Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

A. Gramsci ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

  Δημοσιεύουμε αυτό το άρθρο του A. Gramsi ως προβληματισμό πάνω στα όρια του συνδικαλισμού σε όλες τις εκδοχές του: κομματικού , «πολιτικοποιημένου», ταξικού , «ταξικού» , θεσμικού , Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων, Ανεξάρτητου Κέντρου Αγώνα  . . .

Μετάφραση: Παραναγνώστης

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑi 

Μήπως είμαστε συνδικαλιστές; Μήπως το κίνημα των τομεακών επιτρόπωνii που ξεκίνησε από το Τορίνο δεν είναι παρά η νι-οστή τοπική ενσάρκωση της συνδικαλιστικής θεωρίας; Μήπως αλήθεια αυ­τό το κίνημα δεν είναι παρά ο μικρός πρόδρομος στρόβιλος των καταστροφών του συνδικαλιστικού κυκλώ­να εγχώριας παραγωγής· εκείνο το σύμφυρμα από δημαγωγία , από στομφώδη ψευτοεπαναστατική λογοκοπία, από πνεύμα απειθαρχίας και ανευθυνότητας από μανιακή αγκιτάτσια κάποιων ατόμων, περιορισμένης ευφυίας, με γλώσσα ροδάνι και λίγο μυαλό , που μέχρι τώρα δεν κατάφεραν παρά να λεηλατήσουν περιστασιακά τη θέληση των μαζών· αυτό το σύμφυρμα που θα παραμείνει στα χρονικά του ιταλικού εργατικού κινήματος με την ονομασία: ιταλικός συνδικαλισμός;
Η συνδικαλιστική θεωρία έχει εντελώς αποτύχει στη συγκεκριμένη δοκιμασία των προλεταριακών επαναστάσεων. Τα συνδικάτα έχουν δώσει απόδειξη της οργανικής τους ανι­κανότητας να ενσαρκώσουν τη δικτατορία του προλεταριά­του. Η κανονική ανάπτυξη των συνδικάτων χαρακτηρίστηκε από μια συνεχή παρακμή του επαναστατικού πνεύματος των μαζών: όταν αυξάνει η υλική δύναμη, το καταχτητικό πνεύμα εξασθενίζει ή εξαφανίζεται ολοσχερώς, η ζωτική ορμή στραγγίζει , η ηρωική αδιαλλαξία, δίνει τη θέση της στον οπορτουνισμό, στην πρακτική «για το ψωμί και το βούτυρο». Η ποσο­τική αύξηση καθορίζει μια πτώχευση ποιοτική και ένα εύκολο βόλεμα στις καπιταλιστικές κοινωνικές δομές· καθορί­ζει την εμφάνιση μιας εργατικής νοοτροπίας μίζερης στενής αντάξιας της μικρής και μεσαίας αστικής τά­ξης. Και όμως είναι στοιχειώδες καθήκον του συνδικάτου αυτό του να στρατολογήσει ολόκληρη τη μάζα, του να εντάξει στα πλαίσια του, όλους τους εργαζόμενους της βιομηχανίας και της γεωργίας. Το μέσο δεν αρμόζει λοιπόν στο σκοπό και αφού κάθε μέσο δεν εί­ναι παρά μια στιγμή του σκοπού καθώς αυτός πραγματοποιείται, εκπληρώνεται, πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι ο συνδικαλισμός δεν αποτελεί μέσο για να φθάσεις στην επανάσταση, ότι δεν είναι μια στιγμή της προλεταριακής επανάστασης, ούτε είναι η επανάσταση καθώς αυτή πραγματοποιείται, εκπληρώνεται: ο συνδικαλισμός δεν είναι επανα­στατικός παρά μονάχα στο μέτρο που υπάρχει η δυ­νατότητα της γραμματικής σύζευξης των δύο λέξεων
Ο συνδικαλισμός αποκαλύφθηκε ως μια απλή μορφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και όχι ως ένα δυνάμει ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο συν­δικαλισμός οργανώνει τους εργάτες, όχι ως παραγωγούς, αλλά ως μισθωτούς, δηλαδή ως δημιουργήματα του καπι­ταλιστικού καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας· ως πω­λητές του εμπορεύματος-εργασία. Ο συνδικαλισμός συνε­νώνει τους εργάτες κατά τα εργαλεία της δουλειάς τους ή κατά το υλικό που μεταποιούν, που σημαίνει ότι ο συνδικαλισμός συνενώνει τους εργάτες με βάση τις μορφές που επιβάλλει το καπιταλιστικό καθεστώς, το καθεστώς του οικονομικού ατομικισμού. Το να χρησιμοποιείς ένα ερ­γαλείο και όχι κάποιο άλλο, το να μεταποιείς μια δεδομένη πρώτη ύλη και όχι κάποια άλλη, αποκαλύπτει τις διαφορές δεξιοτήτων και ικανότητας, στον κόπο που καταβάλλεται και στο κέρδος προκύπτει· ο εργάτης προσηλώνεται στην ίδια του την ικανότητα και στην ίδια του την δεξιότητα και τα εννοεί όχι σαν μια στιγμή της παραγω­γής, αλλά σαν ένα απλό μέσο για να κερδίσει τη ζωή του.
Το επαγγελματικό ή βιομηχανικό συνδικάτο ενώ­νοντας τον εργάτη με τους συντρόφους του, του ίδιου επαγ­γέλματος ή της ίδιας βιομηχανίας, με εκείνους που, στη δουλειά τους, μεταχειρίζονται το ίδιο εργαλείο ή που μεταποιούν το ίδιο υλικό με αυτόν, συμβάλλει στο να δυναμώσει μια τέτοια νοοτροπία ,συμβάλλει στο να τον κάνει όλο και περισ­σότερο ανίκανο να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό και τον οδηγεί να εννοήσει τον εαυτό του σαν ένα «εμπόρευμα», διαθέσιμο σε μια εθνική και διεθνή αγο­ρά, όπου, μέσα από το παιχνίδι του ανταγωνισμού, προσδιορίζεται η τιμή και η αξία του.
Ο εργάτης δεν μπορεί μόνος του να εννοήσει τον εαυτό του ως πα­ραγωγό, παρά μονάχα αν εννοήσει τον εαυτό του ως αναπόσπα­στο μέρος ολόκληρου του συστήματος δουλειάς που συνο­ψίζεται στο αντικείμενο- βιομηχανικό προϊόν, παρά μονάχα αν συναισθάνεται , ζωντανή στο πετσί του, την ενότητα αυτής της βιομηχανικής δια­δικασίας, που απαιτεί τη συνεργασία του χειρώνακτα, του ειδικευμένου εργάτη, του διοικητικού υπάλληλου, του μη­χανικού, του τεχνικού διευθυντή. Ο εργάτης μπορεί να εννοήσει τον εαυτό του ως παραγωγό εάν, αφού καταχωρίσει το εαυτό του ψυχολογικά μέσα στην ιδιαίτερη διαδικασία παραγωγής ενός καθορισμένου εργοστασίου(όπως για παράδειγμα, στο Τορίνο, μιας αυτοκινητοβιομηχανίας) και αφού σκεφτεί τον εαυτό του σαν μια αναγκαία και απαραίτητη στιγμή της δραστηριότητας ενός κοινωνικού συνόλου που παράγει αυτοκίνητα, περάσει σε ένα νέο στάδιο και αποκτήσει συνείδηση του συνόλου της δραστηριότητας του Τορίνου, της αυτοκινητοβιομηχανίας, και εννοεί πλέον το Τορίνο ως μια μονάδα παραγωγής, χαρακτηριζόμενη από το αυτοκίνητο, και αντιληφθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της εργασιακής δραστηριότητας του Τορίνου, δεν υπάρχει παρά επειδή υπάρχει και αναπτύσσεται η βιομηχανία του αυτοκινήτου και ότι, κατά συνέπεια, οι εργάτες αυτών των πολλαπλών γενικών δραστηριοτήτων είναι και οι ίδιοι παραγωγοί της βιομηχανίας του αυτοκινήτου, γιατί είναι οι δημιουργοί των αναγκαίων και ικανών συνθηκών ύπαρξης αυτής της βιομηχανίας. Με αφετηρία αυτό το κύτταρο: το εργοστάσιο ως μονάδα, ως πράξη δημιουργίας ενός καθορισμένου προϊόντος, ο εργάτης αίρεται στην κατανόηση ευρύτερων μονάδων, έως το έθνος, που είναι στο σύνολό του ένας γιγάντιος μηχανισμός παραγωγής χαρακτηριζόμενος από τις εξαγωγές, από το άθροισμα του πλούτου που ανταλλάσσει έναντι ενός ισοδύναμου αθροίσματος πλούτου που συρρέει από όλες τις γωνιές του του κόσμου, προερχόμενο από όλους εκείνους τους άλλους γιγάντιους μηχανισμούς παραγωγής στους οποίους διαιρείται ο κόσμος. Τότε ο εργάτης είναι πράγματι παραγωγός, διότι έχει πλέον συνείδηση της λειτουργίας του μέσα στην παραγωγική διαδικασία, σε όλους της τους αναβαθμούς, από το εργοστάσιο μέχρι το έθνος και μετά τον κόσμο· τότε αισθάνεται τι είναι η τάξη και γίνεται κομμουνιστής διότι, γι αυτόν, η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν είναι λειτουργία του παράγειν· και γίνεται επαναστάτης διότι εννοεί τον καπιταλισμό, την ιδιωτική ιδιοκτησία σαν βαρίδι, σαν εμπόδιο που πρέπει να παραμερισθεί. Τότε, αληθινά, εννοεί το «κράτος», εννοεί πως είναι ένας σύνθετος κοινωνικός θεσμός διότι τον ανάγει στη μορφή του γιγαντιαίου μηχανισμού παραγωγής που, με όλες του τις σχέσεις με όλες του τις νέες και ανώτερες λειτουργίες που απαιτεί το τρομερό του μέγεθος, αντανακλά τη ζωή του εργοστασίου και αντιπροσωπεύει το εναρμονισμένο και ιεραρχημένο σύνολο, των αναγκαίων συνθηκών ώστε να ζει και να αναπτύσσεται το εργοστάσιο του, η βιομηχανία του και η προσωπικότητά του ως παραγωγού.
Η ιταλική πρακτική του ψευτοεπαναστατικού συνδικαλισμού,απορρίφθηκε από το κίνημα των τομεακών επιτρόπων του Τορίνου, όπως και η πρακτική του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού· απορρίφθηκε μάλιστα στο δεύτερο βαθμό, μια και ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός ξεπερνά τον ψευτοεπαναστατικό συνδικαλισμό. Πράγματι, εάν το συνδικάτο είναι ικανό ίσα για να δώσει στους εργάτες «το ψωμί και το βούτυρο», εάν το συνδικάτο δεν μπορεί, μέσα σε ένα αστικό καθεστώς, παρά μόνο να εξασφαλίσει μια σταθερή αγορά για τους μισθούς και να εξαφανίζει μερικούς από τους πιο απειλητικούς κινδύνους για την φυσική και ηθική ακεραιότητα του εργάτη, είναι προφανές ότι η ρεφορμιστική πρακτική έχει μεγαλύτερη επιτυχία από την ψευτοεπαναστατική στο να φέρει τέτοια αποτελέσματα. Αν απαιτούμε από ένα εργαλείο περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει, εάν δημιουργούμε την πίστη ότι ένα εργαλείο μπορεί να δώσει περισσότερα από όσα επιτρέπει η φύση του, ξαστοχούμε ακατάπαυστα, ασκούμε καθαρά δημαγωγική δράση. Οι ψευτοεπαναστάτες συνδικαλιστές της Ιταλίας φτάνουν συχνά μέχρι του σημείου να συζητούν αν συμφέρει να γίνει το συνδικάτο (για παράδειγμα των σιδηροδρομικών) ένας κλειστός κύκλος, που δεν υπολογίζει παρά μόνο στους «επαναστάτες», παρά μόνο στην τολμηρή μειοψηφία που συμπαρασύρει τις ψυχρές και αδιάφορες μάζες· δηλαδή φτάνουν να αρνούνται την στοιχειώδη αρχή του συνδικαλισμού που είναι να οργανώσει το σύνολο των μαζώνiii. Αν φτάνουν ως εκεί, είναι επειδή συναισθάνονται συγκεχυμένα, βαθειά μέσα τους, τη μηδαμινότητα της προ­παγάνδας «τους», την ανικανότητα του συνδικάτου να δώσει μια συγκεκριμένα επαναστατική μορφή στη συνείδηση του εργάτη. Επειδή δεν έχουν ποτέ αναρωτηθεί με καθαρό­τητα και ακρίβεια για το πρόβλημα της προλεταριακής επανά­στασης· αυτοί οι ένθερμοι οπαδοί της θεωρίας των «παρα­γωγών» δεν είχαν ποτέ καμιά συνείδηση παραγωγών· είναι δημαγωγοί και όχι επαναστάτες, είναι αγκιτάτορες που αρκούνται να συγκινούν με τα ψεύτικα πετράδια των λόγων τους και όχι παιδαγωγοί που διαμορφώνουν συνειδήσεις.
Το κίνημα των επιτρόπων δεν γεννήθηκε και δεν αναπτύχθηκε, για να αντικαταστήσει τον Μπουότσι ή τον Ντ' Αραγκόνα με τον Μπόργκιiv; Το κίνημα των επιτρόπων είναι η άρνηση κάθε μορφής ατομισμού ή πρόταξης των προσωπικοτήτωνv. Είναι η αρχή μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας μέσα στην οποία η εργαζόμενη μάζα αποκτά τη συνείδηση της αδιαίρετης ενότητάς της, βασισμένης στην παραγωγή, βασισμένης στην συγκεκριμένη πράξη της εργασίας και δίνει σε αυτή τη συνείδηση μια οργανική μορφή υποκείμενη η ίδια στη δική της ιεραρχία, αποκομίζοντας από αυτήν την ιεραρχία ό,τι βαθύτερο διαθέτει, για να ενσαρκώσει την συνειδητή της θέληση, προς ένα συγκεκριμένο σκοπό, προς μια ευρεία ιστορική διαδικασία που παρά τα λάθη όπου τα άτομα θα μπορούσαν να πέσουν, παρά τις κρίσεις που οι εθνικές ή διεθνείς συνάφειες μπορούν να προκαλέσουν, θα κορυφωθεί ακαταμάχητα στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην κομμουνιστική Διεθνή .
Η συνδικαλιστική θεωρία δεν έχει ποτέ διαμορφώσει μια τέτοια σύλληψη του παραγωγού και της δια­δικασίας ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας των παραγω­γών· δεν έχει ποτέ δείξει ότι θα άρμοζε να δοθεί αυτή η κατεύθυνση και αυτή η σημασία στην οργάνωση των ερ­γαζομένων. Έβγαλε μια θεωρία για μια ιδιαίτερη μορ­φή οργάνωσης, του επαγγελματικού και του βιομηχανικού συνδικάτου, και αν έχτισε πάνω σε μια πραγματικότητα, είναι η πραγματικότητα του μοντέλου που υποδεικνύει το καπιταλιστικό καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της εργατικής δύναμης· δεν έχτισε λοιπόν παρά μια ουτοπία, ένα μεγάλο παλάτι αφαιρέσεων.
Η έννοια του συστήματος των Συμβουλίων , βασισμένο στη δύναμη της μάζας των εργαζομένων, οργανωμέ­νης κατά τόπο εργασίας και κατά ενότητα παραγωγής, έχει την πηγή της στις συγκεκριμένες ιστορικές εμπει­ρίες του ρώσικου προλεταριάτου και είναι το αποτέλεσμα της θεωρητικής προσπάθειας των συντρόφων κομμουνιστών της Ρωσίας, που δεν είναι βέβαια συνδικαλιστές επαναστάτες, αλλά σοσιαλιστές ε­παναστάτες.

(Ανυπόγραφο,« L' Ordine Nuovo», 8 Νοέμβρη 1919, 1, φ. 35).

Σημειώσεις

iΟ Gramsi αναφέρεται στο ρεύμα του εργατικού κινήματος που, στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, ήταν γνωστό με το όνομα «Συνδικαλισμός» ή «Αναρχοσυνδικαλισμός». Ο Gramsi κρατάει τον πρώτο όρο «Συνδικαλισμός» και τον χρησιμοποιεί τόσο για να δηλώσει τους αναρχοσυνδικαλιστές όσο και με την κανονική του σημασία. Το άρθρο αυτό λοιπόν προφανώς απαντά στις κατηγορίες του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού που συχνά απευθύνονταν – από τους ιθύνοντες της C.G.L.(Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) – ενάντια στις θέσεις της Ordine Nuovo
iiΟι «τομεακοί επίτροποι» εκλέγονταν με σκοπό να εκπροσωπούν τους εργάτες του τομέα τους (εργοστάσιο ή εργοστάσια μιας φίρμας) συνδικαλισμένους και μη, στις συνδιαλλαγές τους με την εργοδοσία, να επιβλέπουν την τήρηση των ωραρίων και των συμβάσεων συνεργαζόμενοι τόσο με τα συνδικάτα όσο και με τις «εσωτερικές επιτροπές», να επιλύουν συναινετικά ζητήματα της δουλειάς ανάμεσα στους εργάτες. Ο Gramsi τους βλέπει ακόμα και σαν παιδαγωγούς της εργατικής τάξης, που πρέπει να της μάθουν να αυτοδιευθύνεται για να λειτουργήσει η παραγωγή χωρίς αφεντικά.
iiiΤο συνδικάτο των σιδηροδρομικών δεν είχε ενταχθεί στην C.G.L. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και στους κόλπους του περιελάμβανε έναν ισχυρό πυρήνα αναρχοσυνδικαλιστών και επαναστατών-συνδικαλιστών
ivΟ Ludovico D'Aragona, γραμματέας της C.G.L. (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και ο Bruno Buozzi, γραμματέας της FIOM (Ομοσπονδίας της μεταλλουργίας) ήταν οι ισχυροί άνδρες του ρεφορμισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο αναρχικός, Armando Borghi ήταν αντίθετα η ψυχή ενός επαναστατικού συνδικάτου της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (l'Unione Sindacale Italiana) που ιδρύθηκε το 1914, και του οποίου το 3ο Συνέδριο (προγραμματισμένο για τις 20-23 Δεκεμβρίου 1919 - ενάμιση μήνα μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου ) επρόκειτο να τοποθετηθεί υπέρ των Εργοστασιακών Συμβουλίων.
vΗ θεώρηση της ιστορίας ως έργο προσωπικοτήτων, θα συνοψιζόταν στη φράση: «οι ηγέτες γράφουν την ιστορία»

2 σχόλια:

  1. Επειδή το άρθρο το έχω διαβάσει, δεν θα πρέπει να πάρουμε υπ'όψιν μας και την ιστορική εμπειρία;

    Δλδ ο συνδικαλισμός (ο αναρχοσυνδικαλισμός συγκεκριμένα), αφοριστέος στο συγκεκριμένο κείμενο, σε παραπλήσιες κοινωνικές συνθήκες σε Ιταλία και Ισπανία, οδήγησε σε διαφορετικού τύπου μάχες. Στην Ισπανία σε μια κοινωνική επανάσταση που ηττήθηκε στρατιωτικά, στην Ιταλία σε μια "ομαλή" μετάβαση στον φασισμό.

    Δεν είναι άλλη μιά "αντινομία" στα κείμενα του Γκράμσι η από τη μία, σωστή κατ' εμε, προώθηση της "δυαδικής εξουσίας" ώς την εξουσία των εργατών, που γεννιέται μέσα και κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης, και το κείμενο αυτό που αφορίζει την έκφραση αυτής της δυνατότητας σαν πλευρά ικανοποίησης των αναγκών αλλά και εργατικού ελέγχου στη παραγωγή;

    Καταλαβαίνω, πως ίσως είναι λίγο χαοτικά όλα αυτά που ρωτώ, αλλά κι εγώ προσπαθώ να ξετυλίξω το νήμα, δεν έχω σίγουρες απαντήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ φίλε avanti_maestro
    Η ιστορική εμπειρία είναι το κύριο που πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν μας. Έτσι λοιπόν βρίσκω ελάχιστα συγκρίσιμες την Ιταλία του 19-20 και την Ισπανία του 36. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι στην περίπτωση της Ιταλίας βρισκόμαστε στην καρδιά του επαναστατικού κύματος του Οκτώβρη και η επανάσταση μπορεί ακόμα να κερδηθεί. Αντίθετα το 36 η επανάσταση έχει ήδη χαθεί, οι μεγάλες δίκες στη Μόσχα έχουν γίνει και για το νεαρό εργατικό κράτος ο κύβος έχει ριφθεί: «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα» κι ας συνιστά η φράση αντίφαση εν τοις όροις.
    Αυτό που πολεμά ο Gramsi είναι, νομίζω, η άρνηση των αναρχοσυνδικαλιστών να αποδεχτούν ιεραρχική οργάνωση της εργατικής τάξης. Ήθελαν το πράγμα να σταματά μέχρι τα συνδικάτα.
    Ο Gramsi εκθέτει εδώ -αν ξεχάσουμε την πολεμική γλώσσα του που η ψυχραιμία της δικής μας χρονικής απόστασης την κάνει να φαίνεται ακόμα πιο οξεία- τις αντιρρήσεις του: τα συνδικάτα είναι θεσμός της αστικής κοινωνίας ενσωματωμένος όχι με τον τρόπο της εξαγοράς απλώς συνειδήσεων αλλά από την ίδια την συνταγματική τους αρχή: είναι επαγγελματικά ή βιομηχανικά συνδικάτα.
    Στην Ισπανία από την άλλη μεριά, έχουμε ένα σταλινικό κόμμα, το ΚΚΙ, ένα κεντριστικό, το POUM και την CNT, αν θυμάμαι καλά τα αρχικά της αναρχικής ομοσπονδίας. Κόμμα της εργατικής τάξης, κατά την Λενινιστική έννοια, δεν έγινε δυνατό να συγκροτηθεί. Αυτοί που ο Μαρξ ονόμαζε κομμουνιστές ήταν ίσως κατεσπαρμένοι και στους τρεις σχηματισμούς, ως αποτέλεσμα της σύγχυσης που προκαλεί πάντοτε μια ήττα.Κάπως έτσι θα γινόταν να επικρατήσει ο Φράνκο, κάπως έτσι θα γινόταν και οι τρεις οργανώσεις να προδώσουν την εργατική τάξη της Ισπανίας. Το σημείο αυτό ήταν το κρίσιμο και παρακολούθημα βεβαίως της επαναστατικής άμπωτης που καθόριζε την περίοδο.
    Ο δικός μου σκοπός πάντως δεν θα ήταν μια απάντηση στην αναρχία. Άλλωστε ένα τόσο μακρινό κείμενο δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο, χώρια που οι σημερινοί επίγονοι των αναρχοσυνδικαλιστών είναι τόσο πολύ διαφορετικοί που στην πλειοψηφία τους απορρίπτουν και τα συνδικάτα. Ο δικός μου σκοπός λοιπόν θα ήταν να αναδειχθεί το μέχρι πού πάνε τα συνδικάτα. Να απαντήσω δηλαδή στη χρόνια συνδικαλιστίτιδα (και θεματοκινηματίτιδα) της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής ή «επαναστατικής» αριστεράς για την οποία μάλλον θα συμφωνούσες

    ΑπάντησηΔιαγραφή