Δεν πάει πολύς καιρός όταν σε τούτο εδώ το ιστολόγιο διατυπωνόταν ένα μάλλον ρητορικό ερώτημα για το κατά πού πράγματι τραβάει η μετωπική πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:.
Το καλοκαιράκι πέρασε, το φθινόπωρο άρχισε απεργιακά, η επίθεση της άρχουσας τάξης συνεχίζεται αμείωτα και ο χειμώνας προβλέπεται δριμύς. Η κινητικότητα στις συνεννοήσεις ομάδων και κινήσεων δεν σταμάτησαν σε επίπεδο κορυφής. Από τα κάτω όμως τίποτα. Ή λιγότερο κι από τίποτα: σιγή ασυρμάτου
Κι αυτό όμως το από τα πάνω εγχείρημα φαίνεται να αποτυγχάνει, τουλάχιστον κατά τον βασικό του αποδέκτη το Σχέδιο Β. Η όλη διαδικασία έγινε σχεδόν εν κρυπτώ και οι κριτικές σε αυτό τούτο το γεγονός δεν είναι καθόλου άδικες. Είναι πάντως καθόλα εξηγήσιμες, αν στο εναρκτήριο μας ερώτημα απαντήσουμε ναι, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρησιμοποιεί τη ρητορική του «από τα κάτω» για να ακολουθήσει πρακτικά την πολιτική του «από τα πάνω».
Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί η μυστικότητα των επαφών και η απομόνωσή τους από τα βλέμματα, την κριτική και τη συμμετοχή της βάσης και των ανένταχτων. Αυτή η πολιτική επιλογή δεν είναι όμως καθόλου άσχετη, ίσα - ίσα επικαθορίζεται, από την επιλογή του προνομιακού συνομιλητή, του ΣχεδίουΒ. Για ένα πολιτικό μέτωπο, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αναφέρεται στην εργατική τάξη, μια οποιαδήποτε άλλη πολιτική οργάνωση εργατικής επίσης αναφοράς, μπορεί να είναι σημαντική για δύο λόγους. Είτε γιατί είναι φορέας νέων και γόνιμων επαναστατικών ιδεών, είτε γιατί έχει πολλούς εργάτες στις γραμμές της.Από φρέσκες επαναστατικές ιδέες το ΣχέδιοΒ δεν έχει - κατά γενική ομολογία - δράμι. Έλα όμως πού, όντας ένα «προσωποποιημένο» πολιτικό μόρφωμα, ούτε και εργάτες διαθέτει στις γραμμές του! Έτσι η επιλογή του ως συνομιλητή των ενιαιομετωπικών διαδικασιών δεν θα μπορούσε καν να γίνει από τα κάτω, ελλείψει ακριβώς αυτού του «από κάτω»· το Σχέδιο Β είναι ολόκληρο ένα «από πάνω». Δεδομένου επιπλέον και του αστικοδιαχειριστικού πολιτικού του χρώματος, το «ενιαίο μέτωπο» με το Σχέδιο Β, γίνεται κενό γράμμα ή μάλλον αποκτά το περιεχόμενο του χρεωκοπημένου «Λαϊκού Μετώπου». Η ομοιότητα με τις λαϊκομετωπικές διαδικασίες και μανιέρες του ΚΚΕ (κι ας ξορκίζονται σε κάθε ευκαιρία) προκύπτει από την σύμπτωση των περιεχομένων και δεν είναι βεβαίως θέμα «αντιδημοκρατικής νοοτροπίας» ή «κακής συνήθειας» του σεχταριστικού παρελθόντος των Ανταρσυωτικών συνιστωσών. Το κρέας του λαϊκού μετώπου το βαφτίζουν, εκεί στο μοναστήρι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ψάρι του ενιαίου μετώπου και το καταπίνουν αμάσητο. Η υπόθεση όμως της επανάστασης δεν είναι υπόθεση μεγαλοφυών κινήσεων στην κεντρική πολιτική σκακιέρα των πεφωτισμένων ηγεσιών μιας προαλειφόμενης πρωτοπορίας, αλλά υπόθεση της πραγματικής κίνησης της εργατικής μάζας.Αν πράγματι το τελικό κριτήριο, που έλεγε και ο θείος Βλαδίμηρος, είναι το αν ανεβαίνει ή όχι το επίπεδο της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, τότε η κολεγιά με τον Αλαβάνο σε τι ακριβώς θα βοηθούσε;
Υποτίθεται ότι η τακτική του Ενιαίου Μετώπου χρησιμοποιείται από την πρωτοπορία όταν είναι μειοψηφική ανάμεσα στις εργατικές μάζες, με σκοπό η «από τα κάτω» αγωνιστική συμπόρευση των εργατών να αναγκάσει τη ρεφορμιστική ηγεσία είτε να μετακινηθεί η ίδια αριστερά συνεργαζόμενη «από τα πάνω» με την πρωτοπορία και διευκολύνοντας έτσι την επαναστατική διαδικασία, είτε να απελευθερώσει από την επιρροή της εργατικές μάζες, εάν προτιμήσει να κρατήσει τιμόνι ή να το στρίψει ακόμα δεξιότερα. Αυτό, ηλίου φαεινότερο, σημαίνει ότι η από τα κάτω συνεργασία είναι η ίδια προϋπόθεση για την ενδεχόμενη από τα πάνω συνεργασία και η σειρά δεν μπορεί να αντιστραφεί. Η αντίστροφη σειρά μάλιστα δεν μπορεί παρά να συνιστά μια μετακίνηση της πρωτοπορίας προς τα δεξιά μέσω μιας (τι άλλο από) κοινοβουλευτικής από τα πάνω συμμαχίας και μια υποβάθμιση της ταξικής και πολιτικής βάσης σε ρόλο χειροκροτητή ή οπαδού του βολονταρισμού της (πεφωτισμένης πάντα) ηγεσίας.
Από την άποψη αυτή, είναι μάλλον προσγειωμένες και εποικοδομητικές οι επιφυλακτικές απαντήσεις ομάδων της άκρας αριστεράς που μιλούν για οργάνωση συγκεκριμένα κοινών αγώνων και διατήρηση του πολιτικού και θεωρητικού διαλόγου ανοικτού, υπό τον όρο ότι η πρόσκληση αυτή δεν απευθύνεται ούτε κατά κύριο λόγο, ούτε -πολύ λιγότερο - αποκλειστικά στις ηγεσίες αλλά θα αποτελέσει, όχι απλώς καθημερινή πολιτική πρακτική της βάσης τους, αλλά καθημερινή πολιτική πρακτική της βάσης τους μπροστά στους εργάτες.