Με αφορμή το θάνατο του Κουβανού επαναστάτη Fidel Castro δημοσιεύουμε ένα άρθρο γραμμένο από τον Daniel Bensaid και τη Janette Habel *
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στη Λιμπερασιόν της 17ης Απριλίου 1990.
Μετά την πτώση των γραφειοκρατικών δικτατοριών στην Ανατολική Ευρώπη, όλα τα μάτια στρέφονται προς την Κούβα, που έχει πια περιγραφεί από τον Τζορτζ Μπους ως «ο τελευταίος των δεινοσαύρων». Ο Φιντέλ Κάστρο, το πολιτικό και ηθικό κύρος του οποίου διέλαμψε πολύ πιο πέρα από τη Λατινοαμερικανική ήπειρο, όταν έμπαινε επικεφαλής της εκστρατείας κατά της πληρωμής του χρέους και δημοσίευε το βιβλίο των συνεντεύξεών του με τον βραζιλιάνο ιερέα Frei Beto, λογαριάζεται σήμερα πια από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όχι μόνο σαν αρχαϊκός caudillo και πεισματάρης, αλλά ορθά κοφτά ως δικτάτορας ή ακόμα και τροπικό αντίγραφο του Τσαουσέσκου. Δεν έχουμε εδώ ένα ζήτημα απλής αλλαγής της εικόνας, αλλά μιας εκστρατείας και ενός διακυβεύματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ποτέ αποδεχθεί την ύπαρξη της επαναστατικής Κούβας μέσα στα χωράφια τους. Δεδηλωμένος στόχος τους, που αναμεταδίδεται από το εκατομμύριο των αντικαστρικών Κουβανών προσφύγων στο Μαϊάμι, παραμένει η επανάκτηση του «πρώτου ελεύθερου εδάφους της Λατινικής Αμερικής». Αυτό το σχέδιο τώρα πια κερδίζει αξιοπιστία. Διεθνώς, η Κούβα είναι τραγικά μόνη.
Με την συνομολόγηση των συμφωνιών της Μάλτας, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν να επέμβουν στον Παναμά χωρίς να προκαλέσουν μαζικές διαμαρτυρίες. Το ποδοπάτημα της επαναστατικής επίθεσης το Νοέμβριο στο Ελ Σαλβαδόρ και το αποτέλεσμα των εκλογών της Νικαράγουα μεταφράζουν με τον τρόπο τους μια επιδείνωση του συσχετισμού των διεθνών δυνάμεων. Οι περιορισμοί της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας επιδεινώσουν μια ήδη πολύ δύσκολη, εσωτερική οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Τον Φεβρουάριο, η ημερήσια μερίδα ψωμιού χρειάστηκε να μειωθεί σε 80 γραμμάρια ανά άτομο την ημέρα. Η έλλειψη σιτηρών προκαλεί εκατόμβες πουλερικών και τα αυγά σπανίζουν. Ο οικονομικός στραγγαλισμός μπορεί να οδηγήσει σε μια πολιτική κρίση ευεπίφορη σε μια έμμεση (με την παρεμβολή των Κουβανών προσφύγων) ή άμεση παρέμβαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αποστολή του Παναμά δεν επέτρεψε να ξεφτίσει η ιδέα του «καθήκοντος παρέμβασης» την οποία ανέλαβε για δικό του λογαριασμό ο Υπουργός Εξωτερικών Roland Dumas.
Μπροστά σε αυτές τις απειλές σε έναν κόσμο όπου οι αρχές γίνονται όλο και πιο ελαστικές, η στάση του Φιντέλ Κάστρο δεν υπολείπεται σε παθητική αξιοπρέπεια: καλύτερα να δούμε το νησί να βουλιάζει παρά να ενδίδει. Θα ήταν, δυστυχώς, πιο πειστικός αν οι αρχές του δεν αποδεικνύονταν πολύ συχνά μονοσήμαντες. Στο όνομα της απόλυτης προτεραιότητας της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και της διατήρησης του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, δεν επιδοκίμασε τόσο την σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία όσο και τις δολοφονίες την περασμένη άνοιξη στην πλατεία Τιενανμέν;
Η απάντησή του, ότι, υπό πολιορκία (η Κούβα εξακολουθεί να υπόκειται στο εμπάργκο των ΗΠΑ) και ακήρυχτο πόλεμο, η δημοκρατία είναι μια ασυγχώρητη πολυτέλεια και η ενότητα της στρατιωτικής διοίκησης είναι πολιτική επιταγή, συναντά μια αυξανόμενη δυσπιστία ανάμεσα στους πιο πιστούς συμμάχους της κουβανικής επανάστασης στην ήπειρο. Ρεύματα που αγωνίζονται εναντίον δικτατορικών ή αυταρχικών λαϊκιστικών καθεστώτων στις δικές τους χώρες έχουν μαθητεύσει στις απαιτήσεις της δημοκρατίας και του πλουραλισμού. Μέσα σε είκοσι χρόνια, η πολιτική τους κουλτούρα έχει αλλάξει σημαντικά. Έτσι, οργανώσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ,όσο το Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας, το κόμμα της Μαριατεγκικής ενότητας του Περού, το A Luchar στην Κολομβία ή το FMLN στο Ελ Σαλβαδόρ, καταδίκασαν τη γραφειοκρατική καταστολή στην Τιενανμέν και χαιρέτησαν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Δεν μπορούν, συνεπώς, όσο σεβασμό κι αν τρέφουν για την κουβανική επανάσταση, παρά να κρατήσουν τις αποστάσεις τους από την τρέχουσα πολιτική της ηγεσίας της.
Την ίδια στιγμή, οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από τον Castro σχετικά με τη νομιμότητα των δημοκρατικών εκλογών στη Νικαράγουα δεν είναι αβάσιμες. Βεβαίως, η «καθαρότητα» των εκλογών αυτών ελεγχόταν επί τόπου από μια ομάδα διεθνών παρατηρητών, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων διαβόητων επαγγελματιών απατεώνων, όπως οι βουλευτές του Μεξικανικού PRI. Αλλά η νοθεία δεν είναι η μόνη πιθανή απάτη. Πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι εκλογές που διεξήχθησαν με το «πιστόλι στον κρόταφο» μετά από δέκα χρόνια αποκλεισμού και πολέμου, με 70.000 νεκρούς σε λιγότερους από 3 εκατομμύρια κατοίκους μετά την ανατροπή της δικτατορίας, με περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού αφιερωμένο στην άμυνα, με τις καλλιέργειες - τις μοναδικές πηγές ξένου συναλλάγματος - μισοκαταστραμμένες, είναι ελεύθερες εκλογές;
Εκείνοι που κρατούν σήμερα μια κριτική απόσταση από το κουβανικό καθεστώς δεν προτίθεται να παγιδευτούν σε μια επιλογή ανάμεσα στο «Κουβανικό τρόπο» και στον «Νικαραγουάνικο τρόπο». Θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι η Κούβα, εκτεθειμένη πάντοτε στον αποκλεισμό και στην παρενόχληση, αρνείται τις γενικές βουλευτικές εκλογές, αλλά υπό τον όρο ότι θα αναπτύξει ένα άλλο είδος δημοκρατικής νομιμότητας στηριζόμενο στην κοινωνική οργάνωση των εργατών, των αγροτών και των πολιτοφυλακών. Όμως, η αυξημένη προσωποποίηση της εξουσίας, οι ολοένα και περισσότερες ενδείξεις της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, οι απιθανότητες και ασάφειες της δίκης Ochoa κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση και ενισχύουν στη διεθνή κοινή γνώμη την απομόνωση της Κούβας. Η απομόνωση αυτή είναι το τίμημα μιας πολιτικής που διακατεχόμενη από την αντιπαράθεση προς τον τόσο κοντινό ιμπεριαλισμό, έχει επικεντρωθεί περισσότερο στην ύπαρξη του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου και στην αλληλεγγύη των κρατών παρά στην αλληλεγγύη των λαών. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι Κουβανοί επαναστάτες, όπως οι και οι Νικαραγουανοί και του Ελ Σαλβαδόρ δικαιούνται να ρωτήσουν την αριστερά των μητροπόλεων τι έχει κάνει για να τους ανακουφίσει από το φορτίο τους και να χαλαρώσει τη θηλιά που τους πνίγει, αν αγωνίστηκε με όλη την αναγκαία αποφασιστικότητα ενάντια στη στρατιωτική πίεση, τη λεηλασία μέσω του χρέους, το χειρισμό των ροών των πρώτων υλών!
Ωστόσο, ο βιαστικός παρατηρητής θα ξαστοχούσε. Η Κούβα δεν είναι Ρουμανία και ο Κάστρο δεν είναι Τσαουσέσκου.
- Πρώτον, επειδή το καθεστώς δεν δημιουργήθηκε από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, αλλά από μια πραγματική λαϊκή επανάσταση. Ακόμα κι αν το κύρος των ηγετών της Κούβας έχει τρωθεί, δεν είναι κληρονόμοι ή φερτοί, αλλά συχνά ακόμη και ηρωικοί μαχητές του αντάρτικου. Εξ ου και το κύρος τους.
- Στη συνέχεια, επειδή η κουβανική επανάσταση εκφράζει, σε ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μια από παλιά εξαρτημένη και ταπεινωμένη χώρα, που παράγει μόνο ζάχαρη, μια ανακτημένη αξιοπρέπεια.
- Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, αυτή η επανάσταση έχει καταστήσει την Κούβα σημείο αναφοράς για όλη τη Λατινική Αμερική. Για έναν Βολιβιανό ανθρακωρύχο, ένα Περουβιανό αγρότη, έναν Βραζιλιάνο παραπηγματούχο στις φαβέλες, αντιπροσωπεύει μια κατάκτηση και μια μορφή συλλογικής τιμής μετά από αιώνες λεηλασίας και επικυριαρχίας. Τούτο μαρτυρά ακόμα η υποδοχή που βρήκε ο Κάστρο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Βραζιλία.
Ενώ η ευρωπαϊκή αριστερά χαιρετίζει ως νίκη την ανατροπή των γραφειοκρατικών καθεστώτων στην Τσεχοσλοβακία ή την Ανατολική Γερμανία, μια νέα νίκη της λεγόμενης «χαμηλής έντασης» ιμπεριαλιστικής στρατηγικής ενάντια στην Κούβα θα βιωνόταν ως συντριπτική ήττα από το σύνολο της Λατινοαμερικανικής αριστεράς που αισθάνεται ήδη αντιφατικά τις συνέπειες των γεγονότων στην Ανατολή σαν την απελευθέρωση μιας τεράστιας κοινωνικής ενέργειας και ταυτόχρονα σαν την απώλεια ενός μεγάλου μεγάλου στρατηγικού σχεδίου.
Από την πρώτη στιγμή μοιραστήκαμε τον ενθουσιασμό της γενιάς μας για την κουβανική επανάσταση, μοιραστήκαμε τη νίκη της εναντίον της απόπειρας απόβασης του Κόλπου των Χοίρων, μοιραστήκαμε τη θλίψη της για το θάνατο του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία. Η κουβανική επανάσταση είναι μια συλλογική κατάκτηση του κουβανικού λαού και κάτι πολύ σοβαρό για να ταυτιστεί με ένα θεόσταλτο άνδρα ή έναν υπέρτατο σωτήρα, όποιες κι αν είναι ή θα μπορούσαν να είναι οι αρετές του. Στην ίδια την Κούβα, η υπεράσπιση των κατακτήσεων περνά μέσα από την ανυποχώρητη απαίτηση για διαχωρισμό κόμματος και κράτους, για ένα γνήσιο δημοκρατικό πλουραλισμό, για την ουσιαστική ανεξαρτησία των συνδικάτων και των λαϊκών οργανώσεων από το κράτος.
* Η Janette Habel είναι η συγγραφέας του Ρήξεις στην Κούβα εκδόσεις La Brèche 1990.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στη Λιμπερασιόν της 17ης Απριλίου 1990.
Μετάφραση: Παραναγνώστης
Μετά την πτώση των γραφειοκρατικών δικτατοριών στην Ανατολική Ευρώπη, όλα τα μάτια στρέφονται προς την Κούβα, που έχει πια περιγραφεί από τον Τζορτζ Μπους ως «ο τελευταίος των δεινοσαύρων». Ο Φιντέλ Κάστρο, το πολιτικό και ηθικό κύρος του οποίου διέλαμψε πολύ πιο πέρα από τη Λατινοαμερικανική ήπειρο, όταν έμπαινε επικεφαλής της εκστρατείας κατά της πληρωμής του χρέους και δημοσίευε το βιβλίο των συνεντεύξεών του με τον βραζιλιάνο ιερέα Frei Beto, λογαριάζεται σήμερα πια από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όχι μόνο σαν αρχαϊκός caudillo και πεισματάρης, αλλά ορθά κοφτά ως δικτάτορας ή ακόμα και τροπικό αντίγραφο του Τσαουσέσκου. Δεν έχουμε εδώ ένα ζήτημα απλής αλλαγής της εικόνας, αλλά μιας εκστρατείας και ενός διακυβεύματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ποτέ αποδεχθεί την ύπαρξη της επαναστατικής Κούβας μέσα στα χωράφια τους. Δεδηλωμένος στόχος τους, που αναμεταδίδεται από το εκατομμύριο των αντικαστρικών Κουβανών προσφύγων στο Μαϊάμι, παραμένει η επανάκτηση του «πρώτου ελεύθερου εδάφους της Λατινικής Αμερικής». Αυτό το σχέδιο τώρα πια κερδίζει αξιοπιστία. Διεθνώς, η Κούβα είναι τραγικά μόνη.
Με την συνομολόγηση των συμφωνιών της Μάλτας, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν να επέμβουν στον Παναμά χωρίς να προκαλέσουν μαζικές διαμαρτυρίες. Το ποδοπάτημα της επαναστατικής επίθεσης το Νοέμβριο στο Ελ Σαλβαδόρ και το αποτέλεσμα των εκλογών της Νικαράγουα μεταφράζουν με τον τρόπο τους μια επιδείνωση του συσχετισμού των διεθνών δυνάμεων. Οι περιορισμοί της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας επιδεινώσουν μια ήδη πολύ δύσκολη, εσωτερική οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Τον Φεβρουάριο, η ημερήσια μερίδα ψωμιού χρειάστηκε να μειωθεί σε 80 γραμμάρια ανά άτομο την ημέρα. Η έλλειψη σιτηρών προκαλεί εκατόμβες πουλερικών και τα αυγά σπανίζουν. Ο οικονομικός στραγγαλισμός μπορεί να οδηγήσει σε μια πολιτική κρίση ευεπίφορη σε μια έμμεση (με την παρεμβολή των Κουβανών προσφύγων) ή άμεση παρέμβαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αποστολή του Παναμά δεν επέτρεψε να ξεφτίσει η ιδέα του «καθήκοντος παρέμβασης» την οποία ανέλαβε για δικό του λογαριασμό ο Υπουργός Εξωτερικών Roland Dumas.
Μπροστά σε αυτές τις απειλές σε έναν κόσμο όπου οι αρχές γίνονται όλο και πιο ελαστικές, η στάση του Φιντέλ Κάστρο δεν υπολείπεται σε παθητική αξιοπρέπεια: καλύτερα να δούμε το νησί να βουλιάζει παρά να ενδίδει. Θα ήταν, δυστυχώς, πιο πειστικός αν οι αρχές του δεν αποδεικνύονταν πολύ συχνά μονοσήμαντες. Στο όνομα της απόλυτης προτεραιότητας της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και της διατήρησης του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, δεν επιδοκίμασε τόσο την σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία όσο και τις δολοφονίες την περασμένη άνοιξη στην πλατεία Τιενανμέν;
Η απάντησή του, ότι, υπό πολιορκία (η Κούβα εξακολουθεί να υπόκειται στο εμπάργκο των ΗΠΑ) και ακήρυχτο πόλεμο, η δημοκρατία είναι μια ασυγχώρητη πολυτέλεια και η ενότητα της στρατιωτικής διοίκησης είναι πολιτική επιταγή, συναντά μια αυξανόμενη δυσπιστία ανάμεσα στους πιο πιστούς συμμάχους της κουβανικής επανάστασης στην ήπειρο. Ρεύματα που αγωνίζονται εναντίον δικτατορικών ή αυταρχικών λαϊκιστικών καθεστώτων στις δικές τους χώρες έχουν μαθητεύσει στις απαιτήσεις της δημοκρατίας και του πλουραλισμού. Μέσα σε είκοσι χρόνια, η πολιτική τους κουλτούρα έχει αλλάξει σημαντικά. Έτσι, οργανώσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ,όσο το Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας, το κόμμα της Μαριατεγκικής ενότητας του Περού, το A Luchar στην Κολομβία ή το FMLN στο Ελ Σαλβαδόρ, καταδίκασαν τη γραφειοκρατική καταστολή στην Τιενανμέν και χαιρέτησαν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Δεν μπορούν, συνεπώς, όσο σεβασμό κι αν τρέφουν για την κουβανική επανάσταση, παρά να κρατήσουν τις αποστάσεις τους από την τρέχουσα πολιτική της ηγεσίας της.
Την ίδια στιγμή, οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από τον Castro σχετικά με τη νομιμότητα των δημοκρατικών εκλογών στη Νικαράγουα δεν είναι αβάσιμες. Βεβαίως, η «καθαρότητα» των εκλογών αυτών ελεγχόταν επί τόπου από μια ομάδα διεθνών παρατηρητών, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων διαβόητων επαγγελματιών απατεώνων, όπως οι βουλευτές του Μεξικανικού PRI. Αλλά η νοθεία δεν είναι η μόνη πιθανή απάτη. Πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι εκλογές που διεξήχθησαν με το «πιστόλι στον κρόταφο» μετά από δέκα χρόνια αποκλεισμού και πολέμου, με 70.000 νεκρούς σε λιγότερους από 3 εκατομμύρια κατοίκους μετά την ανατροπή της δικτατορίας, με περισσότερο από το 50% του προϋπολογισμού αφιερωμένο στην άμυνα, με τις καλλιέργειες - τις μοναδικές πηγές ξένου συναλλάγματος - μισοκαταστραμμένες, είναι ελεύθερες εκλογές;
Εκείνοι που κρατούν σήμερα μια κριτική απόσταση από το κουβανικό καθεστώς δεν προτίθεται να παγιδευτούν σε μια επιλογή ανάμεσα στο «Κουβανικό τρόπο» και στον «Νικαραγουάνικο τρόπο». Θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι η Κούβα, εκτεθειμένη πάντοτε στον αποκλεισμό και στην παρενόχληση, αρνείται τις γενικές βουλευτικές εκλογές, αλλά υπό τον όρο ότι θα αναπτύξει ένα άλλο είδος δημοκρατικής νομιμότητας στηριζόμενο στην κοινωνική οργάνωση των εργατών, των αγροτών και των πολιτοφυλακών. Όμως, η αυξημένη προσωποποίηση της εξουσίας, οι ολοένα και περισσότερες ενδείξεις της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, οι απιθανότητες και ασάφειες της δίκης Ochoa κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση και ενισχύουν στη διεθνή κοινή γνώμη την απομόνωση της Κούβας. Η απομόνωση αυτή είναι το τίμημα μιας πολιτικής που διακατεχόμενη από την αντιπαράθεση προς τον τόσο κοντινό ιμπεριαλισμό, έχει επικεντρωθεί περισσότερο στην ύπαρξη του λεγόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου και στην αλληλεγγύη των κρατών παρά στην αλληλεγγύη των λαών. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι Κουβανοί επαναστάτες, όπως οι και οι Νικαραγουανοί και του Ελ Σαλβαδόρ δικαιούνται να ρωτήσουν την αριστερά των μητροπόλεων τι έχει κάνει για να τους ανακουφίσει από το φορτίο τους και να χαλαρώσει τη θηλιά που τους πνίγει, αν αγωνίστηκε με όλη την αναγκαία αποφασιστικότητα ενάντια στη στρατιωτική πίεση, τη λεηλασία μέσω του χρέους, το χειρισμό των ροών των πρώτων υλών!
Ωστόσο, ο βιαστικός παρατηρητής θα ξαστοχούσε. Η Κούβα δεν είναι Ρουμανία και ο Κάστρο δεν είναι Τσαουσέσκου.
- Πρώτον, επειδή το καθεστώς δεν δημιουργήθηκε από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, αλλά από μια πραγματική λαϊκή επανάσταση. Ακόμα κι αν το κύρος των ηγετών της Κούβας έχει τρωθεί, δεν είναι κληρονόμοι ή φερτοί, αλλά συχνά ακόμη και ηρωικοί μαχητές του αντάρτικου. Εξ ου και το κύρος τους.
- Στη συνέχεια, επειδή η κουβανική επανάσταση εκφράζει, σε ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μια από παλιά εξαρτημένη και ταπεινωμένη χώρα, που παράγει μόνο ζάχαρη, μια ανακτημένη αξιοπρέπεια.
- Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, αυτή η επανάσταση έχει καταστήσει την Κούβα σημείο αναφοράς για όλη τη Λατινική Αμερική. Για έναν Βολιβιανό ανθρακωρύχο, ένα Περουβιανό αγρότη, έναν Βραζιλιάνο παραπηγματούχο στις φαβέλες, αντιπροσωπεύει μια κατάκτηση και μια μορφή συλλογικής τιμής μετά από αιώνες λεηλασίας και επικυριαρχίας. Τούτο μαρτυρά ακόμα η υποδοχή που βρήκε ο Κάστρο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Βραζιλία.
Ενώ η ευρωπαϊκή αριστερά χαιρετίζει ως νίκη την ανατροπή των γραφειοκρατικών καθεστώτων στην Τσεχοσλοβακία ή την Ανατολική Γερμανία, μια νέα νίκη της λεγόμενης «χαμηλής έντασης» ιμπεριαλιστικής στρατηγικής ενάντια στην Κούβα θα βιωνόταν ως συντριπτική ήττα από το σύνολο της Λατινοαμερικανικής αριστεράς που αισθάνεται ήδη αντιφατικά τις συνέπειες των γεγονότων στην Ανατολή σαν την απελευθέρωση μιας τεράστιας κοινωνικής ενέργειας και ταυτόχρονα σαν την απώλεια ενός μεγάλου μεγάλου στρατηγικού σχεδίου.
Από την πρώτη στιγμή μοιραστήκαμε τον ενθουσιασμό της γενιάς μας για την κουβανική επανάσταση, μοιραστήκαμε τη νίκη της εναντίον της απόπειρας απόβασης του Κόλπου των Χοίρων, μοιραστήκαμε τη θλίψη της για το θάνατο του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία. Η κουβανική επανάσταση είναι μια συλλογική κατάκτηση του κουβανικού λαού και κάτι πολύ σοβαρό για να ταυτιστεί με ένα θεόσταλτο άνδρα ή έναν υπέρτατο σωτήρα, όποιες κι αν είναι ή θα μπορούσαν να είναι οι αρετές του. Στην ίδια την Κούβα, η υπεράσπιση των κατακτήσεων περνά μέσα από την ανυποχώρητη απαίτηση για διαχωρισμό κόμματος και κράτους, για ένα γνήσιο δημοκρατικό πλουραλισμό, για την ουσιαστική ανεξαρτησία των συνδικάτων και των λαϊκών οργανώσεων από το κράτος.
* Η Janette Habel είναι η συγγραφέας του Ρήξεις στην Κούβα εκδόσεις La Brèche 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου