει όμως, όταν κάποιος μελετά την επανάσταση «από τα κάτω»i, είναι το πόσο λίγο στην πραγματικότητα κινούνταν από την «ιδεολογία» οι μπολσεβίκοι και οι εργάτες που τους στήριζαν, υπό την έννοια του να αποτελούν ένα χιλιαστικό κίνημα με στόχο τον σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα και πάνω απ 'όλα, ο Οκτώβρης ήταν μια πρακτική απάντηση σε πολύ σοβαρά και συγκεκριμένα, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι λαϊκές τάξεις. Αυτό βέβαια, ήταν και η προσέγγιση των Μαρξ και Ένγκελς στον σοσιαλισμό - όχι ως μια ουτοπία που πρέπει να οικοδομηθεί σύμφωνα με κάποιο προκαθορισμένο σχεδιασμό, αλλά ένα σύνολο συγκεκριμένων λύσεων των πραγματικών συνθηκών των εργατών στον καπιταλισμό. Γι αυτό άλλωστε και ο Μαρξ αρνήθηκε πεισματικά να προσφέρει «συνταγές για τα μαγειρεία του μέλλοντος ii.
Ο άμεσος και κύριος στόχος της Οκτωβριανής εξέγερσης ήταν να αποφευχθεί μια αντεπανάσταση, υποστηριζόμενη από την αστική πολιτική του οικονομικού σαμποτάζ, η οποία θα σάρωνε τις δημοκρατικές κατακτήσεις και υποσχέσεις της Επανάστασης του Φλεβάρη και θα κρατούσε τη Ρωσία μέσα στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο του παγκόσμιου πολέμου. Μια νικηφόρα αντεπανάσταση - και αυτή ήταν η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση στον Οκτώβρη - θα είχε δώσει στον κόσμο την πρώτη εμπειρία του φασιστικού κράτους, προλαβαίνοντας κατά κάμποσα χρόνια τις κάπως καθυστερημένες απαντήσεις των Ιταλών και Γερμανών αστών σε παρομοίως αποτυχημένους επαναστατικούς αναβρασμούς.
Οι Μπολσεβίκοι και οι περισσότεροι βιομηχανικοί εργάτες της πόλης στη Ρωσία, ήταν φυσικά σοσιαλιστές. Αλλά όλα τα ρεύματα του ρωσικού μαρξισμού θεωρούσαν ότι η Ρωσία δεν διέθετε τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες για τον σοσιαλισμό. Υπήρχε βεβαίως η ελπίδα, ότι η επαναστατική κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία θα ενθάρρυνε τους εργάτες σε πιο ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης να ξεσηκωθούν κι αυτοί ενάντια στον πόλεμο και τον καπιταλισμ'ο και να ανοίξουν ευρύτερες προοπτικές για τη Ρωσική επανάσταση. Αυτή ήταν πράγματι μια ελπίδα, αλλά απέχει πολύ από μια βεβαιότητα. Και ο Οκτώβρης θα είχε συμβεί και χωρίς αυτήν.
Στο ιστορικό μου έργο παρουσιάζω τεκμηριωμένη και, κατά την άποψή μου πειστική, συνηγορία για αυτή την άποψη του Οκτώβρη και δεν προτίθεμαι να συνοψίσω εδώ τα αποδεικτικά στοιχεία. Θέλω μάλλον να εξηγήσω πόσο οδυνηρά είχαν ήδη συνειδητοποιήσει οι Μπολσεβίκοι και οι εργάτες που τους υποστήριζαν –το κόμμα ήταν συντριπτικά εργατικής σύνθεσης– την απειλή του εμφυλίου πολέμου, πόσο προσπάθησαν να τον αποφύγουν και, όταν απέτυχαν, να ελαχιστοποιήσουν την έντασή του. Εξηγώντας αυτό το πράγμα, θέλω να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στην έννοια του «τόλμησαν», ως κληρονομιάς του Οκτώβρη.
Η επιθυμία να αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι μπολσεβίκοι, μαζί με τους περισσότερους εργάτες,, υποστήριξαν τη «δυαδική εξουσία» στην πρώιμη περίοδο της επανάστασης. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης πραγμάτων, την εκτελεστική εξουσία ασκούσε μια προσωρινή κυβέρνηση, αρχικά αποτελούμενη αποκλειστικά από φιλελεύθερους πολιτικούς, εκπροσώπους των ιδιοκτητριών τάξεων. Ταυτόχρονα, τα σοβιέτ, οι πολιτικές οργανώσεις που εκλέχθηκαν από τους εργάτες και τους στρατιώτες, επρόκειτο να παρακολουθούν την κυβέρνηση, εξασφαλίζοντας την αφοσίωσή της στο πρόγραμμα της επανάστασης. Το πρόγραμμα αυτό αποτελείται από τέσσερα βασικά στοιχεία: δημοκρατικό πολίτευμα, μεταρρύθμιση της γης, οκτάωρη εργάσιμη ημέρα και μια ενεργητική διπλωματία που θα αποσκοπούσε στην εξασφάλιση γρήγορης και δημοκρατικής λήξης του πολέμου. Δεν υπήρχε τίποτα αφ' εαυτού σοσιαλιστικό σε αυτό το πρόγραμμα.
Η υποστήριξη της δυαδικής εξουσίας σηματοδότησε μια ριζική διάσταση με την χαρακτηριστική στάση απόρριψης της αστικής τάξης ως δυνητικού συμμάχου στην πάλη κατά της απολυταρχίας, που ανέκαθεν τηρούσε το κόμμα. Αυτή η απόρριψη ήταν το ίδιο το θεμέλιο του μπολσεβικισμού ως εργατικού κόμματος. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο το κόμμα απέκτησε ηγεμονική θέση στο εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια των προπολεμικών χρόνων ανόδου του εργατικού αναβρασμού. Αυτή η απόρριψη της μπουρζουαζίας (η οποία ήταν ταυτόχρονα και απόρριψη του μενσεβικισμού) είχε τις ρίζες της στη μακρά και οδυνηρή εμπειρία των εργατών από τη στενή συνεργασία της αστικής τάξης με το αυταρχικό κράτος ενάντια στις δημοκρατικές και κοινωνικές τους προσδοκίες.

Η αρχική υποστήριξη της δυαδικής εξουσίας αντανακλούσε την προθυμία να δοθεί στους φιλελεύθερους μια ευκαιρία, δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτριες τάξεις (το φιλελεύθερο συνταγματικό-δημοκρατικό (Kadet) κόμμα έγινε κύριος πολιτικός εκπρόσωπός τους το 1917), έστω και καθυστερημένα, είχαν ταχθεί με την επανάσταση ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Η σύνταξή τους με την επανάσταση διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την αναίμακτη επικράτησή της στην τεράστια επικράτεια της Ρωσίας όπως και στο μέτωπο. Η ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ το Φεβρουάριο θα είχε αποξενώσει τις ιδιοκτήτριες τάξεις από την επανάσταση, εγείροντας το φάσμα του εμφυλίου πολέμου. Εκτός αυτού, οι εργάτες δεν ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν άμεση ευθύνη για τη λειτουργία του κράτους και της οικονομίας.
Η μετέπειτα απόρριψη της δυαδικής εξουσίας και η απαίτησή τους να μεταβιβαστεί η εξουσία στα Σοβιέτ δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο μια αυτόματη απάντηση στην επιστροφή του Λένιν στη Ρωσία και τη δημοσίευση των Θέσεων του Απρίλη. Βασικά, οι Θέσεις ήταν μια έκκληση επιστροφής στην παραδοσιακή θέση του κόμματος, αλλά σε συνθήκες πια παγκόσμιου πολέμου και νικηφόρας δημοκρατικής επανάστασης. Αν επικράτησε η θέση του Λένιν, ήταν διότι γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι ιδιοκτήτριες τάξεις και οι φιλελεύθεροι εκπρόσωποί τους στην κυβέρνηση ήταν εχθρικοί προς τους στόχους της επανάστασης και ότι στην πραγματικότητα ήθελαν να αναστρέψουν την επανάσταση.
Μέχρι τα μέσα ήδη του Απρίλη, η φιλελεύθερη κυβέρνηση κατέστησε σαφή την υποστήριξή της προς τον πόλεμο και τους ιμπεριαλιστικούς του στόχους. Ακόμα και πριν από αυτό, ο αστικός Τύπος έβαλε τέλος στο σύντομο μήνα του μέλιτος της εθνικής ενότητας ξιφουλκώντας κατά του υποτιθέμενου εγωισμού των εργατών, που επιδίωκαν τα στενά οικονομικά τους συμφέροντα εις βάρος της πολεμικής παραγωγής. Η σαφής πρόθεση ήταν να υπονομευθεί η συμμαχία εργατών-στρατιωτών που είχε κάνει την επανάσταση δυνατή.
Δεν ήταν άσχετη και η όλο και μεγαλύτερη υποψία των εργατών για ένα υπόγειο λοκάουτ μασκαρεμένο σε δυσκολίες εφοδιασμού, μια υποψία που ενισχύθηκε από την ανυποχώρητη εκ μέρους των βιομηχάνων άρνηση αποδοχής κυβερνητικών ρυθμίσεων σε μια παραπαίουσα οικονομία. Τα λοκάουτ ήταν ανέκαθεν ένα προσφιλές όπλο των εργοστασιαρχών. Μόνο κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν του πολέμου, οι βιομήχανοι της πρωτεύουσας, σε συνεννόηση με τη διοίκηση των κρατικών εργοστασίων, οργάνωσαν τουλάχιστον τρία γενικευμένα λοκάουτ κατά τη διάρκεια των οποίων απολύθηκαν 300.000 εργάτες. Και δέκα χρόνια νωρίτερα, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1905, δύο γενικά λοκάουτ στην πρωτεύουσα είχαν καταφέρει ένα θανάσιμο πλήγμα στην πρώτη επανάσταση της Ρωσίας.
Μέχρι τα τέλη της άνοιξης. αρχές του καλοκαιριού του 1917, εξέχουσες προσωπικότητες της «διακεκριμένης κοινωνίας» (οι ιδιοκτήτριες τάξεις) ζητούσαν την καταστολή των σοβιέτ και καταχειροκροτούνταν στις συνελεύσεις της τάξης τους. Στη συνέχεια, στα μέσα Ιουνίου, υπό την ισχυρή πίεση των συμμάχων, η προσωρινή κυβέρνηση ξεκίνησε στρατιωτική επίθεση, θέτοντας τέλος στη de facto κατάπαυση του πυρός που βασίλευε στο ανατολικό μέτωπο από το Φλεβάρη.
Έτσι, μέχρι τον Ιούνιο, η πλειοψηφία των εργατών της πρωτεύουσας είχε ήδη αγκαλιάσει το αίτημα των μπολσεβίκων για απαλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής από την επιρροή των ιδιοκτητριών τάξεων. Αυτό, ουσιαστικά, ήταν το νόημα του «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ»: μια κυβέρνηση υπεύθυνη μόνο απέναντι στους εργάτες και στους αγρότες. Μέχρι αυτού του σημείου, οι Μπολσεβίκοι, μαζί με τους περισσότερους εργάτες της πρωτεύουσας, είχαν φτάσει να αποδεχθούν το αναπόφευκτο του εμφύλιου πόλεμου.
Αλλά αυτό από μόνο του δεν ήταν τόσο τρομακτικό, καθώς οι εργάτες και οι αγρότες (οι στρατιώτες ήταν συντριπτικά νεαροί αγρότες) ήταν η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Πολύ πιο ανησυχητική ήταν η προοπτική εμφύλιου πολέμου μέσα στις γραμμές των λαϊκών τάξεων, μέσα στην «επαναστατική δημοκρατία». Γιατί οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές, μενσεβίκοι και σοσιαλεπαναστάτες, κυριαρχούσαν στα περισσότερα από τα σοβιέτ έξω από την πρωτεύουσα, όπως και στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή (TsIK) των σοβιέτ και την Εκτελεστική Επιτροπή των Αγροτών. Και υποστήριζαν τους φιλελεύθερους, μέχρι του σημείου να αντιπροσωπεύονται από τους ηγέτες τους σε μια κυβέρνηση συνασπισμού, σε μια προσπάθεια να στηρίξουν την αδύναμη λαϊκή απήχηση των φιλελεύθερων αυτών ηγετών.
Η απειλή ενός εμφυλίου πολέμου στο πλαίσιο της επαναστατικής δημοκρατίας πρόβαλε έντονη στις αρχές Ιουλίου, όταν, μαζί με μονάδες της φρουράς, οι εργάτες της πρωτεύουσας διαδήλωσαν μαζικά για να πιέσουν τη TsIK να αναλάβει η ίδια την εξουσία. Όχι μόνο απέτυχαν σε αυτόν τον στόχο, αλλά οι διαδηλώσεις τους σημαδεύτηκαν από την πρώτη σοβαρή αιματοχυσία της επανάστασης, ακολουθούμενη από κύμα κατασταλτικών μέτρων της κυβέρνησης εναντίον της αριστεράς, τα οποία ανέχθηκαν οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές.

Οι Ημέρες του Ιουλίου άφησαν λοιπόν τους Μπολσεβίκους και τους εργάτες υποστηρικτές τους χωρίς σαφή διέξοδο. Τυπικά, το κόμμα ενέκρινε ένα νέο σύνθημα που πρότεινε ο Λένιν: η εξουσία σε μια «κυβέρνηση των εργατών και των φτωχότερων αγροτών» –χωρίς αναφορά στα σοβιέτ, καθώς έξω από την πρωτεύουσα κυριαρχούνταν από τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Ο Λένιν το εννοούσε ως πρόσκληση για προετοιμασία εξέγερσης, μια εξέγερση που θα παρέκαμπτε τα σοβιέτ, και που, εάν έφταναν τα πράγματα ως εκεί, θα στρεφόταν ακόμη και εναντίον τους. Αλλά στην πράξη το σύνθημα δεν πέρασε ούτε στο κόμμα ούτε και στους εργάτες της πρωτεύουσας, καθώς σήμαινε εναντίωση προς τις λαϊκές μάζες που υποστήριζαν ακόμα τους μετριοπαθείς– και άρα εμφύλιο πόλεμο μέσα στην επαναστατική δημοκρατία.
Ιδιαίτερη ανησυχία υπήρχε σχετικά με τη στάση της σοσιαλιστικής, δηλαδή της αριστερής, διανόησης, που ήταν η ίδια μια μειοψηφία ανάμεσα στους μορφωμένους. Διότι η αριστερή διανόηση υποστήριζε σχεδόν καθολικά τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Οι Μπολσεβίκοι ήταν ένα συντριπτικά πληβειακό κόμμα και το ίδιο ισχύει και για τους Αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες, οι οποίοι αποχώρησαν από το SR (Ρωσικό αγροτικό κόμμα) τον Σεπτέμβριο του 1917 και σχημάτισαν μια σοβιετική κυβέρνηση συνασπισμού με τους μπολσεβίκους το Νοέμβριο. Η προοπτική της διεύθυνσης του κράτους, και πιθανώς και της οικονομίας, χωρίς την υποστήριξη των μορφωμένων, προκαλούσε βαθιά ανησυχία, και ιδιαίτερα στους ακτιβιστές των εργοστασιακών επιτροπών, στην συντριπτική πλειοψηφία τους μπολσεβίκοι.
Η αποτυχημένη εξέγερση του στρατηγού Κορνίλοφ στα τέλη Αυγούστου, που είχε την ενθουσιώδη υποστήριξη των ιδιοκτητριών τάξεων, φάνηκε αρχικά να ανοίγει μια διέξοδο σε αυτό το αδιέξοδο. Μπροστά στο προφανές, οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές φαινόταν να αποδέχονται την αναγκαιότητα να σπάσουν από τους φιλελεύθερους. (Οι φιλελεύθεροι υπουργοί παραιτήθηκαν την παραμονή της εξέγερσης). Οι εργάτες αντέδρασαν στα νέα της προώθησης του Κορνίλοφ εναντίον της Πετρούπολης με ένα περίεργο μείγμα ανακούφισης και συναγερμού. Ήταν ανακουφισμένοι που θα μπορούσαν επιτέλους να αναλάβουν δράση εναντίον της προελαύνουσας αντεπανάστασης –και το έκαναν με μεγάλη ενεργητικότητα–ενωτικά και όχι εναντίον της υπόλοιπης επαναστατικής δημοκρατίας. Ο Λένιν, μετά την ήττα του Κορνίλοφ, προσέφερε στην TsIK την υποστήριξη του κόμματός του, στο βαθμό που θα ενεργούσε ως νομοταγής αντιπολίτευση, εάν αυτή έπαιρνε την εξουσία.
Μετά από κάποια σύντομη αμφιταλάντευση, οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές αρνήθηκαν να σπάσουν με τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Επέτρεψαν στον Κερένσκι να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία περιλάμβανε κάποιες ιδιαιτέρως απεχθείς αστικές προσωπικότητες, όπως ο βιομήχανος ΑΜ Σμιρνόφ, που μόλις πρόσφατα είχε κάνει λοκάουτ στους εργάτες των κλωστοϋφαντουργείων του.
Αλλά μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, οι μπολσεβίκοι είχαν ήδη πλειοψηφίες στα περισσότερα από τα σοβιέτ σε όλη τη Ρωσία και έτσι μπορούσαν να υπολογίζουν σε μια πλειοψηφία στο Συνέδριο των σοβιέτ, που ορίστηκε από την TsIK για τις 25 Οκτωβρίου. Εξακολουθώντας να κρύβεται απειλούμενος από ένα ένταλμα σύλληψης, ο Λένιν ζητούσε από την κεντρική επιτροπή του κόμματός του να προετοιμάσει εξέγερση. Αλλά η πλειοψηφία της κεντρικής επιτροπής δίσταζε, προτιμώντας να περιμένει μια Συντακτική Συνέλευση. Μπορεί κανείς να κατανοήσει το δισταγμό τους. Στο κάτω-κάτω, μια εξέγερση θα απελευθέρωσε τον, σε μεγάλο ακόμη βαθμό, λανθάνοντα εμφύλιο πόλεμο. Ήταν ένα τρομακτικό άλμα στο άγνωστο που θα εναπέθετε στο κόμμα την ευθύνη να διοικήσει σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Από την άλλη πλευρά, η ελπίδα ότι μια Συντακτική Συνέλευση θα μπορούσε να ξεπεράσει τη βαθιά πόλωση που χαρακτήριζε τη ρωσική κοινωνία ή ότι οι ιδιοκτήτριες τάξεις θα αποδέχονταν την ετυμηγορία της εναντίον τους, ήταν σίγουρα μια ψευδαίσθηση. Και εν τω μεταξύ, η βιομηχανική κατάρρευση και η μαζική πείνα πλησίαζαν γοργά.
Αν η ηγεσία των μπολσεβίκων αποφάσισε να οργανώσει εξέγερση, δεν ήταν εξαιτίας του προσωπικού κύρους του Λένιν, αλλά μάλλον υπό την πίεση των μεσαίων και κατώτερων στελεχών και μελών του κόμματος, προς τους οποίους ο Λένιν απηύθυνε έκκληση. Η κομματική οργάνωση της Πετρούπολης αριθμούσε 43.000 μέλη τον Οκτώβριο του 1917, εκ των οποίων 28.000 ήταν εργάτες (σε ​​συνολικό βιομηχανικό δυναμικό περίπου 420.000) και 6.000 στρατιώτες. Και αυτοί οι εργάτες ήταν έτοιμοι να δράσουν.
Οι διαθέσεις των εκτός του κόμματος εργατικών μαζών ήταν ωστόσο πιο περίπλοκες. Υποστήριζαν σθεναρά το αίτημα της μεταβίβασης της εξουσίας στα σοβιέτ. Αλλά δεν επρόκειτο να αναλάβουν οι ίδιοι πρωτοβουλία. Αυτή ήταν μια έντονη αντιστροφή από τους πρώτους πέντε μήνες της επανάστασης, όταν οι εργάτες της βάσης είχαν την πρωτοβουλία και υποχρέωναν το κόμμα να ακολουθήσει. Έτσι έγινε με τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, με τις διαμαρτυρίες του Απριλίου κατά της πολεμικής πολιτικής της κυβέρνησης, με το κίνημα του εργατικού ελέγχου, που αποσκοπούσε στην αποτροπή των λοκάουτ και με τις διαδηλώσεις του Ιουλίου για να πιέσουν την TsIK ώστε να πάρει την εξουσία.
Αλλά η αιματοχυσία των Ημερών του Ιουλίου και η καταστολή που ακολούθησε άλλαξαν τα πράγματα. Είναι αλήθεια ότι η πολιτική κατάσταση είχε εξελιχθεί μέχρι του σημείου όπου οι μπολσεβίκοι βρίσκονταν σχεδόν παντού επικεφαλής των σοβιέτ. Αλλά στις ημέρες που προηγήθηκαν της εξέγερσης, ολόκληρος ο μη μπολσεβίκικος τύπος προέβλεπε με βεβαιότητα μια ακόμη πιο αιματηρή ήττα της εξέγερσης από εκείνη που είχαν υποστεί οι εργάτες τις Ημέρες του Ιουλίου.
Μια άλλη πηγή του δισταγμού των εργατών ήταν το απειλητικό φάσμα της μαζικής ανεργίας. Η προϊούσα βιομηχανική κατάρρευση ήταν το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της άμεσης δράσης. Αλλά ήταν επίσης και μια πηγή ανασφάλειας που έκανε τους εργάτες να διστάζουν.

Η πρωτοβουλία, λοιπόν, έπεσε στο κόμμα. Και δεν ήταν πως οι μπολσεβίκοι εργάτες δεν είχαν αμφιβολίες. Αλλά είχαν κάποιες ιδιότητες, σφυρηλατημένες στα χρόνια των έντονων αγώνων κατά της απολυταρχίας και των βιομηχάνων, που τους επέτρεψαν να τις ξεπεράσουν. Μια από αυτές τις ιδιότητες ήταν η επιδίωξη τους για ταξική ανεξαρτησία από την αστική τάξη, η οποία ήταν επίσης το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μπολσεβικισμού ως εργατικού κινήματος. Στα προεπαναστατικά χρόνια η επιδίωξη αυτή είχε βρει έκφραση στην επιμονή αυτών των εργατών να παραμείνουν οι οργανώσεις τους, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές, μακρυά από την επιρροή των ιδιοκτητριών τάξεων.
Στενά συνδεδεμένη με αυτό ήταν η έντονη αίσθηση αξιοπρέπειας αυτών των εργατών, τόσο ως άτομα όσο και ως μέλη της εργατικής τάξης. Η έννοια του «συνειδητού εργάτη» στη Ρωσία αγκάλιασε μια ολόκληρη κοσμοθεώρηση και έναν ηθικό κώδικα που ήταν ξεχωριστοί και σε μεγάλο βαθμό αντίθετοι με εκείνους της «διακεκριμένης κοινωνίας». Η αίσθηση της αξιοπρέπειας εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, με το αίτημα για «ευγενική προσαγόρευση»,που φιγούραρε πάντα στις λίστες των απεργιακών αιτημάτων των εργατών. Ήταν το αίτημα να τους απευθύνεται η διοίκηση στο δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο ευγενείας, αντί του άτυπου δεύτερου ενικού, που προοριζόταν για στενούς φίλους, παιδιά και υφιστάμενους. Συγκεντρώνοντας απεργιακές στατιστικές , το τσαρικό Υπουργείο Εσωτερικών κατέτασσε την «ευγενική προσαγόρευση» στη στήλη των πολιτικών αιτημάτων, προφανώς επειδή υποδήλωνε την απόρριψη της υποδεέστερης θέσης των εργαζομένων στην κοινωνία. Το 1917, αποφάσεις εργοστασιακών συνελεύσεων συχνά αναφέρονταν στις πολιτικές της προσωρινής κυβέρνησης ως «κοροϊδία» της εργατικής τάξης. Και τον Οκτώβρη, όταν οι εργατικές κόκκινες φρουρές αρνιόντουσαν να σκύβουν όταν τρέχουν ή να μάχονται πρηνείς, επειδή το θεωρούσαν εκδήλωση δειλίας και ντροπή για επαναστάτες εργάτες, οι στρατιώτες έπρεπε να τους εξηγήσουν ότι δεν υπάρχει καμία τιμή στο να προσφέρεις μέτωπο στον εχθρό. Αν όμως η αίσθηση της ταξικής τιμής ήταν στρατιωτικό πρόσκομμα, είναι εντούτοις απίθανο να υπήρχε Οκτωβριανή επανάσταση χωρίς αυτήν.
Αν και η πρωτοβουλία έπεσε τον Οκτώβρη σε μεγάλο βαθμό στα μέλη του κόμματος, την εξέγερση χαιρέτισαν σχεδόν όλοι οι εργάτες, ακόμα και οι περισσότεροι από τους τυπογράφους, παραδοσιακά υποστηρικτές των μενσεβίκων. Αλλά το ζήτημα της σύνθεσης της νέας κυβέρνησης προέκυψε αμέσως. Όλες οι εργατικές οργανώσεις, που μέχρι τότε έφτασαν να έχουν μπολσεβίκους επικεφαλής, αλλά και η ίδια η οργάνωση του μπολσεβίκικου κόμματος, κάλεσαν για μια κυβέρνηση συνασπισμού όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων.
Για άλλη μια φορά, αυτό εξέφραζε την ανησυχία για την ενότητα της επαναστατικής δημοκρατίας και την επιθυμία να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος μέσα στις τάξεις της. Στην κεντρική επιτροπή των μπολσεβίκων, ο Λένιν και ο Τρότσκι αντιτάχθηκαν στη συμπερίληψη των μετριοπαθών σοσιαλιστών (όχι όμως και των Αριστερών Εσέρων και των Μενσεβίκων-Διεθνιστών), θεωρώντας ότι θα παραλύσουν τη δράση της κυβέρνησης. Αλλά παραμέρισαν ενόσω προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις.
Αυτός ο συνασπισμός, όμως, δεν επρόκειτο να γίνει. Οι συνομιλίες σύντομα προσέκρουσαν στο ζήτημα της σοβιετικής εξουσίας: οι μπολσεβίκοι και η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών ήθελαν την κυβέρνηση υπεύθυνη έναντι των σοβιέτ - δηλαδή μια λαϊκή κυβέρνηση απαλλαγμένη από την επιρροή των ιδιοκτητριών τάξεων. Οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές, ωστόσο, θεωρούσαν τα σοβιέτ πολύ στενή βάση για μια βιώσιμη κυβέρνηση. Συνέχισαν να επιμένουν, αν και με κάπως συγκεκαλυμμένη μορφή, στη συμπερίληψη εκπροσώπων των ιδιοκτητριών τάξεων ή, τουλάχιστον, των «ενδιάμεσων στρωμάτων» που δεν εκπροσωπούνταν στα σοβιέτ. Καθώς όμως η ρωσική κοινωνία ήταν βαθιά διχασμένη, οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων διανοουμένων, ευθυγραμμίζονταν με τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Πιο συγκεκριμένα, οι μετριοπαθείς αρνήθηκαν οποιαδήποτε κυβέρνηση με μπολσεβίκικη πλειοψηφία, παρόλο που οι μπολσεβίκοι ήταν η πλειοψηφία στο συνέδριο των Σοβιέτ που ψήφισε να πάρει την εξουσία. Στην ουσία, οι μετριοπαθείς απαιτούσαν την ακύρωση της εξέγερσης του Οκτώβρη.
Μόλις αυτό κατέστη σαφές, η υποστήριξη των εργαζομένων για έναν ευρύ συνασπισμό εξατμίστηκε. Λίγο αργότερα, οι Αριστεροί Εσέροι, που κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα με τους εργάτες, σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού με τους μπολσεβίκους. Στα τέλη Νοεμβρίου, ένα εθνικό συνέδριο αγροτών, στο οποίο κυριαρχούσαν οι Αριστεροί Εσέροι αποφάσισε τη συγχώνευση της εκτελεστικής επιτροπής του με την TsIK των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών, μια απόφαση που το μπολσεβίκικο κόμμα και οι εργάτες γενικά υποδέχτηκαν με ανακούφιση και πανηγυρισμούς: η ενότητα είχε επιτευχθεί, τουλάχιστον από τα κάτω, αν και χωρίς την αριστερή διανόηση, που ευθυγραμμίστηκε στην πλειοψηφία της με τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές. (Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι Μενσεβίκοι, αντίθετα με τους SR, δεν σήκωσαν όπλα εναντίον της σοβιετικής κυβέρνησης).
Αυτό, λοιπόν, είναι η σημασία του «τόλμησαν», ως κληρονομιά του Οκτώβρη. Οι Μπολσεβίκοι, ως γνήσιο εργατικό κόμμα, ενήργησαν σύμφωνα με την επιταγή «Fais ce que dois, advienne que pourra» (κάνε εκείνο που πρέπει, ας συμβεί ό,τι είναι δυνατόν) το οποίο, σύμφωνα με τον Τρότσκυ, πρέπει να καθοδηγεί ως αρχή τους επαναστάτες σε όλους τους μεγάλους αγώνες.iii Αυτό που προσπάθησα να δείξω είναι ότι η πρόκληση δεν έγινε ελαφρά τη καρδία αποδεκτή. Οι μπολσεβίκοι δεν ήταν τυχοδιώκτες. Φοβόντουσαν τον εμφύλιο πόλεμο, προσπάθησαν να τον αποφύγουν και, αν αυτό δεν ήταν μπορετό, να περιορίσουν τουλάχιστον τη σοβαρότητά του και να αυξήσουν τις πιθανότητες.
Σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε το 1923, ο μενσεβίκος ηγέτης, Fedor Dan, εξήγησε την άρνηση του κόμματός του να σπάσει με τις ιδιοκτήτριες τάξεις ακόμα και μετά την εξέγερση του Kornilov. Επειδή τα «μεσαία στρώματα», εκείνο το μέρος της «δημοκρατίας» που δεν εκπροσωπούνταν στα Σοβιέτ (ο Dan αναφέρει έναν δάσκαλο, έναν συνεργάτη, τον δήμαρχο της Μόσχας ...) δεν θα ανεχόταν το σπάσιμο με τις ιδιοκτήτριες τάξεις - ήταν πεπεισμένοι ότι η χώρα δεν μπορούσε να κυβερνηθεί χωρίς αυτούς. Και δεν θα σκέφτονταν καν να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση με μπολσεβίκους. Ο Dan συνέχισε:
Τότε θεωρητικά! υπήρχε μόνο ένας δρόμος για άμεση ρήξη με τον συνασπισμό [με εκπροσώπους των ιδιόκτητων τάξεων]: ο σχηματισμός κυβέρνησης με τους μπολσεβίκους – μιας κυβέρνησης όχι μαζί με τη «μη σοβιετική» δημοκρατία [τα «μεσαία στρώματα»], παρά εναντίον της. Θεωρήσαμε αυτό το μονοπάτι απαράδεκτο, δεδομένης της θέσης που είχαν τότε οι μπολσεβίκοι. Κατανοήσαμε ξεκάθαρα ότι το να πάρουμε αυτό το δρόμο σήμαινε να πάρουμε το δρόμο της τρομοκρατίας και του εμφυλίου πολέμου, να κάνουμε ό,τι και οι μπολσεβίκοι αργότερα αναγκάστηκαν πραγματικά να κάνουν. Κανένας από εμάς δεν θεώρησε δυνατόν να αναλάβει την ευθύνη μιας τέτοιας πολιτικής από μια κυβέρνηση εκτός του συνασπισμού.iv

Η θέση του Dan μπορεί να αντιπαραβληθεί με εκείνη ενός άλλου μετριοπαθούς σοσιαλιστή, του Εσέρου VB Stankevich, μιας σπάνιας φιγούρας στο κόμμα του (ο οποίος ήταν επίτροπος στο μέτωπο υπό την προσωρινή κυβέρνηση). Σε επιστολή του Φεβρουαρίου 1918 προς τους συντρόφους του, έγραψε:
Πρέπει να δούμε ότι μέχρι στιγμής οι δυνάμεις του λαϊκού κινήματος βρίσκονται στην πλευρά του νέου καθεστώτος ...
Ανοίγονται δυο δρόμοι μπροστά τους [στους μετριοπαθείς σοσιαλιστές]: να συνεχίσουν τον ασυμβίβαστο αγώνα τους εναντίον της κυβέρνησης ή ειρηνική, δημιουργική δουλειά ως νομοταγής αντιπολίτευση ...
Μπορούν τα πρώην κυβερνώντα κόμματα να πουν ότι έχουν πλέον γίνει τόσο έμπειρα ώστε να μπορούν να επωμιστούν το καθήκον της διαχείρισης της χώρας, καθήκον που δεν έγινε ευκολότερο, αλλά πιο δύσκολο; Γιατί, ουσιαστικά, δεν έχουν κανένα πρόγραμμα να αντιτάξουν σε εκείνο των μπολσεβίκων. Και ένας αγώνας χωρίς πρόγραμμα, δεν είναι τίποτα καλύτερο από τους τυχοδιωκτισμούς των Μεξικανών στρατηγών. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε η πιθανότητα δημιουργίας ενός προγράμματος, πρέπει να καταλάβετε ότι δεν έχετε τις δυνάμεις να το διεκπεραιώσετε. Διότι προκειμένου να ανατρέψετε τον μπολσεβικισμό χρειάζεστε, αν όχι τυπικά, τουλάχιστον στην πραγματικότητα, τις ενωμένες προσπάθειες όλων, από τους SR μέχρι την άκρα δεξιά. Αλλά ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, οι μπολσεβίκοι είναι ισχυρότεροι ...
Υπάρχει μόνο ένας δρόμος: ο δρόμος ενός ενωμένου λαϊκού μετώπου, ενωμένη εθνική δουλειά, κοινή δημιουργικότητα ...
Και αύριο; Θα συνεχίσουμε τις άσκοπες, χωρίς νόημα και ουσιαστικά τυχοδιωκτικές προσπάθειες να πάρουμε την εξουσία; Ή θα συνεργαστούμε με το λαό σε ρεαλιστικές προσπάθειες για να τον βοηθήσουμε να διαχειριστεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ρωσία, προβλήματα που συνδέονται με τον ειρηνικό αγώνα για αιώνιες πολιτικές αρχές, για πραγματικά δημοκρατικές βάσεις διακυβέρνησης της χώρας!v
Θα αφήσω τον αναγνώστη να αποφασίσει ποια θέση, του Dan ή του Stankevich's, είχε περισσότερη αξία. Αλλά μπορεί κανείς προβάλει το πειστικό επιχείρημα ότι η άρνηση των μετριοπαθών σοσιαλιστών να «τολμήσουν» συνέβαλε στο αποτέλεσμα που ισχυρίζονταν ότι φοβούνται.
Η ιστορία από τον Οκτώβρη του 1917 είναι γεμάτη με παραδείγματα αριστερών κομμάτων που δεν τόλμησαν, όταν έπρεπε. Μπορούμε να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες το 1918, τους Ιταλούς Σοσιαλιστές το 1920, την Ισπανική Αριστερά το 1936, τους Γάλλους και Ιταλούς Κομμουνιστές το 1945 και το 1968-69, τη Χιλιανή Unidad Popular το 1970-73, πρόσφατα το ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Φυσικά, το ζήτημα δεν είναι ότι δεν κατάφεραν να οργανώσουν μια εξέγερση σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά μάλλον ότι αρνήθηκαν από την αρχή να υιοθετήσουν μια στρατηγική που να αποσκοπεί στην αφαίρεση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας από την μπουρζουαζία, μια στρατηγική που απαιτεί αναγκαστικά , σε κάποιο σημείο, μια επαναστατικό ρήξη με το καπιταλιστικό κράτος.
Σήμερα, όταν οι εναλλακτικές λύσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα είναι τόσο βαθιά πολωμένες, όταν περισσότερο από ποτέ οι μοναδικές πραγματικές επιλογές είναι ο σοσιαλισμός ή η βαρβαρότητα, όταν διακυβεύεται το μέλλον της ίδιας της πολιτισμένης κοινωνίας, η αριστερά θα πρέπει να εμπνευστεί από τον Οκτώβρη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει, παρά την ιστορική ήττα που υπέστη η εργατική τάξη και οι συμμαχικές κοινωνικές δυνάμεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, να απορρίψει ως απατηλό τον στόχο της αποκατάστασης του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, μιας επιστροφής στην «γνήσια σοσιαλδημοκρατία». Γιατί ένα τέτοιο πρόγραμμα στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι καταδικασμένο να αποτύχει και να αποστρατεύσει περαιτέρω την εργατική τάξη. Το να τολμήσει κανείς σήμερα, σημαίνει να αναπτύξει μια στρατηγική με τελικό στόχο το σοσιαλισμό και να δεχτεί ότι ο στόχος αυτός συνεπάγεται αναγκαστικά, σε τούτο ή στο άλλο σημείο, μια επαναστατική ρήξη με την οικονομική και πολιτική εξουσία της μπουρζουαζίας και επομένως με το καπιταλιστικό κράτος.

Σημειώσεις

iΤο άρθρο αυτό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο μου Οι Εργάτες της Πετρούπολης στη Ρωσική Επανάσταση, Brill-Haymarket, Leiden και Boston, 2017.
iiΚ. Μαρξ, «Επίλογος στη δεύτερη έκδοση του Κεφαλαίου. vol. I» , International Publishers, ΝΥ, 1967, σελ. 17.
iiiΤρότσκι, Λ., Η ζωή μου, Scribner, NY, 1930, σ. 418.
ivF. I., Dan, “K istorii poslednykh dnei Vremennogo pravitel’stva, Letopis’ Russkoi revolyutsii, vol. 1, Berlin, 1923 (https://www.litres.ru/static/trials...).
vI.B. Orlov, “Dva puti stoyat pered nimi …” Istoricheskii arkhiv, 4, 1997, σ. 79.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου