Να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της παράλυσης, για ένα πραγματικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο
Το ΠΣΟ της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 29 Σεπτέμβρη ήταν μια διαδικασία κατώτερη των περιστάσεων. Τα δυο
κείμενα που κατατέθηκαν ως αντιπαραθετικές πλατφόρμες (από το ΝΑΡ το πρώτο, από
ΣΕΚ και ΑΡΙΣ το δεύτερο) ήταν φτωχά, γενικόλογα και απέφευγαν να δουν κατάματα
το πρόβλημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα τρία του επίπεδα: εσωτερική παράλυση, δυσκολία πρωταγωνιστικής
εμπλοκής στα τρέχοντα κινήματα, απουσία σαφούς πολιτικού σχεδίου. Το γεγονός
ότι όχι μόνο δεν προηγήθηκε μια σοβαρή συζήτηση στα όργανα και τις τοπικές,
αλλά ούτε καν είχε ανακοινωθεί στα μέλη η συνεδρίαση, δεν βοήθησε την
κατάσταση, όπως είναι φυσικό.
Οργανωτικά
αποφεύχθηκε να δοθεί απάντηση στα πιο φλέγοντα ερωτήματα: θα ληφθεί πρωτοβουλία
για μια διαδικασία ενοποίησης των διασπασμένων δημοτικών σχημάτων, των δυνάμεών
μας στο εργατικό κίνημα, που βαδίζουν σταθερά χώρια τον τελευταίο καιρό, την
παρέμβαση των τοπικών, που ήταν διχοτομημένη κατά την προεκλογική περίοδο και
πρακτικά ανύπαρκτη σήμερα;
Πολιτικά,
έγινε σαφές ότι ορισμένες βασικές διαφωνίες ως προς το σχέδιο και τη στρατηγική
είχαν για καιρό μεταμφιεστεί σε αφηρημένες θεωρητικές διαμάχες ή διαφορές
εκτίμησης. Ιδιαίτερα η χρόνια πολεμική για τον χαρακτήρα της περιόδου, για το
αν κερδίσαμε ή χάσαμε, ήταν σε μεγάλο βαθμό παραπλανητική. Είναι συχνή πρακτική
οι διαφορές στο πολιτικό σχέδιο να κρύβονται πίσω από δήθεν αντικειμενικά δεδομένα
της εποχής. Το έδειξε το γεγονός ότι τάσεις με τελείως αντιδιαμετρική εκτίμηση
για την εποχή (η τεχνητή υπεραισιοδοξία του ΣΕΚ από τη μία, η ηττοπάθεια της
Μετάβασης από την άλλη) βρέθηκαν σε κοινό βηματισμό και σύμπλευση σε πολλές
περιπτώσεις πρόσφατα, με αποκορύφωμα την προεκλογική πρόταση συνεργασίας στη
ΛΑΕ. Από την άλλη, στα λόγια οι δύο εισηγήσεις σήμερα μάλλον συμφωνούσαν, σε
μια λίγο-πολύ σωστή εκτίμηση για την εποχή: υπάρχει, από τη μια, προσπάθεια
σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος, από την άλλη, όμως,
εμφανίζονται παράγοντες σοβαρής οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Υπάρχουν
δύσκολοι ταξικοί συσχετισμοί, αλλά και μια νέα αγωνιστική κινητικότητα, καθώς
και σημαντικές πολιτικές εμπειρίες τις οποίες έχουν αντλήσει τα αγωνιζόμενα τμήματα
της εργατικής τάξης. Το πραγματικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι κάποια
θεμελιωδώς διαφορετική εκτίμηση, αλλά το ποιο πολιτικό σχέδιο και ποια
φυσιογνωμία θέλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.