Μια από τις αντιδραστικές ιδιαιτερότητες των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα είναι και η στέρηση του δικαιώματος της συλλογικής διαπραγμάτευσης από τους δημοσίους υπαλλήλους. Το μισθολόγιο αποφασίζεται από την κυβέρνηση και κατοχυρώνεται με νόμο. Λόγος δεν χωράει εδώ. Μόνο η άμεση και σκληρή απεργιακή αντιπαράθεση μπορούσε να δώσει λύση καθώς το κράτος είχε όλη την ευχέρεια να χρησιμοποιεί το μισθολόγιο και την επιδοματική πολιτική για να διαιρεί τους ΔΥ και να υπονομεύει τον αγώνα των ξεχωριστών κλάδων φέρνοντάς τους σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους. Έτσι, ένα πάγιο αίτημα των συνδικάτων ήταν η θεσμοθέτηση της δυνατότητας συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των σχετικών διαπραγματεύσεων κυβέρνησης και συνδικάτων. Το αίτημα αυτό βέβαια ήταν αδιανόητο για τους Σαμαροβενιζέλους παρότι το 1999 είχαν θεσπίσει νόμο σύμφωνα με τον οποίο συλλογικές διαπραγματεύσεις θα ήταν δυνατές μεν για εργασιακά (ωραρίου, οργάνωσης της εργασίας κλπ) αλλά όχι και για μισθολογικά θέματα˙ αυτά τα επιφύλαττε η διοίκηση στην αποκλειστική της αρμοδιότητα. Όμως ακόμα και αυτός ο κουτσός νόμος παρέμενε ανεφάρμοστος εδώ και 16 χρόνια.
Το πολιτικό αδιέξοδο του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν το Σαμαροβενιζελικό καθεστώς χρεοκόπησε κάτω από το βάρος των μέτρων εξαθλίωσης που επρόκειτο να εφαρμόσει , χρεωκοπία που απέδωσε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, άνοιξε ένα πεδίο διεκδικήσεων για τον κόσμο της εργασίας. Η αστική τάξη ανέκοψε τον επιθετικό της βηματισμό. Κάτω από το βάρος των εργατικών κινητοποιήσεων ενάντια στην αχαλίνωτη λεηλασία του μόχθου τους, ενάντια στο φασισμό, κάτω από το βάρος της συνεχιζόμενης Μεγάλης Παγκόσμιας Δομικής Καπιταλιστικής Κρίσης, αποκόπηκε προσωρινά για την ελληνική μπουρζουαζία ο δρόμος του προσεταιρισμού των μικροαστών γύρω από ένα βοναπαρτιστικό κράτος, γύρω από ένα σχέδιο με ορίζοντα το φασισμό.
Η μπουρζουαζία αναζητά πλέον να προωθήσει το ταξικό της συμφέρον με άλλα πολιτικά μέσα. Έχοντας αναγκαστεί να παραχωρήσει τα κλειδιά της κυβέρνησης στο ρεφορμισμό - που βρίσκεται μεν στο τιμόνι, αλλά εθελοντής όμηρος της αστικής εξουσίας - ενσωματώνει στο πολιτικό της σχέδιο τα αιτήματα της εργατικής τάξης. Ο τρόπος αυτής της ενσωμάτωσης είναι εξαιρετικά απλός. Παίρνεις ένα εργατικό αίτημα, το αδειάζεις από το εργατικό του περιεχόμενο, ώστε να μείνει κέλυφος αδειανό, και το σερβίρεις παραγεμισμένο με νέο, σάμπως καθρεφτάκι για ιθαγενείς απαστράπτον, αστικό περιεχόμενο.Κι αν παραπονεθεί κανείς η απάντηση είναι γνωστή, ότι αυτό που υλοποιούμε τώρα είναι το ρεαλιστικό μέρος του συνθήματος ότι στο μέλλον θα γένει ρεαλιστικό κι άλλο ένα μέρος του και ότι έτσι, κούτσου - κούτσου, κομματάκι - κομματάκι, θα το έχουμε κάποτε ολόκληρο χωρίς ρήξεις και δράματα.
Σε αυτή την συγκυρία λοιπόν ο Κατρούγκαλος ξεφουρνίζει ένα νομοσχέδιο για τη δημόσια διοίκηση. Αφορά άμεσα και στο σύνολό του τη μεγάλη κατηγορία των εργαζομένων στο δημόσιο. Σε τούτες τις γραμμές θα εστιάσω σε μια από τις πτυχές του, τη θεσμοθέτηση Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Υπάρχουν μερικά κομβικά σημεία σε αυτή την ιστορία. Το πρώτο από αυτά είναι το λεγόμενο Ενιαίο Μισθολόγιο. Μια ιδέα που μπορεί να φαίνεται ενδεχομένως σωστή και ισονομική. Δεν είναι άλλωστε ο Μαρξ του «Μανιφέστου» που έγραψε το ένας μισθός για όλους στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος;
Ε, λοιπόν, παίρνεις τη φράση «ένας μισθός για όλους στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος» αφαιρείς το τελευταίο μέρος, ώστε να λέει πια «ένας μισθός για όλους» προσθέτεις αντ' αυτού «τους δημοσίους υπαλλήλους κατά κατηγορία ΠΕ, ΔΕ, ΥΕ» αποσιωπάς τα επιδόματα των θέσεων ευθύνης και τα λοιπά μισθολογικά και μη μισθολογικά ευεργετήματα των ημετέρων καρεκλοκενταύρων, ανωτέρων ΔΥ και η φράση γίνεται «ένας μισθός για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους κατά κατηγορία ΠΕ, ΔΕ, ΥΕ, εξαιρουμένων όμως των ιεραρχικώς ανωτέρων στρωμάτων». Αυτό συντόμως ονομάζεται «Ενιαίο Μισθολόγιο» και προκύπτει όπως βλέπουμε κατευθείαν από το Μανιφέστο, αν κανείς αμφισβητούσε ποτέ την «αριστερή» του προέλευση. Αυτό έχει βεβαίως και τις επιπτώσεις του. Αν πρόκειται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι μιας κατηγορίας εκπαίδευσης (ΠΕ Πανεπιστημιακής, ΔΕ Δευτεροβάθμιας ή ΥΕ Υποχρεωτικής) να παίρνουν τον ίδιο μισθό ανεξαρτήτως της υπηρεσίας όπου εργάζονται, τότε στην συλλογική διαπραγμάτευση με το κράτος - εργοδότη καθ' ύλην αρμόδια για να υπογράψει τη συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ) είναι η τρίτου βαθμού ΑΔΕΔΥ και όχι οι δευτεροβάθμιες ή οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις.Αυτές κατά το νόμο μπορούν να διαπραγματευτούν όπως είπαμε μόνο εργασιακά ζητήματα (ωράριο κλπ).
Είναι όμως γνωστό ότι όσο πιο μακριά από τη βάση των εργαζομένων βρίσκεται ένα συνδικάτο τόσο πιο ευάλωτο είναι στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και εξαγοράς τόσο πιο ευεπίφορο είναι στην ταξική συνεργασία πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξή του, τόσο πιο «ρεαλιστικό» γίνεται μαθαίνοντας να διαπραγματεύεται στο πλαίσιο που καθορίζει η εργοδοσία. Ειδικά στην περίπτωση της ΑΔΕΔΥ, έχουμε να κάνουμε με επαγγελματίες συνδικαλιστές που ακόμα και τώρα το πολιτικό τους κέντρο μάζας βρίσκεται δεξιότερα από αυτό του αστικού κοινοβουλίου. Το ΠΑΣΟΚ του 4% ελέγχει δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό από αυτούς τους επαγγελματίες εργατοπατέρες. Τα ταξικά και πολιτικά φίλτρα εφαρμόζονται αποτελεσματικότερα σε αυτούς που αντιπροσωπεύουν τους αντιπροσώπους.
Είναι επομένως μέχρι εδώ δώρο - άδωρο οι ΣΣΕ για τους δημόσιους υπαλλήλους. Αν η τύχη των μισθολογικών θεμάτων των πρόκειται να αφεθεί στα χέρια της κυβέρνησης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΑΔΕΔΥ τότε απλώς ισχυροποιείται η θέση των τριτοβάθμιων συνδικάτων εις βάρος των δευτεροβάθμιων και πολύ περισσότερο των πρωτοβάθμιων σωματείων. Έχουμε λοιπόν μια αριστερή νομοθετική απαξίωση του πιο γνήσιου κομματιού του συνδικαλιστικού κινήματος αντί μιας δεξιάς νομοθετικής καταστολής.Αυτό είναι το πρώτο που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει. Το δεύτερο θα ήταν ότι έχουμε μια περιστολή του δικαιώματος της απεργίας κατά δύο τρόπους: Από τη μια κάθε απεργία με μισθολογικά αιτήματα από μια δευτεροβάθμια ομοσπονδία θα ήταν άνευ αντικειμένου μια και θα γινόταν ενάντια στη ΣΣΕ που η ίδια αυτή ομοσπονδία αυτή θα είχε προσυπογράψει μέσω της ΑΔΕΔΥ, ενώ από την άλλη η όποια πίεση μπορούσε να ασκήσει η ίδια η ΑΔΕΔΥ για ευνοϊκότερη ΣΣΕ θα περιοριζόταν στη δυναμική της πιο διαβρωμένης από την εργοδοσία ομοσπονδίας.
Ποιά δυναμική πίεσης θα είχε μια απεργία όπου θα συμμετείχε με 80% η αγωνιστικότερη ΟΛΜΕ όταν η ομοσπονδία πολιτικών υπαλλήλων του υπουργείου άμυνας θα εμφάνιζε μια πενιχρή συμμετοχή του 8% ; Η ΑΔΕΔΥ θα μπορούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων να πετύχει μια μίνιμουμ Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Κι αν είναι η μόνη συνδικαλιστική βαθμίδα που διαπραγματεύεται αυτό σημαίνει απλούστατα ότι όλο το δημόσιο αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.Η ΑΔΕΔΥ θα σπρώξει απλώς το «Ενιαίο Μισθολόγιο» στο ελάχιστό του όριο.
Αλλά το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου δεν σταματά εκεί. Προβλέπει επιπλέον και ρήτρα εργασιακής ειρήνης στις ΣΣΕ. Έτσι, εάν η εργοδοτική ηγεσία της ΑΔΕΔΥ υπογράψει ΣΣΕ με ρήτρα εργασιακής ειρήνης για, ας πούμε, 2 χρόνια, κατά τα δύο αυτά χρόνια, καμίας ομοσπονδίας οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα μπορούσαν νομίμως να απεργήσουν με μισθολογικά αιτήματα, Θα ήταν μια απεργία αθέτησης της υπογραφής τους στην ΣΣΕ, της υπογραφής εκείνης που έβαλε για λογαριασμό τους η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ. Και πάλι, αντί για μια δεξιά περιστολή/απαγόρευση της απεργίας έχουμε μια «αριστερή» αδύνατη - καθότι «αθέμιτη» - απεργία.
Να λοιπόν το κέλυφος «ένας μισθός για ίδια προσόντα» η εκκένωση του από κάθε εργατικό περιεχόμενο και η πλήρωσή του με το αστικό του περιεχόμενο.
Το πάγιο εργατικό αίτημα για ΣΣΕ στο δημόσιο καταφάσκεται για να ακυρωθεί. Οι ΣΣΕ εργασίας του Κατρούγκαλου κάνουν την ίδια δουλειά, δηλαδή ελάχιστος μισθό για όλους, με τα ενιαία ή πολλαπλά μισθολόγια του Σαμαροβενιζέλου, αλλά με τον τρόπο του ρεαλιστικού ρεφορμισμού, με την υφαρπαγή δηλαδή της συναίνεσης των εργαζομένων.
Η μόνη λογική απάντηση των εργαζομένων στο Δημόσιο είναι:
Η ΑΔΕΔΥ συνάπτει Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ως ασφαλιστική δικλείδα για τον ελάχιστο μισθό στο δημόσιο, και ως εφαλτήριο για τις κλαδικές ΣΣΕ τις οποίες συνάπτουν οι Ομοσπονδίες.
Το πολιτικό αδιέξοδο του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν το Σαμαροβενιζελικό καθεστώς χρεοκόπησε κάτω από το βάρος των μέτρων εξαθλίωσης που επρόκειτο να εφαρμόσει , χρεωκοπία που απέδωσε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, άνοιξε ένα πεδίο διεκδικήσεων για τον κόσμο της εργασίας. Η αστική τάξη ανέκοψε τον επιθετικό της βηματισμό. Κάτω από το βάρος των εργατικών κινητοποιήσεων ενάντια στην αχαλίνωτη λεηλασία του μόχθου τους, ενάντια στο φασισμό, κάτω από το βάρος της συνεχιζόμενης Μεγάλης Παγκόσμιας Δομικής Καπιταλιστικής Κρίσης, αποκόπηκε προσωρινά για την ελληνική μπουρζουαζία ο δρόμος του προσεταιρισμού των μικροαστών γύρω από ένα βοναπαρτιστικό κράτος, γύρω από ένα σχέδιο με ορίζοντα το φασισμό.
Η μπουρζουαζία αναζητά πλέον να προωθήσει το ταξικό της συμφέρον με άλλα πολιτικά μέσα. Έχοντας αναγκαστεί να παραχωρήσει τα κλειδιά της κυβέρνησης στο ρεφορμισμό - που βρίσκεται μεν στο τιμόνι, αλλά εθελοντής όμηρος της αστικής εξουσίας - ενσωματώνει στο πολιτικό της σχέδιο τα αιτήματα της εργατικής τάξης. Ο τρόπος αυτής της ενσωμάτωσης είναι εξαιρετικά απλός. Παίρνεις ένα εργατικό αίτημα, το αδειάζεις από το εργατικό του περιεχόμενο, ώστε να μείνει κέλυφος αδειανό, και το σερβίρεις παραγεμισμένο με νέο, σάμπως καθρεφτάκι για ιθαγενείς απαστράπτον, αστικό περιεχόμενο.Κι αν παραπονεθεί κανείς η απάντηση είναι γνωστή, ότι αυτό που υλοποιούμε τώρα είναι το ρεαλιστικό μέρος του συνθήματος ότι στο μέλλον θα γένει ρεαλιστικό κι άλλο ένα μέρος του και ότι έτσι, κούτσου - κούτσου, κομματάκι - κομματάκι, θα το έχουμε κάποτε ολόκληρο χωρίς ρήξεις και δράματα.
Σε αυτή την συγκυρία λοιπόν ο Κατρούγκαλος ξεφουρνίζει ένα νομοσχέδιο για τη δημόσια διοίκηση. Αφορά άμεσα και στο σύνολό του τη μεγάλη κατηγορία των εργαζομένων στο δημόσιο. Σε τούτες τις γραμμές θα εστιάσω σε μια από τις πτυχές του, τη θεσμοθέτηση Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Υπάρχουν μερικά κομβικά σημεία σε αυτή την ιστορία. Το πρώτο από αυτά είναι το λεγόμενο Ενιαίο Μισθολόγιο. Μια ιδέα που μπορεί να φαίνεται ενδεχομένως σωστή και ισονομική. Δεν είναι άλλωστε ο Μαρξ του «Μανιφέστου» που έγραψε το ένας μισθός για όλους στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος;
Ε, λοιπόν, παίρνεις τη φράση «ένας μισθός για όλους στην κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος» αφαιρείς το τελευταίο μέρος, ώστε να λέει πια «ένας μισθός για όλους» προσθέτεις αντ' αυτού «τους δημοσίους υπαλλήλους κατά κατηγορία ΠΕ, ΔΕ, ΥΕ» αποσιωπάς τα επιδόματα των θέσεων ευθύνης και τα λοιπά μισθολογικά και μη μισθολογικά ευεργετήματα των ημετέρων καρεκλοκενταύρων, ανωτέρων ΔΥ και η φράση γίνεται «ένας μισθός για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους κατά κατηγορία ΠΕ, ΔΕ, ΥΕ, εξαιρουμένων όμως των ιεραρχικώς ανωτέρων στρωμάτων». Αυτό συντόμως ονομάζεται «Ενιαίο Μισθολόγιο» και προκύπτει όπως βλέπουμε κατευθείαν από το Μανιφέστο, αν κανείς αμφισβητούσε ποτέ την «αριστερή» του προέλευση. Αυτό έχει βεβαίως και τις επιπτώσεις του. Αν πρόκειται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι μιας κατηγορίας εκπαίδευσης (ΠΕ Πανεπιστημιακής, ΔΕ Δευτεροβάθμιας ή ΥΕ Υποχρεωτικής) να παίρνουν τον ίδιο μισθό ανεξαρτήτως της υπηρεσίας όπου εργάζονται, τότε στην συλλογική διαπραγμάτευση με το κράτος - εργοδότη καθ' ύλην αρμόδια για να υπογράψει τη συλλογική σύμβαση εργασίας (ΣΣΕ) είναι η τρίτου βαθμού ΑΔΕΔΥ και όχι οι δευτεροβάθμιες ή οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις.Αυτές κατά το νόμο μπορούν να διαπραγματευτούν όπως είπαμε μόνο εργασιακά ζητήματα (ωράριο κλπ).
Είναι όμως γνωστό ότι όσο πιο μακριά από τη βάση των εργαζομένων βρίσκεται ένα συνδικάτο τόσο πιο ευάλωτο είναι στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και εξαγοράς τόσο πιο ευεπίφορο είναι στην ταξική συνεργασία πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξή του, τόσο πιο «ρεαλιστικό» γίνεται μαθαίνοντας να διαπραγματεύεται στο πλαίσιο που καθορίζει η εργοδοσία. Ειδικά στην περίπτωση της ΑΔΕΔΥ, έχουμε να κάνουμε με επαγγελματίες συνδικαλιστές που ακόμα και τώρα το πολιτικό τους κέντρο μάζας βρίσκεται δεξιότερα από αυτό του αστικού κοινοβουλίου. Το ΠΑΣΟΚ του 4% ελέγχει δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό από αυτούς τους επαγγελματίες εργατοπατέρες. Τα ταξικά και πολιτικά φίλτρα εφαρμόζονται αποτελεσματικότερα σε αυτούς που αντιπροσωπεύουν τους αντιπροσώπους.
Είναι επομένως μέχρι εδώ δώρο - άδωρο οι ΣΣΕ για τους δημόσιους υπαλλήλους. Αν η τύχη των μισθολογικών θεμάτων των πρόκειται να αφεθεί στα χέρια της κυβέρνησης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΑΔΕΔΥ τότε απλώς ισχυροποιείται η θέση των τριτοβάθμιων συνδικάτων εις βάρος των δευτεροβάθμιων και πολύ περισσότερο των πρωτοβάθμιων σωματείων. Έχουμε λοιπόν μια αριστερή νομοθετική απαξίωση του πιο γνήσιου κομματιού του συνδικαλιστικού κινήματος αντί μιας δεξιάς νομοθετικής καταστολής.Αυτό είναι το πρώτο που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει. Το δεύτερο θα ήταν ότι έχουμε μια περιστολή του δικαιώματος της απεργίας κατά δύο τρόπους: Από τη μια κάθε απεργία με μισθολογικά αιτήματα από μια δευτεροβάθμια ομοσπονδία θα ήταν άνευ αντικειμένου μια και θα γινόταν ενάντια στη ΣΣΕ που η ίδια αυτή ομοσπονδία αυτή θα είχε προσυπογράψει μέσω της ΑΔΕΔΥ, ενώ από την άλλη η όποια πίεση μπορούσε να ασκήσει η ίδια η ΑΔΕΔΥ για ευνοϊκότερη ΣΣΕ θα περιοριζόταν στη δυναμική της πιο διαβρωμένης από την εργοδοσία ομοσπονδίας.
Ποιά δυναμική πίεσης θα είχε μια απεργία όπου θα συμμετείχε με 80% η αγωνιστικότερη ΟΛΜΕ όταν η ομοσπονδία πολιτικών υπαλλήλων του υπουργείου άμυνας θα εμφάνιζε μια πενιχρή συμμετοχή του 8% ; Η ΑΔΕΔΥ θα μπορούσε στην καλύτερη των περιπτώσεων να πετύχει μια μίνιμουμ Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Κι αν είναι η μόνη συνδικαλιστική βαθμίδα που διαπραγματεύεται αυτό σημαίνει απλούστατα ότι όλο το δημόσιο αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.Η ΑΔΕΔΥ θα σπρώξει απλώς το «Ενιαίο Μισθολόγιο» στο ελάχιστό του όριο.
Αλλά το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου δεν σταματά εκεί. Προβλέπει επιπλέον και ρήτρα εργασιακής ειρήνης στις ΣΣΕ. Έτσι, εάν η εργοδοτική ηγεσία της ΑΔΕΔΥ υπογράψει ΣΣΕ με ρήτρα εργασιακής ειρήνης για, ας πούμε, 2 χρόνια, κατά τα δύο αυτά χρόνια, καμίας ομοσπονδίας οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα μπορούσαν νομίμως να απεργήσουν με μισθολογικά αιτήματα, Θα ήταν μια απεργία αθέτησης της υπογραφής τους στην ΣΣΕ, της υπογραφής εκείνης που έβαλε για λογαριασμό τους η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ. Και πάλι, αντί για μια δεξιά περιστολή/απαγόρευση της απεργίας έχουμε μια «αριστερή» αδύνατη - καθότι «αθέμιτη» - απεργία.
Να λοιπόν το κέλυφος «ένας μισθός για ίδια προσόντα» η εκκένωση του από κάθε εργατικό περιεχόμενο και η πλήρωσή του με το αστικό του περιεχόμενο.
Το πάγιο εργατικό αίτημα για ΣΣΕ στο δημόσιο καταφάσκεται για να ακυρωθεί. Οι ΣΣΕ εργασίας του Κατρούγκαλου κάνουν την ίδια δουλειά, δηλαδή ελάχιστος μισθό για όλους, με τα ενιαία ή πολλαπλά μισθολόγια του Σαμαροβενιζέλου, αλλά με τον τρόπο του ρεαλιστικού ρεφορμισμού, με την υφαρπαγή δηλαδή της συναίνεσης των εργαζομένων.
Η μόνη λογική απάντηση των εργαζομένων στο Δημόσιο είναι:
Η ΑΔΕΔΥ συνάπτει Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ως ασφαλιστική δικλείδα για τον ελάχιστο μισθό στο δημόσιο, και ως εφαλτήριο για τις κλαδικές ΣΣΕ τις οποίες συνάπτουν οι Ομοσπονδίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου