Το
βασικότερο πρόβλημα που είχε να διαχειριστεί το ελληνικό κράτος ύστερα
από κάθε επιτυχημένη προσπάθεια επέκτασης των ορίων του, ήταν η
αντιμετώπιση των μη ελληνικών πληθυσμών που ζούσαν στις περιοχές αυτές.
Πληθυσμοί των οποίων μητρική τους γλώσσα δεν ήταν η ελληνική (αλλά η
αλβανική, η βλάχικη, η τούρκικη, η σλάβικη, η ισπανοεβραϊκή, η αρμενική,
η ρομανί/τσιγγάνικη), πληθυσμοί των οποίων το θρήσκευμα δεν ήταν το
ορθόδοξο χριστιανικό (Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Ορθόδοξοι Εξαρχικοί,
Καθολικοί), πληθυσμοί οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να υιοθετούν άλλες
εθνικές ταυτότητες (βουλγαρική, μακεδονική, σερβική, αλβανική, τουρκική,
ρουμάνικη, αρμενική), αποτελούσαν συνήθως την πλειοψηφία στις περιοχές
τις οποίες «απελευθέρωνε» ο ελληνικός στρατός, ή του παραχωρούσαν οι
ισχυροί του σύμμαχοι. Οι πληθυσμοί αυτοί δεν αντιμετωπίστηκαν με ενιαίο
τρόπο από το ελληνικό κράτος, εντούτοις, οι διαφορετικές μορφές
αντιμετώπισής τους απέρρεαν από μια στρατηγική, η οποία παρέμενε ίδια
όλα αυτά τα χρόνια και της οποίας πυρήνας ήταν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο
κριτηρίων με τα οποία οριζόταν το ελληνικό έθνος. Το ισχυρότερο από αυτά
τα κριτήρια ήταν το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, την εγκυρότητα του
οποίου αναγνώριζε το Πατριαρχείο. Με βάση αυτό το κριτήριο το ελληνικό
κράτος ενέταξε στις τάξεις του ελληνικού έθνους αλλόγλωσσους πληθυσμούς
(αφομοιώνοντάς τους γλωσσικά), ή απέκλεισε από τον εθνικό κορμό τους
αλλόθρησκους – κυρίως τους μουσουλμάνους. Ήδη κατά τη διάρκεια της
επανάστασης του 1821 οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι Αρβανίτες και Βλάχοι
αποτέλεσαν τμήμα του έθνους (με αντάλλαγμα την γλωσσική τους αφομοίωση)
ενώ οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι εξοντώθηκαν ή εξαναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν τις περιοχές που καταλάμβαναν οι επαναστάτες.
Η
επιλογή του θρησκευτικού κριτηρίου ως συγκροτητικό στοιχείο της εθνικής
ταυτότητας αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης κατά τη διαμόρφωση των
πρώτων συνταγματικών κειμένων, καθώς ερχόταν σε αντίφαση με τις
πολιτικές αντιλήψεις από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι στόχοι της
επανάστασης. Ο τελικός καθορισμός της εθνικής ταυτότητας από την
ορθόδοξη πίστη αντανακλά την αδυναμία/άρνηση της αστικής τάξης και των
οργανικών της διανοουμένων να εξασφαλίσουν την ιδεολογική τους κυριαρχία
στη βάση ενός δημοκρατικού κοινωνικού-πολιτικού στόχου. Έτσι η πολιτική
κυριαρχία της αστικής τάξης μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της
ένταξης στο υπό διαμόρφωση αστικό κράτος, εκείνων των μηχανισμών οι
οποίοι κυριαρχούσαν ιδεολογικά και οργάνωναν την καθημερινή ζωή σε ένα
τμήμα του πληθυσμού του οθωμανικού κράτους: η εκκλησία και οι χριστιανοί
αξιωματούχοι – η ηγεσία δηλαδή του χριστιανικού μιλλέτ του οθωμανικού κράτους. Ο λαός του χριστιανικού μιλλέτ αποτέλεσε το ελληνικό έθνος, ενώ οι λαοί των άλλων μιλλέτ
(εβραϊκό, μουσουλμανικό) δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν, χωρίς να
διαταραχτούν οι βασικές ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις της
συγκρότησης της αστικής εξουσίας.
Στις
δεκαετίες που ακολούθησαν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το
ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας ενισχύθηκε ακόμα
περισσότερο, καθώς αποτελούσε το πιο ισχυρό στοιχείο στην
επιχειρηματολογία της Μεγάλης Ιδέας, της προσπάθειας δηλαδή επέκτασης
του ελληνικού κράτους, σε περιοχές των οποίων ο ελληνόφωνος πληθυσμός
ήταν μειοψηφικός, αλλά κατοικούσαν αλλόγλωσσοι ορθόδοξοι χριστιανικοί
πληθυσμοί, τους οποίους το ελληνικό κράτος μπορούσε να διεκδικήσει ως
ελληνικούς και να ελπίζει ότι θα τους αφομοιώσει γλωσσικά. Σ’ αυτή την
προσπάθεια ελληνοποίησης των αλλόγλωσσων η δράση του εκκλησιαστικού
μηχανισμού αποτελούσε την πρωταρχική προϋπόθεση για να αρχίσουν να
λειτουργούν οι άλλοι αφομοιωτικοί/ομογενοποιητικοί μηχανισμοί
(εκπαίδευση, στρατιωτική θητεία κτλ). Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους η
μέθοδος αυτή είχε μάλλον σημαντική επιτυχία, αλλά δεν μπορούσε να
εφαρμοστεί στις περιπτώσεις των μουσουλμανικών και των εβραϊκών
πληθυσμών που παρέμειναν (με βάση διεθνείς συμφωνίες) στις περιοχές τους
μετά την προσάρτησή τους από το ελληνικό κράτος. Οι Εβραίοι, παρ’ ο,τι
αποτελούσαν κι αυτοί εθνική παραφωνία, υπέστησαν μάλλον χαμηλής έντασης
πιέσεις (οι οποίες όμως μείωσαν τον εβραϊκό πληθυσμό), καθώς επειδή ήταν
ολιγάριθμοι δεν δημιουργούσαν πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική. Οι
μουσουλμάνοι όμως της Θεσσαλίας (περίπου 40.000), εκτός του ότι
αποτελούσαν μια αριθμητικά σημαντική κοινότητα, η ύπαρξή τους
δημιουργούσε προβλήματα, καθώς το ελληνικό κράτος είχε αποδεχτεί
(προκειμένου να του παραχωρηθεί η Θεσσαλία) το δικαίωμα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας να ενδιαφέρεται για την τύχη τους. Έτσι, μέσα από μια
σειρά πιέσεων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα μέσα στα επόμενα
20 χρόνια (έμειναν μόνο 6.000 ως την ανταλλαγή πληθυσμών του ’23).
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Τα
όρια αυτής της εθνικής στρατηγικής αναδείχθηκαν όταν εμφανίστηκαν κι
άλλοι ανταγωνιστές στον χώρο που διεκδικούσε το ελληνικό κράτος,
προβάλλοντας και αυτοί ως επιχείρημα εθνικές ταυτότητες των οποίων το
συγκροτητικό στοιχείο ήταν παραλλαγές του ορθόδοξου χριστιανικού
δόγματος – κυρίως η Βουλγαρία και η Εξαρχική Εκκλησία. Η περίοδος που
αρχίζει με την εξέγερση του Ίλιντεν και κλείνει με τη συντριβή του
ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία σημαδεύτηκε από πολιτικές οι οποίες
εφαρμόστηκαν στην μεγαλύτερη μέχρι τότε ένταση και έκτασή τους και δεν
αφορούσαν μόνο στην κατάκτηση εδαφών, αλλά και στην κατάκτηση των
συνειδήσεων. Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών ήταν οι μεγαλύτερες
μέχρι τότε εθνοκαθάρσεις των κατακτημένων περιοχών, από όλους εκείνους
οι οποίοι θεωρήθηκαν δύσκολα αφομοιώσιμοι. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλάδας
και Βουλγαρίας για τη Μακεδονία και τη Θράκη κατέληξε στην υπογραφή της
Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), η οποία προέβλεπε ανταλλαγή πληθυσμών
ανάμεσα σε δύο κράτη, σε εθελοντική βάση. Έτσι, από το 1919 μέχρι τα
μέσα της δεκαετίας του ’20 περισσότεροι από 50.000 σλαβόφωνοι
αναγκάστηκαν κάτω από τις πιέσεις του ελληνικού κράτους να καταφύγουν
στη Βουλγαρία και περισσότεροι από 30.000 ελληνόφωνοι, κάτω από ανάλογες
πιέσεις αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Ελλάδα.
Η
Συμφωνία αυτή αποτέλεσε ένα καλό προηγούμενο για τα κράτη της περιοχής,
όσον αφορά στην αντιμετώπιση των πληθυσμών οι οποίοι δεν μπορούσαν να
αφομοιωθούν εθνικά. Για το υπό συγκρότηση αστικό εθνικό κράτος της
Τουρκίας, το πρόβλημα των μειονοτήτων αναδεικνύονταν με τους ίδιους
όρους και γι’ αυτό τα δύο κράτη Ελλάδας και Τουρκίας μπορούσαν να βρουν
κοινή γλώσσα για την επίλυση των μειονοτικών τους «προβλημάτων». Η
Συνθήκη της Λωζάνης (1923) προέβλεπε τώρα υποχρεωτική ανταλλαγή
πληθυσμών μεταξύ των δυο κρατών, με βάση το θρήσκευμα και έτσι,
περισσότερα από 2 εκατομμύρια άτομα μετακινήθηκαν για να εξασφαλιστεί η
εθνική ομοιομορφία στα δύο κράτη (σχεδόν 1.500.000 Χριστιανοί Ορθόδοξοι
εγκατέλειψαν την Τουρκία και σχεδόν 700.000 Μουσουλμάνοι την Ελλάδα).
Από
την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι της Ισταμπούλ, της
Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και της
Θεσπρωτίας (η εξαίρεση υπήρξε μάλλον αίτημα της Ελλάδας η οποία
ενδιαφερόταν για την τύχη του Πατριαρχείου). Για τον προσδιορισμό των
ανταλλάξιμων αλλά και των εξαιρούμενων αυτής πληθυσμών χρησιμοποιείται
κυρίως ο θρησκευτικός προσδιορισμός, χωρίς να απουσιάζει όμως και ο
εθνικός (ελληνικός, τουρκικός), καθώς είναι σαφές ότι πρόκειται για μια
διαδικασία η οποία αφορά στις ανάγκες της συγκρότησης εθνικών κρατών. Το
γεγονός ότι τα δικαιώματα των εξαιρουμένων πληθυσμών τίθενται υπό την
εποπτεία ενός εθνικού «κράτους αναφοράς», προσδίδει σ’ αυτούς τους
πληθυσμούς τον χαρακτήρα της εθνικής μειονότητας.
Τα
δύο κράτη συμφώνησαν μεταξύ τους να παραχωρήσουν στις μειονότητες
δικαιώματα που αφορούσαν σε ένα ορισμένο βαθμό αυτοδιοίκησης, στην
εκπαίδευση, τις σχέσεις μεταξύ των μελών τους, την εκλογή θρησκευτικών
ηγετών και την διαχείριση της περιουσίας της μειονοτικής κοινότητας (η
οποία αποτελούσε ταυτόχρονα περιουσία των θρησκευτικών της
ιδρυμάτων-βακουφιών).
Στην
πραγματικότητα η Συνθήκη της Λωζάνης δημιουργούσε εθνικές μειονότητες,
τις οποίες έθετε σε κατάσταση ομηρείας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο
έλεγχος της συμπεριφοράς του ενός κράτους από το άλλο. Έτσι
διαμορφωνόταν μια λογική αμοιβαιότητας, σύμφωνα με την οποία τα
δικαιώματα της μιας μειονότητας θα έπρεπε να είναι αντίστοιχα με τα
δικαιώματα της άλλης (και φυσικά και τα επίπεδα έλλειψης δικαιωμάτων).
Η ελληνική μειονότητα
Μετά
το ’23 στην Τουρκία παρέμειναν 130.000 περίπου Έλληνες. Το τουρκικό
κράτος τους αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή σαν εθνική απειλή. Τα
αυτοδιοικητικά δικαιώματα που είχε αναγνωρίσει στους κατοίκους της
Ίμβρου και της Τενέδου δεν εφαρμόστηκαν και το 1927 απαγορεύτηκε η
ελληνική εκπαίδευση στα δύο νησιά (επιτράπηκε ξανά στις αρχές της
δεκαετίας του ’50 αλλά για λίγα μόνο χρόνια). Από το 1930 όμως μέχρι και
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρξε ιδιαίτερη καταπίεση και ο αριθμός
της ελληνικής κοινότητας άρχισε να αυξάνεται. Το 1941 όμως, καθώς η
πολεμική ατμόσφαιρα δημιουργούσε φόβους για τη συμπεριφορά των μη
αφομοιωμένων μειονοτήτων και επίσης, καθώς δεν υπήρχε πια «κράτος
αναφοράς» για την ελληνική μειονότητα, το τουρκικό κράτος προχώρησε στην
υιοθέτηση μιας σκληρής αντιμετώπισής της: επέβαλε στα άτομα της
μειονότητας ειδική «φορολογία περιουσίας» (varlık vergisi) η
οποία ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από την φορολογία που επιβλήθηκε στο
υπόλοιπο πληθυσμό, αλλά το πιο σκληρό μέτρο ήταν μάλλον η στρατολόγηση
ενός πολύ μεγάλου τμήματος των ανδρών της μειονότητας στα «τάγματα
εργασίας» (amele taburları), όπου υποχρεώθηκαν να εργαστούν κάτω από εξοντωτικές συνθήκες.
Μετά
το 1945 και καθώς και για τις δύο χώρες η βασική επιδίωξη είχε αρχίσει
να είναι η αναβάθμιση της δυναμικής τους με την ένταξή τους στον ισχυρό
ιμπεριαλιστικό σχηματισμό του ΝΑΤΟ, ο μεταξύ τους ανταγωνισμός
αμβλύνθηκε και αυτό είχε θετικές επιπτώσεις όσον αφορά στην αντιμετώπιση
της ελληνικής μειονότητας. Αυτή η περίοδος, μέχρι το 1955, είναι η
«χρυσή εποχή» για τους Έλληνες της Τουρκίας, καθώς η ανεκτικότητα του
τουρκικού κράτους τους παρέχει ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης και έτσι,
η ελληνική μειονότητα, στους κόλπους της οποίας υπήρχε ένα μεγάλο τμήμα
εμπορικής αστικής τάξης, παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της
Ισταμπούλ. Αρχίζει να αποκτά όμως και τη δυνατότητα να παίξει κάποιον
(έστω και περιορισμένο και τοπικό) πολιτικό ρόλο, στα πλαίσια της
αντιπαράθεσης μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές το οποίο
ιδρύθηκε αυτή την εποχή (και στο οποίο μάλλον στρέφεται ένα μεγάλο τμήμα
της εύπορης μειονότητας) και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (το
κόμμα των κεμαλιστών) το οποίο μονοπωλούσε την εξουσία μέχρι το 1950.
Το
1955 κλείνει με δραματικό τρόπο η «χρυσή εποχή» της ελληνικής
μειονότητας. Η βασική αιτία είναι η «ξαφνική» επιδείνωση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων, εξαιτίας του Κυπριακού. Καθώς οι δύο χώρες
έχουν επιτύχει τον στρατηγικό τους στόχο να ενταχθούν στο ιμπεριαλιστικό
δίκτυο του ΝΑΤΟ, αρχίζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους ανταγωνισμός για
το ποια από τις δύο θα αναδειχτεί σε ισχυρή τοπική ιμπεριαλιστική
δύναμη, παραγκωνίζοντας την αντίπαλη δύναμη. Για τον ελληνικό
καπιταλισμό, ο στόχος αυτός μπορούσε να επιτευχθεί με την εδαφική του
επέκταση – προσάρτηση της Κύπρου, ενώ για τον τούρκικο καπιταλισμό ο
βασικός στόχος είναι να εμποδίσει τον αντίπαλό του να πετύχει κάτι
τέτοιο. Η ελληνική μειονότητα αποτέλεσε για το Δημοκρατικό Κόμμα του
Μεντερές το κατάλληλο πεδίο, πάνω στο οποίο έγινε μια σκληρή επίδειξη
πυγμής απέναντι στην ελληνική πλευρά, όταν η τελευταία έθεσε σε διεθνές
διπλωματικό επίπεδο το ζήτημα της Κύπρου. Μια προβοκάτσια στην Ελλάδα
οργανωμένη από Τούρκους πράκτορες (ανατίναξη του σπιτικού όπου είχε
γεννηθεί ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη), έγινε αφορμή να ξεκινήσει ένα
βίαιο πογκρόμ στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1955, εναντίον των Ελλήνων
της Ισταμπούλ. Το πογκρόμ είχε οργανωθεί από το Δημοκρατικό Κόμμα (και
τον ίδιο τον Μεντερές) αλλά μάλλον πήρε διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές
που υπολόγιζαν οι διοργανωτές του. Οπαδοί του Δημοκρατικού Κόμματος οι
οποίοι είχαν μεταφερθεί από περιοχές της Ανατολίας, επιδόθηκαν στην
καταστροφή των περιουσιών των Ελλήνων, σε ξυλοδαρμούς και αιματηρές
βιαιότητες. Το πογκρόμ είχε ως αποτέλεσμα ένα τμήμα των Ελλήνων να
φύγουν από την Τουρκία προς την Ελλάδα.
Όμως
το 1960 ένα στρατιωτικό κίνημα ανέτρεψε την κυβέρνηση του Μεντερές και
καταδίκασε σε θάνατο τα πιο σημαντικά της στελέχη. Μεταξύ των κατηγοριών
που τους απηύθυναν ήταν και η οργάνωση του πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του
’55. Η ελληνική μειονότητα φάνηκε ότι είχε ξεπεράσει τους κινδύνους που
την απείλησαν. Όμως η στάση του τουρκικού κράτους απέναντί της είχε
εξαρτηθεί πια από τις εξελίξεις στο Κυπριακό, το οποίο δεν επέτρεπε
εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας.
Τον
Δεκέμβριο του 1963 ο Μακάριος στην Κύπρο προχώρησε στην κατάργηση των
όρων της Συνθήκης της Ζυρίχης, οι οποίοι προστάτευαν τα πολιτικά
δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, στερώντας τους έτσι κάθε δυνατότητα
πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό. Ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν
στις περιοχές που κατοικούσαν Τουρκοκύπριοι αναγκάζοντάς τους να
καταφύγουν σε μικρούς θύλακες. Η απάντηση του τουρκικού κράτους δόθηκε
άμεσα και πάλι σε βάρος της ελληνικής μειονότητας: ακύρωσε τις άδειες
εργασίας περίπου 13.000 Ελλήνων οι οποίοι είτε είχαν εγκατασταθεί στην
Ισταμπούλ μετά το 1923, είτε είχαν πάρει ελληνική ιθαγένεια. Όμως, καθώς
αυτοί οι άνθρωποι είχαν αναπτύξει ένα ολόκληρο δίκτυο οικονομικών και
συγγενικών σχέσεων με το σύνολο της ελληνικής μειονότητας, το μέτρο αυτό
έπληγε άμεσα έναν πολλαπλάσιο αριθμό ατόμων, τα οποία, για λόγους
οικογενειακούς, οικονομικής επιβίωσης, είτε ακόμα και από τον φόβο της
έντασης της καταπίεσης που δημιούργησε αυτό το μέτρο, αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν την Τουρκία. Το γεγονός ότι η μειονοτική κοινότητα της
Ισταμπούλ αποτελούνταν από σχετικά σημαντικό αριθμό ευκατάστατων ατόμων,
εμπόρων κτλ, ή ατόμων που εργάζονταν σε ελληνικές επιχειρήσεις,
διευκόλυνε την μαζική φυγή προς ένα κράτος στο οποίο υπήρχαν, από
οικονομικής άποψης, συνθήκες μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση
με την Τουρκία.
Στην
Ίμβρο και την Τένεδο ο ελληνικός πληθυσμός, εκτός από τις απελάσεις (οι
οποίες δεν μπορούσαν να εξαναγκάσουν σε μαζική φυγή έναν αγροτικό
πληθυσμό) υπέστη μια σειρά από οικονομικές και πολιτικές πιέσεις:
απαλλοτριώσεις περιουσιών για την κατασκευή στρατιωτικών εγκαταστάσεων
και αγροτικών φυλακών, απαγόρευση αγοράς γης, απαγόρευση το 1964 της
ελληνικής εκπαίδευσης, εγκατάσταση τουρκικών πληθυσμών. Ο συνδυασμός
όλων αυτών των μέτρων καταπίεσης είχε σαν αποτέλεσμα τη φυγή του συνόλου
σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού των νησιών προς την Ελλάδα.
Έτσι
μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα απέμειναν στην Τουρκία μόνο 2.500
με 3.500 Έλληνες από τους 130.000 που ζούσαν τη δεκαετία του ’20 (και
από τον συνολικό αριθμό στον οποίο είχε αυξηθεί η ελληνική μειονότητα).
Η
εθνικιστική αφήγηση της ελληνικής πλευράς υποστηρίζει σήμερα, ότι το
ελληνικό κράτος δεν αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο την μειονότητα την
οποία προσδιορίζει ως «Μουσουλμανική», σε αντίθεση με ο,τι έκανε το
τουρκικό κράτος. Απόδειξη γι’ αυτό επικαλείται το γεγονός, ότι ο
πληθυσμός της «Μουσουλμανικής Μειονότητας» της Θράκης, δεν έχει
ελαττωθεί.
Οι μουσουλμανικές μειονότητες της Ελλάδας
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή 100.000 με 120.000 Μουσουλμάνοι
που ζούσαν στη Δυτική Θράκη και άλλοι 20.000 περίπου, οι οποίοι ζούσαν
στη Θεσπρωτία (Τσάμηδες). Για τους Τσάμηδες η εξαίρεση από την ανταλλαγή
έγινε ύστερα από απαίτηση της Αλβανίας (που υποστηρίχτηκε από την
Ιταλία) επειδή, ως αλβανόφωνοι, περιήλθαν υπό την προστασία της Αλβανίας
και ετέθησαν σε ανάλογο καθεστώς ομηρίας και αμοιβαιότητας σε σχέση με
την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Η Αλβανία πρότεινε το 1925 να
γίνει ανταλλαγή μειονοτήτων μεταξύ των δύο κρατών, επειδή φοβόταν ότι η
ελληνική μειονότητα της Αλβανίας αποτελούσε για την ελληνική πλευρά
πρόσχημα εδαφικών διεκδικήσεων, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Ελλάδα
αρνήθηκε. Προέβη όμως σε μία πολιτική πιέσεων εναντίον των Τσάμηδων
(κυρίως απαλλοτριώσεις των κτημάτων τους και των σπιτιών τους). Έλληνες
πρόσφυγες χρησιμοποιήθηκαν σαν μοχλός πίεσης εναντίον των Τσάμηδων, μια
τακτική που το ελληνικό κράτος εφάρμοσε εναντίον όλων των μειονοτήτων
που ζούσαν στο εσωτερικό του μετά την ανταλλαγή πληθυσμών,
διαμορφώνοντας έτσι ένα κλίμα έντασης μεταξύ του ντόπιου και του
προσφυγικού πληθυσμού.
Κατά
τη διάρκεια της Κατοχής οι κατοχικές δυνάμεις συγκρότησαν ένοπλα
τμήματα Τσάμηδων για να ελέγξουν την περιοχή και υποστήριξαν τη
λειτουργία του Εθνικού Αλβανικού Συμβουλίου – μια μορφή αυτονομίας των
περιοχών των Τσάμηδων. Κάτι ανάλογο έκαναν οι Ιταλοί με τους Βλάχους της
Πίνδου (ιδρύοντας το Πριγκηπάτο της Πίνδου) αλλά και με την ελληνική
μειονότητα της Αλβανίας, από την οποία συγκρότησαν πολιτοφυλακή εναντίον
του αλβανικού παρτιζάνικου κινήματος. Πάντως, πολλοί Τσάμηδες
εντάχθηκαν και στις γραμμές του ΕΛΑΣ της περιοχής, χωρίς αυτό ωστόσο να
παίξει θετικό ρόλο για την τύχη που επιφύλασσε το ελληνικό κράτος στην
τσάμικη μειονότητα μετά την Κατοχή. Ολόκληρος ο πληθυσμός των Τσάμηδων
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσπρωτία και να περάσει στην Αλβανία
κυνηγημένος από τον ΕΔΕΣ. Η κυρίαρχη εθνική αφήγηση εξακολουθεί να
υποστηρίζει ότι το σύνολο των Τσάμηδων ήταν συνεργάτες των κατοχικών
δυνάμεων.
Το
1947 τα Δωδεκάνησα, τα οποία η Ιταλία είχε αποσπάσει από την Τουρκία
κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Για τον μουσουλμανικό, τουρκικό πληθυσμό αναγνωρίστηκαν τα μειονοτικά
δικαιώματα στην εκπαίδευση που ίσχυαν και για την μειονότητα της Θράκης,
αλλά το 1972 το ελληνικό κράτος απαγόρευσε την εκπαίδευση στα τουρκικά.
Η «Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης»
Ο
πληθυσμός της «Μουσουλμανικής Μειονότητας» της Δυτικής Θράκης σήμερα
κυμαίνεται μεταξύ 100.000 και 120.000 ατόμων. Η μειονότητα αποτελείται
από τρεις εθνοτικές/γλωσσικές ομάδες: «τουρκογενείς» - «Πομάκοι» -
«Τσιγγάνοι/Ρομά». Ο πληθυσμός αυτών των ομάδων σήμερα είναι περίπου ο
εξής: «τουρκογενείς»: 52.000 με 62.000. «Πομάκοι»: 27.000 με 42.000. «Τσιγγάνοι/Ρομά»: 11.000 με 22.000. Τα ποσοστά της μειονότητας επί του συνόλου του πληθυσμού για κάθε νομό είναι: Έβρος: 6%. Ροδόπη: 56%-60%. Ξάνθη: 48% - 49%. Και σε ολόκληρη τη Θράκη 34%.
Ο
πληθυσμός των «τουρκογενών» ή «τουρκόφωνων» (όπως χαρακτηρίζονται από
το ελληνικό κράτος) προέρχεται πιθανόν από διάφορες τουρκόγλωσσες
πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και
αναμείχθηκαν με ντόπιους εξισλαμισμένους πληθυσμούς. Οι Πομάκοι, για την
καταγωγή των οποίων υπάρχουν πολλές θεωρίες (αρκετές εκ των οποίων
αποτελούν αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις με εθνικιστικούς στόχους),
προέρχονται πιθανόν από σλαβικούς πληθυσμούς, ο εξισλαμισμός των οποίων
άρχισε πριν από την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής. Η μητρική γλώσσα
των Πομάκων ανήκει στην οικογένεια των σλαβικών γλωσσών με πολλές
ομοιότητες με την βουλγαρική και κυρίως τη σλαβομακεδονική. Οι
Τσιγγάνοι/Ρομά κατάγονται από νομαδικούς πληθυσμούς που μιλούσαν την
ρομανί, αλλά σε κάποια φάση της ιστορίας τους εξισλαμίστηκαν. Το
μεγαλύτερο μέρος τους είχε εγκαταλείψει ήδη πριν τη Συνθήκη της Λωζάνης
τη νομαδική ζωή και μητρική τους γλώσσα είχαν γίνει τα τουρκικά. Υπάρχει
τέλος και μια ολιγομελής ομάδα (περίπου 1.000 άτομα) αφρικανικής
καταγωγής, από Σουδανούς που μεταφέρθηκαν στην περιοχή πιθανόν την εποχή
του Μοχάμεντ Άλι. Τα μέλη της είναι κι αυτοί Μουσουλμάνοι και
τουρκόφωνοι.
Η
θρησκεία του σουνιτικού Ισλάμ της περιοχής, όπως και ολόκληρης της
Βαλκανικής, είχε δεχτεί επιδράσεις από μυστικιστικά θρησκευτικά τάγματα,
τα οποία προέρχονταν από την Ανατολία. Το δόγμα τους είχε πολλά σιιτικά
στοιχεία καθώς και κάποια χριστιανικά. Το πιο γνωστό από αυτά στον χώρο
των Βαλκανίων ήταν το δόγμα των Μπεκτασήδων, στοιχεία του οποίου
εξακολουθούν να επιβιώνουν κυρίως μεταξύ των αγροτικών μουσουλμανικών
πληθυσμών της Θράκης.
Παρά
το γεγονός ότι οι τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες έχουν ως κοινό στοιχείο
τον σουνιτισμό και κοινή γλώσσα επικοινωνίας τα τούρκικα, υπάρχουν
σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Οι τουρκικοί πληθυσμοί κατοικούν κυρίως
στις πεδινές αγροτικές περιοχές και στα αστικά κέντρα, οι Πομάκοι
κατοικούν κυρίως στις ορεινές αγροτικές περιοχές και οι Τσιγγάνοι/Ρομά
στις παρυφές και στα πιο φτωχά σημεία αστικών και αγροτικών περιοχών. Οι
τρεις αυτές εθνοτικές ομάδες καταλαμβάνουν διαφορετικά επίπεδα στο
εθνοτικό ιεραρχικό σύστημα της περιοχής, με τους «τουρκογενείς» να
καταλαμβάνουν την ανώτερη βαθμίδα και τους Τσιγγάνους/Ρομά την κατώτερη.
Οι ιεραρχήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση και με διαφορές στο βιωτικό
επίπεδο των τριών ομάδων.
Για
την «Μουσουλμανική Μειονότητα» της Δυτικής Θράκης το ελληνικό κράτος
αναγνώρισε με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης, ένα πλαίσιο δικαιωμάτων, από
τα οποία προκύπτει μία ορισμένου βαθμού δυνατότητα μειονοτικής
αυτοδιοίκησης: δικαίωμα καθορισμού της εκπαίδευσης της μειονότητας,
διαχείρισης της περιουσίας της (η οποία αποτελεί περιουσία των
θρησκευτικών της ιδρυμάτων - βακουφιών), ιδιαίτερο θρησκευτικό
οικογενειακό δίκαιο για τα μέλη της μειονότητας (σαρία), δυνατότητα εκλογής θρησκευτικών ηγετών (οι οποίοι αποτελούν και δικαστές με βάση τη σαρία)1
και εκλογή διαχειριστικής επιτροπής της βακουφικής περιουσίας. Όμως
αμέσως μετά το 1923 το ελληνικό κράτος εξάρτησε όλα αυτά τα δικαιώματα
από τις διακυμάνσεις των σχέσεων με το τουρκικό κράτος και από την
αντιμετώπιση της μειονότητας, ως έναν εν δυνάμει εθνικό κίνδυνο στο
εσωτερικό του, από τον οποίο το καλύτερο θα ήταν να μπορούσε να
απαλλαγεί. Το σύνολο των πιέσεων και διακρίσεων που επέβαλε εναντίον της
μειονότητας, είχαν σαν αποτέλεσμα, 90 χρόνια αργότερα, ο πληθυσμός της
μειονότητας να παραμένει αυτός που ήταν το 1923 (ενώ θα έπρεπε, με βάση
ένα χαμηλό ρυθμό 2% πληθυσμιακής ανάπτυξης να είναι σήμερα 500.000).
1923-1930: Απομόνωση
Από
το 1922 το ελληνικό κράτος έθεσε τον στόχο της αλλαγής του αριθμητικού
συσχετισμού μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη Θράκη. Εγκαθιστώντας
Χριστιανούς πρόσφυγες από την Τουρκία, ωθώντας τους συνήθως να
καταλαμβάνουν ακίνητη περιουσία Μουσουλμάνων, ανάγκασε τον μουσουλμανικό
πληθυσμό του Έβρου να εγκαταλείψει την περιοχή.
Η
περίοδος 1923-1930 χαρακτηρίζεται από την πολιτική των ελληνικών
κυβερνήσεων να εμποδίσουν προσπάθειες εκσυγχρονισμού που είχαν ξεκινήσει
μέσα στην μειονότητα και οι οποίες κινούνταν στα πρότυπα του κεμαλικού
εκσυγχρονισμού.
Η πολιτική του ελληνικού κράτους έβρισκε στήριγμα σε όλα εκείνα τα
τμήματα του οθωμανικού καθεστώτος τα οποία μετά την επικράτηση του Κεμάλ
είχαν βρει καταφύγιο στη Θράκη (ακόμα και ο ίδιος ο ανώτατος
σεϊχουλισλάμης του οθωμανικού κράτους) και σε διάφορες ομάδες οι οποίες
είχαν αντιταχθεί στο νέο καθεστώς (κάποιες πολεμώντας μαζί με τα
ελληνικά στρατεύματα) και κατέφυγαν κι αυτές στη Θράκη. Όλοι αυτοί, οι
συντηρητικοί (muhafazakârlar)
όπως χαρακτηρίζονταν, διαμόρφωναν ένα ηγετικό στρώμα μέσα στην
μειονότητα, πρόθυμο να συνεργαστεί με το ελληνικό κράτος προκειμένου να
αντιμετωπιστούν οι μεταρρυθμιστές (inkilapçilar) και να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του οθωμανικού θρησκευτικού μιλλέτ
για τη μειονότητα. Η εκπαίδευση διατήρησε τον αυστηρά θρησκευτικό της
χαρακτήρα και μάλιστα διατηρήθηκε το αραβικό αλφάβητο και δεν επιτράπηκε
η χρήση του λατινικού. Οι συντηρητικοί συμφώνησαν ακόμα και με την
δημιουργία ιδιαίτερων εκλογικών περιφερειών για την μειονότητα, μέτρο
που επέβαλε το κράτος για να ελέγχει τις μειονοτικές ψήφους.
Η
αντιμετώπιση αυτή, που αποσκοπούσε στο να κοπεί κάθε δυνατότητα
πολιτικής επικοινωνίας ανάμεσα στη μειονότητα και το σύγχρονο εθνικό
τουρκικό κράτος, αναδεικνύοντας και καλλιεργώντας τα προεθνικά -
οθωμανικά χαρακτηριστικά της, άλλαξε από το 1930 και μετά.
1930-1950: Προσπάθειες εκσυγχρονισμού
Το
1930 οι δύο χώρες προχώρησαν στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας. Ο
στρατηγικός στόχος των δύο κρατών μετά τον μικρασιατικό πόλεμο δεν ήταν
πια η εδαφική επέκταση αλλά η βιομηχανική τους ανάπτυξη. Το «πρόβλημα»
των μειονοτήτων, μπορούσε σε αυτή τη φάση να παρακαμφθεί και για τις δύο
χώρες, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα που θα υποχρέωναν τις δύο
χώρες να παρεκκλίνουν από τους στρατηγικούς τους στόχους.
Έτσι
λοιπόν, ο Βενιζέλος σε μια ένδειξη καλής θέλησης επέτρεψε την ίδρυση
τουρκικού προξενείου στη Θράκη. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά συμφώνησε,
όχι μόνο να επιτρέψει τον εκσυγχρονισμό της μειονότητας, αλλά ακόμα και
να απελάσει τους συντηρητικούς, «παλαιομουσουλμάνους».
Στην
ηγεσία της μειονότητας βρέθηκαν έτσι οι μεταρρυθμιστές ή νεωτεριστές.
Οι μεταρρυθμιστικές τους προσπάθειες στόχευαν στον εκσυγχρονισμό της
εκπαίδευσης (το αραβικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε από το λατινικό στις
περισσότερες περιοχές) και στην υποβάθμιση των θρησκευτικών
χαρακτηριστικών της μειονότητας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα, εκείνα τα
χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωση μίας
κοσμικής, τουρκικής εθνικής συνείδησης για ολόκληρη την μειονότητα. Από
αυτή την εποχή αρχίζει να γενικεύεται και να γίνεται αποδεκτός και από
τους επίσημους φορείς του ελληνικού κράτους η χρήση του προσδιορισμού
Τούρκος και τουρκικός.
Υπήρχαν
όμως κάποια ζητήματα απέναντι στα οποία το ελληνικό κράτος δεν
υποχωρούσε. Αρνήθηκε και εμπόδισε κάθε προσπάθεια των μεταρρυθμιστών να
αντικαταστήσουν το απαρχαιωμένο θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο της
σαρία με ένα σύγχρονο κοσμικό και δημοκρατικό και περιόρισε τα
αυτοδιοικητικά δικαιώματα της μειονότητας: έτσι ο μουφτής διοριζόταν από
κράτος, αντί να εκλέγεται.
Βέβαια,
οι «παλαιομουσουλμάνοι», αν και ο ηγετικός τους πυρήνας είχε απελαθεί,
συνέχιζαν να αποτελούν μια πολιτική δύναμη, αγκυρωμένη στις πιο
υπανάπτυκτες ορεινές, πομακικές περιοχές, όπου συνεχιζόταν η χρήση του
αραβικού αλφαβήτου στην εκπαίδευση, βρίσκοντας ενίσχυση επιπλέον, στις
διασυνδέσεις τους με τα αστικά κόμματα, στα οποία μπορούσαν να
εξασφαλίζουν ένα σημαντικό αριθμό ψήφων. Το ελληνικό κράτος είχε
συμφέρον να συντηρηθεί η διαμάχη, προκειμένου να μην μπορεί να αποκτήσει
ενιαία χαρακτηριστικά η μειονότητα.
1950-1967: Η «χρυσή εποχή» της μειονότητας
Όμως
μετά το 1950 η διαμάχη συντηρητικών και μεταρρυθμιστών παίρνει
διαφορετικά χαρακτηριστικά, καθώς προσδιορίστηκε από τη σύγκρουση των
δυο μεγάλων κομμάτων στην Τουρκία, του Δημοκρατικού Κόμματος του
Μεντερές και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Ινονού. Το
συντηρητικό φιλοϊσλαμικό κόμμα του Μεντερές το οποίο κερδίζει τις
εκλογές το 1950, επαναπροσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του τουρκικού έθνους
και οι παλαιομουσουλμάνοι της Θράκης μπορούν να βρουν σημεία ταύτισης
μ’ αυτή την πολιτική. Από την άλλη, μέσα στο κεμαλικό στρατόπεδο
αρχίζουν να διαμορφώνονται δυο πτέρυγες, η μία εκ των οποίων κινείται
προς την σοσιαλδημοκρατία και η άλλη προς μια πιο συντηρητική εκδοχή του
κεμαλισμού και προς τον εθνικισμό. Οι μεταρρυθμιστές της μειονότητας,
συνδεόμενοι ούτως ή άλλως κυρίως με τα συντηρητικά ελληνικά κόμματα, θα
βρουν περισσότερα σημεία ταύτισης με τη συντηρητική πτέρυγα του
κεμαλισμού. Έτσι όμως, ως ένα ορισμένο βαθμό, οι διαφορές μεταρρυθμιστών
και παλαιομουσουλμάνων θα αρχίσουν να αμβλύνονται (ο αριθμός των
δεύτερων ούτως ή άλλως μειώνεται συνεχώς).
Η
πρώτη φάση αυτής της περιόδου χαρακτηρίζεται από τις προσπάθειες του
ελληνικού καπιταλισμού να σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας
συντρίβοντας το εργατικό κίνημα και να αναβαθμίσει ταυτόχρονα τη θέση
του στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα εντασσόμενος στη ΝΑΤΟϊκή
συμμαχία. Οι στόχοι αυτοί αναδεικνύουν «εθνικούς» κινδύνους, μεταξύ των
οποίων η μειονότητα της Θράκης δεν κατέχει την πρώτη θέση. Αντίθετα, η
επίτευξη αυτών των στόχων επιβάλλει αναβάθμιση των σχέσεων με την
Τουρκία και ως εκ τούτου καλή αντιμετώπιση (ή ανοχή) της μειονότητας.
Ο
βασικός εχθρός του ελληνικού καπιταλισμού αυτή την περίοδο είναι η
Βουλγαρία, μέλος του αντίπαλου, ανατολικού μπλοκ. Το ελληνικό κράτος
βλέπει σε αυτή τη φάση τον κίνδυνο να υπάρχει στην πιθανότητα να
προσπαθήσει η Βουλγαρία να διεκδικήσει την προστασία των σλαβόφωνων,
πομακικών πληθυσμών της Θράκης, καθώς πολύ μεγαλύτερη μειονότητα
σλαβόφωνων Μουσουλμάνων (Πομάκων) ζούσε στην βουλγαρική πλευρά. Ο φόβος
αυτός τροφοδοτούνταν και από την εμπειρία της συμμετοχής μεγάλου αριθμού
σλαβομακεδόνων στο αντάρτικο κατά την περίοδο της κατοχής και του
εμφυλίου. Έτσι λοιπόν, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τον «σλαβικό
κίνδυνο» (ο οποίος στις εθνικές αφηγήσεις της εποχής ταυτιζόταν με τον
«κομμουνιστικό κίνδυνο») το ελληνικό κράτος επιχείρησε να εξαλείψει τα
σλαβικά χαρακτηριστικά ενός τμήματος της μειονότητας της Θράκης και να
αναδείξει τα μουσουλμανικά/τουρκικά. Έτσι, ο όρος τουρκικός και Τούρκος
γενικεύτηκε και χρησιμοποιήθηκε επίσημα από τις ελληνικές κυβερνήσεις,
έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει και να αποδίδεται στους Πομάκους και στους
Τσιγγάνους/Ρομά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το αραβικό αλφάβητο
αντικαταστάθηκε παντού σχεδόν από το λατινικό.
Στη
δεύτερη όμως φάση αυτής της περιόδου και καθώς έχουν επιτευχθεί οι
στρατηγικοί στόχοι του ελληνικού καπιταλισμού, ο άξονας των στρατηγικών
του επιδιώξεων αρχίζει να μετατοπίζεται, καθώς αναδεικνύεται το ζήτημα
ποιος από τους δύο καπιταλισμούς (ελληνικός και τουρκικός) θα αναδειχθεί
στον ισχυρό ιμπεριαλιστικό πόλο της περιοχής, παραγκωνίζοντας τον
αντίπαλο. Το ζήτημα της ένωσης με την Κύπρο γίνεται έτσι το βασικό θέμα
της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που καταλήγει σε όξυνση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όπως αναφέραμε, η όξυνση αυτή οδήγησε στην
εκδίωξη ολόκληρης σχεδόν της ελληνικής μειονότητας από την Τουρκία. Δεν
έγινε όμως το ίδιο και με την τουρκική μειονότητα της Θράκης.
Όλη
αυτή την περίοδο και μέχρι τα τέλη της δεκαετία του ’60 η ελληνική
πλευρά πίστευε ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία στο
ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και η τουρκική πλευρά κάποιες
στιγμές έδειξε σχετική προθυμία γι’ αυτό. Φυσικά, η ένωση της Κύπρου με
την Ελλάδα έπρεπε αναγκαστικά να εγκριθεί από τους ισχυρούς συμμάχους
των δύο χωρών και ως εκ τούτου, η Ελλάδα όφειλε να αποδείξει ότι η ένωση
δεν θα οδηγούσε σε αστάθεια στην περιοχή και σε σύγκρουση των δύο
βασικών συμμάχων του ιμπεριαλισμού (Ελλάδας – Τουρκίας). Το βασικότερο
πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στο ζήτημα της ένωσης, ήταν τα
δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Πάνω σ’ αυτό εστίαζε και η τουρκική
πλευρά. Η Ελλάδα λοιπόν, όλη αυτή την περίοδο αγωνιζόταν να αποδείξει,
ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, όπως σέβεται και τα
δικαιώματα της μειονότητας της Θράκης. Η τακτική αυτή, ακύρωνε το
καθεστώς αμοιβαιότητας των δικαιωμάτων των δύο μειονοτήτων (Θράκης -
Ισταμπούλ, Ίμβρου, Τενέδου) αναγκάζοντας την ελληνική πλευρά να μην
καταφύγει σε αντίποινα για τα Σεπτεμβριανά και για τις απελάσεις του
’64.
Φυσικά
η ανεκτικότητα της ελληνικής πλευράς είχε όρια. Η όξυνση του
ανταγωνισμού με την Τουρκία έθετε ξανά την μειονότητα της Θράκης στην
κατάσταση του εσωτερικού εχθρού, ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Η
αλλαγή της στάσης του ελληνικού κράτους εκφράστηκε με την προσπάθεια
πλήρους απομόνωσης των Πομάκων από την επιρροή των «τουρκογενών». Σε
εκείνη τη φάση μπήκαν οι «μπάρες» που απαγόρευαν την πρόσβαση στα ορεινά
χωριά των Πομάκων χωρίς ειδική άδεια από τις αρχές. Παρά το γεγονός ότι
εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται οι όροι τουρκικός και Τούρκος,
άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες διαχωρισμού των δύο τμημάτων της
μειονότητας.
Φυσικά,
το σύστημα απομόνωσης των Πομάκων από την υπόλοιπη μειονότητα, είχε σαν
βασικό αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση των συνθηκών ζωής
τους, καθώς η απαγόρευση της ελεύθερης επικοινωνίας έπληττε τις
οικονομικές σχέσεις των ορεινών Πομάκων με τα αστικά τμήματα της
τουρκικής μειονότητας. Οι πληθυσμοί αυτοί καταδικάστηκαν να στερηθούν
την πρόσβαση στο σύστημα της υγείας και της παιδείας.
Η πραγματικά σκληρή γραμμή όμως απέναντι στην μειονότητα θα υιοθετούνταν από την κυβέρνηση της χούντας λίγα χρόνια αργότερα.
1967-1980: Η σκληρή γραμμή
Την
περίοδο της χούντας κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών χωρών
(Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας) φτάνοντας μέχρι την πολεμική σύγκρουση
(εισβολή Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο, κίνδυνος γενικευμένου
ελληνοτουρκικού πολέμου). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολεμικής έντασης
ενεργοποιείται από την χούντα η «αρχή της αμοιβαιότητας» στην
αντιμετώπιση των μειονοτήτων των δύο χωρών και ξεκινά μια συστηματική
πολιτική καταπίεσης της μειονότητας της Θράκης, η οποία αποσκοπούσε στην
εκδίωξή της. Η χούντα δεν προχώρησε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου
των σχέσεων της μειονότητας με το κράτος, αλλά επιχείρησε μέσα από μια
σειρά διοικητικών αποφάσεων και ρυθμίσεων ή ενεργοποίηση παλαιότερων
νόμων που είχαν θεσπιστεί εναντίον των σλαβομακεδόνων, να δημιουργήσει
ένα ασφυκτικό κλίμα, που θα ανάγκαζε τα μέλη της μειονότητας να
εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Αυτή
η πολιτική εγκαινιάστηκε με επιθετικό τρόπο από τη χούντα, αλλά
συνεχίστηκε και εν μέρει συμπληρώθηκε απ’ όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα
τέλη σχεδόν της δεκαετίας το ’80.
Έτσι
η χούντα ενεργοποίησε ένα μεταξικό νόμο με βάση τον οποίο απαγόρευε σε
άτομα της μειονότητας να αγοράζουν γη και να προβαίνουν σε επέκταση
ακινήτων. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας απέκτησε ισχύ και για τη
μειονότητα της Θράκης. Το άρθρο αυτό αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια
από «αλλογενείς εγκαταλείποντες το ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως» και ο κάθε αξιωματούχος του ελληνικού κράτους είχε το
δικαίωμα ερμηνείας των προθέσεων των ατόμων που πήγαιναν στο εξωτερικό.
Με βάση αυτό το άρθρο έχασαν την ιθαγένεια άνθρωποι οι οποίοι πήγαν για
σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους στην Τουρκία, άλλοι που
μετανάστευσαν στη Γερμανία, ακόμα και σε άλλες πόλεις ή χωριά της
Ελλάδας, ακόμα και της Θράκης (αναφέρεται περίπτωση ατόμου που έχασε την
ιθαγένεια όταν πήγε... φαντάρος). Όταν τελικά καταργήθηκε αυτό το
ρατσιστικό άρθρο το 1998, είχαν χάσει την ιθαγένειά τους, σύμφωνα με την
επίσημη άποψη, περισσότερα από 40.000 άτομα. Παρ’ όλο που το άρθρο
καταργήθηκε ως άδικο, η κατάργηση δεν είχε αναδρομική ισχύ.
Ταυτόχρονα
όλη αυτή την περίοδο πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις με τις οποίες:
Απαγορευόταν η αγορά γης, σπιτιών, γεωργικών μηχανών και αυτοκινήτων. Η
παροχή αδειών οδήγησης, επαγγελματικών αδειών, αδειών κατασκευής
κατοικίας ή ανέγερσης/επισκευής τζαμιών. Η παροχή δανείων απ’ τις
τράπεζες. Το κράτος προχώρησε παράλληλα σε μία συστηματική πολιτική
απαλλοτρίωσης κτημάτων που ανήκαν σε άτομα της μειονότητας με διάφορα
προσχήματα, ενώ βοηθιούνταν με δάνεια Έλληνες να αγοράζουν μουσουλμανικά
κτήματα. Στους αποφοίτους των τουρκικών πανεπιστημίων το ΔΙΚΑΤΣΑ
αρνούνταν να αναγνωρίσει τα πτυχία τους δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο
στρώμα ανέργων πτυχιούχων μέσα στη μειονότητα. Η εκλογή διαχειριστικής
επιτροπής των βακουφιών απαγορεύτηκε
και στο εξής οι διαχειριστές διορίζονται (μέχρι σήμερα) από το κράτος.
Τα μειονοτικά σχολεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με στόχο την
«αποτουρκοποίηση» της εκπαίδευσης της μειονότητας.
Ταυτόχρονα
αυτή την περίοδο απαγορεύτηκε η χρήση των όρων τουρκικός και Τούρκος.
Επαγγελματικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι που έφεραν τον προσδιορισμό
τουρκικός υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα ή καταργήθηκαν. Εξαπολύθηκαν
νομικές διώξεις εναντίον ατόμων που διακήρυξαν την τουρκική τους
ταυτότητα. Οι αποφάσεις οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση αυτών των όρων
εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.
Έτσι,
κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του
’80 περίπου, το κράτος ακολούθησε μια σκληρή επιθετική πολιτική εναντίον
της μειονότητας. Ο βασικός στόχος ήταν να εξαναγκαστεί ένα μεγάλο τμήμα
να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπως είχε κάνει και το τουρκικό κράτος με
την ελληνική μειονότητα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιδιωκόμενα, καθώς
ο κατά βάση αγροτικός χαρακτήρας της μειονότητας της Θράκης, αλλά και
το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, έκαναν δύσκολη
την απόφαση της φυγής προς την Τουρκία.
1980-1990: Αντίσταση και αλλαγές
Η
πτώση της χούντας, η μεταπολίτευση και η «αλλαγή» του ’81 δεν έφεραν
ουσιαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της μειονότητας από το κράτος. Η
αίσθηση όμως της δυνατότητας μιας γενικής πολιτικής αλλαγής που
επικρατούσε κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να
μην έχει επίδραση και στη Θράκη. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του
’80 μέσα στη μειονότητα εκδηλώνονται προσπάθειες αντίδρασης στην
καταπίεση που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές
πήραν δύο μορφές, οι οποίες εκδηλώθηκαν παράλληλα ή συμπληρωματικά.
Άτομα
των οποίων ο ηγετικός ρόλος μέσα στη μειονότητα βασιζόταν στις σχέσεις
που μπορούσαν να έχουν παράλληλα με το τουρκικό κράτος και τα δύο
κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ως πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ),
επιδίωξαν να αναδείξουν τα προβλήματα της καταπίεσης και του
αποκλεισμού, προβάλλοντας ένα μειονοτικό, εθνικιστικό πολιτικό λόγο.
Κομβικό στοιχείο αυτού του πολιτικού λόγου ήταν η διακήρυξη της
τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν
με τις εκλογικές επιτυχίες των ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών στις
εκλογές του ’89 - ’90.
Ταυτόχρονα
όμως οι αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν από τα μέσα της δεκαετίας του
’80 και τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος διεκδίκησης. Το 1983
έγινε η πρώτη μαζική διαμαρτυρία μειονοτικών ενάντια στις απαλλοτριώσεις
κτημάτων για την Πανεπιστημιούπολη στην Κομοτηνή.
Το 1985 η μειονότητα δεν αποδέχτηκε τον διορισμένο Μουφτή της Κομοτηνής και προέβη σε εκλογή άλλου Μουφτή τον οποίο δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος. Το ίδιο έγινε και στην Ξάνθη.
Το
1987 και το 1988 οι πτυχιούχοι τουρκικών πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι
επειδή τα πτυχία τους δεν αναγνωρίζονταν από το ΔΙΚΑΤΣΑ,
πραγματοποίησαν δύο πορείες και απεργία πείνας. Οι κινητοποιήσεις των
πτυχιούχων βρήκαν συμπαράσταση από «πλειονοτικούς».
Το 1988 έγιναν δύο μαζικές πορείες διαμαρτυρίας στην Κομοτηνή μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας. Στη δεύτερη πορεία ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί.
Ταυτόχρονα,
όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για εκλογή ανεξάρτητου
μειονοτικού βουλευτή στις εκλογές του ’89, καθώς ο εκλογικός νόμος έδινε
αυτή τη δυνατότητα. Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε με πανικό αυτή την
πιθανότητα και ξεκίνησε σειρά δικαστικών διώξεων εναντίον του υποψήφιου
Αχμέτ Σαδίκ (με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία). Κατά τη διάρκεια των δύο δικών του έγιναν διαδηλώσεις από την μειονότητα.
Ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές της 18ης Iουνίου 1989 και αργότερα, στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989, εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Mολλά Pοντοπλού με τον συνδυασμού «Εμπιστοσύνη».
Η εκλογή του Ροντοπλού δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ προϋπέθετε τη στήριξη του Pοντοπλού. Όλα όμως τα κόμματα απέρριψαν αυτή τη πιθανότητα και τελικά σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση Ζολώτα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ).
Όμως
αυτή η πιθανότητα, να αναδειχτεί ένας ανεξάρτητος μειονοτικός βουλευτής
σε ρυθμιστικό παράγοντα για το σχηματισμό κυβέρνησης, ήταν κάτι το
οποίο δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, οι
διαμαρτυρίες των μειονοτικών ενάντια στα μέτρα καταπίεσης και
αποκλεισμού, είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση μηχανισμών του ελληνικού
κράτους και της εθνικιστικής δεξιάς. Έγιναν νέες διώξεις εναντίον των
Σαδίκ και Ροντοπλού και καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση και 3ετή
στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των δικών
(Ιανουάριος 1990) οργανώθηκαν και πάλι μαζικές συγκεντρώσεις από την
μειονότητα.
Όμως
τώρα οι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι, έχοντας εξασφαλισμένη την ανοχή
του κρατικού μηχανισμού, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους, «δυναμική»
απάντηση στις κινητοποιήσεις της μειονότητας. Στις 29 Ιανουαρίου 1990
οργάνωσαν επιθέσεις, με τη μορφή πογκρόμ περιορισμένης κλίμακας,
εναντίον της μειονότητας στην Κομοτηνή, καταστρέφοντας καταστήματα,
κυνηγώντας και χτυπώντας ανθρώπους και χωρίς οι δυνάμεις καταστολής, οι
οποίες ήταν παρούσες, να επέμβουν για να τους σταματήσουν.
Φυσικά,
αυτή η προσπάθεια επίδειξης δύναμης δεν μπορούσε να τρομοκρατήσει τη
μειονότητα, μπορούσε όμως να εντείνει την όξυνση και η κατάσταση να
ξεφύγει από τον έλεγχο της τρικομματικής κυβέρνησης. Γι’ αυτό και άμεσα,
στις 31 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη των τριών αρχηγών με τον πρωθυπουργό και όλα τα κόμματα συμφώνησαν να ξεκινήσει μια διαδικασία αλλαγών στην αντιμετώπιση της μειονότητας, δηλαδή να προχωρήσουν στην «κατάργηση
των διοικητικών οχλήσεων αι οποίαι όχι μόνο απεδείχθησαν ατελέσφοροι
αλλ’ επέτυχαν αντίθετα αποτελέσματα των επιδιωκομένων και συνάμα μας
εκθέτουν διεθνώς». Και έτσι ξεκίνησε η σταδιακή και με αργά βήματα και πισωγυρίσματα αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους.
Οι
αιτίες αυτής της αλλαγής θα πρέπει να αναζητηθούν στον συνδυασμό μιας
σειράς παραγόντων οι οποίοι είχαν διαμορφωθεί εκείνη την περίοδο:
Η
πολιτική της σκληρής γραμμής είχε φτάσει στα όριά της, αποτυγχάνοντας
να δώσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να αναγκάσει τη μειονότητα
να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Αντίθετα, αυτή η πολιτική βρισκόταν τώρα
αντιμέτωπη με μαζικές αντιδράσεις της μειονότητας, οι οποίες μπορούσαν
να γενικευτούν, ακόμα και να βρουν συμπαράσταση από τον προοδευτικό
κόσμο της «πλειονότητας». Στην πραγματικότητα, το ελληνικό κράτος πρώτη
φορά βρισκόταν αντιμέτωπο με τέτοιου είδους διαμαρτυρίες.
Στο
εξωτερικό διαμορφώνονταν μια εικόνα της Ελλάδας (ρατσιστική πολιτική
απέναντι στην μειονότητα), η οποία εξασθενούσε τα επιχειρήματα που
χρησιμοποιούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις σε διπλωματικό επίπεδο εναντίον
της Τουρκίας. Επιπλέον, αμαυρώνονταν η εικόνα της ισχυρής και σταθερής
ευρωπαϊκής δύναμης, την οποία καλλιεργούσε συστηματικά το ελληνικό
κράτος για τον εαυτό του.
Επιπλέον,
είχε ήδη ξεκινήσει η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και τα μειονοτικά
και εθνικά ζητήματα άρχισαν να αποκτούν ξανά μια επικίνδυνη διάσταση
στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα έπρεπε να κλείσει
εσπευσμένα ένα μειονοτικό πρόβλημα που θα μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες
διαστάσεις, για να αφοσιωθεί στις προσπάθειες εκμετάλλευσης των νέων
δυνατοτήτων που διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια για τον ελληνικό
καπιταλισμό.
Φυσικά
η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής δεν έγινε με κριτήριο τα δικαιώματα
της μειονότητας και η βασική επιδίωξη του ελληνικού κράτους ήταν η
διατήρηση όσων περισσότερων περιορισμών μπορούσαν να χωρέσουν στο νέο
πολιτικό μοντέλο αντιμετώπισης της μειονότητας. Η βασική γραμμή αυτής
της πολιτικής εξακολούθησε να είναι η μη αναγνώριση εθνικών
χαρακτηριστικών στη μειονότητα και η άρνηση παροχής δικαιωμάτων
οποιασδήποτε μορφής μειονοτικής αυτοδιοίκησης. Οι μουφτήδες
εξακολούθησαν να διορίζονται αντί να εκλέγονται, το ίδιο και οι
διαχειριστικές επιτροπές των βακουφικών περιουσιών. Μάλιστα, οι
βακουφικές περιουσίες δεν αναγνωρίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα, με
αποτέλεσμα να φορολογούνται κανονικά και να έχουν οδηγηθεί σε χρεωκοπία.
Η πιο χαρακτηριστική όμως ένδειξη των ορίων αυτής της πολιτικής είναι η
κατάργηση του εκλογικού νόμου που έδινε τη δυνατότητα στους
μειονοτικούς να εκλέγουν ανεξάρτητο υποψήφιο (το όριο του 3% για την
είσοδο στη βουλή). Αυτό το τελευταίο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι αντιδημοκρατικές πρακτικές που
εφαρμόζονται εναντίον των μειονοτήτων πλήττουν σταδιακά το σύνολο των
εργαζόμενων μαζών.
Μετά το 1990
Έκτοτε,
μπορούμε να πούμε ότι η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους
συνεχίζει σ’ αυτή τη γραμμή, της εντός ορίων ανεκτικότητας. Υπήρξαν
σημαντικές θετικές μεταρρυθμίσεις, στο χώρο κυρίως της εκπαίδευσης, και
μια σειρά «διοικητικών οχλήσεων» έχουν καταργηθεί. Η συμβολική
χειρονομία της αλλαγής της μειονοτικής πολιτικής ήταν η κατάργηση στα
μέσα της δεκαετίας του ’90, της μπάρας που κρατούσε απομονωμένα τα
πομακικά ορεινά χωρά.
Παρ’
όλ’ αυτά, η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής αφορά στην μετατόπιση των
κεντρικών της αξόνων και όχι στη βασική πολιτική αντίληψη του ελληνικού
κράτους, σύμφωνα με την οποία οι μη αφομοιώσιμες εθνικές μειονότητες
αποτελούν εσωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και εξακολουθεί να ισχύει η
απαγόρευση της ελεύθερης διακήρυξης της τουρκικής ταυτότητας της
μειονότητας.
Επιπλέον,
οι προσπάθειες να αντιπαραθέσουν απέναντι στην τουρκική εθνική
ταυτότητα (την οποία το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει) μια πομακική
ταυτότητα (και τα τελευταία χρόνια και μία τσιγκάνικη/ρομά)
συνεχίζονται. Πρωταγωνιστές αυτής της εθνικής προσπάθειας είναι το
κράτος με τους μηχανισμούς του, τα αστικά κόμματα και κυρίως η
ακροδεξιά, επιχειρηματικοί κύκλοι, καθώς και διάφορες, αρμόδιες ανά
περίσταση, ευρωπαϊκές και εγχώριες ΜΚΟ. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν
δεν έχουν να κάνουν πια με μετρήσεις των κρανίων των Πομάκων (οι οποίες
κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 «αποδείκνυαν» την αρχαιοελληνική
καταγωγή των Πομάκων), αλλά με δικαιώματα στη χρήση της μητρικής γλώσσας
και στον πολιτισμό (των Πομάκων και των Τσιγγάνων – ποτέ όμως των
Τούρκων). Ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι οι Πομάκοι (και δευτερευόντως
οι Τσιγγάνοι/Ρομά, επειδή συνήθως τους ξεχνάνε) καταπιέζονται από τον
τουρκικό εθνικισμό ή από το τουρκικό προξενείο, ενώ το ελληνικό κράτος
κλείνει τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων
τους. Η έξαρση αυτής της προπαγανδιστικής πομακολογίας, μπορεί να
βρίσκει ανταπόκριση σε τμήματα του πομακικού πληθυσμού. Η πλειοψηφία
όμως των Πομάκων δεν φαίνεται να συγκινείται από τα επιχειρήματα αυτών
οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους είχαν μαντρώσει πάνω στα
βουνά, καθηλώνοντάς τους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παραπλήσια
αποτελέσματα έχει και η ενασχόληση με τους Τσιγγάνους/Ρομά, πολλοί ή και
οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πια ως μητρική τους γλώσσα τα
τούρκικα και αδυνατούν να κατανοήσουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η
ρομανί σε μια εκπαίδευση στην οποία ακόμα και σήμερα δεν έχουν πρόσβαση.
Όλες
αυτές οι δραστηριότητες, παρά το γεγονός ότι έχουν την στήριξη του
κράτους, δεν αποτελούν εντούτοις την επίσημη γραμμή αντιμετώπισης της
μειονότητας. Η επίσημη γραμμή προσπαθεί να παρακάμψει τα ζητήματα των
εθνοτικών διαφοροποιήσεων και των εθνικών ταυτοτήτων και να διαμορφώσει
(κυρίως μέσω της εκπαίδευσης) ένα στρώμα μειονοτικής ελίτ, η οποία θα
αποτελέσει δεξαμενή άντλησης ενός δυναμικού που θα στελεχώσει τις
μειονοτικές βαθμίδες του ελληνικού αστικού κράτους. Απαραίτητη βέβαια
προϋπόθεση αυτού του σχεδίου είναι η διαμόρφωση μιας μοντερνισμένης
ελληνικής εθνικής ταυτότητας, η οποία θα στεφανώνεται από την αίσθηση
ότι ο φορέας της είναι πολίτης μιας χώρας η οποία ανήκει σε ένα
συνασπισμό ισχυρών κρατών (της ΕΕ). Μια τέτοια ταυτότητα, θα μπορούσαν
να την αποδεχτούν και τα μέλη της μειονοτικής ελίτ, καθώς δεν θα έθετε
ως βασική της προϋπόθεση την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Αυτά
είναι τα όρια των δικαιωμάτων που μπορεί να αναγνωρίσει το ελληνικό
κράτος για τις μειονότητες. Εξάλλου, ολόκληρη σχεδόν τη δεκαετία του ’90
έγινε προσπάθεια αλλαγής της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής με την
εγκατάσταση παλιννοστούντων από την πρώην ΕΣΣΔ, για να «τονωθεί» η
«ελληνικότητα» της Θράκης. Στους ανθρώπους αυτούς δόθηκαν κίνητρα και
διευκολύνσεις εγκατάστασης, όχι όμως δουλειές, με αποτέλεσμα, για να
μπορέσουν να επιβιώσουν, να ενταχθούν στις ήδη υπάρχουσες οικονομικές
δικτυώσεις (μικρεμπορίου κυρίως), στις οποίες κυριαρχούσαν οι
μειονοτικοί Τούρκοι και φυσικά χρησιμοποιώντας την τουρκική γλώσσα, την
οποία αρκετοί παλιννοστούντες είχαν μάθει στις περιοχές από τις οποίες
προέρχονταν (ενώ αρκετοί δεν μιλούσαν ελληνικά).
«Μουσουλμανική Μειονότητα» ή τουρκική μειονότητα; Κατασκευές και συγκρούσεις ταυτοτήτων
Εάν,
όπως δέχονται όλοι οι μελετητές του εθνικού φαινομένου, τα έθνη
παράγονται στη βάση συγκεκριμένων ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, οι
οποίες αναδείχτηκαν την περίοδο του καπιταλισμού, και εάν καταλυτικό
ρόλο στην παραγωγή του έθνους παίζει το αστικό κράτος, τότε πώς μπορούμε
να ερμηνεύσουμε την «παραγωγή» μιας εθνικής μειονότητας; Όχι μόνο η
επίσημη άποψη, αλλά και τμήμα της αριστεράς ισχυρίζονται ότι η
μειονότητα της Θράκης απέκτησε εθνικά χαρακτηριστικά μέσω της δράσης του
τουρκικού κράτους. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο, ένα
οποιοδήποτε κράτος να μην μπορεί να διαμορφώσει εθνική συνείδηση σε ένα
τμήμα του πληθυσμού του αλλά να μπορεί να το κάνει αυτό στον πληθυσμό
που βρίσκεται υπό την εξουσία ενός άλλου κράτους.
Στην
πραγματικότητα η άποψη ότι το κράτος συμβάλει καθοριστικά στην παραγωγή
του έθνους ισχύει και στην περίπτωση των μειονοτήτων. Αλλά είναι το
ελληνικό κράτος αυτό το οποίο συνέβαλε στον μετασχηματισμό μιας
προεθνικής, αγροτικής και κατά βάση θρησκευτικής κοινότητας σε εθνική
μειονότητα, με τουρκική εθνική ταυτότητα.
Ο
μουσουλμανικός αγροτικός πληθυσμός τον οποίο η Συνθήκη της Λωζάνης
παραχώρησε ως μειονότητα στο ελληνικό κράτος, βρέθηκε από την πρώτη
στιγμή εκτός εθνικού κορμού, καθώς δεν πληρούσε τις βασικές προϋποθέσεις
για να συμπεριληφθεί σ’ αυτόν. Το θρησκευτικό του χαρακτηριστικό (η
θρησκεία του Ισλάμ) λειτουργούσε ως απαγορευτικό όριο σε κάθε προσπάθεια
εθνικής αφομοίωσης, ενώ γεωστρατηγικοί λόγοι (αντιπαράθεση με την
Τουρκία) τον καθιστούσαν συνεχώς εθνικά ύποπτο. Όταν όμως το
έθνος/κράτος αποκλείει (περιθωριοποιεί, καταπιέζει) μια προεθνική
κοινότητα, ως μη ικανή να συμπεριληφθεί στο έθνος, της δίνει ενιαία
χαρακτηριστικά (ενιαία κριτήρια αποκλεισμού) και την υποχρεώνει να
αναλογιστεί τον εαυτό της με εθνικούς όρους, καθώς τα κριτήρια του
αποκλεισμού της έχουν εθνικά χαρακτηριστικά. Στον κόσμο των εθνών το πιο
πιθανό είναι ότι θα ισχύσει η εξίσωση: κάποιος δεν μπορεί να ανήκει σε
ένα έθνος, άρα ανήκει σε κάποιο άλλο έθνος.
Οι
διακρίσεις του ελληνικού κράτους ωθούσαν έτσι τα άτομα που τις
υφίσταντο να αναλογιστούν τους εαυτούς τους ως μια κοινότητα με κοινά
χαρακτηριστικά και τρόπο ζωής. Ήταν φυσικό μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες να
καταφέρουν να εκφράσουν με εθνικούς όρους αυτή την κατάσταση εκείνες οι
ηγετικές μειονοτικές ομάδες, οι οποίες είχαν ήδη εμπλακεί σε εθνικές
πολιτικές δραστηριότητες και διέθεταν τον κατάλληλο υλικό εξοπλισμό: οι
νεωτεριστές κυρίως (και σε μικρότερο βαθμό και οι παλαιομουσουλμάνοι) οι
οποίοι είχαν ήδη διαμορφώσει τουρκική εθνική συνείδηση και είχαν υπό
τον έλεγχό τους τη διακίνηση του έντυπου υλικού (μειονοτικές
εφημερίδες), τα θρησκευτικά και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εξάλλου,
υπήρχε κληρονομημένο από την προεθνική φάση το συνδετικό στοιχείο της
κοινής θρησκείας και κυρίως της κοινής γλώσσας επικοινωνίας.
Ο
βασικότερος όμως παράγοντας που συντέλεσε στη διαμόρφωση τουρκικής
μειονοτικής συνείδησης για ολόκληρο τον μουσουλμανικό πληθυσμό, έχει να
κάνει με την διαπλοκή των ταξικών με τις εθνικές/εθνοτικές ιεραρχήσεις
στην περιοχή. Η εθνοτική ιεράρχηση, η οποία κατατάσσει στην ανώτερη
βαθμίδα τους «τουρκογενείς» και στην κατώτερη τους Τσιγγάνους/Ρομά,
εκτός του ότι αποτελεί ένα κλειστό σύστημα, απέναντι στο οποίο ο
«πλειονοτικός» πληθυσμός είναι εξωτερικός, αν και ανώτερος (εξαιτίας των
εθνικών αποκλεισμών, διακρίσεων), το σύστημα αυτό αποτελεί ταυτόχρονα
και ένα πεδίο ανάπτυξης ταξικών σχέσεων και ιεραρχήσεων, οι οποίες μόνο
ως σύστημα συναντιόνται και διαπλέκονται με το «εθνικό» σύστημα ταξικών
ιεραρχήσεων. Στη βάση λοιπόν αυτού του διπλού και διπλά κλειστού
συστήματος ιεράρχησης, μπόρεσαν να διαμορφωθούν ενιαίες εθνικές
αφηγήσεις, αλλά και να παραχθούν συγκεκριμένα υλικά αποτελέσματα. Διότι
αυτό το σύστημα διαμορφώνει ταυτόχρονα προστατευτικές συνθήκες για να
αντιμετωπιστεί η καταπιεστική πολιτική του κυρίαρχου κράτους.
Έχουμε
λοιπόν την περίπτωση δημιουργίας μιας αμυντικής μειονοτικής συνείδησης,
η οποία υιοθετεί την τουρκική ταυτότητα, ως το πιο ισχυρό μέσο άμυνας.
Να αναφέρουμε δύο παραδείγματα: Οι Μουσουλμάνοι Τσιγκάνοι/Ρομά της
Θράκης οι οποίοι θεωρήθηκε ότι ανήκουν σε μία ενιαία «Μουσουλμανική
Μειονότητα», έχουν πολιτικά δικαιώματα από το 1923, σε αντίθεση με τους
Ρομά της υπόλοιπης Ελλάδας οι οποίοι απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα μόλις
τη δεκαετία του ’70. Οι μουσουλμάνοι Πομάκοι παρέμειναν στην Ελλάδα
επειδή κι αυτοί θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στην ενιαία «Μουσουλμανική
Μειονότητα». Είναι λογικό λοιπόν και για τις δύο εθνοτικές ομάδες να
υιοθετούν μια ενιαία μειονοτική εθνική συνείδηση το βασικό
χαρακτηριστικό της οποίας διαμορφώνεται από την εθνοτική ομάδα που
βρίσκεται στην κορυφή της εθνοτικής πυραμίδας. Ο,τι δηλαδή έγινε και με
την περίπτωση των Αρβανιτών και των Ελλήνων την περίοδο πριν και μετά
την επανάσταση του ’21. Άλλα και ο,τι συνέβη σε πολλές περιπτώσεις
μεταξύ διαφόρων αποικιοκρατούμενων εθνοτικών ομάδων, οι οποίες
υιοθέτησαν την ταυτότητα της πιο ισχυρής εθνοτικής ομάδας, π.χ., οι
Καβύλιοι/Βέρβεροι και οι Άραβες στην Αλγερία.
Δεν
παραβλέπουμε φυσικά τον ρόλο του τουρκικού κράτους σε αυτή τη
διαδικασία, ο ρόλος όμως αυτός είναι επικουρικός. Το τουρκικό κράτος
λειτούργησε ως σημείο αναφοράς στις διαδικασίες διαμόρφωσης της
τουρκικής μειονοτικής ταυτότητας και δεν τη δημιούργησε. Ακόμα κι αν
υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ανάμειξη της Τουρκίας και πάλι οι
διαδικασίες που ωθούσαν τις τρεις εθνοτικές ομάδες να αποκτήσουν μια
ενιαία μειονοτική συνείδηση θα παρέμεναν οι ίδιες, αλλά και πάλι θα
υιοθετούσαν την τουρκική ταυτότητα, καθώς ούτε οι Πομάκοι, ούτε οι
Τσιγγάνοι/Ρομά μπορούσαν να διαμορφώσουν για το σύνολο της μειονότητας
μια πομακική ή μια τσιγγανική ταυτότητα.
Η τουρκική μειονότητα της Ελλάδας και η αριστερά
Υπάρχουν δύο ισχυρισμοί οι οποίοι είναι αρκετά διαδεδομένοι μέσα στην αριστερά:
Ότι
εάν αποδεχτούμε μια ενιαία μειονοτική τουρκική εθνική συνείδηση, τότε
παραβλέπουμε τις διαδικασίες κυριαρχίας και επιβολής που συνοδεύουν
πάντοτε τις συγκροτήσεις εθνικών ταυτοτήτων. Ότι δηλαδή παραβλέπουμε την
υποβάθμιση των πολιτιστικών χαρακτηριστικών των δύο άλλων εθνοτικών
ομάδων (Πομάκων και Τσιγγάνων).
Και
ότι οι πολιτικές γραμμές της αριστεράς θα πρέπει να παρακάμπτουν τους
εθνικούς διαχωρισμούς και να αναδεικνύουν την ταξική ενότητα των
καταπιεσμένων εργατικών μαζών, που βρίσκονται από τη μια και την άλλη
πλευρά των εθνικών ορίων.
Ο
πρώτος ισχυρισμός θεωρούμε ότι έχει απαντηθεί. Θα επισημάνουμε εδώ, ότι
δεν πρέπει να συγχέουμε τις εθνικές ταυτότητες, οι οποίες είναι κατά
βάση πολιτικές ταυτότητες (συγκροτούνται δηλαδή πάντοτε σε σχέση ή σε
αντιπαράθεση με την κρατική εθνο-ομογενοποιητική εξουσία) με τις
εθνοτικές ταυτότητες οι οποίες εμπεριέχονται συνήθως στις εθνικές
ταυτότητες και πολιτικοποιούνται από αυτές. Οι εθνικές και οι εθνοτικές
ταυτότητες δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν ως τέτοιες, χωρίς να
υποβαθμιστούν οι δεύτερες. Οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους να
αναδείξει τις εθνοτικές ταυτότητες των Πομάκων και των Τσιγγάνων/Ρομά,
προσκρούει πάνω στο γεγονός, ότι και οι δύο εθνοτικές ομάδες
εξακολουθούν να βιώνουν τον αποκλεισμό (και τα αποτελέσματα του
αποκλεισμού) από τον ελληνικό εθνικό κορμό. Έτσι, η ανάδειξη των
εθνοτικών τους ταυτοτήτων εμφανίζεται ως μία από τις μεθόδους του
αποκλεισμού τους.
Πρέπει
να απαντήσουμε στον δεύτερο ισχυρισμό. Ο στρατηγικός στόχος της
αριστεράς είναι (ή θα πρέπει να είναι) η κατάργηση των εθνικών,
θρησκευτικών κτλ. διαφορών μεταξύ των εργαζομένων μαζών και,
μακροπρόθεσμα, η κατάργηση ακόμα και των συνόρων. Οι εργαζόμενες μάζες,
θα πρέπει να έχουν κατακτήσει και να διατηρούν την ελευθερία δράσης,
έτσι ώστε να μπορούν να αγωνίζονται γι’ αυτούς τους στόχους, καθώς και
για άλλους πιο βραχυπρόθεσμους, όπως είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής
τους. Θα πρέπει δηλαδή να έχουν κατακτήσει ένα σημαντικό επίπεδο
δημοκρατικών ελευθεριών, το οποίο θα αγωνίζονται να το διευρύνουν. Γιατί
χωρίς ένα δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας και δράσης δεν μπορούν (ή
τέλος πάντων είναι πολύ δύσκολο) να αγωνιστούν για τους βραχυπρόθεσμους
και για τους μακροπρόθεσμους στόχους. Το δικαίωμα στον εθνικό
αυτοπροσδιορισμό, και η κατάργηση των διακρίσεων αποτελούν βασικά
δημοκρατικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να κατακτηθούν για να μπορέσουν
οι εργαζόμενες μάζες που τα στερούνται, να αγωνιστούν με καλύτερους
όρους ενάντια στην καταπίεση. Η ταξική ενότητα των εργαζομένων δεν θα
μπορεί να επιτευχθεί, όσο οι εργαζόμενοι της κυρίαρχης εθνότητας δεν
αναγνωρίζουν αυτό το δικαίωμα στους εργαζόμενους της μειονότητας και δεν
αγωνίζονται γι’ αυτό,
επειδή έτσι θα κλείνουν τα μάτια απέναντι στις διακρίσεις και την
καταπίεση που υφίστανται οι δεύτεροι (ή ακόμα και θα συντάσσονται με την
πολιτική διακρίσεων του αστικού κράτους). Και μόνο εάν τα δικαιώματα
των μειονοτήτων, και πρώτ’ απ’ όλα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού,
αναδειχθούν ως κεντρικά αιτήματα πάλης του εργατικού κινήματος, θα
πεισθούν οι εργαζόμενες μάζες της μειονότητας να εγκαταλείψουν τις
αστικές/μικροαστικές εθνικιστικές ηγεσίες και να ενταχθούν στην
αριστερά.
Αλλά
όμως η αριστερά θα πρέπει να είναι απολύτως συνεπής στην υποχρέωσή της
να υποστηρίζει τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η τουρκική μειονότητα τα
τελευταία χρόνια μετατοπιζόταν σταθερά προς τα αριστερά, ψηφίζοντας
ΣΥΡΙΖΑ. Ο
ΣΥΡΙΖΑ όμως αποδείχτηκε όχι μόνο ασυνεπής απέναντι στις προσδοκίες της
μειονότητας, αλλά, ακόμα χειρότερα, επιχείρησε να δώσει εγγυήσεις προς
το αστικό κράτος, ότι εάν γίνει κυβέρνηση, δεν θα αλλάξει η πολιτική
γραμμή που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια απέναντι στη μειονότητα (μη
αναγνώριση τουρκικής μειονοτικής εθνικής ταυτότητας, διάσπαση της
μειονότητας με πρόσχημα τις αξίες της πολυπολιτισμικότητας, συνεργασία
με μειονοτικούς που υλοποιούν την κρατική πολιτική). Το αποτέλεσμα ήταν η
εκλογική καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ στη Ροδόπη και την Ξάνθη (Ροδόπη,
Ιούνιος 2012: 19,75% - Μάιος 2014: 10,83%. Ξάνθη, Ιούνιος 2012: 38,56% -
Μάιος 2014: 17,11%). Η στάση αυτή, την οποία οι μειονοτικοί είδαν ως
προδοσία των διεκδικήσεών τους, τους οδήγησε πίσω στις εθνικιστικές τους
ηγεσίες και στο Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας,
το οποίο προβάλλοντας το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού (της
τουρκικής ταυτότητας) κέρδισε την συντριπτική πλειοψηφία στις περιοχές,
όχι μόνο των «τουρκογενών», αλλά και (κυρίως) των Πομάκων (και πιθανόν
και των Τσιγγάνων/Ρομά).
Ούτε
το ΚΚΕ επιχείρησε ποτέ να απευθυνθεί στις εργαζόμενες μάζες της
μειονότητας και να υπερασπίσει το δικαίωμά τους στον εθνικό
αυτοπροσδιορισμό. Αντίθετα, συναγωνίζεται τους πιο εθνικιστικούς κύκλους
στην κινδυνολογία ότι «η προβολή
της λογικής του λεγόμενου “συλλογικού αυτοπροσδιορισμού”, [...]
διευκολύνει τα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα να εγείρουν “μειονοτικά”,
“εθνικά”, “θρησκευτικά” ζητήματα όπου αυτό τους είναι χρήσιμο, με ΗΠΑ
και ΕΕ να πρωτοστατούν σε αυτήν τη λογική» (Ριζοσπάστης,
24 Απριλίου 2014). Ούτε λίγο – ούτε πολύ, θεωρεί ότι η μειονότητα (η
πλειοψηφία της οποίας διεκδικεί το δικαίωμα του «συλλογικού
αυτοπροσδιορισμού») είναι πράκτορας των «ιμπεριαλιστικών κέντρων».
Η
ταξική ενότητα μειονοτικών Τούρκων και Ελλήνων εργαζομένων μπορεί να
υπάρξει μόνο στη βάση μιας πολιτικής η οποία θα έρχεται σε ρήξη με όλες
τις παραλλαγές της πολιτικής που εφαρμόζει εδώ και πολλές δεκαετίες το
αστικό κράτος εναντίον
της τουρκικής μειονότητας. Που θα αμφισβητεί και θα στρέφεται ενάντια
στις εκάστοτε ερμηνείες της θεωρίας του «εθνικού συμφέροντος»
(χριστιανών Ελλήνων εργαζομένων και αφεντικών), προβάλλοντας τα κοινά
ταξικά συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών και την υπεράσπιση των
δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Αυτή η ταξική, αντικαπιταλιστική πολιτική
θα πρέπει να διατυπώνει με καθαρότητα τους στόχους της για να γίνεται
αποτελεσματική:
Θα
πρέπει να αναγνωριστεί ότι η συντριπτική πλειονότητα και των τριών
εθνοτικών ομάδων έχει υιοθετήσει την τουρκική εθνική συνείδηση. Η
αριστερά θα πρέπει να αναγνωρίσει στη μειονότητα αυτό το δικαίωμα και να
το υποστηρίξει ενάντια στο αστικό κράτος που της το αρνείται.
Παρ’
όλο που το σύνολο σχεδόν της τουρκικής μειονότητας διαμένει στη Θράκη,
δεν είναι παρ’ όλ’ αυτά «μειονότητα της Δυτικής Θράκης» αλλά μειονότητα
της χώρας και άρα θα πρέπει να τα άτομα που την αποτελούν να έχουν τα
ίδια δικαιώματα, όπου κι αν διαμένουν.
Θα
πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα στη μειονοτική αυτοδιοίκηση: εκλογή
αντιπροσώπων, διαχειριστών της μειονοτικής περιουσίας, θρησκευτικής
ηγεσίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό των
μειονοτικών θεσμών να επιτρέψουμε στο κράτος να καταργήσει το μειονοτικό
οικογενειακό δίκαιο που βασίζεται στη σαρία.
Προφανώς το θρησκευτικό δίκαιο είναι αντιδραστικό και θα πρέπει να
αντικατασταθεί από ένα δημοκρατικό και ανεξίθρησκο νομικό πλαίσιο που θα
σέβεται τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά αυτό θα το αποφασίσει η ίδια η
μειονότητα μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Η απαίτηση να καταργηθεί
το μειονοτικό θρησκευτικό οικογενειακό δίκαιο από το ελληνικό κράτος
ισοδυναμεί με απαίτηση κατάργησης και των ελάχιστων μειονοτικών
αυτοδιοικητικών δικαιωμάτων και γι’ αυτό και η μειονότητα αντιδρά.
Εξάλλου, όταν είχε ζητηθεί η αντικατάστασή του με ένα κοσμικό δίκαιο, το
ελληνικό κράτος αρνήθηκε. Η αριστερά θα πρέπει να αγωνίζεται για να
έχει η τουρκική μειονότητα το δικαίωμα να αποφασίζει η ίδια δημοκρατικά
για το νομικό πλαίσιο της μειονοτικής αυτοδιοίκησης.
Η
μειονότητα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην εκπαιδευτική διαδικασία
των μελών της, ακόμα και να διατηρεί μειονοτικά σχολεία. Το ελληνικό
κράτος όμως θα πρέπει να υποχρεωθεί να εφαρμόσει ένα δημόσιο, δίγλωσσο
εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην περιοχή,
κοινό για τα παιδιά και τους νέους και των δύο κοινοτήτων (πλειονοτικής
και μειονοτικής), έτσι ώστε να ξεπερνιούνται οι εθνικές οριοθετήσεις
και να μπορούν να επικοινωνούν άμεσα οι εργαζόμενες μάζες και των δύο
κοινοτήτων. Θετικές διακρίσεις (ποσόστωση κτλ) στην εκπαίδευση για τα
παιδιά της μειονότητας, έτσι ώστε να ισοσταθμίζεται η ανισότητα που
προκύπτει από τις εις βάρος της μειονότητας διακρίσεις.
Οι
κρατικές υπηρεσίες και ο διοικητικός μηχανισμός της περιοχής θα πρέπει
να στελεχωθεί από άτομα της μειονότητας, σε αναλογία με τον πληθυσμό
της. Το σύνολο των εγγράφων και αποφάσεων που αφορούν την περιοχή θα
πρέπει να γράφεται και στις δύο γλώσσες (ελληνικά και τουρκικά). Η
επικοινωνία του κράτους με τους πολίτες στην περιοχή θα πρέπει να
γίνεται και στις δύο γλώσσες. Τα άτομα της μειονότητας θα πρέπει να
έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την δική τους γλώσσα στο δημόσιο λόγο
και το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους μειονοτικούς Τούρκους
βουλευτές.
Το
κράτος θα πρέπει να υποστηρίξει πολιτικά και υλικά κάθε αίτημα της
τουρκικής μειονότητας και των εθνοτικών της ομάδων (Πομάκων και
Τσιγγάνων/Ρομά) που αφορά στην προστασία των πολιτιστικών τους
χαρακτηριστικών. Εάν το επιθυμούν οι κοινότητες των Πομάκων και των
Τσιγγάνων/Ρομά, να μπορούν τα παιδιά τους να διδάσκονται τις μητρικές
τους γλώσσες σε δημόσια σχολεία.
Νομική
προστασία της μειονότητας από τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία που
προωθείται στην περιοχή από ακροδεξιές οργανώσεις και ομάδες.
Κατάργηση
του εκλογικού νόμου που προϋποθέτει το 3% για την είσοδο στη βουλή,
νόμος ο οποίος ψηφίστηκε για να πλήξει τα δημοκρατικά δικαιώματα της
τουρκικής μειονότητας αλλά ταυτόχρονα και το σύνολο του εργαζόμενου
λαού.
Η
αριστερά δε μπορεί να καλύπτεται (πίσω) από την υποστήριξη της Συνθήκης
της Λωζάνης. Η Συνθήκη της Λωζάνης (την οποία πολλές φορές η Ελλάδα
έχει παραβιάσει) είναι ένα από τα δύο νομικά κείμενα που επιβιώνουν από
την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών. Δηλαδή πρόκειται για ένα απαρχαιωμένο
κείμενο, που συντάχτηκε σε μία ιστορική συγκυρία εντελώς διαφορετική
από αυτή που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκτοτε, η
αρνητική εμπειρία των γενοκτονιών εθνικών μειονοτήτων και εθνοτικών
ομάδων την περίοδο 1940-1945, οι θετικές εμπειρίες των
εθνικοαπελευθερωτικών αντιαποικιακών κινημάτων και οι δημοκρατικές
κατακτήσεις της εργατικής τάξης, έχουν τροποποιήσει ριζικά τις
αντιλήψεις με τις οποίες πρέπει να προσεγγίζονται τα δικαιώματα των
μειονοτήτων. Πρέπει να επιμείνουμε, ότι τα δικαιώματα της τουρκικής
μειονότητας της Ελλάδας, δεν προκύπτουν και δεν κατοχυρώνονται (και πολύ
περισσότερο, δεν περιορίζονται) από τις διεθνείς συνθήκες που θα
αποδεχτεί ή δεν θα αποδεχτεί ο ελληνικός καπιταλισμός, αλλά από των
αγώνα των καταπιεσμένων για περισσότερες ελευθερίες και περισσότερα
δικαιώματα στη χώρα τους.
Θα
πρέπει τέλος να συγκρουστούμε με όλες εκείνες τις απόψεις οι οποίες –
ακόμα και μέσα στην αριστερά, θεωρούν την μειονότητα πραγματικό ή εν
δυνάμει πράκτορα του τουρκικού εθνικισμού εναντίον της «χώρας μας». Η
λειτουργία του τουρκικού προξενείου και οι σχέσεις της μειονότητας με
αυτό, δεν την καθιστούν φορέα τουρκικού εθνικισμού. Το μεγαλύτερο
πρόβλημα στο ρόλο που παίζουν οι μειονοτικές δικτυώσεις που
συγκροτούνται γύρω από το τουρκικό προξενείο, είναι ότι αυτές
λειτουργούν στην πραγματικότητα, ως δεξαμενές εκλογικής πελατείας για τα
αστικά κόμματα (ΝΔ και μέχρι πρόσφατα και ΠΑΣΟΚ) και ως μηχανισμοί
πειθάρχησης των μειονοτικών μαζών στη συνολική πολιτική του ελληνικού
κράτους (πχ, για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού). Από αυτή την
άποψη, οι εθνικιστικές δικτυώσεις που συγκροτούνται γύρω από το τουρκικό
προξενείο, αποτελούν το μειονοτικό τμήμα των μηχανισμών του ελληνικού
αστικού κράτους.
Κάτι
ανάλογο συμβαίνει και με τον αγώνα της τουρκικής μειονότητας για τα
δικαιώματά της. Η μειονότητα διεκδικεί τον εκδημοκρατισμό του ελληνικού
κράτους και από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα και ότι οι
διεκδικήσεις της έχουν ένα βαθιά «εθνικό»
περιεχόμενο, καθώς αφορούν στη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων
και ελευθεριών, δηλαδή στην αλλαγή του συνολικού πολιτικού συσχετισμού
μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και των κυριαρχούμενων τάξεων στην Ελλάδα.
Οι διεκδικήσεις της τουρκικής μειονότητας έχουν ταυτόχρονα διεθνιστικό
περιεχόμενο, καθώς η δικαίωσή τους δίνει μια δυνατότητα να μπορέσουν οι
κυριαρχούμενοι στην Ελλάδα να αντιτάξουν τη δική τους ταξική απάντηση
στους κινδύνους που εγκυμονούνται στους ανταγωνισμούς του ελληνικού με
τον τούρκικο καπιταλισμό.
Πηγή: Σπάρτακος, τεύχος 114, Ιούλιος 2014. Αναδημοσίευση: Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων – Δίκτυο Ελεύθερων Φαντάρων Σπάρτακος, 22 Ιουνίου 2017.
Βιβλιογραφία
Aarbakke Vemund, The muslim minority of Greek Thrace, Διδακτορική διατριβή, Universitet i Bergen, Μπέργκεν 2000, http://rc.pekem.org/files/documents/433_The_Muslim_Minority_of_Greek_Thrace.pdf.
Aarbakke Vemund. «Pomak Language Usage and the Spell of Nationalism: The Case of the Pomaks in Greece», Slavia Islamica: language, religion and identity, 25, σσ., 149-177, 2012 http://src-h.slav.hokudai.ac.jp/coe21/publish/no25_ses/24article.pdf.
Ανδριώτης Νίκος, «Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Κρήτη 1821-1924: ένας αιώνας συνεχούς αναμέτρησης εντός και εκτός του πεδίου μάχης», Μνήμων, 26, σσ. 63-94, http://www.mnimon.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/834/1459.pdf.
Άντερσον Μπένεντικτ, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
Βεργόπουλος Κώστας, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Εξάντας, Αθήνα 1975.
Βέργου Μαρία, «Η εφαρμογή του ιερού μουσουλμανικού νόμου (σαρία) στην ελληνική έννομη τάξη», Αθήνα 2013, http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&ved=0CCYQFjAA&url=http%3A%2F%2Fwww.nsk.gov.gr%2Fwebnsk%2Fpdf.jsp%3Ffileid%3D30756821&ei=Vc6QUzbwndMFnZKB4Ag&usg=AFQjCNFSJ84OT8_5t8lbw_-xSkOwTFJ6oQ&bvm=bv.68445247,d.bGQ.
Βόγλη Ελπίδα Κ., «Έλληνες το γένος». Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007.
Balibar Ε., «Έρευνες πάνω στον εθνικισμό και το ρατσισμό», Θέσεις, τεύχος 25, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1988, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=233&Itemid=29.
Balibar Étienne, «Homo nationalis: Μια ανθρωπολογική σκιαγράφηση της Μορφής Έθνους», http://nicomedia.math.upatras.gr/sm/Balibar_HomoNationalis_EllinikiMetafrasi.pdf (από http://thrymmata.blogspot.com/2006/10/balibar-homo-nationalis.html )
Barth Fredrik, «Introduction» στο Ethnic groups and boundaries. The social organization of culture difference, Universitetsforlaget, Όσλο 1969 (ή «Introduction» στο: http://walk2geographies.files.wordpress.com/2009/03/barth-introduction-ethnic-groups-and-boundaries.pdf
Γεωργαλίδου Μαριάνθη, Καϊλή Χασάν, Çeltek Aytaç, «Γλωσσικά
ρεπερτόρια και ζητήματα ταυτότητας: Η δίγλωσση στα ελληνικά και
τουρκικά κοινότητα των Μουσουλμάνων της Ρόδου», Διεπιστημονικές
προσεγγίσεις του μειονοτικού και μεταναστευτικού φαινομένου: Η ελληνική
συγκυρία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, Κ.Ε.Μ.Ο., 15-17 Δεκεμβρίου
2006, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, http://www.kemo.gr/doc.php?fld=doc&doc=110.pdf.
Γιαννόπουλος Αριστείδης, Ψαρράς Δημήτρης, «Το “ελληνικό 1955”. Η σκλήρυνση της “εθνικής γραμμής” και η μειονότητα», Σχολιαστής, τ. 85, Μάρτιος 1990.
Γιαννόπουλος Αρίστος, «Εκλογικά παιγνίδια και σκοπιμότητες στις πλάτες της μειονότητας», Σχολιαστής, τ. 86, Απρίλιος 1990.
Γκλαβίνας Γιάννης, Οι
μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα 1912-1923. Αντιλήψεις και
πρακτικές της ελληνικής διοίκησης, σχέσεις χριστιανούς γηγενείς και
πρόσφυγες, Διδακτιρική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας, 2009, http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/26685#page/1/mode/2up.
Γκλαβίνας
Γιάννης, «Η πολιτική της Ελληνικής Διοίκησης απέναντι στη μουσουλμανική
γαιοκτησία των Νέων Χωρών την περίοδο 1912-1922», Ελληνική Ιστορική
Εταιρεία, πρακτικά ΚΖ΄ Συνεδρίου 26 – 28 Μαΐου 2006, Θεσσαλονίκη, http://www.kemo.gr/doc.php?fld=doc&doc=118.pdf.
Clark Bruce, Δυο φορές ξένος. Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία, Ποταμός, Αθήνα 2007.
Δεληγιάννη-Δημητράκου Χ. (επιμ.), Πολιτισμικές
ταυτότητες και πολιτισμικές συγκρούσεις στο δίκαιο των οικογενειακών
σχέσεων και η οπτική του φύλου: Συγκριτική προσέγγιση, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Επιτροπή Ερευνών, Θεσσαλονίκη, http://ec.europa.eu/ewsi/UDRW/images/items/docl_29976_752644965.pdf
Δημούλης Δημήτρης, Γιαννούλη Χριστίνα, Έθνη - τάξεις - πολιτική. Η διαλεκτική του πολέμου, Κριτική, Αθήνα 1995.
Διβάνη Λένα, «H κατάσταση των Τσιγγάνων στην Ελλάδα», http://www.greekhelsinki.gr/bhr/greek/articles2002/rep25_02_02.rtf
Fleming K. E., Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων, Οδυσσέας, Αθήνα 2009.
Gellner Ernest, Έθνη και Εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.
Gellner Ernest, Εθνικισμός. Πολιτισμός, πίστη και εξουσία, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002.
Ζεγκίνης Ευστράτιος, Ο Μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη, Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 2001, http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/0847#page/2/mode/2up.
Ζεγκίνης Ευστράτιος, Γενίτσαροι και Μπεκτασισμός, Γενεσιουργοί Παράγοντες του Βαλκανικού Ισλάμ, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002.
Ηρακλείδης Αλέξης, Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος», Πόλις, Αθήνα 2001.
Hobsbawm E. J., Έθνη και εθνικισμός από το 1870 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1994.
Ιωαννίδου Νατάσα,
«Αναδυόμενες ταυτότητες στις παρυφές της “μουσουλμανικής μειονότητες”
στη Θράκη: η σημασία της “εμπειρίας” στο πλαίσιο της εθνογραφικής
έρευνας», στο Τσιμπιρίδου Φωτεινή (επιμ.), Μειονοτικές και μεταναστευτικές εμπειρίες. Βιώνοντας την «κουλτούρα του κράτους», Κριτική Αθήνα 2009, https://static.eudoxus.gr/books/63/chapter-11663.pdf.
Kedourie Elie, Μειονότητες, θρησκεία και πολιτική, Κατάρτι, Αθήνα 2002.
Kedourie Elie, Ο εθνικισμός, Κατάρτι, Αθήνα 2005.
Κεσίσογλου Γιώργος, «Θρακιώτες
Μουσουλμάνοι στις Δυτικές Συνοικίες της Θεσσαλονίκης: Προβληματισμοί
για την Παρέμβαση και την Ενσωμάτωση με την Άτυπη Εκπαίδευση», http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=6&ved=0CEMQFjAF&url=http%3A%2F%2Fwww.gkesisoglou.gr%2Fwp-content%2Fuploads%2F2009%2F06%2Feisigisi-synedrio-esyn-2007.doc&ei=Us-QU_y2FKaK0AXb34GwCA&usg=AFQjCNHmO-g-3ntVD6q_gUkHdPQpHH2XQA&bvm=bv.68445247,d.bGQ.
Κοτζάμπαση Αθηνά, «Οικογενειακές έννομες σχέσεις Ελλήνων Μουσουλμάνων», ΚΕΘΙ (Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας), Θεσσαλονίκη 2001, http://www.kethi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=162%3A2009-03-11-13-18-50&catid=36%3A—2001&Itemid=23&lang=el.
Κουρμπάν Ντιλέκ, Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Μια ιστορία αμοιβαιότητας: τα μειονοτικά βακούφια στην Ελλάδα και την Τουρκία», Türkiye Ekonomik ve Sosyal Etüdler Vakfι - Ίδρυμα Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών της Τουρκίας, Κωνσταντινούπολη 2010, http://www.tesev.org.tr/assets/publications/file/TR-YN-Vakiflar-Yunanca.pdf.
Κωστόπουλος Τάσος, Το «Μακεδονικό» της Θράκης. Κρατικοί σχεδιασμοί για τους Πομάκους (1956-2008), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
Κωστόπουλος Τάσος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007.
Κωστόπουλος Τάσος, Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2002.
Λέκκας Παντελής Ε., Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Κατάρτι, Αθήνα 1996.
Λένιν Β. Ι., Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό», Προγκρές, 1984
Λένιν Β. Ι., Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση, Ειρήνη, Αθήνα 1975.
Λεπίδα Στυλιανή Ν., Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης: Η διένεξη Νεωτεριστών-Συντηρητικών κατά το Μεσοπόλεμο, Αριστετέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονική 2011, http://invenio.lib.auth.gr/record/129021/files/GRI-2012-8494.pdf
Λιάκος Αντώνης, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; Πόλις, Αθήνα 2005.
Λιθοξόου Δημήτρης, «Η γενοκτονία των μουσουλμάνων», Νέα Ανατολή, 31 Οκτωβρίου 2000 και 2η δημοσίευση συμπληρωμένη: lithoksou.net, 30 Δεκεμβρίου 2010, http://www.lithoksou.net/p/i-genoktonia-ton-moysoylmanon-2000-2010
Μαζάουερ Μαρκ, Τα Βαλκάνια, Πατάκης, Αθήνα 2002.
Μαργαρίτης Γιώργος, Οι ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας: Εβραίοι, Τσάμηδες, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005.
Μαυρογορδάτος Γ., «Οι εθνικές μειονότητες», Χατζηιωσήφ Χ. (επιµ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόµος Β2, Βιβλιόραµα, Αθήνα 2003, σ. 9-35. http://www.academia.edu/2363351/_The_National_Minorities.
Μαυρομάτης Γιώργος, Αντι-εθνικιστικός λόγος στη Θράκη, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006, http://afroditi.uom.gr/mahabbet/Projects/Documents/Pythagoras_II_Mavromatis.pdf.
Mazower Mark, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι 1430-1950, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006.
Μειονότητες στην Ελλάδα, Επιστημονικό Συμπόσιο 7-9 Νοεμβρίου 2002, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
Μηλιός Γιάννης, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Εξάντας, Αθήνα 1988.
Μιχαηλίδης Ιάκωβος Δ., Μετακινήσεις σλαβόφωνων πληθυσμών (1912-1930). Ο πόλεμος των στατιστικών, Κριτική/ΚΕΜΟ, Αθήνα 2003.
Μοσχονάς Σπύρος Α., «Παράλληλες μονογλωσσίες: H περίπτωση της μειονοτικής εκπαίδευσης στη Θράκη», http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&ved=0CC
Μπαλιμπάρ Εττιέν, Βαλλερστάιν Ιμμανουέλ, Φυλή, έθνος, τάξη. Oι διφορούμενες ταυτότητες, Ο Πολίτης, Αθήνα 1991.
Μπαλτσιώτης Λάμπρος, «Στη μέγγενη των δύο εθνικισμών. Με αφορμή τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν: Οι Ρομά της Θράκης και οι πολιτικές απέναντί τους», Χρόνος, 12, Απρίλιος 2014 http://www.chronosmag.eu/index.php/l-plss.html.
Ναιρν Τομ, Λεβύ Μισέλ, Κάμενκα Ευγένιος, Αξελός Λουκάς, Καλόμαλος Θανάσης, Εθνικισμός ο σύγχρονος Ιανός. Πατριωτισμός, διεθνισμός και εθνικό ζήτημα, Στοχαστής, Αθήνα 1998.
Ο Ιός, «Υποσχέσεις χωρίς ιθαγένεια. Η διαιώνιση μιας κραυγαλέας κρατικής παρανομίας, με θύμα τους “ανιθαγενείς” της Θράκης», Ελευθεροτυπία, 6 Μαρτίου 2004, http://www.iospress.gr/mikro2004/mikro20040306.htm.
Ο Ιός, «Η συνταγή της χούντας. Επιδότηση ελληνοχριστιανικών γεννήσεων στη Θράκη», Ελευθεροτυπία, 17 Απριλίου 2005, http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050417a.htm.
Ο Ιός, «Ο ξεχασμένος “εθνικός εχθρός”. Εθνικοφροσύνη και “αρμενική απειλή”», Ελευθεροτυπία, 24 Απριλίου 2005, http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050424a.htm.
Ο Ιός, «Αρμένιοι: “φίλοι” ή “εχθροί”; Επιστολή του καθηγητή Ι. Χασιώτη και απάντηση του “Ιού”», Ελευθεροτυπία, 22 Μαΐου 2005, http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050522a.htm.
Ο Ιός, «Εθνικοφροσύνη με το στρέμμα. Τα “δάνεια της εθνικής σκοπιμότητας” στη Θράκη», Ελευθεροτυπία, 19 Φεβρουαρίου 2006, http://www.iospress.gr/ios2006/ios20060219.htm.
Ο Ιός, «Αλήθειες και ψέματα για την υπόθεση Καρά Χασάν. Στόχος η πολιτική ειρήνης και φιλίας με την Τουρκία”, Ελευθεροτυπία, 23 Μαΐου 2006, http://www.iospress.gr/extra/minority-1.htm.
Ο Ιός, «Η Σύμβαση-φάντασμα. Ντοκουμέντο για τα δικαιώματα της μειονότητας», Ελευθεροτυπία, 11 Ιουνίου 2006, http://www.iospress.gr/ios2006/ios20060611.htm.
Ο Ιός, «Μια νέα πολιτική για τη μειονότητα. Το ΥΠΕΞ αλλάζει τη στάση του για τη Θράκη», Ελευθεροτυπία, 16 Ιουλίου 2006, http://www.iospress.gr/ios2006/ios20060716.htm.
Ο Ιός, «Η ελληνική σαρία. Ιερό Απαρτχάιντ για τις γυναίκες της μειονότητας», Ελευθεροτυπία, 24 Δεκεμβρίου 2006, http://www.iospress.gr/ios2006/ios20061224.htm.
Ο Ιός, «Τα δικαιώματα στο εδώλιο. Μειονότητες υπό δικαστική απαγόρευση», Ελευθεροτυπία, 4 Μαρτίου 2007, http://www.iospress.gr/ios2007/ios20070304.htm.
Ο Ιός, «Δυο πολιτικές για τη μειονότητα. Η εκπαίδευση της Θράκης σε ριάλιτι», Ελευθεροτυπία, 20 Ιουνίου 2010, http://www.iospress.gr/ios2010/ios20100620.htm.
Ο Ιός, «Σουλεϊμάν, ένα ελληνικό σίριαλ. Η μειονότητα, το προξενείο και το βαθύ ελληνικό κράτος», Εφημερίδα των Συντακτών, 27 Απριλίου 2014, http://www.efsyn.gr/?p=192715.
Ο Ιός, «Τα γεράκια της Θράκης. Εκλογικοί σχεδιασμοί στις πλάτες της μειονότητας», Εφημερίδα των Συντακτών, 7 Ιουνίου 2014, http://www.efsyn.gr/?p=204359.
Παπαργυρίου Όλγα, Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης και η εκπαίδευσή της στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή (μεταπτυχιακή εργασία), Θεσσαλονίκη 2007, http://www.24grammata.com/wpcontent/uploads/2011/12/o_thriskeutikos_xaraktiras_24grammata.com_.pdf.
Πετρίδης Τριαντάφυλλος, Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση των μειονοτικών μουσουλμάνων της δυτικής Θράκης (δεκαετία 1950 – δεκαετία 1970), Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα 2013, http://pandemos.panteion.gr:8080/fedora/objects/iid:6507/datastreams/PDF1/content.
Πουλαντζάς Νίκος, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1984.
Πύλια Μάρθα (επιμέλεια), «Τα αδιέξοδα της μειονοτικής πολιτικής στην Θράκη», «Αναγνώσεις», τχ. 178, Η Αυγή, 26 Απριλίου 2014 (ένα αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», το 2006), http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2014/04/blog-post_23.html.
Pierron Bernard, Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, Πόλις, Αθήνα 2004.
Renan Ernest, Τι είναι έθνος / Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη, Ροές, 1998.
Ρώσσογλου Αθηνά, Η μουσουλμανική μειονότητα στη Βουλγαρία, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Αθήνα 2008, http://icp-forum.gr/wp/wp-content/uploads/2008/12/mousoulmanikivoulgaria.pdf.
Σκοπετέα Έλλη, Το «πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988.
Smith Anthony D., Εθνική ταυτότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 2000.
Τρότσκι Λέον, Ανάμεσα στον Ιμπεριαλισμός και την Επανάσταση (Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα), Πρωταγόρας,, Αθήνα, χ.χ.έ. Και με τον τίτλο: «Ανάμεσα στους Κόκκινους και τους Λευκούς (Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα)», Διαδικτυακό Αρχείο Μαρξιστών, http://www.marxists.org/ellinika/archive/trotsky/works/1922/redwhite/index.htm
Τρότσκι Λέον, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Η Οκτωβριανή Επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984.
Τρότσκι Λέον, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Θεμέλιο, Αθήνα 1993.
Τρουμπέτα Σεβαστή, Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης. Το παράδειγμα των Πομάκων και των Τσιγγάνων, Κριτική/ΚΕΜΟ, Αθήνα 2001.
Τσιμπιρίδου Φωτεινή, «“Μας λένε Πομάκους!” Κληρονομιές και πολιτικές κατασκευές και βιώματα σε μειονοτικές, περιθωριακές ταυτότητες», Μνήμων 21, 1999, σελ.163 - 182, http://www.mnimon.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/789/1369.pdf.
Τσιμπιρίδου Φωτεινή, «Ανάμεσα
στο ‘έθνος και το κράτος’. Η επαναδιαπραγμάτευση της ατελούς σχέσης
πολίτη/κράτους στους πλειονοτικούς πληθυσμούς της Θράκης», στο Παπαταξιάρχης, Ε. (επιμ.), Αναθεωρήσεις του πολιτικού: ανθρωπολογική και ιστορική έρευνα στην ελληνική κοινωνία, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=.
Τσιμπιρίδου Φωτεινή, «Συσχετίζοντας τη μειονοτική με τη μεταναστευτική εμπειρία: ανάμεσα στις κυβερνοοτροπίες και τις επιστημονικές κατηγορίες», εισαγωγή στο Τσιμπιρίδου Φωτεινή (επιμ.), Μειονοτικές και μεταναστευτικές εμπειρίες. Βιώνοντας την «κουλτούρα του κράτους», Κριτική Αθήνα 2009. https://static.eudoxus.gr/books/63/chapter-11663.pdf.
Τσιούμης Κωστής, «Η
διαχείριση της μειονοτικής ταυτότητας στον ελληνικό χώρο και η
διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής: Η περίπτωση των μουσουλμάνων της
Θράκης 1923-1974», Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, http://www.eens.org/?page_id=1761.
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, Χριστόπουλος Δημήτρης (επιμ.), Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα: Μία συμβολή των κοινωνικών επιστημών, Κριτική, Αθήνα 1997.
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Η μειονότητα της Θράκης», ΚΕΜΟ, 13 Οκτωβρίου 2003, http://www.kemo.gr/index.php?sec=show&item=57.
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Η θρησκευτικοποίηση του εθνικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στο πεδίο των δύο μειονοτήτων», ΚΕΜΟ, 18 Μαΐου 2005, http://www.kemo.gr/index.php?sec=show&item=58.
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Κριτική/ΚΕΜΟ, Αθήνα 2006.
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Εθνοκάθαρση και Θράκη», Η Καθημερινή, 7 Απριλίου 2006, http://www.kathimerini.gr/701285/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/e8noka8arsh-kai-8rakh .
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Η τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Θεσμοί και οργανωτικές δομές της μειονότητας», ΚΕΜΟ, 15 Φεβρουαρίου 2006, http://www.kemo.gr/index.php?sec=show&item=94
Τσιτσελίκης Κωνσταντίνος, «Για το όνομα των μειονοτικών συλλόγων της Θράκης», ΚΕΜΟ, 6 Μαΐου 2008, http://www.kemo.gr/index.php?sec=show&item=121.
Χάρμαν Κρις, Μαρξισμός και εθνικισμός, Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1993.
Χατζόπουλος Αντώνιος, «Η θρησκευτική εκπαίδευση στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης», Πεμπτουσία, https://www.pemptousia.gr/2014/08/i-thriskeftiki-ekpedefsi-sta-mionot/
Χριστόπουλος Δημήτρης, «Θράκη: Όψεις της μεταπολίτευσης στη μειονοτική πολιτική», Θέσεις, τεύχος 96, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2006, http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=952.
Ψαρρά Άντα, «Η σαρία και ο ελληνικός φερετζές», Εφημερίδα των Συντακτών, 24 Απριλίου 2014, http://www.efsyn.gr/?p=192183.
Ψ[αρράς] Δ[ημήτρης], «Οι “τρεις αρχηγοί” για τη Δ. Θράκη. Ντοκουμέντο», Σχολιαστής, τ. 85, Μάρτιος 1990.
Σημειώσεις
1.
Το δικαίωμα αυτό παραχωρούνταν στους Μουσουλμάνους των Νέων Χωρών από
την Σύμβαση των Αθηνών που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες το 1913.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου